ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ
Γράφει ο
Σταύρος Τραγάρας
Σήμερα στα «πολιτικά
σεμινάρια» ο Λήμνιος πολιτικός αναλυτής κυρ Μενελής Λεμπέσαρος θα αναλύσει το
θέμα της επανεκκίνησης της οικονομίας. Στις ερωτήσεις ο δημοσιογράφος κυρ
Γιώργαρος Πουρπουργιανός.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Χαϊρολά,
κυρ Μενέλου. Πάρε τ’ γαζουζούδα σ’ κι άρχισε.
ΜΕΝΕΛΗΣ: Σιγά. Τι
είμαι κανές Παλιουπουλ’νός μπρε κυρ Γιώργαρε; Να παράδες, δομ μνι; Θος φλαξ.
Μπάντεξε κουμάτ να ξεμπλαντάξου.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Ε,
καλά, ξεμπλάνταξε πρώτα, δε σε έπιασα κι απ’ του λαιμό. Το θέμα μας έναι η
επανεκκίνησ’ στν οικουνουμία που λεγ’ ότι πέτυχε ου κυρ Αντών’ς ου
πορδυπουργός. Τι θα πει κυρ Μενέλου, επανεκκίνησ’;
ΜΕΝΕΛΗΣ: Θα πει
ένα πράμα σταματμένου να του βαλ’ς πάλε να δλευ’. Σα μπου λέμε να βαλ’ς να
ξαναδλέψ μια γερίσα τσουτσλή.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Σους
Χστος. Κι έβαλε πάλε μπρουστά ου κυρ Αντών’ς, μια πεζμέν’ γερίσα ξερή;
ΜΕΝΕΛΗΣ: Κι καλά.
Δήθεν. Άμα του κινητό ουραίου γιωσ’, άντε να του ξεγιώγ’ς.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Γω
ξέρου ότι ου πορδυπουργός είπε οτ’ εχ’ σκωσ’ τα μανίκια.
ΜΕΝΕΛΗΣ: Μια βολά
σν Ατσκή, τότες που είχαν μόνε δυο βρύσες σε ούλου του χουριό, μάζεψε ου
πρόεδρους τουν κόζμου να δγιούνε τι θα κάμνε. Απουφασίσαν να κάμνε ένα
κινούργιου πγαδ. Ήλεγε ου ένας, ήλεγε ου άλλους, σε πιο μέρους να γιν’, πόσου μουγάλου κι βαθύ θα νέναι, πόσεν’ θα
δλέψνε, κι τέτοιες κλαμάρες. Ου Αντών’ς ου Καρασταμάτ’ς, που τουν λέγαν κι
Αντουνιό, δε μίλαν. Μίλ’ξε κι συ Αντών’ που είσαι κι πγαδάς, να μας πεις τη
γνώμη σ’, τουν λένε. Εγώ δεκεί θα νείμαι, μόνε πείτε με πού να πάγου, λεγ’ ου
Αντών’ς. Ε, φύγαν φκαριστημέν’ που απουφασίσαν να βάλνε ουλ’ ένα χερ, να πιούνε
μαθέ νερό. Του προυί πήρε ου Αντών’ς του
γκαζμά κι του φκιαρ κι άρχισε να σκαβ οπ’ τουν πήκαν. Κατά του μεσμέρ φανήκαν
οι πρωτ, με κουλαριστά ρούχα κι κάμναν τουν επιστάτ. Αφήκαν του Αντουνιό μοναχό
τ’ να τς φκιαξ του πγαδ. Τι με λες του λοιπόν για τα σκουμένα μανίκια τ’
πουρδυπουργού; Συ θα σκάψεις του πγαδ, μουναχός σ’.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Κι
τότε γιατί μας τα λεγ’ κυρ Μενέλου;
ΜΕΝΕΛΗΣ: Πήκαμ,
κι καλά. Κνει κι κειος τουν ελεμέ τ’.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Κι πώς
τουν χαραχτηρίγ’ς τουν κυρ Αντών’;
ΜΕΝΕΛΗΣ:
Κνάμενου, σνάμενου.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Κι του
λαό;
ΜΕΝΕΛΗΣ:
Κνάμενου, σερνάμενου.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Ιγώ
τουν βρίσκου απουφασιζμένου.
ΜΕΝΕΛΗΣ: Ναι, κνιέντεν
τα ουραδάτα φίδια, κνιέντεν κι τα κολοβά.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Κι του
γκουβέρνου πώς του γλεπς;
ΜΕΝΕΛΗΣ: Ίσα που
κνει τα πουδαρέλια τ’.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Δεν
έναι σταθιρό;
ΜΕΝΕΛΗΣ: Κούνια
λέσα μπαιν’ η βάρκα μέσα.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Ποιοιν’
δε νέναι ευκαριστημέν’;
ΜΕΝΕΛΗΣ: Ούλα τα
κνάμενα, τα σερνάμενα κι τα πετούμενα.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Γω
γλέπου τν οικουνουμία να κνιέται, κι συ λέγε οτ’ θελ’ς.
ΜΕΝΕΛΗΣ: Να προυσέξ του πουλύ κούν’μα, γιατί θα γιν’
κουνήστρα κι κουν’μέν’.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Υπάρχ’
σκέδιο. Μόνε απ’ του σκέδιου τ’ κυρ Βενιζέλαρ θα γίν.νε, σε λεγ’, ιφτακόσες χ’λιάδες θέσες εργασίας.
ΜΕΝΕΛΗΣ: Α τουν
καμένου. Μπρε συ, τουν κυρ Βγαγγέλ’ τουν είχε παρ κουμάτ ου νύπνους σαν ήνταν
παραφαγουμένους κι είχε κι ζέστα. Ήγλεπε ου άθρουπους ένα όνειρου, ότι κι καλά
τοιμάζνταν να φαγ’ ιφτακόσοιν’ κιφτέδες, τόσου έναι του καράριτ, κι ξαφνικά
τουν ξυπνήσαν κι τουν ρουτήσαν πόσες χ’λιάδεςς θέσες εργασίας θα φκιαξ. Ε,
όπους ήνταν μσουξυπεν’τός κι σκέβνταν ακόμα τς κιφτέδες, είπεν ιφτακόσες. Μη
του δεν’ς κι συ σε καλό πανί.
ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ: Κι
γιατί μας τα λένε τούτα; Απ’ του κιφάλιτς τα λένε;
ΜΕΝΕΛΗΣ: Απ’ του
κιφάλ’, αλλά οχ’ απ’ του θκο τς του κιφάλ’, αλλά απ’ του κιφάλ’ του αργαλείου
τς. Ήνταν στα Ζβέρδια ου Δημητρής ου Γούρτζελους κι διηγένταν κι ήλεγε: «Απ’ του ξημέρουμα με γκιώνταν,
Δημητρό άντε να πας. Και ξανά πάλε, Δημητρό άντε να πάμε στν Ατσκή. Ε, αφού με
τούπεν κάμπουσες φουρές, κατάλαβα οτ’ είχε δίκιου, φόρτουσα κι γω δυο
ντενεκέδες σταρ στο γάδαρο και πήγα στν Ατσκή, στ’ χήρα». Σαν τουν ρουτήσαν, ποιος
σε τούλεγε Δημητρό, η γ’ναίκα σ’ σε τούλεγε; Λεγ’ ου Δημητρής: «Οχ’ μπρε παιδί,
ο τσούτσουζιμ με του ήλεγε, με το ζμπάθγειου, κι είδα πως είχε δίκιου».
***Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε. Και προσοχή στου κούνημα,
γιατί μπορεί να σας περάσουν για κουνιαλήδες και κνήστεργιες.