Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Κάπνισμα «Αγαθόν το εξομολογείσθαι…»

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Ο μακαρίτης ο πατέρας μου κάπνιζε τσιγάρα χύμα Ματσάγγου. Συχνά πυκνά, όταν ήμουν παιδί, αρχές της δεκαετίας του 60 - γεννήθηκα το 1954 - με έστελνε να του αγοράσω 5 ή 10 τσιγάρα. Τόσα έπαιρνε κάθε φορά, αφού τα οικονομικά μας ήταν πολύ πιο κάτω από αυτό που θα έλεγε κανείς .… «ανθηρά». Επειδή όμως κάπνιζε σαν τσιμινιέρα, τα δρομολόγια αυτά προς το περίπτερο ήταν συχνότατα. Η οικογένειά μου ήταν αγροτική, όπως ήταν οι περισσότερες στην τότε Ελλάδα. Τα παιδιά στον ελεύθερο χρόνο τους βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές, πολλές φορές εργαζόμενα όπως οι ενήλικες. Τα καλοκαίρια είμαστε μόνιμα στα χωράφια. Μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση, ότι τον πατέρα μου περισσότερο τον απασχολούσε να έχει τσιγάρα παρά φαγητό για τον ίδιο.
Στην πατρίδα μου τη Λήμνο καλλιεργούσαμε κυρίως βαμβάκι. Τα καλοκαίρια το βαμβάκι χρειάζεται 4 με 5 ποτίσματα, που τότε δεν γίνονταν όπως σήμερα με την λεγόμενη «τεχνητή βροχή» με μπεκ, αλλά με αυλάκια ανάμεσα στις σειρές του βαμβακιού. Επειδή τα πηγάδια ήταν κοντά το ένα στο άλλο και το νερό ήταν λίγο, έπρεπε να σηκωνόμαστε νύχτα για να πηγαίνουμε για πότισμα, με το λουξ. Αν λοιπόν δεν είχε ο πατέρας μου προμηθευτεί αποβραδίς τσιγάρα, όταν ξημέρωνε με άφηνε να ποτίζω και πήγαινε ως το χωριό για να αγοράσει. Το πρώτο πότισμα ήταν επίπονο και χρειαζόταν συχνά δυο ανθρώπους, αφού έπρεπε να χωρίζονται τα αυλάκια με φράγματα, τα λεγόμενα «ντουμπώματα», τα οποία ήταν περισσότερα όσο μεγαλύτερη ήταν η κλίση του εδάφους. Και βέβαια ένα παιδάκι 10-11 χρόνων όπως ήμουν εγώ, δεν προλάβαινα να φτιάχνω ντουμπώματα και να κόβω και το νερό στο επόμενο αυλάκι. Μια μέρα λοιπόν που πότιζα μόνος μου, μου ξέφυγε το νερό, χάλασε το ήδη ποτισμένο χωράφι, τα έκανε όλα λίμπα, πέρασε και στα διπλανά χωράφια και εγώ απελπισμένος αντί να σβήσω την αντλητική μηχανή κάθισα κάτω και έκλαιγα. Όταν γύρισε ο πατέρας μου σε καμιά ώρα, βρήκε ένα χωράφι αγνώριστο και εμένα σε κατάσταση πανικού. Δεν είπε τίποτα, αλλά φανερά εκνευρισμένος…. άναψε τσιγάρο.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο πατέρας μου αποκτούσε ένα μόνιμο βήχα, που στους νυχτερινούς παροξυσμούς, μας ξυπνούσε έντρομους, αφού από το βήχα και τη δύσπνοια κυριολεκτικά πήγαινε να «σκάσει». Το πτυελοδοχείο νυκτός έγινε μόνιμο αξεσουάρ και κάθε πρωί η καημένη η μάνα μου το άδειαζε και το έπλυνε, αφού ήταν γεμάτο με σιχαμερά πυώδη πτύελα. Οι παρατηρήσεις της να κόψει το τσιγάρο, «γιατί θα πεθάνει όπως είπε και ο γιατρός», πήγαιναν στο βρόντο. Από τότε μου είχε μείνει μια φοβερή απέχθεια για το κάπνισμα. Όταν πήγα στο γυμνάσιο – πηγαίναμε στην πρωτεύουσα του νησιού τη Μύρινα και νοικιάζαμε ανά δύο παιδάκια ένα δωμάτιο – οι πιο μεγάλοι μαθητές, οι παλιοσειρές, από τις πρώτες μέρες κιόλας προσπάθησαν να μας μάθουν να καπνίζουμε. Θα ρουφάτε, μας έλεγαν, τον καπνό και ταυτόχρονα θα λέτε «αχ κι ένας παπάς», το «αχ» με εισπνοή, ώστε να είναι σίγουρο ότι ο καπνός θα πάει στα πνευμόνια. Αχ κι ένας παπάς κι άντε πάλι αχ κι ένας παπάς, το κεφάλι μου έγινε σαν καζάνι, ζαλίστηκα, χλώμιασα, έκανα έμετο και δεν το ξανάπιασα στα χέρια μου ως τα φοιτητικά μου χρόνια. Κάθε φορά που τα «έφτιαχνα» με κάποιο κορίτσι προσπαθούσα να καπνίσω για να…. το εντυπωσιάσω, αλλά ματαίως, δεν έλεγα να το «μάθω» το άθλιο το τσιγάρο, δεν μου άρεσε.
