Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Ασλάνια κι ασλάν'δες

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Σε καφενείο στην Ατσική της Λήμνου, σε συζήτηση που αφορούσε την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, ένας συμπατριώτης είπε για τον κ. πρωθυπουργό: «Ο μπαμπάς τ’ ήνταν ασλάν’, αλλά τούτος μας βγήκε ντιπ ασλάν’ς». Ασλάνηδες στη Λήμνο λέγονται κάτι αυτοφυή δέντρα, που κατακλύζουν εγκαταλειμμένα οικόπεδα και αυλές, σκουπιδότοπους, ρυάκια, κλπ. Ασλάνηδες τα λένε μόνο στη Λήμνο. Προφανώς η ονομασία τους προέρχεται από την τουρκική λέξη «ασλάν», που θα πει λιοντάρι. Στην υπόλοιπη Ελλάδα το λένε βρωμοκαρυδιά, ή βρωμοκαρυά, ή βρωμόδεντρο, ή βρωμούσα, το επιστημονικό του δε όνομα είναι αΐλανθος ή αείλανθος.
Δεν τα έχουν σε καμιά εκτίμηση οι Λημνιοί, και λόγω της χαμηλής ποιότητας του ξύλου τους αλλά και λόγω της άσχημης οσμής που έχουν. Μεταφορικά, «ασλάνης» (ασλάν’ς) αποκαλείται υβριστικά κάθε άνθρωπος άχρηστος, όχι ιδιαίτερα έξυπνος, κλπ, ενώ το «ασλάν’» είναι ο έξυπνος και δυναμικός. Αυτά ήξερα για τους ασλάνηδες. Και βέβαια τους έβλεπα παντού στην Αθήνα και σε όποιο μέρος της Ελλάδας κι αν πήγαινα, να ξεφυτρώνουν και να γιγαντώνονται όπου δεν υπήρχε ανθρώπινη μέριμνα να τους ξεριζώσει. Αυτό το δέντρο στη Κρήτη το λένε «μουλβέρι». Πόθεν; Αγνοώ. Υπάρχει και τραγουδάκι:
"Στο Ακρωτήρι τω Χανιώ / εχʼ η βεντέμα φούρια / και δεν μπροκάνει ο Μουζουράς / μέτρημα στα μουζούρια./ Σεφής του Νέου του Χωριού / στσι Βουκολιές μουλβέρι / τα Μουλαμεριανά θωριά / έχουνε και χαέρι".
Υπάρχουν και ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που με τα χρόνια έχουν αναπτυχθεί στη Λήμνο:
Τσαπίζ τς ασλάν'δες ή φυτεύ' ασλάν'δες. Λέγεται για κάποιον τεμπέλη, ή αχρηστία, που κάνει μια δουλειά χωρίς νόημα.
Κάμεν' σκέπα από ασλάν'δες. Ειρωνικά για δουλειά που είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Έναι ασλάν’. Παλικάρι, αλλά και έξυπνος.
Βρωμεί σαν ασλάν’ς. Βρωμιάρης.
Ασλάνα. Και ασλανομούνα. Γυναίκα σέρτικια, δυνατή, ικανή. «Παγαίν’ κι παλιοπίν’ αλλά ύστερα τον πατεί η ασλάνα η γ’ναίκα τ’ πα στο λαιμό».
Ασλάν’κο…χοζμέτ. Δυνατό σεξ, αλλά και…μαστορικό.
Ασλάν’ς. Και συχνό όνομα σκύλου στη Λήμνο.
Ο ασλάν’ς ανεχτώνεται τ’ γκαρυδιά. Για κάποιον που τα βάζει ή συγκρίνεται με πολύ ανώτερό του.
Ασλάνια τς Ατσκής. Αγαπημένη φράση του συχωρεμένου Ατσικιώτη Θανάση Μπατάλη, που την έλεγε όταν μεθούσε. Μια φορά, που γέλασαν οι παρευρισκόμενοι μόλις είπε «γεια σας ασλάνια τς Ατσκής», το διόρθωσε λέγοντας: «με το συμπάθειο, ήθελα να πω, γεια σας ασλάν’δες τς Ατσκής».
Άλλο το ασλάν’ άλλος ο ασλάν’ς. Καλή ώρα για τον κατά τα άλλα συμπαθέστατο πρωθυπουργό μας. Ε, να μην πούμε κι ένα ασλανοτράγουδο για χάρη του; Να πούμε:
«Πορδυπουργέ μ’ λεν είσαι ασλάν’ / μα αλλ’ σε λεν Γιωργούδ / για λιόντας δε με φαίνεσαι / δε ξέρω για κατούδ. / Βρωμεί σα λεσ’ η κάθε δλια σ’ / σ’ οτ κι να ανεπιάν’ς / ασλανερό α ρέγεσαι όνομα / τότε θα νέναι ασλάν’ς».
Και ένα Ατσικιώτικο τραγουδάκι για μας τους...πανέξυπνους:
«Ανεμοδλιές ασλανοδλιές / πιε το μπόρδο σ’ πε με τς γειες».
Αγαπητοί αναγνώστες σας εύχομαι να ευτυχείτε και να ασλανοριζώνετε. Μόνε μην ασλανοβρωμείτε.


Σταχυολόγησα από το διαδίκτυο: AILANTHUS ALTISSIMA. Αΐλανθος ο αδενώδης. Αμερικάνικα ψευδώνυμα:tree of Heaven, tree of Hell, GhettoPalm, εξ αιτίας της δυνατότητάς του να αναπτύσσεται σε υποβαθμισμένα εδάφη και σε αστικά μέρη με μεγάλη ατμοσφαιρική ρύπανση. Ο αΐλανθος εισήχθη από την Κίνα στην Ευρώπη τον 17ο αιώνα για να χρησιμοποιηθεί ως καλλωπιστικό φυτό στους αστικούς κήπους. Από την Μεγάλη Βρετανία ήρθε το πρώτο δένδρο - επί της βασιλείας του Όθωνα - για να φυτευτεί στον Εθνικό Κήπο. Από αυτό το μοναδικό δένδρο το είδος έχει εξαπλωθεί σήμερα σε όλη την Ελλάδα απειλώντας την βιοποικιλότητα της μεσογειακής βλάστησης.
Χωρίς να προσβάλλεται από καμία ασθένεια, έντονα αλλεργιογόνος, εκκρίνοντας τοξίνες που εμποδίζουν κάθε άλλη βλάστηση, ο αΐλανθος δημιουργεί αποικίες που εξορίζουν τα ενδημικά είδη.Εξαπλώνεται επιθετικά, χρησιμοποιώντας τις οδικές αρτηρίες και το λιγοστό χώμα στις άκρες των δρόμων, εποικεί εγκαταλελειμμένα αστικά οικόπεδα και αρχαιολογικούς χώρους καταστρέφοντάς τους ανεπανόρθωτα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα καθώς μπορεί να φτάσει τα 18 – 20 μέτρα μέσα σε δέκα χρόνια. Το ριζικό του σύστημα είναι πολύ επιθετικό και μπορεί να προκαλέσει καταστροφές σε θεμέλια και υπόγειες σωληνώσεις, όπως αποχετεύσεις, σωλήνες ύδρευσης ή καλώδια τηλεφώνου και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Στην Κίνα αναπτύσσεται αρμονικά με τα άλλα είδη κυρίως γιατί κανένα μέρος του φυτού δεν μένει ανεκμετάλλευτο. Από τις ρητίνες του παράγουν λιβάνι για τους ινδουιστικούς ναούς. Ο σκώρος του αΐλανθου, που υπάρχει μόνο σ’ εκείνη την περιοχή παράγει ένα είδος μεταξιού χαμηλής ποιότητας ενώ το φύλλωμα και τα αιθέρια έλαια του δέντρου έχουν μεγάλη διάδοση στην παραδοσιακή ιατρική.
Σε πολλά κράτη της γης ο αΐλανθος συγκαταλέγεται στα χωροκατακτητικά είδη και είναι επικηρυγμένος. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία στρατηγική άμυνας και οι αρμόδιοι φορείς παρακολουθούν αμήχανοι την εξάπλωσή του.



Ασλάνηδες






Ασλάνηδες Λήμνου, φυτρωμένοι πάνω σε τοίχο.


Το πάλαι ποτέ περίφημο εξοχικό κέντρο του ΜΙΛΤΙΑΔΗ στην Ατσική, πνιγμένο στους ασλάνηδες.


Ασλάνηδες παντού.








Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ


Στη χειμερία νάρκη μας
(στο φίλο μου Λευτέρη Αναστασίου)

Λαμπαδηδρόμοι καπνισμένοι φρυκτωροί
τι ενοχλείτε τη χειμερία νάρκη μας
βερμπάσκο πήραμε νταρμπούκο φλόμο
σήμερα χτες και κάθε μέρα.

Τα φλάμπουρα χαθήκαν στις γαμήλιες τελετές
και για λευκά αγάλματα στις πλατείες
κλείσαν τα ανδριαντοποιεία από παλιά.
μάχλοι προαγωγοί έγιναν οι θεοί μας.

Υπνόμαχες πυρές μη μας ανάβετε
σφραγιδοφύλακες σκληροί τυμπανιστές
τελείωσαν οι μυθικοί κατακλυσμοί
και πέθαναν οι Ηλιάδες λεύκες.

Από την ποιητική συλλογή: "Ακολουθεί δεξίωσις".







ΔΡΟΜΟΣ ΑΤΣΙΚΗ – ΠΡΟΠΟΥΛΙ

Γραμμή τραίνου χωρίς τα βαγόνια
χαμένη στη γυάλινη σφαίρα της μάγισσας
που τη λεν Διαλεχτή
στους αγρούς έστησαν σκιάχτρα
με ερυθρές πανοπλίες
και τραγοτόμαρα σε σύρματα που σκουριάζουν
να πάρουν τη δόξα του σκαιού καβαλάρη
στο χορό παραγεμισμένων δαιμόνων
θα μπεις με το ζόρι
και θα δεις με τα μάτια της κούκλας
τους ηλίανθους και τα καλαμπόκια
ν’ ανθίζουν
οι καλοί άνθρωποι παίζουν κουτσό
πάνω σε σανιδένια γεφύρια
και γυρίζουν μύλο τρομύλο
τον ήλιο που δύει
στη ράχη της χήνας
αστέρια κίτρινοι γίγαντες
δραπέτες μακρινού γαλαξία
κρυμμένα μαζί με σπουργίτια
στις ξεροτρόχαλες εκκλησίτσες
το μαγκάνι κι η κόχλερ
ο ξυλένιος τροχός – νόρια
ο ξυλένιος σταυρός μας
όλα της γης
στο δισάκι έκρυψα
ένα κόκκο σταριού
για καλό και κακό.

Επεξηγήσεις:

Διαλεχτή. Η θεια μου Διαλεχτή, περίφημη ξεμετρήστρα, που το σπίτι της είναι πάνω σ’ αυτό το δρόμο.
Οι καλοί άνθρωποι παίζουν κουτσό πάνω σε σανιδένια γεφύρια. Είχα δει σαν παιδί, πηγαίνοντας με το συχωρεμένο τον πατέρα μου στο χωράφι, ένα ηλικιωμένο συγχωριανό μας να παίζει κουτσό μόνος του σε μια μικρή ξύλινη γέφυρα, πάνω από ένα χαντάκι. Κοίταξα τον πατέρα μου με απορία, περιμένοντας να μου εξηγήσει το φαινόμενο. Ο πατέρας μου δεν το σχολίασε, αλλά είπε σαν να έβλεπε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο: «Ο καθένας τη δουλειά του».
Μύλο – τρομύλο. Έκφραση που θα πει «γύρω – γύρω»
Αστέρια κίτρινοι γίγαντες. Κατ’ αναλογία με τα αστέρια κόκκινους γίγαντες της αστρονομίας. Στη Λήμνο όλα είναι κίτρινα, ακόμα και τα αστέρια της.
Κόχλερ. Η περίφημη αντλητική μηχανή, βενζινοκίνητη και μαντζόβολη, που ήταν πολύ διαδεδομένη στα «χρόνια του βαμβακιού».
Ο ξυλένιος τροχός – νόρια. Στην πραγματικότητα ελάχιστοι ξύλινοι τροχοί που έβγαζαν νερό υπήρχαν, αλλά η λέξη «νόρια» είναι ακαταμάχητη.

Από την ποιητική συλλογή: "Απ' τη σπηλιά του Φιλοκτήτη".

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Η διεθνής εγκληματική των κοθωνιών


Άρχισε να βομβαρδίζει τη Λιβύη, η διεθνής εγκληματική συμμορία των κοθωνιών, που κυβερνά τον κόσμο. Ο μέχρι προχτές σύμμαχός τους Καντάφι, τώρα τους βρώμισε. Πρωί - πρωί, πάλι ο ανατριχιαστικός ήχος των σειρήνων, των αεροπλάνων, των βομβαρδισμών και των αποκρουστικών αναλυτών της τηλεόρασης. Όπως στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Πρωτοστάτες τώρα τα δυο κομπλεξικά κωλόπαιδα Σαρκοζί και Κάμερον. Και ο Νομπελίστας ειρήνης Ομπάμα. Τους το ξεπληρώνει το Νόμπελ. Καλά, για τις δικές μας φιλιππινέζες δε μιλώ (Ζητώ συγνώμην από τις φιλιππινέζες, που είναι αξιοπρεπείς εργαζόμενες). Κανείς δεν περίμενε τίποτα άλλο, προπάντων τώρα που έχουν κωλοσφιξούρα. Ασιχτίρ μπάσταρδοι.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Αψόμαγκες και κουραδόμαγκες

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Η δήλωση του υπουργού Επικρατείας κ. Παμπούκη, ότι η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης ήταν μια πολιτική μαγκιά του πρωθυπουργού, δημιούργησε μεγάλη εντύπωση. Αυτή η ιδιότης του πρωθυπουργού, ως πολιτικού μάγκα, δεν ήταν ευρέως γνωστή. Πριν λίγο καιρό το περιοδικό Foreign Policy κατέταξε για το 2010 τον κ. πρωθυπουργό στη λίστα με τους 100 πλέον σκεπτόμενους ανθρώπους του πλανήτη (global thinkers). Μερικοί, κακόβουλοι βέβαια, εχθροί της εθνικής σοσιαλιστικής και αναμορφωτικής κυβέρνησής μας, το είχαν ειρωνευθεί και είπαν ότι η γελοιότης πρέπει να έχει και κάποια όρια και ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη σκεπτόμενος σε παραπέμπει στο διάσημο άγαλμα του Ροντέν, το οποίο ήταν μέρος του συνολικού ατελείωτου έργου του «η πύλη της κόλασης» , εμπνευσμένο από την «θεία κωμωδία» του Δάντη και επηρρεασμένο από «τα άνθη του κακού», του Μποντλαίρ. Τώρα πάλι δημιούργησαν θέμα με τη λέξη «μαγκιά». Γι’ αυτό θα ήθελα να αναλύσω εν τάχει το ζήτημα, παρ’ όλο που τα χαρίσματα του κ. πρωθυπουργού μας γεμίζουν υπερηφάνεια ως Έλληνες. «Ο τσούτσοζεμ ο τζένιος / που έναι κρεμεζένιος».
Η λέξη μάγκας έχει πολλές σημασίες, από τον ψιλοκακοποιό, έως τον έξυπνο, τον ευέλικτο, τον καταφερτζή, τον κιμπάρη, τον χουβαρδά, το γλεντζέ, τον παλικαρά, τον ικανό, κλπ. Υπάρχει βέβαια και ο κίβδηλος μάγκας, γνωστός ως τζάμπα μάγκας, ψευτόμαγκας, ή κουραδόμαγκας. Γι’ αυτόν στη Λήμνο υπάρχει μια πληθώρα ονομάτων, όπως, πορδόμαγκας, κωλόμαγκας, κλανόμαγκας, σκατόμαγκας, χεζόμαγκας, τσλόμαγκας, μοσκόμαγκας, αφρόμαγκας, αχλαδόμαγκας, φτνόμαγκας, γαζοζόμαγκας, γιαπρακόμαγκας, καβαλ’νόμαγκας, κοτσλόμαγκας, κουκβαγόμαγκας, λουκμόμαγκας, ζντγιανόμαγκας, ψωλόμαγκας, τσουτσλόμαγκας, αρχιδόμαγκας, πουστόμαγκας, μπνεδόμαγκας, μσόμαγκας, ξνόμαγκας, κοτσλιτόμαγκας, κλπ. Ο κανονικός μάγκας μπορεί να λέγεται κιμπαρόμαγκας, μορφόμαγκας, ή μάγκας – μάγκας, ενώ ο πολύ σκληρός, αγριγιόμαγκας, αχ’νόμαγκας, σκ’λόμαγκας, μάγκας νταγής, ζντερόμαγκας, μάγκας καραζαφτλής, αρμυρόμαγκας, αψόμαγκας, κλπ.
Τώρα, σε ποια κατηγορία θα κατέτασσε κάποιος τον κ. πρωθυπουργό, εξαρτάται από τον καθένα. Σίγουρα δεν μπορεί να πει κάποιος τη φράση, που λένε οι άθλιοι βωμολόχοι Λημνιοί «μαγκιά κλανιά και κώλο φινιστρίν’» διότι «ούλος ο σιν’σιλές παπ προσπάπ τρυπά το ντοίχο» και «μόνε ασερεν’κοί γαδάρ γλυτώσαν απ’ τα μπροστνά τς». Καθώς είναι και ψηλό παιδί, μπορεί να καμαρώνεται και να τραγουδεί: «Η τσουτσλή μου η κοντύλω / που βιγλίζ από τα ψήλω / δε μπορεί να σκυψ να δγει / ξεσταφνίσκε να …βαρεί». Αυτή η κληρονομική αρρενωπή εικόνα βέβαια κάπως σκιάστηκε από τις φωτογραφίες του κ. πρωθυπουργού και του κ. Δρούτσα, τότε που έτρεξαν στον γύρο της Αθήνας, με τα κολλητά κολάν, αλλά απ’ τη μια το όνομα του κ. πρωθυπουργού, απ’ την άλλη το όνομα του κ. Δρούτσα που κάνει ρίμα με μια λέξη που τελειώνει σε –ούτσα, εννοώ την «κούτσα», όπως λέμε πάει «κούτσα – κούτσα», όχι γιατί είναι κουτσός, αλλά κουτσαβάκης, δηλαδή μάγκας, επανέφεραν τη φήμη στη θέση της. Πληροφορίες πάντως ήθελαν τον κ. Νταβούτογλου να στρίβει το μουστάκι του μόλις είδε τις φωτογραφίες.
Δείγματα μαγκιάς έχει δείξει πάντως από παλιά ο κ. πρωθυπουργός με το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας που χορεύει. Παρ’ όλο που κάποιος Λημνιός αμόρφωτος εννοείται, μόλις τον είδε είπε: «Μπρε τι τς Ευδοκίας με λες; Τούτο εδιέτς που τσακοπδά έναι το ζεμπέκ’κο τ’ παλιοπέτερνα και τ’ κούρνου που ετοιμάζεται να κλασ’».
Ο συχωρεμένος Μανόλης Ρασούλης έλεγε «οι μάγκες δεν υπάρχουν πια / τους πάτησε το τραίνο», όμως υπάρχουν μάγκες που τους πάτησε το ποδήλατο, όπως τον κ. πρωθυπουργό. Θα πείτε, ένα ατύχημα μπορεί να συμβεί στον καθένα, όπως λέει και το λαϊκό λημνιακό άσμα: «Ο Φώταρος απ’ το Πορπούλ / κούρευε το μαλλί τ’ / κι κατά λάθος έκοψε / τν άκριγια απ’ τ’ τσουτσλή τ’». Η γνώμη μας είναι ότι δεν πρέπει να μετριασθούν τα κολακευτικά λόγια προς τον κ. πρωθυπουργό, γιατί αυτά του δίνουν την όρεξη να συνεχίσει το εθνοσωτήριο έργο του. «Το ραβδί μου το ραβδέλ’ / γίν’κε σα ντο κοντοστέλ’ / σα κοντάρ και σα στειλιάρ / σα ντο τρίτο το ποδάρ». Πάντα βέβαια θα υπάρχουν οι… εχθροί, που θα του λένε: «Μάγκα καυκιές μας γέμοσες / μας φούσκωσες αγέρα / γι’ αυτό κι εμείς σε κλάσαμε / και πήγαινε σαπέρα».
Αγαπητοί αναγνώστες, γεια χαραντάν.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Γύρω – γύρω να γυρίζ και μέσα να μη μπαιν’

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ (αποκριγιάτκο)



Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Στην αρχή τη λέξη την έλεγαν σπανίως και χαμηλώνοντας τη φωνή. Ότι υπήρχε, και καλά, ένα μακρινό ενδεχόμενο, αν η κυβέρνηση δεν ελάμβανε τα πρώτα μέτρα που έλαβε. Ποια λέξη; Μα την «πτώχευση». Ούτε και η...αναγεννημένη μπεμπεκοδεξιά την ξεστόμιζε, αφού θα συνδεόταν συνειρμικά με το κοντινό…ένδοξο παρελθόν. Μετά πήραν κι άλλα μέτρα και άρχισαν να την προφέρουν συχνότερα και τολμηρότερα. Οι τωρινοί σωτήρες ότι την απέτρεψαν, οι αυριανοί ότι θα την αποτρέψουν. Τώρα την κουβεντιάζουν τη φοβούνται και την ψιλοπεριμένουν όλοι. Το φέρνουν από δω, το φέρνουν από κει, το γυροφέρνουν, το κλωθογυρίζουν, όλο εκεί καταλήγουν. Και ότι ο Μάρτιος είναι κρίσιμος μήνας, και να δούμε τι βαθμό θα μας βάλει η τρόικα, και ότι η λύση είναι δήθεν η επάνοδος στη δραχμή, και ότι τη πτώχευση είναι πιθανή αν δεν … Αυτό μου θυμίζει μια παλιά Λημνιά αστεία ιστορία, που μου την είπε ο Χρήστος Κολλερός από τον Κάσπακα. Απολαύστε την. Και καλή αποκριά.

Το είχαν ζησ’ κι αλλ’ βολά στ’ μάντρα, και καταλάβαν ότε μόνε με το γκρα μπορούσαν να βαστάξνε μακριγιά το αγριγιόσκ’λο που είχε λ’μπισ’ και είχε γεν’ κεντί μπελάς και κάθε τόσο τς άρπαν κι ένα ζο κι του ξέγκλιαζε, σα τς είχε βρει μαθέ αργασά, αλλά το μπαμπόνηρο φλάγ’νταν σα νένιωνε να μυρίζ μπαρούτ. Είχε σκοτώσ’ κι τα τσοπανόσκ’λα που φλάγαν τα πρόβατα. Κακό ματ τς είχε δγει κι σα ντο δγιάτανο τς είχε καταρμάξ. Το σκέβνταν εδιέτς, το σκέβνταν κι αλλιώς κι σα ντούχαν απ’ ακστά τς και δεν είχαν άλλο κολάγ’, παγ’ ο κυρς κι δοποιά το μπαπά να τς διεβάσ’. Πήρε ο παπάς τ’ βασκοφλάδα κι τα ζγολερκά τ’ κι τράβξεν για τ’ μάντρα. Ε, αφού τς άγιασε, τς φώτ’σε και τς διέβασε αθρώπ κι ζα, κάτσε στ’ μπεζούλα, αλλά κιάλιαρε που ο κιαχαγιάς είχε όμορφ δυχατέρα κι δε ξεκόλλαν ούτε τα μάτια τ’, ούτε το νου τ’ από πάνε τς. Τράβαν ο καμένος τ’ μύξα τ’ κι τ’ γκαψορέγ’νταν και για τούτο βρήκε να τς πει ότε και καλά για να δέσνε οι ευκές, πρεπ να τς διεβάσ’ ακόμα δυο τρεις βολές, κι όποτε βρισκ’ καιρό θα ξακρίζ να τς φωτίζ κι να τς ξεφωτίζ, κι ότι αύριγιο κιόλας θα ξαναήρχενταν τώρα που ήνταν ζεστό το πράμα για να πιασ’ το ταλίμ. Τν επαύριγιο όμως είχαν δλια στα χωράφια κι η κιαχαγιάδενα είπε στον άντρα τς να αφήκνε τ’ δυχατέρα να σναπαντήσ’ το μπαπά όντας κειος θα κβανιένταν για να μη χασομερούνε ουλ’ κι γιατί δε ξέραν κιόλα τι ώρα θα γίνταν τα κέφια τ’ παπά να τς ερτ για τον αγιαζμό. Σα φύγαν, τσουπ, να κι ο παπάς κι ήρτε. Οι γονοί μ’ φύγαν στο χωράφ κι μ’ αφήκαν να σε μπαντέχω, τον λεγ’ η κοπελούδα. Α, δε μπειράζ λεγ’ ο παπάς, εχτέ πήκαμ τα μσα γράμματα κι σήμερα θα πεσώσομ το διέβαζμα. Ντούζτ.σε έψελνε, φώτ’ζε, πεκ’ τ’ λεγ’ σύρε μέσα και γδύθκε και σκεπάσκε με τα στρωσίδια. Πήγε κειν’ γδύθκε κι έπεσε στο στρώμα κι σε κομάτ να κι ο κυρ παπάς βγαζ τα ράσα γίνεται λαγός κι ξάπλωσε δίπλα. Η κοπελούδα τον ρώτ’σεν, γιατί παπά πρεπ να είμαστε μαθέ γδυμνοί, κι ο παπάς τν είπε ότι κι καλά εδιετς φέγεν’ το αγριγιόσκ’λου κι γη οργή τ’ καλύτερα. Ο παπάς αρχίν’σε ύστερα να τ’ χαδεύ’ και να τ’ θωπεύ’ γύρου τρόγ’ρα τ’ αφαλού κι να λεγ’, ολόνα, «γύρω γύρω να γυρίζ κι μέσα να μη μπαιν’», κι καλά ου σκύλους στ’ μάντρα, κι σα ντόκαμε κάμποσες βολές, κατέβκε κι πιο σακάτ σα ντα σκέλια, κι τώρα με τον εργαλείαρο τ’ να τον τρουγυρίζ γυρσταρωτά πα στ’ μπερτκιά τς κι ούλο να παναλαβαίν’ τον ίδιο το λόγου, «γύρω γύρω να γυρίζ κι μέσα να μη μπαιν’», κι άντε ξανά μανά «να γυρίζ κι μέσα να μη μπαιν’». Γη κοπέλα, άθρωπος μαθέ ήνταν δεν ήνταν κι από πέτρα, τ’ γκαλάρεσεν κιόλα, αρχίν’σεν να βαρανασαίν’, να ταράζεται κι να πυροκοκκ’νίζ’, όσουπ γη καμέν’ καμιά βολά μπασλάντ’σεν κι τον λεγ’, «εμ ας μπει μέσα, καμένε παπά, κι ας τα φαγ’ τα ρμάδια, στο τέλος τέλος».