Κύλησαν τα χρόνια, έγινα γιατρός, έγινα πνευμονολόγος, έκανα οικογένεια και στα 36 μου έχοντας ήδη δυο παιδιά 10 και 8 χρόνων, σίγουρος ότι έχω εκ φυσικής ιδιοσυγκρασίας γλυτώσει από αυτόν το διάβολο, άρχισα έτσι για πλάκα να ψευτοκαπνίζω, χωρίς βέβαια να «κατεβάζω» τον καπνό. Αυτά τα τσιγάρα όμως όλο και πλήθαιναν και για να μην τα πολυλογούμε,…… επιτέλους το «έμαθα» το τσιγάρο. Στην αρχή κάπνιζα λίγο, σε λίγο καιρό όμως έγινα δεινός καπνιστής, καπνίζοντας 2 πακέτα τη μέρα. Το φοβερό ήταν ότι κάπνιζα και μέσα στο νοσοκομείο, στους διαδρόμους και μερικές φορές – ντρέπομαι που το λέγω - ακόμα και μέσα στο ασανσέρ, ενώ υπήρχαν και ασθενείς μέσα. Ήμουν μονίμως με ένα τσιγάρο στο χέρι. Σε ένα μποτιλιάρισμα στο δρόμο είχα ξεμείνει από τσιγάρα και κατέβηκα από το αυτοκίνητο και ζήτησα τσιγάρο από τον οδηγό του πίσω αυτοκινήτου, που είδα ότι κάπνιζε. Πότε το έκοβα, πότε το άρχιζα και κάθε φορά που το ξανάρχιζα κάπνιζα και πιο πολύ. Όταν πήγα να συμβουλεύσω για το κάπνισμα το γιο μου που ήταν φοιτητής και είχε αρχίσει να καπνίζει, μου είπε δικαίως: «Δε βλέπεις τον εαυτό σου καλύτερα που καπνίζεις ενώ είσαι και πνευμονολόγος;». Ε, κάποτε σιχάθηκα τον εαυτό μου, είπα το «αϊ σιχτίρ» και το σταμάτησα. Ασχολήθηκα με το θέμα, διάβασα, εκπαιδεύτηκα σε αντικαπνιστικά κέντρα και νάμαι έτοιμος να βοηθήσω τους καπνιστές, όσο μπορώ, να το «κόψουν» και προπάντων να μην το ξαναρχίσουν, στήνοντας το ιατρείο διακοπής καπνίσματος του «Θριασίου Νοσοκομείου».
Σε μια σειρά άρθρων για το κάπνισμα, που θα δημοσιεύσει η εφημερίδα «Θριάσιο», θεώρησα καλό να αρχίσω με τη δική μου «εξομολόγηση». Δεν είναι ένα σουρεαλιστικό σενάριο – οι καπνιστές το ξέρουν – πάρτε το σαν βαθύτατη ανάγκη κοινωνικοποίησης, που ελπίζω ότι δεν υπάγεται στην ψυχοπαθολογία. Η εξομολόγηση έτσι κι αλλιώς βοηθά και οδηγεί σε κάποιο βαθμό αυτογνωσίας. Αγαπητοί καπνιστές, συμπαθείς και πρώην ομοιοπαθείς, ψυχές διαφανείς πλην ομιχλώδεις σαν τον καπνό του τσιγάρου σας, γνωρίζω από πρώτο χέρι τι τραβάτε. Δεν έρχομαι στο κονάκι σας με το χρυσό σκήπτρο του ειδικού, αλλά ούτε και με το μαγικό ραβδί του ταχυδακτυλουργού. Στηρίζομαι στη φτωχική μου ξύλινη κορύνη και σας την προσφέρω να στηριχτείτε και σεις, ως παθιάρης σε παθιάρηδες. Αν θέλετε πραγματικά να κόψετε το τσιγάρο και δεν μπορείτε, εμείς ίσως μπορούμε να σας βοηθήσουμε. Ελάτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: