Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Γουρτζέλια

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας



Η οικονομική κρίση είναι το αποτέλεσμα λεηλασίας της χώρας από μια κάστα αφιλότιμων μεγαλοκακοποιών, λένε πολλοί κακεντρεχείς και εχθροί βεβαίως των εθνικών μας κυβερνήσεων. Όμως όπως φαίνεται είναι το αποτέλεσμα ενός μελετημένου σχεδίου από τους εμπνευσμένους ηγήτορές μας, για να αφυπνισθούν οι κοιμισμένες δυνάμεις του Έλληνα και να ανθίσει η εφευρετικότητα και η φαντασία του. Αναζητώντας ιδέες για προσαρμογή στην οικονομική δυσπραγία, προτείνουμε την πατροπαράδοτη λημνιακή «αποταμίευση σε είδος» των παραγώγων της σφαγής των χοίρων κατά το μήνα Δεκέμβριο, που ήταν ο καβουρμάς, η λίγδα, η πατσά, τα αντερούδια, τα κόκκαλα στν άρεμ, κλπ. Έτσι, το ταπεινό γουρούνι, λημνιαστί γουρτζέλ’, θα γίνει πηγή ευμάρειας και οικονομικής ανάπτυξης και θα οδηγήσει σε νέες λεωφόρους εθνικής υπερηφάνειας.
Κάθε οικογένεια εκτρέφοντας γουρούνια, όχι μόνο σε ανοιχτούς χώρους αλλά και στα μπαλκόνια και τις ταράτσες, θα γίνει το κύτταρο ενός βιοοικοτεχνικού μοντέλου, πρωτοπόρου παγκοσμίως, ανώτερου κι αυτού της Ινδίας του Βιετνάμ και της Ουγκάντας. Οι Λημνιοί, γνώστες της γουρτζελοτεχνογνωσίας, καβουρμαδοποιίας και τσερβουλοποιίας θα δείξουν το δρόμο της προόδου σε όλη την οικουμένη. Οι φράσεις «μαχαιρών’ ντ γουρτζελιά», «κοβ φασκιές ντ γουρτζελιά», «γυρίζ γουρτζελίσα άντερα», «πτιζ ντ γουρτζελιά με αχ’λιά», «λιανίζ το γουρτζέλ’», από συνώνυμα της απραξίας και αναδουλειάς, θα γίνουν συνώνυμα πρωτοπόρου ανάπτυξης. Οι νέοι που τώρα χωρίς εργασία «βαστούνε το ποδάρ απ’ το γουρτζέλ’» ή «σλογιέντεν σα ντο γουρτζέλ’ π’ θα κλασ’», ή «διαλογιέντεν σα τς παραμονής το γουρτζέλ’» ή «αφκεργιέντεν σα ντο κφο το γουρτζέλ’», θα γίνουν οι επιχειρηματίες της νέας ευρωπαϊκής τάξης. Με την οικονομική γουρτζελοάνθηση θα αφήσουν τα σπίτια γουρτζελοκούμασα και θα φτιάξουν νέες γουρτζελοβίλες, σαν αυτές που έχουν τα ολόρτα γουρτζέλια που μας κυβερνούν. Κανείς δε θα μπορεί πλέον να λέει: «με τα γουρτζέλια αλωνίγ’ς, μερτκό γυρεύ’ς;», ή «το καλύτερο απίδ το τρωγ’ το γουρτζέλ’», ή «το γουρτζέλ’ στ’ λασπ κ’λιέται», ή «οι γουρτζελότιρχες δε γίντεν μετάξ». Ούτε «ζντροφκό γουρτζέλ’ δε μπαχύν’», αφού όλοι οι Ευρωπαίοι θα θέλουν να γίνουν εταίροι και σύντροφοι της γουρτζελοσυντεχνίας.
Οι Έλληνες με πρωτοπόρους τους Λημνιούς, καθοδηγούμενοι από τους υπερήφανους και έντιμους πολιτικούς μας, θα πάρουμε το αίμα μας πίσω, από αυτούς που μας λοιδορούν, «θα τς λιανίσουμ σα ντο γουρτζέλ’», «θα τς φουρέσουμ τ’ γουρτζελιά», «θα τς ταγίζουμ τ’ γουρτζελάρα για χαβιάρ γερενέ», «θα τς λέμε φαγ’ τ’ γουρτζελιού το ζουρνά για να ξεχολιάγ’ς», «θα τς δίνουν τ’ φούσκα απ’ το γουρτζέλ’ να παίζνε» κι στο τέλος α τς λέμε «φαγ’ σκατά κι απόσκατα, φαγ’ κι γουρτζελόσκατα». Ως γουρτζελομεγιστάνες «θα τρώμε σα ντα γουρτζέλια», «θα ρφούμε το φράπεδο σα μπου ρφα το γουρτζέλ’ το τζίρο», «θα γίνουμ από μογάλο γουρτζελοπάζαρο» κι α τς λέμε «τώρα το θκο σ’ το γουρτζέλ’ ψόφσεν». Η καλοπέραση και η καλοφαγία «θα μας καμ σα τς γούρτζελ’», «α πετσάσ’ η γουρτζελοπροβγίδα μας», «α γουρτζελιάσ’ ο ζβέρκλος μας», «κι α μας κοβ η γραβάντα σα μπου κοβ το σκνι το λαιμό τ’ γουρτζελιού». Αφού θα γίνουμε μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες «κι η γουρτζελιά μας θα μσκοβολά λεβάντα». Γιατί ως γνωστόν, «κι το γουρτζελοπόδαρο βρωμεί αλλά κάμεν’ όμορφ πατσά». Κι όποιος μας πει «σε γουρτζελίσο τλουμ δε μπιν’ς νερό», εμείς θα του λέμε «μπρε άμα δψας πιν’ς κι απ’ τα λακκούδια».
Πλην της κρεατοπαραγωγής, θα μεγαλουργήσει η τσερβλοϋποδηματοποιία, αν βάλουμε επικεφαλής μόδιστρο - καθηγητή το Γιώρεγ’ το Μπάκακα, καθώς και η αγγειοπλαστική αφού θα χρειάζονται αναρίθμητα κουρούπια για να αποθηκεύεται ο καβουρμάς, η λιγδέλα και οι τσγαρίδες, όπως λέει και το λαϊκό λημνιακό άσμα: «Το γουρτζέλ’ μας το λημνιό / το πουρεύουμ ως θερνό / λίγδα καβουρμάς καθένα / στα κουρπούδια διαρεμζμένα». Και έτσι ενώ μέχρι χθες «κ’μούμαστε με τα τσερβούλια», ή «είχαμ τα τσερβούλια ακόμα στο γωνιαδέλ’», ή μας έλεγαν «ε καμένε τσερβλά», ή «είχαμ μαθ με τα τσερβούλια και μας μποδίζαν τα σκαρπίνια», τώρα θα «νέχουμ τσερβούλια περήφανα κι με τ’ φουντούδα», ή «τσερβούλια με καβαλουρίκ’ ολόγ’ρα» κι θα κάμνομ «μόστρα με το τσερβούλ’».
Η λίγδα και ο καβουρμάς όντας εξαιρετικά αφροδισιακά «θα αναστήσνε το αποκατνό», «θα το κάμνε τρυπάν’ σα τ’ γουρτζελιού», και έτσι οι άντρες «θα κφών.νε το γκαβουρμά», και «θα βάζνε το γουρτζέλ’ στο στενό». Αλλά και οι γυναίκες «θα μελαγ’νεύνε κι δε θα ναγγρίζνε σα γουρτζέλες», αφού «γ’ναίκα δίχως άντρα, γουρτζέλα αμάντριστ’». Η γουρτζελόλιγδα μπορεί να εξάγεται σε όλο τον κόσμο ως φυσικό βιάγκρα με τυπωμένο πάνω στα βαζάκια το τραγουδάκι: «Το λιγδέλ’ το Ζβερδιανό / μπερκετιάζ τ’ αποκατνό / κειο φουσκών’ κι αυγατίζ / κι στου μνι τς Φρουσώς γιουρντίζ». Ή το τραγουδάκι: «Έναι απ’ το γουρτζέλ’ τς Στελιάς / πόσφαξε ο Παπαλιάς / να περάγ’ς ούλο το χ’μώνα / στρωματσάδα παπαρδώνα».
Αγαπητοί αναγνώστες καλές γιορτές. Γουρτζελοευτυχείτε και λιγδοκαβουρμαδομπιμπλώνετε.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Πανεπιστήμιο Λήμνου, το σούκερ και το σελαμέτ


ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Διαβάζω στο Λημνιακό τύπο: «Το Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής Λήμνου, (Τ.Ε.ΤΡΟ.ΔΙΑΛ) του Πανεπιστημίου Αιγαίου, μπαίνει στο τρίτο έτος δυναμικά, καθώς σημείωσε στις μονάδες βάσης πτώση 323 μονάδων, που είναι από τις χαμηλότερες πανελλαδικά και η μικρότερη του Πανεπιστημίου Αιγαίου». Εδώ ένας κανονικός άνθρωπος θα ευχόταν «και εις ανώτερα», αλλά υπάρχει κίνδυνος να παρεξηγηθώ, γι’ αυτό, ακολουθώντας και το πνεύμα της εποχής, λέω «παιδιά και εις κατώτερα». Να δείτε πτώση όταν ιδρυθεί με το καλό το «Πανεπιστήμιο τς Κηρνίδας», ή το «Πανεπιστήμιο τς Παλιόπολ’ς».
Παλιά το λέγαμε σαν ανέκδοτο, π.χ. αυτός έχει τελειώσει το «Πανεπιστήμιο τς Γενοβγιούς». Τώρα, νάτα πάρτα. Μέσα στον άκρατο λαϊκισμό του βαθέως σοσιαλισμού και του βαθέως νεο-εταιρισμού, ου μην αλλά και του βλακώδους αριστεροπαπαρισμού, οι φωστήρες πολιτικοί, που μας κατάντησαν στο σημείο που βρισκόμαστε, συνεπικουρούμενοι και από τις τοπικές κομματικές φραγκοφονιάδικες κάστες των οικονομισάριων εμποροϊδιοκτητών, άνοιγαν σε κάθε ράχωνα και κολοπετινίτσα στρατόπεδα και πανεπιστήμια, για την περιφερειακή δήθεν ανάπτυξη. Και καλά τους φαντάρους πάντα τους είχαν σαν κτήνη, αλλά οι φουκαράδες καθηγητές και φοιτητές, τι φταίνε να υφίστανται την ταλαιπωρία και την εκμετάλλευση; Είμαι κακός, ε; Κακός ξεκακός έτσι μου βγαίνει, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Τέρμα τα μικρόψυχα, πάμε στα ευτράπελα.
Βρέθηκα πριν μήνες στη Λήμνο και πέρασα έξω από το παλιό νηπιαγωγείο, που είχε εγκαταληφθεί λόγω παλαιότητας, αυτό που τώρα είναι το πανεπιστήμιο. Τεράστια χρυσά γράμματα με τον τίτλο πάνω στη χαλακιά. Πλησιάζοντας στην πρόσοψη, σε πρώτο πλάνο ένα άνοιγμα παραθύρου κλεισμένο με ένα σκουριασμένο κοτόσυρμα. Είδα μέσα. Ένα κατώι της συμφοράς, βρώμικο, ελεεινό, προφανώς αποθήκη της προηγούμενης εκατονταετίας, και μέσα ένα απομεινάρι μιας μαντεμένιας παλιάς ξυλόσομπας, από αυτές που είχαμε πριν πενήντα χρόνια στο δημοτικό. Αααα, αναφώνησα, το σούκερ και το σελαμέτ. Πλησίασε ένα ζευγάρι τουριστών και με ρώτησε τι είναι αυτό. Είναι αρχαίο, απάντησα, από την εποχή του σιδήρου. Με έβλεπαν μπερδεμένοι κάνοντας όου, όου!! Τι είναι το σούκερ και το σελαμέτ; Όταν ήμουν μαθητής δημοτικού στην Ατσική, μπαίνοντας ο χειμώνας, ο δάσκαλος μας επιφόρτισε να μεταφέρουμε τρεις ξυλόσομπες, όπως αυτή του ΤΕΤΡΟΔΙΑΛ, από το παλιό σχολείο - αποθήκη στο καινούργιο. Έξι μαθητές, ανά δύο μία σόμπα. Στο δρόμο μας έπεσε η «δική μας» αφού ήταν θεόβαρη και ξεκαυκαλώθηκε το πάνω μέρος της. Εμείς σαν κύριοι ξανατοποθετήσαμε το ξεκολλημένο τμήμα στη θέση του. Φτάνοντας μας είδε κίτρινους από το φόβο μας και μας ρώτησε. -Τς φέρτε σούκερ τς σόμπες; -Ορίστε; Είπαμε. Αυτός μας ρώτησε με δεύτερο τουρκικό. -Τς φέρτε σελαμέτ; Προφανώς αυτές οι λέξεις σημαίνουν «σώος». Μάλιστα, είπαμε. Αυτός δεν πείστηκε, πήγε και τις έλεγξε, είδε την ξεχαρβαλωμένη και αφού δεν λέγαμε ποιος την έριξε, μας πάτησε όλους ένα γενναίο ξυλοφόρτωμα.
Χαίρομαι που η «επαφή» των φοιτητών με την τοπική κοινωνία είναι άριστη, όπως λέει ο φίλος Ηλίας Κότσαλης, που φιλοξενεί τα άρθρα μου. Φαίνεται ότι η περίφημη «λημνιακή φιλοξενία» έχει αναβαθμιστεί πολύ από τότε που ήμουν μαθητής γυμνασίου. Τότε εμάς που είμαστε από τα χωριά, άρα ξένοι, γιαλάμαδους μας ανέβαζαν, κωλοχώριατους μας κατέβαζαν. Θυμάμαι δύο άνθρωποι μας μιλούσαν πρόσχαρα μέσα σε όλη τη Μύρινα, κι αυτοί ήταν και οι δύο Κρητικοί. Ο Σταμάτης Δασκαλάκης ο μπακάλης και ο Χαριτάκης, ο πατέρας του Θοδωρή. Άντε βάλε άλλους δυο-τρεις που ξεχνώ. Οι δε καθηγητές, άσε. Μόνο τα παιδιά των αξιωματικών της χούντας, των γιατρών, των δικηγόρων, και των πλουσίων καλόβλεπαν. Οι άλλοι εις το πυρ το εξώτερον. Πάντως και στα νεότερα χρόνια δεν είδα να κεράσουν ένα καφέ σε ένα φανταράκι ή σε ένα οικονομικό μετανάστη. «Αυτοίν’ παιδέλιεμ οι Καστερνοί έναι αντίχριστ’ μόνε τον παρά προσκ’νούνε, κουρεύνε τ’ αυγό κι πλούνε το μαλλί», έλεγε μια γριά, αλλά αυτά προφανώς είναι υπερβολές. Τέλος πάντων.
Για ένα είμαι απόλυτα σίγουρος. Ότι το συγκεκριμένο τμήμα που ασχολείται με τα τρόφιμα, ήρθε στο σωστό μέρος. Γιατί είναι γνωστό παλαιόθεν ότι και φαγάδες είμαστε, και καλοφαγάδες. Γι’ αυτό είμαστε σα «ζντγιαν’κ’ γαδάρ». Έχω ένα φίλο γιατρό από την Καλαμάτα, που είναι κοντόχοντρος, ίσαμε εκατόν πενήντα οκάδες, να τον «σκιγ’ς με το νυχ’». Όταν πήγε φαντάρος έβαλε μέσον το Σαμαρά που ήταν υπουργός εξωτερικών και τον μετέθεσαν στη Σπάρτη, όπου υπήρχε ένα «τάγμα εκπαιδεύσεως μαγείρων». Φτάνοντας με το «σάκκο – λουκάνικο» στον ώμο, τον προϋπάντησε ένας λοχαγός. «-Τι είσαι εσύ ρε;» «-Ο καινούργιος σας γιατρός κύριε λοχαγέ». Ο λοχαγός πάτησε τα γέλια. Γιατί γελάτε κύριε λοχαγέ; Ρώτησε ο φίλος μου. Και απάντησε ο λοχαγός: «-Τίποτα γιατρέ, αλλά λένε ότι στο στρατό δεν πάει ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Αυτό είναι πολύ λάθος».
Πολλά είπαμε. Εύχομαι καλή σχολική χρονιά σε φοιτητές και καθηγητές. Και καλό κουράγιο. Εμείς οι Λημνιοί έχουμε τα στραβά μας, αλλά είμαστε και καλοί. Στους συμπατριώτες μου Λημνιούς ταπεινά μια συμβουλή. Καλοδείτε τους ξένους ανθρώπους και μην τους «γδάρετε». Στη σεβαστή υπουργό παιδείας: Το ΤΕΤΡΟΔΙΑΛ είναι δικής μου έμπνευσης, μπορείτε να το υιοθετήσετε, πάει ασορτί με την κατάσταση στα πανεπιστήμια. Στον κύριο Κώστα: Είδες κύριε Κώστα μου; Ούτε ένα βωμολοχικό. Αλλά στο επόμενο θα βγάλω τα απωθημένα μου. «Γιατί άμα κοψ η πτάνα το ταμήσ’, θα κόψω κι εγώ τα βρωμόλογα». Ωχ με ξέφγεν ένα. Ε, δε μπειράζ. Ευτυχείτε.












Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Γκουβέρνου ου Φρανγκενστάν'ς


ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Μετά σχεδόν από μια εβδομάδα άγονων συζητήσεων, προέκυψε τελικά η πολυαναμενόμενη κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Η Ελλάδα ξαναγέμισε με εθνική υπερηφάνεια, και όλη η υφήλιος…ανακουφίστηκε, αφού υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει η παγκόσμιος οικονομία. Οι Έλληνες έμπλεοι θερμών συναισθημάτων που η χώρα μας έγινε για μια ακόμα φορά η αιτία να σωθεί η οικουμένη, γιορτάζουν και τραγουδούν. Οι Λημνιοί ενώνουν τη φωνή τους με τη φωνή όλης της γης και αφιερώνουν ένα τραγουδάκι – ύμνο στην νέα κυβέρνηση, στα λημνιά.

Σήμιρα καλά γινν'τούρια
στου λεχδέλ' του κακαβάν'
που η ντόσεν' ουμουρφάδατ'
ξιπιρνά κι τ' Φρανγκενστάν'.

Εν μουγάλου σαν ιλέφας
αργουκίν’του σα ντου μλαρ
ώσαμε να σκώσ’ του ένα
θα βρουμά τ’ άλλο πουδάρ.

Ξιφτρουμένα πα στου ζβέρκλου τ’
τρίγια εχ’ τα κιφαλούδγια
χειρουπόδαρα ντουζίνες
κι ως κατό κουλουμερούδγια.

Του χουρκό του χασιδένιου
του μουρό του ουμουρφούλ’
τσακμακόπετρα μ’ αγκίδες
α μας βαλ’ μες στου τσερβούλ’.

«Είνι δύσκουλους ου δρόμους
μι αψχάρες κι αντριβόλ’»
τν έμαθε μπερντέμ τ’ γκουβέντα
που τζαμπνίζνε οι δγιαβόλ’.

Καλουμάνα εχ’ τν Ιβρώπα
κι μπαμπάδες με τν αράδα
όμους μπάσταρδου δε νέναι
φους θα σωσ’ πάλε τν Ιλλάδα.

Ιλλαδάραμ’ δουξαζμένημ’
Ιλλαδάρα π’ δε μπεθαίν’
στ’ Άδουνη τ’ αρχίδ κριμάσκες
για του ιβρώ του ντερντεμέν’.

Σοσαλιστο-φασιστούδγια
διξιούρες τ’ μπακλαβά
Δμουκρατίγια μας εν πτάνα
σκων’ το μπας κιντί νταβά.

Άμα εν για «ιδιώδη»
ούλοι ας γινούμ κουλμπάνια
ζορ ζορνά μον να μας σώσνε
γοι κηφήναρ κι τ’ αλμπάνια.

Κι ιθνική κι σουτηρίγια
κι ουμουψυχιά κι ινότ
του πουτί ως να κατσ’ τς Μαρίγιας
πα στα τρίγια τ’ Παναγιώτ.

Ζντγιανουέλλην’ ζντγιανουκόμματ
μι του ζήτου στα πανιά
χουρουπδήξτε κι τραγδήστε
σκίζα ως έχ’τε πα στ’ γκανιά.


Λεξιλόγιο
Φρανγκενστάν’ς: Ο Φρανκενστάιν.
Λεχδέλ’: Το νεογέννητο.
Κακαβάν’: Το κακοτερένιο, το άσχημο.
Χουρκό: Το μωρό, το παιδί.
Μπερντέμ: Αμέσως.
Τσερβούλ': Το γουρνοτσάρουχο.
Φους: Αφού.
Αψχάρες κι αντριβόλ’: Αγκάθια.
Ντερντεμένς: Ο κακορίζικος, ο γινατσής.
Κουλμπάνι: Το προσφερόμενο ως θυσία, το πεσκέσι στον άγιο.
Σκίζα: Μούχλιο ψωμί κομμένο σε φέτες και ξεραμένο στον ήλιο.
Κανιά: Η κρεμαστή τάβλα που φύλαγαν τα ψωμιά.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Η μνα

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Μεγάλο ενδιαφέρον προκάλεσε η πρόταση της κ. Παπαρήγα για έξοδο από την ενωμένη Ευρώπη και θέσπιση εθνικού νομίσματος, το οποίο μπορεί να λέγεται δραχμή ή μνα. Η μνα ήταν νόμισμα στην αρχαία Ελλάδα. Ένα τάλαντο ισοδυναμούσε με 60 μνες, 1 μνα με 100 δραχμές, 1 δραχμή με 6 οβολούς και 1 οβολός με 8 χαλκούς. Μία αττική μνα της κλασικής εποχής ζύγιζε περίπου…μισό σημερινό κιλό. Το ενδεχόμενο επαναφοράς της μνας έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους Λημνιούς και λόγω ευρέως φιλομπολσεβικισμού – μπολσοβίκαρ κι κομμούναρ βουργαροκέφαλ’ – και λόγω συγγένειας προς την αρχαία Ελλάδα, αφού ως γνωστόν η Λήμνος υπήρξε κληρουχία των Αθηναίων στην αρχαιότητα, αλλά και λόγω συνήχησης προς την «άσεμνη λέξη» μνι, ονομασία στα λημνιακά του αιδοίου. Επιπλέον η προσδοκία μεγαλύτερων οικονομικών οφελών δεν αφήνει αδιάφορους τους Λημνιούς, οι οποίοι από αρχαιοτάτων χρόνων αγαπούν ιδιαιτέρως το…λιλί «τζιγγινέδες τ’ κιαρατά, ζγιάζνε πεπέρ», αλλά και το αιδοίον, εξ’ ου και οι προσδιορισμοί μνας, μνούδγιας, μνέργιας, μνέλος, μνούχαβλος, μνοφάς, κλπ. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι έτσι που κατάντησε το νόμισμα στην Ελλάδα, το πιο ταιριαστό του όνομα είναι η μνα, «γίν’κε σα μνα από Δευτέρας». Άλλοι πάλι φοβούνται ότι όπως κατήντησε το ευρώ θα καταντήσει και η μνα και θα λέμε «παλιά ήνταν μνάρα, τώρα γίν’κε μνουδ» ή «έχω να δγιω μνα απ’ τα βαφτίσα μ’», ή «πολλές μνες τρογύρω μας, στ’ μπου-ζνάρα μας καμιά».
Όμως οι θιασώτες της επαναφοράς είναι σίγουροι για το κέρδος και στεντορείως τραγουδούν: «Αχελώνα στο μπαγίρ / πιασ’ τη μνα σ’ να δγεις χαγίρ». Θεωρούν ότι σε ένα κόσμο αβεβαιότητας η μνα προσφέρει ασφάλεια, όπως λέει και το αρχαίο λημνιακό άσμα: «Κρύγιο κι αγέρα δε μπορώ / γη μορφομνά σ’ εγώ θαρρώ / θα νεχ’ απανωμδέλα / έχω ένα φόβο να στον πω / νάρτω να μπω γή να μην μπω / θέλω να ζντήξεις έλα». Έχουν δε μεγάλη συγκίνηση και πατριωτική έξαρση: «Αχούμπας που με τζίμπησε / και πόνεσε η καρδγιά μ’ / σαν είδα τη μναρδέλα σ’ / ν’ ανοίγεται μπροστά μ’». Πιστεύουν πως τώρα είναι η ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί, γιατί αυτά τα θέματα δεν είναι να τα αναβάλλεις. «Τώρα που η μνα εχ’ βραζμό / θελ’ γλήγορα γεμάτ’ζμα / γιατί θε να απολοργιάν’ / θα κρυγιώσ’ και θα ξερχάν’». Άσε που η έξοδος απ’ το ευρώ μάλλον είναι βέβαιη και η είσοδος στη μνα αναπόφευκτη: «Ποδάργια μ’ πορπατείτε / κωλέργια μ’ τρέμετε / και μνα μ’ καμαρωμέν’ / η ώρα σ’ έρχεται».
Υπάρχουν ωστόσο διιστάμενες απόψεις. Άλλοι λένε πως πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, να πληρώσουμε ότι χρωστούμε και να αφήσουμε κατά μέρος την οκνηρία και να μην το πάμε όπως το λαϊκό άσμα: «Τς ακνιαρούς η μπελονιά / τρεις πθαμούκλες τη βολά / τρεις πθαμούκλες κι γη μνα /
θελ’ ζοβγάρζμα με δυο νια».
Ιδιαίτερο σκεπτικισμό προκαλεί το ότι η πρόταση προέρχεται από τους πάλαι ποτέ φιλοσοβιετικούς κομμουνιστές, άρα βάλε με το νου σου τι σκοπό έχουν: «Όποιος ρωτά κι για τη μνα / πώς έναι η φορεσά τς / γύρω τρογύρω γούνωμα / κιν’κάτ έναι η καρδιά τς».
Όμως και οι εθνικιστές είναι υπέρ της μνας τη μία ημέρα, άσχετα αν την άλλη είναι κατά. «Απάνου στη γαλάζα μνα / ένα σταυρό α βάλουμ / βόγ’θγεια που Θο κι αγιουφόρ / κι κουμμάτ απ’ τς κουκλουφόρ». Οι της συντηρητικής παράταξης δεν παίρνουν σαφή θέση αναμένοντας τις εξελίξεις στα σίγουρα: «Πέσε πίτα να σε πιάσω / κι συ μνα μ’ να σε ξεσάσω». Οι σοσιαλιστές είναι αταλάντευτοι υπέρ του ευρώ, θεωρώντας ότι η επαναφορά της μνας είναι άκρως επικίνδυνη: «Η μνα σ’ εν σα γκατσνόποδας / κι ως τ’ βάζω μες στη βλη μ’ / κεντρώνεται και ξπάζεται / κι κόβεται η χολή μ’».
Τέλος πάντων, οι Έλληνες έχουν μεγάλο πόνο τελευταία και δεν γνωρίζουν τι να κάνουν: «Τι να καμω αχ μανά μ’ / που με πόνεσε η μνα μ’». Έχουν μπεζερίσει από τις συνεχείς υποδείξεις και οδηγίες και θα ξεσπαθώσουν καμιά μέρα στέλνοντας στο διάλο το ευρώ, υιοθετώντας τη μνα: «Καθογ’δγιά κι καθογίδγιο / κι τν επαύριγιο το ίδιο / δε βαστώ αλλ’ ορμηνειά / φέρτε γλήγορα τη μνα». Όμως και οι δανειστές έχουν τα δίκια τους και θέλουν κι αυτοί κάποια ανταλλάγματα: «Σα μ’ αγαπάς και με πονάς / σήκω ντ μποδιά σ’ να δγιω τη μνα σ’». Σε κάθε περίπτωση πάντως, από μόνη της η μνα δε θα μας σώσει αν συνεχίσουμε τις αθλιότητες που κάναμε έως τώρα, πιστεύοντας ότι εμείς θα…αεριζόμαστε και οι άλλοι θα εργάζονται και θα μας σώζουν, συμφώνως προς το αρχαϊκό λαϊκό άσμα: «Κλαν’ η μνα το Σάββατο / με το μεροκάματο / τς άλλες μέρες τζάμπα δλευ’ / και τς κλανίδες ούλες τς φλευ’ / κώλος έναι βουβαμένος / στο σελτέ αναπαμένος».
Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε. Αν δεν τη βγάλουμε καθαρή με το ευρώ, έχουμε εναλλακτική λύση τη μνα, που από καταβολής κόσμου είχε τεράστια δύναμη, εξ ου και το: «Η μνα σέρεν’ καράβ». Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει: «Ανάγκ’ που τν εχ’ η Μαριγιά / σα τ’ νεχ’ τη μνα τς καρμαυριγιά». Ξαναευτυχείτε.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Του ιφέδρου κι του μουνίμου

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Τον τελευταίο καιρό ακούμε για την «εργασιακή εφεδρεία» στο δημόσιο, στα πλαίσια μείωσης των κρατικών δαπανών, που σημαίνει την απόλυση αριθμού δημοσίων υπαλλήλων, αφού τους αποζημιώσουν για ένα έτος με κάποιο ποσόν. Προχθές άκουσα στην τηλεόραση να αποκαλούν «εφέδρους», τους προς απόλυση υπαλλήλους. Μπήκα στον κόπο να ψάξω λίγο τα ετυμολογικά αυτών των λέξεων και επιτρέψτε μου μια μικρή ανάλυση από λημνιακής και πολιτικής σκοπιάς. Έφεδρος, από τις λέξεις επί + έδρα. Αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να κληθεί σε περίπτωση επιστράτευσης, αυτός που αντικαθιστά κάποιον, αυτός που δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή δράσης. Έδρα μπορεί να είναι το βάθρο, η βάση κάποιου, το γήπεδο μιας ομάδας, το αξίωμα όπως του βουλευτή του καθηγητή, κλπ. Σημαίνει όμως και τον πρωκτό, κοινώς κώλο.
Οι πολιτικοί μας ως καλοί άνθρωποι, γέμισαν το δημόσιο στα πλαίσια ευσπλαχνίας, με δικούς τους ανθρώπους, πέραν κάθε αξιοκρατίας, κατά το λημνιακόν «κουμματικοί κουπρόσκ’λαρ». Αυτοί οι επί-εδροι - έφεδροι δεν κάθισαν ωστόσο στον δικό μας κώλο, αλλά στο δικό τους. Η τρόικα θεωρεί ότι κάθισαν στο σβέρκο των υπολοίπων και διαμηνύει στους πολιτικούς «να κόψνε το ζβέρκο τς κι να τς διώξνε» αλλιώς οι τροϊκάνοι «θα τς κόψνε το γκώλο», συγνώμην, την έδρα ήθελα να πω. Η εργασιακή έδρα που κατείχαν οι υπάλληλοι μάλλον τους ήρθε φτηνά, γιατί ενώ «έδιναν και κώλο» για να την πάρουν, τελικά έδωσαν μόνο τη ψήφο τους. Στους πολιτικούς ήρθε τζάμπα, γιατί τα ρουσφέτια τα έκαναν με «δαν’κά κι ως φαίνεται αγύρστα». Κι ενώ τώρα οι άμοιροι υπάλληλοι μένουν άνεργοι και τσιτσιρίζονται, των πολιτικών η…έδρα δεν ιδρώνει και πολύ, αφού ισχύει το γνωστόν λημνιακόν «εκατό ξλιες σε ξένο κώλο». Κανονικά τώρα τους απολυόμενους πρέπει να τους λένε ύφεδρους και όχι έφεδρους, γιατί ενώ μέχρι τώρα ήταν επί του κώλου, ξαφνικά τοποθετήθηκαν υπό τον κώλο, τουτέστιν μέσα στα σκατά, έγιναν δε από ευνοημένοι, «υπάλληλοι του κώλου». Μπορούμε να πούμε ότι η βουλευτική έδρα – κώλος, στηριζόταν από τις έδρες – κώλους των ψηφοφόρων, δια να επαληθευθεί το λημνιακό ρητό «κώλο δίνω, κώλο διν’ς / συ κερνάς μα κι συ πιν’ς».
Άλλη αρχαία έννοια του εφεδρεύω είναι το επωάζω, δηλαδή κλωσσώ τα αυγά. Αυτό ταιριάζει και με τη σημερινή κατάσταση, αφού πολλοί από τους εφεδρεύοντες κλωσσούσαν τα αυγά τους, δηλαδή τους όρχεις τους. Ένα αρχαίο παιδικό παιχνίδι ήταν ο εφεδρισμός, κατά το οποίο ένα παιδί σημάδευε με πέτρα, μια άλλη πέτρα σε απόσταση κι αν δεν την πετύχαινε, φόρτωνε το παιδί που την πέτυχε στα νώτα του, στην έδρα του δηλαδή και το πήγαινε καβαλέρα από τη θέση βολής στη θέση του στόχου. Η πολιτική όπως ασκείται μοιάζει με τον παιδικό εφεδρισμό, με μια διαφορά, ο αστοχών πολιτικός δε φορτώνεται τον συμπαίχτη. Αυτό βέβαια μπορεί να αλλάξει ανά πάσα ώρα και στιγμή, γιατί κατά μία διαβολική σύμπτωση η λέξη έδρα, π.χ. βουλευτική έδρα, έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη εδώλιο, π.χ. εδώλιο του κατηγορουμένου και η λέξη καθέδρα την ίδια ρίζα με τη λέξη έδαφος.
Στη γυμναστική θυμάμαι την εδραία θέση (ο γυμναζόμενος καθιστός, με το σώμα σε ορθία γωνία). Αυτή η εδραία θέση, η σταθερή, η ακλόνητη, στις μέρες μας τείνει να μετατραπεί σε γονατοαγκωνιαία, ή λημνιαστί τουρλοκωλιαστή, μακριγιά πο μας.
Κατά το λεξικό του Σουΐδα, ο Θουκυδίδης αποκαλούσε τον κώλο «μονήν». «Έδραν. Την μονήν είρηκεν Θουκυδίδης, καλούσιν και το μέρος του σώματος, ως ημείς έδραν».
Αυτό βρίσκει πλήρη αντιστοιχία στις μέρες μας: «Το μαναστήρ νάναι καλά, ειδεμή από καλογέρ…». Ταυτόσημο είναι και το του γνωστού ανεκδότου: «Κωλ’ υπάρχνε, φράγκα δεν υπάρχνε». Σοβαρά τώρα. Αγαπητοί φίλοι που δεν σας έλαχε ο κλήρος της…εφεδρείας, συμπονέστε τους φουκαράδες, που θα μείνουν άνεργοι. Μια θέση δουλειάς τη δικαιούται ο κάθε άνθρωπος. Άφήστε που μπορεί να ίσχύσει για τον οποιοδήποτε το παρακάτω λημνιό ρητό: «άμα καίγεται ο κώλος τ’ γείτονα, μπάντεχε κι το θκο σ΄».
Και μια ιστοριούλα για το τέλος. Αμέσως μετά τη γερμανική κατοχή, στην Καρδίτσα παρήλαυνε ο εφεδρικός ΕΛΑΣ. Ένας που παρακολουθούσε την παρέλαση χειροκροτούσε και φώναζε στεντορείως, «ζήτου του ιφέδρου, ζήτου του ιφέδρου». Μια γυναίκα προφανώς πλακατζού, του είπε: «μπρε γκμπάρε, οχ’ ζήτου μόνε του ιφέδρου, ζήτου κι μουνίμου του μαύρου». Ευτυχείτε και μόνιμοι και έφεδροι.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ

Ρετσινολαδιές μπροστά από τα επείγοντα του νοσοκομείου Λήμνου


ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Σήμερα θα κάνω το χατήρι του κυρίου Κώστα, που δε θέλει να γράφω αυτά τα αρσίζικα και βωμολοχικά, αλλά θέματα ηθικής, πατριωτικής, ή ιατρικής φύσεως. Αρχίζω λοιπόν με ένα ιατρικό θέμα, κόβοντας τώρα το τριάντα τοις εκατό των βρωμόλογων, όπως γίνεται στους μισθούς, θα φτάσω δε σε μηδενικά βωμολοχικά όταν το έλλειμμα του προϋπολογισμού μηδενιστεί. Την αφορμή μου έδωσαν κάτι φυτά που είναι φυτεμένα στα παρτέρια, που βρίσκονται μπροστά από τα επείγοντα του νοσοκομείου Λήμνου. Είναι τεράστια, πάνω από δυόμισυ μέτρα το καθένα, όμορφα, που προϊόντος του χρόνου παίρνουν μια κοκκινωπή απόχρωση, κάνουν δε σπόρους σαν πετραδέλες με στίγματα επάνω. Όποιον κι αν ρώτησα στη Μύρινα, δεν γνώριζε το όνομα του φυτού. Έψαξα λοιπόν στο διαδίκτυο και βρήκα ότι το φυτό λέγεται ρίκινος ο κοινός, ή κρότων, κοινώς ρετσινολαδιά. Από επιτόπια λαογραφική έρευνα στα ορεινά προάστεια, Σαρδές και Κάσπακα, έμαθα ότι το φυτό στη Λήμνο το λένε κολοκοκκιά, χεζόδεντρο, τσλάρα, ή σκατοβρωμούσα. Από τους σπόρους αυτού του φυτού βγαίνει το ρετσινόλαδο, το γνωστό καθαρτικό με την αηδιαστική γεύση. Κι εγώ ο αδαής που νόμιζα ότι το ρετσινόλαδο βγαίνει από το ρετσίνι.
Μια σειρά συνειρμών και συσχετίσεων γεννήθηκαν μέσα στο λημνιακό ξεροκέφαλό μου, που θα μοιραστώ μαζί σας, βοηθώντας ταυτόχρονα και στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Σκέφτηκα ότι μπορούν να ποτίζουν με το αφέψημα των σπόρων του φυτού τους ασθενείς, που έχουν δυσκοιλιότητα, γλυτώνοντας τα φάρμακα. Αν επεκτείνουν τη χρήση του σε όλους τους ασθενείς, το κέρδος θα είναι μεγαλύτερο, αφού αυτοί που είναι ρέζιγοι θα ξεμποστανίσουν και το κράτος θα γλυτώσει του κόσμου τις συντάξεις. Αφήνοντας οι γέροι τις περιουσίες τους στους συγγενείς τους, θα κινηθεί η οικονομία. Έτσι όταν οι ασθενείς θα βνιάζνε, ποτσκαλιάζνε, ξεκαζανιάζνε και τσλαρίζνε αρειμανίως, ικανοποιούνται και οι δύο σχολές οικονομικής θεωρίας, και της κυβέρνησης για περιορισμό των δαπανών και της αντιπολίτευσης για ανάπτυξη. Υπάρχουν βέβαια και μικρά μειονεκτήματα για την κυβέρνηση, αφού όπως λέει και η λημνιακή θυμοσοφία «άρχτο σκατό, ακόμα φαγί λογαριάζεται» και «μη χεγ’ς, να μη πναγ’ς», ή για την αξιωματική αντιπολίτευση, αφού «άμα σ’ ερτ να τάξεις, φάγε καλύτερα ένα σκατό», ή για την αριστερή αντιπολίτευση, αφού «όποιος μόνε μλα, ή μόνε χεζ, δε γκουράζεται» ή για την ακροδεξιά αντιπολίτευση, αφού «πότε τα λέγω σκατά, πότε μελεμενιά».
Οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι το Σεπτέμβριο που τέλειωναν οι αγροτικές δουλειές η οικογένεια ακολουθούσε απαρεγκλίτως μια ομαδική κούρα με το πότισμα μισού μπουκαλιού ρετσινόλαδου, στον καθένα. Μόνο η μητέρα δεν έπινε εκείνη τη μέρα, για να προσέχει τα υπόλοιπα μέλη, που μισολιπόθυμα από το ατελείωτο τσιλιαρτό κείτονταν στο πάτωμα. Η μητέρα έβραζε ένα πετναρούδ και πότιζε το ζουμί σε όλους, μην πάνε…αδιάβαστοι. Ακολουθούσε από την επαύριο μια δεκαήμερη κούρα με λήψη κινίνου για να δέσει το πράγμα. Αυτό γινόταν για να μη μας «τναξ ο ρίγος», δηλαδή ο πυρετός, η ελονοσία. Μετά είμαστε γεροί σαν τον κρόμδαρο. Προτείνω λοιπόν να εφαρμοσθεί αυτό το ρέμεντι σε όλο τον πληθυσμό, κι αν ξαναπατήσει κάποιος στο νοσοκομείο να μου τρυπήσετε τη μύτη. Έτσι τα περίφημα δυσβάστακτα κονδύλια για την υγεία, σχεδόν θα μηδενιστούν.
Η φύτευση της ρετσινολαδιάς μπορεί να είναι υλοποίηση πολιτικού σχεδιασμού, με τη σκέψη ότι μπαίνοντας ο ασθενής στο νοσοκομείο και αντικρύζοντας το φυτό θα σκεφθεί «το χέσμο με τ’ γκαλημέρα» ή «σκατένια υγεία να μπαντέχω» ή «θα με κάμνε να μ’ ερτ τσίλα». Η ρετσινολαδιά θα μπορούσε να είναι πηγή μηνυμάτων από όλα τα πρόσωπα της πολιτικής επικαιρότητας. Από τον συμπαθέστατο πρωθυπουργό «πήρτε τα καλά μ’, φάτε και τα σκατά μ’», του πληθωρικότατου κ. Βενιζέλου «θα σας κάμω να σας παγ’ χαρντάλ’», του πρακτικού στη θεωρία κ. Σαμαρά «τα θκα μ’ τα σκατά μυρίζνε κανέλλα», των επαναστατικών κας Παπαρήγα και κ. Τσίπρα «να γίν.νε ούλα σκατά», και του δυναμικού κ. Καρατζαφέρη «τουλάστο δε νεχ’ ραβδί και πάγο όπως επί Μεταξά». Επίσης από τους «εργαζομένους» στο νοσοκομείο, που αποτελούν περίπου το μισό πληθυσμό της Λήμνου «καλύτερα δεκεί που κλάν.νε κι χέζνε, παρά δεκεί που χτίζνε κι δλεύνε».
Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε. Αν είστε από αυτούς που λένε «ούλο γω χέζω μες στο μπόντλα;» ευσεβάστως σας απαντώ «ένας κοβνός σκατά δε γίνεται άμα δε χέσνε ουλ’, μα άλλος κομματούδ, μα άλλος πλιότερο». Πάρτε το, πιο χαλαρά. Εξ άλλου η πτώχευση από ιατρικής απόψεως μπορεί άνετα να θεωρηθεί ως …ανταλλαγή οργάνων: «Μεις χρωστούμε τα άντερά μας και κειν’ θα πάρνε τ’ αρχίδια μας». Ξαναευτυχείτε.



Ρετσινολαδιές



Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΜΑΡΟΥΛΑ


ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας



Διάβασα στο λημνιακό τύπο ότι ο Δήμος Λήμνου θα λάβει περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ από το ΕΣΠΑ για ανακαίνιση του κινηματοθέατρου Μαρούλα, μετά από αποδοχή της πρότασης – μελέτης του. Η Μαρούλα είχε ξαναανακαινισθεί εκ βάθρων πριν από δεκαπέντε χρόνια, αλλά εκείνη η…μελέτη είχε ατέλειες. Ο κ Δήμαρχος δήλωσε σχετικά: «Η προσπάθεια που ξεκίνησε για την αναβάθμιση των πολιτιστικών μας υποδομών αποδίδει τους πρώτους καρπούς. Ευχαριστώ τα στελέχη του Δήμου μας που κατάφεραν σε ελάχιστο χρόνο να προετοιμάσουν μια άρτια πρόταση για ένα τόσο σημαντικό έργο». Κατενθουσιασμένος κι εγώ ως Λημνιός για την επιτυχία του Δήμου μας, επιθυμώ να συμβάλω στον παλλαϊκό πανηγυρισμό με ένα παλιό λημνιακό δημώδες άσμα, που χρονολογείται από την τουρκική κατοχή της Λήμνου. Οποιαδήποτε ομοιότητα με σημερινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

Η Μαρούλα

Μια τν έχουμ τ’ Μαρούλα μας
κα στ’ Κάστρου το τσιφτλίκ’
ξαξτή εν για τα λούσα τς
κι για το ζαριφλίκ’

Η Μαρλούδα εν σα βαρκούδα
μα για κάβο εχ’ παλαμάρ
τι κι α νέναι ορφαν’δέλα
εχ’ μπαμπά το μπας μουχτάρ

Το μουχτάρ εχ’ πατριγιέλο
τον αγά - μινίστρο εχ’ θειο
δυο τς φορούμ σα μπως τα λένε
α τς το κάμνε το…πρεπό

Μουχταρέλος ζντγιανεύ’ προύκα
κι ο αγάς λυν’ το κατσκάδ
φάτε τώρα για να φάμε
σα μπου ήρτε η δλια αλφάδ

Δις την ώρα τη μπρουκίζνε
τ’ μπαρακόρ την αρφανή
μα ούλο κειν’ πομέν’ αβράκωτ
μο ταντέλα πα στο μνι

Πάρτε γρόσα μελεγούνια
να μπουκώσ’ ο σιν’σιλές
διετσ’ κι αλλιώς πλερών’ στο τέλος
ο κολήγαρος το λεσ’

Μογαλεία κι παλάτια
θέατρο κι μουζική
κι θα χάσνε το λουφούσι τς
γοι Λημνιοί απ’ τν…Αφρική

Τι βελούδα τι ταφτάδες
ποιος θα μληξ στο γκακανό
δυο μπαρμπέρδες μο χρειγιάζντεν
για μαλλί…κι αποκατνό

Και προπάντως τ’ αναγκαίο
ναχ’ χρουσά π’ το χερ δε μπιαν’
να μη ντρέχνε οι μστορήδες
στ’ χέστρα πόναι στο λιμάν’

Αργολάβ εμπόρ χτιστάδες
δλια α πιάσνε απ’ το ταχ’νό
φάμπρικα εν το μνι τς Μαρούλας
τι κι α μοιαζ με καρκαχ’νό

Λήμνος μας έναι σκ’λοβούζα
κι οι Λημνιοί πλούνε τ’ αυγά
στα ζαμάνια μας εν μπιτ’ζμένος
ος δε νεχ’ μπάρμπα αγά

Φτωχό τ’ αρνούδ, πλατγιά γη ουρά τ’
που λεγ’ κι η παροιμιά
αχ κι νάχαμ δυο Μαρούλες
ή ατή τς νάχε δυο μνια.


Λεξιλόγιο

Τσιφτλίκ’ = Τσιφλίκι.
Ξαξτή = Ξακουστή.
Ζαριφλίκ’ = Η αρχοντιά.
Μπας = Ο πας, ο κάθε, ο εκάστοτε.
Μουχτάρς = Ο πρόεδρος του χωριού επί τουρκοκρατίας.
Πατριγιέλος = Ο πατριός.
Το πρεπό = Το πρέπον, το σεξ.
Μελεγούνια = Εκατομμύρια.
Λυν’ το κατσκάδ = Λύνει το κατσίκι. Μεταφορικά, λύνει το πουγγί, δίνει χρήματα.
Ο σιν’σιλές = Το σόι, η σκυλοπαρέα.
Το λεσ’ = Το λέσι, το ψοφίμι, ο παρακατιανός.
Αποκατνό = Το αιδοίο.
Χάνω το λουφούσι μ’ = Χάνω το φως μου, εκπλήττομαι.
Το αναγκαίο = Το αποχωρητήριο.
Μστουρήδες = Μουστερήδες, ενδιαφερόμενοι, επισκέπτες.
Καρκαχ’νός = Ο άγριος αχινός, αλλιώς και οβρεγιός.
Σκ’λοβούζα = Το ζώο που δεν βγάζει γάλα, μεταφορικώς ο φτωχός.
Πλει τ’ αυγά = Πουλά τα αυγά για να ζήσει, ο φτωχός.

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Άφκος και μλούδια

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Γράφηκε στο λημνιακό τύπο ότι γίνεται προσπάθεια από τοπικό όμιλο και το γεωπονικό πανεπιστήμιο να αναβιώσει η καλλιέργεια τοπικών λημνιακών σπόρων, όπως είναι ο άφκος (φάβα) και ένα είδος ντομάτας, τα μλούδια. Όταν τα ανέφερα αυτά σε ένα καφενείο στην Ατσική, ένας αγρότης μου είπε: «Δλια δεν είχε ο διάβολος, έκαμνε τα παιδέλια τ’. Μπρε άθρωπε, τούτα τα μαξούλια παλιά τα βγάζαμ σε τον’, κι ουλ’ οι αγρότες γίναν μετανάστες, άμα είχαν προκοπή μαθέ, τούτεν’ θα μπαντέχαμ να μας το πούνε;». Προφανώς όμως αυτός ήταν αμόρφωτος και δεν ήξερε το συμφέρον του. Ας εξετάσουμε λοιπόν το φλέγον θέμα πιο αναλυτικά.
Άφκος λοιπόν είναι η ταπεινή φάβα, που συχνά έχει και… λάκκο μέσα. Πολλοί τον συγχέουν με το λαφύρ, το γνωστό λαθούρι, όμως δεν είναι έτσι. Ο καρπός απ’ το λαφύρι είναι λαδοπράσινος και δεν είναι στρογγυλός, αλλά πολύεδρος, ακανόνιστος. Ο καρπός του άφκου είναι στρογγυλός και σκούρος πράσινος. Τα παραγνωρισμένα αυτά όσπρια που παλιά δεν ήθελαν να τα δουν ούτε ζωγραφιστά, τώρα έχουν μεγάλη δημοτικότητα. Έχουν αφήσει δε ανεξίτηλα ίχνη στη λημνιακή γλώσσα, κυριολεκτικά και μεταφορικά
*Ούλο άφκο άφκο… Λέγεται όταν κανείς γεύεται καθημερινά το ίδιο πράγμα, όχι απαραίτητα φαγητό και όχι απαραίτητα άφκο. Λέγεται συνήθως όταν εκφράζεται η επιθυμία να «ξενοπηδήξει» κάποιος παντρεμένος, αφού σώνει και καλά βαριέται τη γυναίκα του με την καθημερινή και αποκλειστική …..χρήση της. Και βέβαια ως όσπριο έχει και τις παρενέργειές του στο γαστρεντερικό σύστημα, εξ ου και το τετράστιχο: «Άφκο να φας μα νάναι πχτος / μην έναι σα σερμπέτ / γιατί α σε πιασ’ καμιά ψιλή / σε λένε χεζαμέτ».
*Άφκος και πλακόπτα, πλακόπτα κι άφκος, βγάλαμ τον ανεθίβουλο. Άλλο λημνιακό ρητό που έδειχνε την αποστροφή προς τον άφκο.
*Εμ ο άφκος θελ’ λαδ. Ίδιας σημασίας με την πανελλήνια φράση «Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και πιδέξιους κώλους», που στη Λήμνο λέγεται «Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και πιδέξα σκέλια».
*Το λαδ έπεσε πολύ στον άφκο. Για υπερβολές. Ε δε μπειράζ.
*Τι α το κάμνε, άφκο θα χερομλίζνε μέσα; Απορία για…αχρησιμοποίητο αιδοίο.
*Θα χερομλίσ’ άφκο. Για γυναίκα με μεγάλο…ποπό.
*Αλωνίζ αφκιές. Για εργασία μη ανταποδοτική.
*Αφκιές καυκιές. Ανόητες καυχησιολογίες.
*Άφκος χωρίς κρομύδ, γάμος χωρίς διολί. Οι άθλιοι βωμολόχοι Λημνοί λένε και το παρεμφερές: «μνι χωρίς τσουτσλή, γάμος χωρίς δγιολί».
*Άφκος καβουρμάς. Άφκος με το λάδι μέσα στο καζάνι κι όχι μέσα στο πιάτο στο τέλος. Αυτό βέβαια γινόταν για οικονομία αφού το λάδι ήταν λιγοστό.
*Άφκος με ξύβραζμα. Δηλαδή με σύβραση, που πάει να πει, τηγανίζετε λίγο κρεμύδι και σκόρδο και περιχύνετε τον άφκο.
*Άφκος κι λαφύρ. Συνδυασμός αχτύπητος. Σας το συνιστώ και ως γιατρός, αν έχετε δυσκοιλιότητα. Δέκα κουταλιές άφκο κάθε μεσημέρι. Προσέξτε, δέκα κουταλιές, όχι ένα χαρανί. Άντε να κάνω και το χατήρι του κυρ Κώστα, που είναι σοβαρός κύριος και δεν λέει κακά λόγια, και μου είπε: «Γιατρέ μ’, αντί να γραφτς αυτές τς βρωμολογίες, θα έκαμνες κατά τη γνώμη μ’ καλύτερα να έγραφες γιατρικά πράματα».
*Ο άφκος κι το λαφύρ κάμνε καλό μόνε στο μπόρδο. Αηδίες λημνιές. Αλλά θα σας το σαβουρντήξω το τραγδέλ’: «Άφκος άφκος και λαφύρ / για να βγεις στο παναθύρ / και ν’ αρχίσεις να βροντάς / μπάρεμ θα κοιλοπονάς. / Να βροντές να αστραπές / να και δυνατές πορδιές / τρέξτε μέσα χωριανοί / και θα πιασ’ βροχή τρανή. / Άφκος άφκος και λαφύρ / και σουρντί μες το σαθήρ / τι βροχή που ούλο βδιαζ / το λαφύρ μας βαροζγιάζ».
*Έναι μόνε για το αφκάλευρο το πρασνωπό. Το λένε για κάποιον άχρηστο. Τι είναι το αφκάλευρο ή αφκαλεύερ; Όταν χειρομύλιζαν τον άφκο, εκτός απ’ το χοντροκομένο προϊόν, που ήταν αυτό που χρησιμοποιούσαν για μαγείρεμα, εδημιουργείτο και μια λεπτή σκόνη, το αφκάλευρο, το οποίο οι καλές νοικοκυρές το μάζευαν κι αυτό και το μαγείρευαν ξεχωριστά. Αυτό είχε μια κάπως πρασινωπή χροιά, σε αντίθεση με την χοντροκομμένη φάβα που ήταν κατακίτρινη.
Τα παραείπαμε για τον άφκο και δεν προλαβαίνουμε για τα μλούδια. Μόνο δυο κουβέντες. Οι Λημνοί τα λένε «μλούδια», ή «μλάτες ντομάτες», από το μήλο, παρ’ όλο που το σχήμα τους μοιάζει με αχλάδι. Δεν είναι τα λεγόμενα «ντοματίνια Σαντορίνης», που στη Λήμνο τα έλεγαν «αγριγιοντοματούδια» και τα ξεπάτωναν αν τα έβλεπαν μέσα στο χωράφι. Τα «μλούδια» στη Λήμνο τα λένε και «σκατοντοματούδια», γιατί για ένα λόγο που αγνοώ, αυτά φύτρωναν πάνω στην κοπριά, που συνήθως ανακουφίζονταν οι πρόγονοί μας ελλείψει αποχωρητηρίων. Όπως κι αν λέγονταν, έκαναν πολύ καλή σάλτσα, αλλά και γλυκό, ιδίως αν είχε και αμύγδαλο μέσα. Ας ψάξουν λοιπόν όσοι θέλουν να βρουν το σπόρο που χάθηκε, πάνω στις κοπριές, ίσως να έχουν τύχη. Αν τα κάνουν γλυκό και τους πει ο μουσαφίρης, τι ωραίο γλυκό, προσοχή, μήπως παρασυρμένοι από το άρθρο, πουν: «Ω ναι, είναι από σκατοντοματούδια». Ευτυχείτε.


Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ 1941-1944 (Βιβλιοπαρουσίαση)



Συγγραφέας: Αριστείδης Τσοτρούδης

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Αγαπητοί φίλοι που παρευρίσκεσθε απόψε εδώ

Θέλω να ευχαριστήσω το συγγραφέα Αριστείδη Τσοτρούδη για την τιμή που μου έκανε να με επιλέξει ως ομιλητή στην παρουσίαση του βιβλίου του «Η Γερμανική κατοχή της Λήμνου 1941 – 1944». Ένα έργο, που ομολογώ εκ προοιμίου, με συγκίνησε όσο λίγα έργα με έχουν συγκινήσει. Οφείλω να ομολογήσω επίσης ότι με διακατέχει δέος, βλέποντας στο ακροατήριο, συγγενείς ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν στην αντίσταση κατά των Γερμανών, αλλά και ανθρώπους που οι ίδιοι συμμετείχαν σ’ αυτή την αντίσταση.
Η περίοδος της Γερμανικής κατοχής της Λήμνου είναι άγνωστη στις νεότερες γενιές, αλλά και οι άνθρωποι που έζησαν την εποχή εκείνη, μόνο αποσπασματικά και εξ ακοής γνωρίζουν ελάχιστα από τα γεγονότα.
Ο συγγραφέας Αριστείδης Τσοτρούδης, μια πολυσύνθετη και δραστήρια παρουσία στα γράμματα εξέδωσε το νέο του βιβλίο στο αποκορύφωμα της πνευματικής ωριμότητάς του. Ως δεινός ερευνητής, εργάσθηκε σκληρά για χρόνια συλλέγοντας πρωτογενές υλικό, από τις ίδιες τις διηγήσεις των πρωταγωνιστών, προσπαθώντας σαν επιμελής ιστορικός να συνθέσει το παζλ της ζωής των προγόνων μας, αλλά και των δυναστών τους σε μια από τις πιο σκοτεινές και ερεβώδεις περιόδους της ιστορίας μας. Αμέτρητα τα ταξίδια του τα τελευταία δέκα έτη στη Λήμνο, σε όλα τα χωριά της, για να βρει και να μιλήσει με τους ανθρώπους που είχαν ζήσει τα γεγονότα, με τους απογόνους τους ή συγγενείς τους. Ταξίδεψε αρκετές φορές στη Γερμανία, ψάχνοντας σε γερμανικά αρχεία και ντοκουμέντα. Διάβασε ιστορικά βιβλία, βυθίστηκε σε φακέλους και σε προσωπικά αρχεία. Αναζήτησε και βρήκε φωτογραφίες από γερμανικές πηγές, φωτογραφίες που είχαν τραβήξει οι ίδιοι οι Ναζί στη Λήμνο.
Ο συγγραφέας καταπιάστηκε με ένα θέμα δύσκολο και ακανθώδες λόγω και του εμφυλίου διχασμού που ακολούθησε την κατοχή. Έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, για να μην οξυνθούν πάθη του παρελθόντος. Και τα κατάφερε μια χαρά, δείχνοντας το θάρρος ενός παράτολμου ιστορικού, την έκσταση ενός πιονέρου και τη σύνεση ενός σοφού. Και μια πολιτική ανεξιθρησκεία θαυμαστή. Το κλειδί ένα: Η πάσα αλήθεια. Ο συγγραφέας κυριολεκτικά πρόλαβε στο παρά πέντε, αφού ο χρόνος ζωής των ανθρώπων, δυστυχώς είναι πεπερασμένος. Πρόλαβε ζωντανούς τους περισσότερους πρωταγωνιστές της αντίστασης κατά των κατακτητών. Μιας αντίστασης που είχε ποικίλες μορφές. Διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης διαπιστώνει έκπληκτος ένα άγνωστο κόσμο να ανοίγεται μπρος στα μάτια του. Ένα κόσμο που θα χανόταν οριστικά αν ο συγγραφέας δεν προλάβαινε να τον απαθανατίσει. Ο βιωματικός λόγος των πρωταγωνιστών προκαλεί ρίγη με το γυμνό ρεαλισμό του. Κείμενα απαστράπτοντα, γενναία, καθρέφτες πεντακάθαροι μιας εποχής ηρωικής όσο και ζοφερής.
Αυτό το βιβλίο είναι ένας θησαυρός πληροφοριών. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει σαν ένας μάγος μπροστά στα έκπληκτα όμματά μας γεγονότα που ήταν άγνωστα και αόρατα.
Πρώτα – πρώτα η σαδιστική, ρατσιστική, αντιανθρώπινη και κτηνώδης συμπεριφορά των κατακτητών σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Αντί καλημέρας η κλωτσιά, αντί ενός λόγου, ο γρόνθος. Χωρίς καμιά αιτία.
Η υποχρεωτική αναγκαστική εργασία στα διάφορα έργα των Γερμανών, λιμάνια, ορύγματα, γαλαρίες, αποθήκες, οχυρωματικά έργα, πυροβολεία, οικήματα, έναντι ενός πινακίου λιτού φαγητού και μερικών γερμανικών πληθωριστικών χρημάτων χωρίς καμιά αξία.
Ο καθημερινός τρόμος και ο κίνδυνος εκτέλεσης για το παραμικρό.
Η διαβόητη Γκεστάπο με το αυτοκίνητό της που διέτρεχε τα χωριά με συγκεκριμένο διερμηνέα συνεργάτη, ανακρίνοντας, δέρνοντας, τρομοκρατώντας, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας κατά το δοκούν.
Η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση του λιμενάρχη Αρβανιτάκη, η σύλληψή του, τα βασανιστήρια, η βάρβαρη εκτέλεσή του διά στραγγαλισμού και το πέταγμα του άψυχου σώματος μέσα στο δρόμο.
Λεπτομέρειες από την ίδρυση του ΕΑΜ Λήμνου, από τους δασκάλους Βασδέκη, Βελιαρούτη, Ανδριώτη.
Η εκτέλεση του Κώστα Ανδριώτη και Βασίλη Φανούδη, για αντιγερμανική προπαγάνδα.
Η εκτέλεση του Αριστείδη Τριαντάφλαρου, Γιώργου Κουσκούση, Σαράντου Μπορμπόλια, Γιώργου Φουσκούδη για κατοχή εκρηκτικών και όπλων. Εκτός από το Γιώργο Κουσκούση, άλλα δύο αδέρφια του σκοτώθηκαν από έκρηξη νάρκης.
Η εκτέλεση άλλων πολυάριθμων πατριωτών, που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν στα πλαίσια μιας παρουσίασης βιβλίου.
Η παντελής έλλειψη σεβασμού προς τα σώματα των εκτελεσμένων, που τα πόντιζαν ανοιχτά στη θάλασσα αφού τα έβαζαν μέσα σε σάκους με πέτρες, ώστε να μην υπάρξουν μνήματα.
Η καταδίκη σε πολυετείς φυλακίσεις ή ισόβια, ή μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πλήθους Λημνίων.
Η δράση του θρυλικού Ιερού Λόχου, υπό τον Χριστόδουλο Τσιγάντε, η συμβολή του στην απελευθέρωση της Λήμνου, λεπτομέρειες από την ηρωική του δράση στην απελευθέρωση των νησιών Λέρου και Σάμου το Σεπτέμβριο του 43, έστω για λίγο.
Η οργάνωση του ΕΑΜ, τα δίκτυά της σε όλη τη Λήμνο, η τεράστια προσφορά της σε συλλογή και αποστολή πληροφοριών για τις γερμανικές δυνάμεις προς στους συμμάχους, η απόκρυψη και φυγάδευση Άγγλων , Ελλήνων πατριωτών, αλλά και αντιναζιστών Γερμανών.
Ο οδοντίατρος Νούλας, ευπατρίδης, γαλλομαθής, πανέξυπνος, πράος, με ευρύτητα πνεύματος, αρχηγός του ΕΑΜ, αλλά και ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός, ιθύνων νους και οργανωτής όλου του αγώνα, ο μέγας πρωταγωνιστής, αποδεκτός από όλους, συνεργαζόμενος με το Αγγλικό αρχηγείο Σμύρνης, τον Ιερό Λόχο, τον Ελληνικό Στρατό, κινούμενος σε όλη τη Λήμνο, παρέχοντας κατά περίσταση, φιλοξενία, απόκρυψη, προστασία, οργάνωση, πληροφορίες, διαφυγή, διαμεσολάβηση, και εποπτεύοντας τους ασυρμάτους που δρούσαν στη Λήμνο.
Οι τρεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους ομάδες των στρατιωτικών κατασκόπων, που χειρίζονταν τους ασυρμάτους, υπό τους Παλιατσάρα, Μπόικο, Πατεράκη, με ολόκληρο υποστηρικτικό δίκτυο από ασυρματιστές, συνδέσμους, αγγελιοφόρους, ντόπιους Λημνιούς, που με άμεσο κίνδυνο εκτέλεσης προσέφεραν αγόγγυστα και με προθυμία τις υπηρεσίες τους. Στις πληροφορίες που μετέφεραν στα συμμαχικά υποβρύχια με τους ασυρμάτους, οφείλεται η βύθιση δεκάδων γερμανικών σκαφών έξω από τη Λήμνο. Τα κείμενα των τριών ατρόμητων αυτών στρατιωτικών είναι ένας ύμνος για το ήθος και την παλικαριά των Λημνίων.
Περιγραφές που σε αφήνουν άφωνο. Καταστάσεις θαρρείς εξωπραγματικές. Η περιγραφή ενός γάμου, το μεθύσι των συνδαιτυμόνων και ενός γερμανού που βρέθηκε εκεί, η κλοπή γερμανικών πολεμοφοδίων σε συνεργασία με το μεθυσμένο Γερμανό, η αγωνιώδης διαμεσολάβηση του Παναγιώτη Κότσαλη για να γλυτώσει την καταστροφή, θυμίζουν τις ηρωικές αλλά και κωμικοτραγικές σκηνές της ταινίας του Κουστουρίτσα, «Αντεργκράουντ».
Και ονόματα, πλήθος ονόματα, ονόματα Λημνιακά, γνώριμα, το καθένα συνδεόμενο με κάποια παράτολμη πράξη αντίστασης, με κάποια θυσία. Αδύνατον να αναφερθούν όλα, θα θέλαμε ώρες. Σχεδόν κάθε Λημνιά οικογένεια έχει να αναφέρει μια πράξη αντίστασης, έστω και μικρή, αν και αυτές οι μικρές, τιμωρούνταν με εκτέλεση. Από το να κλέβουν τρόφιμα, να σπάνε τα εργαλεία στις αγγαρείες, να χύνουν τη βενζίνη από τις μοτοσυκλέτες, να ξηλώνουν καλώδια, κλπ.
Η αναγκαστική φορολόγηση του πληθυσμού, από ορισμένη ποσότητα για κάθε χωριό σε αυγά, κοτόπουλα, γάλα, αρνιά, σιτηρά, μαλλί, κλπ, που ορισμένες φορές λάβαινε τη μορφή κανονικής ληστείας.
Το ιδρυθέν υπό των Γερμανών «Νοσοκομείον Αφροδισίων Νοσημάτων», με ορισθέντα υπεύθυνο τον σχολίατρο Παναγιώτη Γκίκα, με αρμοδιότητα τη διάγνωση και θεραπεία αφροδισίων νόσων των ιερόδουλων που είχαν οι Γερμανοί για τις υπηρεσίες του στρατού, μέσα από τη γλαφυρή πένα του ψυχίατρου Παύλου Γκίκα, είναι κάτι που ελάχιστοι το γνώριζαν.
Η περιπετειώδης φόρτιση των μπαταριών των παράνομων ασυρμάτων στην «Ηλεκτρική» του Ντόντου, κάτω από τη μύτη των Γερμανών.
Οι καπετάνιοι του αγώνα, όπως ο Χρήστος Κιτίνας που με τα καΐκια τους, μετέφεραν από Εγγλέζους, αντάρτες και κατασκόπους, μέχρι υλικά, όπλα, ασυρμάτους, μηνύματα, κλπ.
Η προσπάθεια του Νούλα να πείσει τους Εβραίους της Λήμνου να φύγουν για να σωθούν, τους είχαν και έτοιμο υποβρύχιο, η άρνησή τους πλην μιας οικογένειας, η μεταφορά τους σε στρατόπεδα εξόντωσης όπου φονεύθηκαν σχεδόν όλοι.
Το «τάγμα τιμωρίας 999» των Γερμανών, που απαρτίζονταν από αντιναζιστές Γερμανούς και οι επαφές των αντιστασιακών οργανώσεων Λήμνου με στρατιώτες αυτού του τάγματος.
Τα γεγονότα της απελευθέρωσης της Λήμνου, η δράση του ιερού λόχου και του ΕΑΜ, ο θάνατος του υπολοχαγού Δημουλά, ο θάνατος οχτώ παλικαριών από την Ατσική, από παγιδευμένη νάρκη. Και άλλα πολλά.
Το βιβλίο κοσμείται με πλήθος φωτογραφιών που προέρχονται από γερμανικά αρχεία. Και ενώ οι φωτογραφίες αυτές αποτελούν τεκμήρια ιστορικής μνήμης, ταυτόχρονα αποκαλύπτουν την αφόρητη μοναξιά των Γερμανών. Πουθενά δεν συμμετέχουν οι Λήμνιοι. Η πλήρης περιφρόνηση προς τον κατακτητή απεικονίζεται και μέσα από τις φωτογραφίες.
Αυτό το βιβλίο έλειπε από τη Λήμνο. Αυτό το βιβλίο είναι μια απόδοση τιμής σ’ αυτούς που τα θυσίασαν όλα για την ελευθερία. Ο συγγραφέας άκουσε το παράπονο και τη φωνή των νεκρών, των εκτελεσθέντων, των πνιγμένων, των στραγγαλισμένων, των κομματιασμένων από νάρκες, των αγρίως βασανισμένων, των εξαφανισμένων, των φυλακισμένων σε φυλακές και στρατόπεδα εξόντωσης, των τραυματιών πολεμιστών, των αναπήρων, των απορφανισθέντων συγγενών.
Με το βιβλίο αυτό επέρχεται η δικαίωσή τους. Ο συγγραφέας τους ανασύρει στον ήλιο και τους προσφέρει τα μαγικά ψηφία για να διεκδικήσουν την αιωνιότητα. Το βιβλίο φέρνει την καταλλαγή και την ηρεμία σε ψυχές και πνεύματα. Και τι παράξενο, δε μυρίζει αίμα. Μυρίζει κεδρία και κερί από μέλισσες. Μυρίζει βρεγμένο χώμα μετά τη βροχή. Είναι θυμίαμα το Σαββατόβραδο, όταν ανάβει το καντηλάκι και ακούγεται ο εσπερινός.
Ας μεταφερθούμε νοερά στο κλίμα της εποχής. Απ’ τη μια η πολεμική μηχανή μιας αυτοκρατορίας που είχε υποτάξει σχεδόν τη μισή υφήλιο. Απ’ την άλλη άνθρωποι πτωχοί και πένητες, με τυραγνισμένο βίο, χωρίς μορφωτικά εφόδια, με το κράτος τους υπό κατοχή, με τους ηγέτες τους αυτοεξόριστους, χωρίς καμιά υποστήριξη από πουθενά, χωρίς κανένα αποκούμπι. Είχαν όμως λιονταρίσια καρδιά και αδάμαστο φρόνημά. Στο ζοφερό κλίμα του τρόμου οι Λήμνιοι απάντησαν με την ψυχή μιας ρωμαλέας παράδοσης αιώνων. Με τις πράξεις τους ξανατύπωσαν τη νέα «Χάρτα του Ανθρώπου», δείχνοντας σε ποιο ύψος πρέπει να στέκεται ο Άνθρωπος. Δεν παρέδωσαν την ιερή φωτιά σε ανάλγητους απελάτες. Αρνήθηκαν να γίνουν οι εκλεκτοί της Ρώμης. Κι ούτε έστεψαν σαν Γραικύλοι ολυμπιονίνη το Νέρωνα. Στη βλακώδη θεωρία της Αρίας ανωτερότητας, απάντησαν με την ανωτερότητα του αρχέγονου ήθους. Και η αντίσταση, αν εξαιρεθούν κάποια φαινόμενα δοσιλογισμού μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, ήταν παλλαϊκή. Οι Λήμνιοι σε όποια κοινωνικοπολιτική ομάδα κι αν ανήκαν, έδωσαν ομαδικά και με αλληλεγγύη τον αγώνα τον καλό. Ψαράδες, ναυτικοί, εργάτες, ξωμάχοι, κατσίβελοι, καφετζήδες, μάγειροι, τσοπάνηδες, παπάδες, στρατιωτικοί, επιστήμονες, νοικοκυρές, ότι δουλειά κι αν έκαναν, δεν έχασαν το φάρο που φώτιζε την πορεία τους.
Λήμνιοι, αυτοί οι καλόκαρδοι και ατρόμητοι.
Λήμνιοι, αυτοί οι ήσυχοι και ξεροκέφαλοι.
Λήμνιοι, αυτοί που δεν αντάλλαξαν την ευγενή όψη και το παράστημα, με τις πληρωμένες θέσεις στο θέατρο.
Λήμνιοι, αυτοί οι διφρηλάτες των κάμπων, φύτρες του Ηφαίστου, Κάβειροι της φωτιάς, δεξίπυροι, ακαείς, Λημνιοί μουτζούρηδες.
Λήμνιοι, που κάτω από όποια επιγραφή κι αν έδρασαν, πάνω – πάνω είχαν μια και μόνο ταμπέλα: «Έλληνας πατριώτης».
Αυτοί οι ήρωες δεν είχαν καιρό για μικρούς υπολογισμούς. Είχαν μπροστά τους ολόκληρη έρημο και έπρεπε να την διασχίσουν. Όχι για να βρουν τη γη της Επαγγελίας, που αλλοίμονο γνώριζαν ότι μπορεί και να μην την βρουν ποτέ. Αυτοί οι Λήμνιοι, οι αιώνιοι οδοιπόροι, ήξεραν ότι την έρημο έτσι κι αλλιώς έπρεπε να την περάσουν, υπήρχε δεν υπήρχε Χαναάν. Όταν η απόφαση παίρνεται, όσο δύσκολη κι αν είναι, τα πράγματα γίνονται απλά. Κατά τον Αισχύλο, ο Προμηθέας δεν μας χάρισε το «αμόρωτον», δηλαδή το απέθαντο, αλλά τις τυφλές ελπίδες, για να μην βλέπουμε το θάνατο και τρομάζουμε, αλλά να συνεχίζουμε τη ζωή μας απερίσπαστοι. Οι Λήμνιοι υπερέβησαν κι αυτό ακόμη. Έβλεπαν καθαρά το θάνατο και τον προτίμησαν σαν αντίτιμο της αξιοπρέπειάς τους.
Ο συγγραφέας Αριστείδης Τσοτρούδης έβγαλε ένα σημαντικό και συγχρόνως ωραίο βιβλίο. Συνεπαρμένος από ένα πάθος ασίγαστο, έγραψε υπό το βάρος που ασκούν τα «τοπία της παιδικής ηλικίας». Το ίδιο έκανε και με το προηγούμενο βιβλίο του, «Λήμνιοι ήρωες της ελευθερίας και της Δημοκρατίας». Αυτά τα «τοπία καταγωγής» ποτέ κανείς δεν τα εγκαταλείπει μέχρι το τέλος του βίου του. Ας μη λησμονούμε ότι ο ίδιος είναι γόνος νεκρού ήρωα. Ο πατέρας του σκοτώθηκε πολεμώντας τους Γερμανούς, στις 7 Απριλίου 1941, δυο μέρες πριν τη συνθηκολόγηση, αφήνοντάς τον βρέφος, που δε γνώρισε ποτέ το γονιό του.
Ο βιωματικός του πυρήνας περιβάλλεται από «κέλυφος» διαπερατό και διάβροχο. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός φρικαλέου κόσμου γεμάτου απανθρωπιά και βαρβαρότητα, που άλλοι δεν τον παίρνουν καν χαμπάρι, φρίττει τον συγγραφέα.
Είμαι εις θέση να γνωρίζω ότι έχει βάλει σκοπό της ζωής του να καταγράψει όλη την ιστορία της Λήμνου από την αρχή του προηγούμενου αιώνα, ως σήμερα. Ταγμένος να περισώσει τη μνήμη και να καταγράψει όσα κινδυνεύουν να χαθούν. Τη μνήμη που καθαγιάζει τις ιστορικές στιγμές. Τη μνήμη, που δίνει το κλειδί για να κατανοήσουμε τη συμπαντική μας φύση. Που μας υπενθυμίζει πράγματα τόσο «πυρηνικά» της ανθρώπινης υπόστασής μας, όπως είναι η αξιοπρέπεια και η ελευθερία.
Ο Λήμνιος συγγραφέας κρατά γερά και αναμμένο το κερί της πατρικής Εστίας, και μαζεύει στάχια και αλάτι για τους φτωχούς αδελφούς του. Προσπαθεί να αφυπνίσει τους «ες λήθαργον» συβαρίτες της εποχής της μόλυνσης του κέρδους. Ταπεινός υπηρετεί την αλήθεια και το ήθος, μακριά από γαλβανισμένες στη σκοπιμότητα προθέσεις. Αυτός και οι ήρωές του μας θυμίζουν τη σκηνή στο «Θίασο» του Αγγελόπουλου, που ο θιασάρχης στημένος στον τοίχο λέει προς το γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα: «Εγώ ήρθα από τη θάλασσα, από την Ιωνία. Εσείς από πού ήρθατε;».
Ο συγγραφέας είναι ένας λαμπαδηφόρος, ένας φρυκτωρός, που μας ανάβει υπνόμαχες πυρές και μας ξυπνάει από τη χειμερία νάρκη μας.
Η φωνή του συγγραφέα είναι ένας ένας ύμνος γι’ αυτούς που εχλεύασαν τυράννους και πουλημένους φιλοσόφους. Και αίνει αυτή η φωνή, αυτούς που δώσανε τα πόδια τους και τα χέρια τους για να πορευτεί ξανά η ανθρωπότητα.
Καλέ μας φίλε και αδερφέ, Λήμνιε συγγραφέα και ιστορικέ Αριστείδη Τσοτρούδη, σε ευχαριστούμε για την προσφορά σου. Τη δεχόμαστε σα μεταλαβιά και ευλογία από τα χέρια σου.












Δέσποινα Ι. Δούκα, φιλόλογος
Αριστείδης Ι. Τσοτρούδης, Η Γερμανική Κατοχή της Λήμνου 1941-1944, Λήμνος 2011.
Βιβλιοπαρουσίαση


Όταν μελετάμε την ιστορία του ελληνικού έθνους σε συλλογικά επιστημονικά έργα και σχολικά εγχειρίδια, η μακροσκοπική, συνολική θεώρηση των γεγονότων δεν μας αφήνει συνήθως να ασχοληθούμε με την ιδιαίτερη μορφή που αποκτά το εθνικό γεγονός όταν διαδραματίζεται σε τοπικό επίπεδο. Η τοπική ιστορία, ωστόσο, και δη η νεότερη, με την έμφαση στη λεπτομέρεια, με την παράθεση γραπτών και προφορικών μαρτυριών των πρωταγωνιστών, των δευτεραγωνιστών, των αυτοπτών μαρτύρων και των απογόνων τους, και με τον επίπονο εντοπισμό του εποπτικού υλικού που προϋποθέτει, φωτίζει άγνωστες ή ελλιπώς γνωστές πλευρές των γεγονότων, αναδεικνύει τη συνεισφορά του εκάστοτε χώρου αναφοράς στην εθνική μοίρα, καθώς και την ιδιοσυστασία της συμπεριφοράς των ατόμων αλλά και του τοπικού πληθυσμού συνολικά, θέτει, δηλαδή, τη «σφραγίδα» της περιορισμένης κοινωνικής ομάδας στη συλλογικότητα.
Μια σημαντική περίοδο της νεότερης τοπικής ιστορίας της Λήμνου φιλοδοξεί να αναδείξει το βιβλίο του συμπατριώτη μας, οδοντιάτρου κυρίου Αριστείδη Ι.Τσοτρούδη, με τίτλο Η Γερμανική Κατοχή της Λήμνου 1941-1944, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα. Τόσο σ’ αυτό όσο και στα δύο προηγούμενα βιβλία του, με τίτλους Η μεγάλη συμφορά της Λήμνου (2008) – αναφορά στη φονική πυρκαγιά του 1939 στον κινηματογράφο της Μύρινας – και Λήμνιοι ήρωες της ελευθερίας και της δημοκρατίας… 1912-1953 (2009), ο συγγραφέας ασχολείται με κεφαλαιώδη θέματα της ιστορίας του νησιού μας, τα οποία δεν είχαν μελετηθεί αυτοτελώς έως σήμερα, γεγονός που συνιστά ουσιαστική παράμετρο του ενδιαφέροντος των εν λόγω βιβλίων, σε συνάρτηση και με την αισθητική φροντίδα που διακρίνει την εκάστοτε έκδοση.
Ο χαρακτηρισμός του συγκεκριμένου πονήματος του κ.Τσοτρούδη δεν είναι εύκολος. Δεν πρόκειται για αυστηρή επιστημονική ιστορική έκθεση των γεγονότων από τον ειδικό μελετητή ιστορικό, αλλά κυριότατα για μια εργώδη καταγραφή και πρώτη επεξεργασία ποικίλων «πηγών» από έναν «εραστή της ιστορικής μνήμης και της λαϊκής παράδοσης του τόπου» του, μια συνεισφορά στη μελλοντική συστηματική επιστημονική προσέγγιση, και σ’ αυτό το χαρακτηριστικό του οφείλει, κατά την άποψή μας, το βιβλίο τη σημασία του και, αν θέλετε, τη γοητεία του.
Η δομή του τόμου είναι ιδιάζουσα: μετά από την αρχική αφιέρωση του βιβλίου «στους Λήμνιους ήρωες», γεγονός που το συνδέει διακειμενικά με το προηγούμενο, ομότιτλο βιβλίο του συγγραφέα, παρατίθεται ως motto το γνωστό απόσπασμα από την Ιστορία του Ηροδότου σχετικά με την ανατροπή της φυσικής τάξης της ζωής που επιφέρει ο πόλεμος, εύγλωττη μαρτυρία της επιρροής του εν λόγω φαινομένου και στην προσωπική ζωή του συγγραφέα, γιου του επιλοχία του 22ου Συντάγματος πεζικού Ιωάννη Τσοτρούδη, Λημνίου πεσόντος στο μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ακολουθεί πίνακας ευχαριστιών προς όσους συνέβαλαν με την προφορική τους μαρτυρία ή/και με την προσφορά εποπτικού και αρχειακού υλικού στη δημιουργία του βιβλίου. Ο πίνακας περιεχομένων προτάσσεται των κειμένων και ουσιαστικά «επαναλαμβάνεται» στην οδηγητική ενότητα «Ανακεφαλαίωση», η οποία ακολουθεί μετά από τη σύντομη «Εισαγωγή», όπου ο συγγραφέας εκθέτει το ιστορικό του εγχειρήματός του, τη μεθοδολογία και τη σκοποθεσία του.
Το βιβλίο διακρίνεται σε επτά μέρη. Ιδιάζον χαρακτηριστικό ορισμένων από αυτά είναι το οργανωτικό σχήμα της ύλης: προηγείται εκτενής, συνήθως, μακροσκοπική αναφορά στα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ακολουθεί επικέντρωση στη μοίρα της Ελλάδας και η ενότητα ή η υποενότητα καταλήγει στη μικροσκοπική θεώρηση της περιόδου στη Λήμνο. Είναι προφανής η πρόθεση να τοποθετηθεί ο αναγνώστης στο γενικό περικείμενο της τοπικής ιστορίας και να κατατοπιστεί γενικά ώστε να παρακολουθήσει την ειδική αφήγηση περί Λήμνου ανετότερα. Έτσι δομούνται το πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο μέρος, με αντίστοιχους τίτλους «Η επερχόμενη λαίλαπα του Β΄ Παγκ. πολέμου», «Αδόλφος Χίτλερ» και «Η υποχώρηση του κατακτητή», καθώς και ορισμένες από τις συνεντεύξεις – δειγματοληπτικά αναφέρω αυτές του Ευστράτιου Παλιατσάρα και του Ελευθέριου Πατεράκη – όπου προηγούνται γενικές ερωτήσεις για τον πόλεμο και την προηγούμενη δράση των προσώπων σ’ αυτόν και ακολουθεί η αναφορά στα γεγονότα της Λήμνου. Το τρίτο μέρος, με τίτλο «Η Αντίσταση ενάντια στον κατακτητή» αφορά στη Λήμνο αποκλειστικά. Από το πρώτο έως και το τέταρτο μέρος η παρουσίαση ακολουθεί τον χρονολογικό άξονα. Στο πέμπτο και το έκτο μέρος, με αντίστοιχους τίτλους «Τα αρχεία των ιερολοχιτών» και «Ιστορικές αναφορές και ντοκουμέντα της κατοχικής Λήμνου», η κυρίαρχη στα προηγούμενα μέρη «φωνή» του συγγραφέα δίνει τη θέση της στην πολυφωνικότητα πρωταγωνιστών ή απογόνων τους, αυτοπτών μαρτύρων και μελετητών. Η παράθεση συνεντεύξεων ή αυτοβιογραφικών αναφορών από ανθρώπους προερχόμενους από ολόκληρη τη Λήμνο – καθώς και η συνέντευξη από τον δάσκαλο Ιωάννη Γιάννο σχετικά με τους εξορίστους και με τα γεγονότα του Αγίου Ευστρατίου – βοηθά τον αναγνώστη να αποκτήσει εποπτεία για τη Γερμανική Κατοχή και την Αντίσταση στο σύνολο του νησιού μας και στον γειτονικό Άγιο Ευστράτιο. Ο τόμος κλείνει με το έβδομο μέρος, έναν σύντομο «Επίλογο», ανακεφαλαιωτικό της προσπάθειας και των στόχων του συγγραφέα, και με τη βιβλιογραφία της εργασίας.
Το βιβλίο παρουσιάζει, με την «πολυεστιακότητα» των ντοκουμέντων και των αφηγήσεων, τη Γερμανική Κατοχή και την Αντίσταση στη Λήμνο: τη συμμετοχή του 1ου τάγματος του 22ου συντάγματος πεζικού της 13ης Μεραρχίας του Δ΄ Σώματος Στρατού, αποτελούμενου από τους επιστράτους της Λήμνου, στον Αγώνα του 1940· την κατάληψη της Λήμνου από τους Γερμανούς στις 25-4-1941, την αξιοποίηση του λιμένος του Μούδρου και του αεροδρομίου Λήμνου από τους κατακτητές, την ανέγερση του γερμανικού μνημείου της Νίκης στον Μονόπετρο του Ρωμέικου γιαλού το 1941 και την κατεδάφισή του από ομάδα του ΕΑΜ το 1944· τις αντιστασιακές οργανώσεις του τραγικού λιμενάρχη Λήμνου Ιωάννη Αρβανιτάκη και του ΕΑΜ με επικεφαλής τον οδοντίατρο Ανδρέα Νούλα και γραμματέα τον Παναγιώτη Κότσαλη· τους πολιτικούς και ποινικούς κρατουμένους και εκτελεσθέντες εντός και εκτός του νησιού και τις αιτίες της σύλληψης και τιμωρίας τους (οι εκτελεσθέντες Κωνσταντίνος Ανδριώτης, Βασίλειος Φανούδης, Αριστείδης Τριαντάφλαρος, Γεώργιος Κουσκούσης, Σαράντης Μπορμπόλιας, Γεώργιος Φουσκούδης, Γρηγόριος Βαφέας, οι κρατούμενοι Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Νικόλας Γαβαλάς, Κίμων Κεραμιδάς, Α.Δρακούλης, Ιωάννης Σταφύλης, αρχιμανδρίτης Διονύσιος/μετέπειτα μητροπολίτης Λήμνου, Κώστας Σταθάκης, Στέλιος Τσακίρης, Δημήτριος Βαφειάδης, Αλέκος Διομήτσας, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, και οι Δημήτριος Δαρδαγάνης και Κίμων Χαραμής που δεν επέστρεψαν ποτέ από τα γερμανικά στρατόπεδα)· τον ρόλο των ιερολοχιτών Ευστρατίου Παλιατσάρα, Ελευθέριου Πατεράκη και Κωνσταντίνου Μπόικου ως κατασκόπων και συνδέσμων με τους συμμάχους και δη με το συμμαχικό αρχηγείο της Σμύρνης, τη συνεργασία και τις σχέσεις τους με τον Ανδρέα Νούλα και το ΕΑΜ Λήμνου, τον ρόλο και την προσφορά των ασυρμάτων και των ασυρματιστών τους στο νησί (Ιωάννη Αρβανιτάκη, Παλαιολόγου Χαλιδά, Κυριάκου Αρσενικάκη, στελεχών της ομάδας Μπόικου)· τις σχέσεις με τους Γερμανούς κατακτητές, με τους αντιφασίστες αυτομόλους από τον γερμανικό στρατό και με τους συμμάχους τής Ελλάδας και δη τους Βρετανούς, τη συνεργασία και τις αντεγκλήσεις μεταξύ όλων των παραγόντων της Αντίστασης και της απελευθέρωσης του νησιού· την απελευθέρωση της Λήμνου τον Οκτώβριο του 1944 από τον Ιερό Λόχο σε συνεργασία με τους Βρετανούς και τον θάνατο του υπολοχαγού Παναγιώτη Δημουλά· τον σκοπό και τον τρόπο της αμυντικής οργάνωσης της Λήμνου από τους Γερμανούς· τη στάση του Λήμνιου πληθυσμού και τη συνεισφορά του στην Αντίσταση. Πέρα από τις ποικίλες, διασταυρούμενες και ενίοτε αλληλοσυμπληρούμενες αναφορές στα βασικά γεγονότα της Κατοχής στη Λήμνο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο «φωτισμός» χαρακτηριστικών πλευρών, όπως της μοίρας των Εβραίων της Λήμνου, της πείνας, της υγειονομικής περίθαλψης, των νεκρών από δυστυχήματα από εκρηκτικές ύλες ή πυροβόλα όπλα, των πολιτιστικών εκδηλώσεων του καιρού της Κατοχής και άλλων.
Δεκάδες Λήμνιοι που συνέβαλαν στην Αντίσταση, παρελαύνουν στις σελίδες των αφηγήσεων, φιλήσυχοι άνθρωποι του μόχθου και των γραμμάτων, που επέδειξαν, με τον γνωστό χαμηλότονο λημνιό χαρακτήρα, υψηλό φρόνημα και πατριωτισμό, κρύβοντας ανιστασιακούς και πράκτορες των συμμαχικών δυνάμεων ή αυτομόλους από τον γερμανικό στρατό, τους ασυρμάτους και τους χειριστές τους, μεταφέροντας μηνύματα (ιδίως τα μικρά παιδιά), αφαιρώντας τρόφιμα και πολεμοφόδια από τους Γερμανούς, κάνοντας σαμποτάζ, τροφοδοτώντας με πληροφορίες τους κατασκόπους. Από τις οικογένειες των Αθανασίου Γιουβάνη, Κωνσταντίνου Σταματίου και άλλες, που έκρυβαν ή ενίσχυαν τους κατασκόπους, έως τους εκπαιδευτικούς, τους ιδιοκτήτες καϊκιών, την «Ηλεκτρική Εταιρία» της οικογένειας Ντόντου και το προσωπικό της, τους ντόπιους διερμηνείς στην πλειονότητά τους, τους ψαράδες, τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, τους εμπόρους, τους τσαγκάρηδες και τους αρτοποιούς, τους γιατρούς, όπως τον Θεολόγο Μαλαχιά και τον Παναγιώτη Γκίκα, που συνδύαζε τη φροντίδα για την υγεία και τη σίτιση του πληθυσμού με την πολιτισμική προσφορά, ο κόσμος της Λήμνου επέδειξε αξιοζήλευτη ομοψυχία, δηλωτικό της οποίας είναι το γεγονός ότι τόσο κατά την Αντίσταση όσο και κατά τον Εμφύλιο που επακολούθησε, στη Λήμνο δεν σημειώθηκαν ουσιαστικά έκτροπα και θάνατοι. Από τα ποικίλα δεδομένα του βιβλίου έκδηλος γίνεται ο ευεργετικός και ηγετικός, θα λέγαμε, ρόλος του Ανδρέα Νούλα ως πατριώτη, εξισορροπιστή των αντιθέσεων και καλλιεργημένου ανθρώπου.
Από τα ενδιαφέροντα κείμενα του βιβλίου απομονώνω τρία αποσπάσματα. Στο πρώτο, ενδεικτικό της στάσης των Λημνίων κατά την Κατοχή, ο συνταγματάρχης εν αποστρατεία Ευστράτιος Παλιατσάρας θυμάται: «Οι Λήμνιοι κομουνιστές με τους οποίους συνεργάστηκα […], υπήρξαν μπεσαλίδες, καλοί συνεργάτες και προπαντός πατριώτες» και παρακάτω: «Δεν θα μπορούσα να επιτύχω τίποτε και να φέρω εις πέρας την αποστολή μου, εάν δεν είχα την τύχη να συνεργαστώ με τέτοιους υπέροχους ανθρώπους, τους Λημνιούς, οι οποίοι ήταν υποδείγματα πατριωτών και με κάλυψαν πλήρως από τη Γερμανική αντικατασκοπία». Το δεύτερο προέρχεται από τις αναμνήσεις του Παναγιώτη Κότσαλη, γραμματέα του ΕΑΜ Λήμνου: «Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί και να γνωρίζει ο κόσμος της Λήμνου είναι ότι η εθνική αντίσταση, το ΕΑΜ της Λήμνου, ήταν ίσως ένα από τα σημαντικότερα κινήματα στην Ελλάδα, από άποψη μαζικής συμμετοχής. Μπορώ να πω ότι το 90% του Λημνιακού λαού ήταν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, συμμέτοχος σε αυτή τη μεγαλειώδη κινητοποίηση». Το τελευταίο είναι η απόδοση, από τον συγγραφέα, του πορτραίτου του αστού και κομμουνιστή ιδεολόγου Ανδρέα Νούλα, που συμπυκνώνει τα δεδομένα των μαρτυριών όλων όσοι πήραν μέρος στα γεγονότα ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθετήσεως: «Για τον γράφοντα το παρόν πόνημα, ο Νούλας υπήρξε η προσωπικότητα του αριστερού κινήματος στη Λήμνο. Ηγέτης του ΕΑΜ Λήμνου στην Κατοχή, ήλεγχε πλήρως την κατάσταση και χάρη στη διορατικότητα και στη λογική του, κανένα έκτροπο δεν συνέβη κατά την απελευθέρωση του Νησιού, όταν το ήμισυ και πλέον του άρρενος πληθυσμού του Νησιού ήταν ενταγμένο στο Κίνημα και προσανατολισμένο στη λήξη της δικτατορίας και την πολιτική αλλαγή».
Η μεθοδολογία του συγγραφέα, όπως παρατίθεται στην «Εισαγωγή» και διακρίνεται εμφανώς στις επιμέρους ενότητες, εκκινεί από την πρόθεσή του να αποδώσει κατά το δυνατόν αντικειμενικά και πολύπλευρα την εικόνα της εποχής μέσω μιας πολυφωνικής προσέγγισής της, μιας «ευρύτερης συλλογικής συνεργασίας», κατά την υπόδειξη του εκπαιδευτικού κυρίου Λεωνίδα Βελιαρούτη. Με εργαλείο τη συνέντευξη, ο συγγραφέας κατέγραψε και συνέκρινε τις μαρτυρίες τριανταπέντε επιλεγμένων αφηγητών, πρωταγωνιστών στα γεγονότα της Κατοχής στη Λήμνο ή απογόνων τους, και παράλληλα εντόπισε και αξιοποίησε αρχειακό υλικό. Δυστύχημα αποτελεί το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής της περιόδου Ανδρέας Νούλας, του οποίου η μαρτυρία θα ενείχε θέση κεντρικού ντοκουμέντου, δεν βρίσκεται στη ζωή. Ο συγγραφέας παραθέτει δεδομένα από ποικίλες πηγές: τις ως άνω συνεντεύξεις, αρχειακά έγγραφα, εγκυκλοπαιδικά λήμματα, άρθρα τοπικών εφημερίδων και δελτία τύπου της λημνιακής αδελφότητας της Αλεξάνδρειας, αποσπάσματα βιβλίων και μελετών του Α.Βλαχοσταθόπουλου, του Θεόδωρου Μπελίτσου, του Κώστα Κοντέλλη, των Όλγας Ματζάρη και Θανάση Παπαδόπουλου και άλλων, καθώς και χάρτες, πίνακες ζωγραφικής και άφθονες φωτογραφίες. Το βιβλίο θα ήταν καλό να συναναγνωστεί με τους Λήμνιους ήρωες της ελευθερίας και της δημοκρατίας, και ιδίως με τις σχετικές με τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τη Γερμανική Κατοχή σελίδες καθώς και με τα βιογραφικά σημειώματα των Λημνίων ηρώων, κεντρική θέση μεταξύ των οποίων κατέχει η ενότητα για τον Ιωάννη Αρβανιτάκη.
Η σκοποθεσία του βιβλίου αποκαλύπτεται από την αφιέρωση, την «Εισαγωγή» και τον «Επίλογο»: είναι η έγνοια να εμπλουτιστεί «η ιστορική αλήθεια σε βάρος του μύθου» ώστε να την γνωρίσουν οι απόγονοι των Ελλήνων και δη των Λημνίων που έζησαν τη δοκιμασία και το μεγαλείο του Αγώνα στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση. Το βιβλίο, ως συλλογή ποικίλου υλικού και δη προφορικών μαρτυριών και φωτογραφιών, διαθέτει αναμφισβήτητη αξία και επιβεβαιώνει χαρακτηριστικά τον λόγο του ποιητή: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. / Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη / ριζώνουν θρέφονται με το αίμα». Ως τέτοιο, το βιβλίο του κυρίου Τσοτρούδη συνιστά συμβολή στη συλλογική μνήμη της ιδιαίτερης πατρίδας μας και της Ελλάδας γενικότερα αναφορικά με μια σημαντική περίοδο της νεότερης ιστορίας μας, και γι’ αυτό πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στη βιβλιοθήκη μας και να αποτελεί υλικό των μελετών μας.









Βιβλιοπαρουσίαση
11/08/2011
Στέφανος Παπαδόπουλος
Η Γερμανική Κατοχή της Λήμνου 1941-1944

Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι

Με ιδιαίτερη χαρά και τιμή θα έλεγα και με την ευκαιρία της παρουσίασης απόψε του νέου βιβλίου του Αριστείδη Τσοτρούδη, θα μου επιτρέψετε να σας πω ορισμένες σκέψεις που εμπνεύστηκα διαβάζοντάς το.
Βεβαίως οι δύο εκλεκτοί του τραπεζιού, σαν πιο ειδικοί, θα σας παρουσιάσουν το νόημα και θα αποδώσουν την ιδιαιτερότητα και την ποιότητα του κειμένου.
Εγώ θα σας εκφράσω τα συναισθήματα που αποκόμισα από αυτό, τιμώντας εγώ ο ελάχιστος την προσφορά των Λημνίων αγωνιστών της Αντίστασης στη γερμανική κατοχή.
Αλήθεια σε τι τόπο ζούμε!
Μου έρχονται στο νου οι στίχοι του Γ. Δροσίνη από το ποίημά του «Χώμα Ελληνικό»:
Χώμα δοξασμένο, χώμα όπου έχουν βάψει
αίματα στο Σούλι και το Μαραθώνα
χώμα, που ‘χει θάψει λείψανα αγιασμένα
από το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά
χώμα, όπου φέρνει στον μικρό εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά

Αλήθεια τι λαός είμαστε!
Απόγονοι του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, του Γέρου του Μωριά και των άλλων ηρώων του 21, των τσολιάδων του έπους του 40.
Αδούλωτοι, αγωνιστές της Ελευθερίας, θεματοφύλακες και συνεχιστές του πολιτισμού, φραγμός κάθε τυραννικής απειλής είτε Δαρείος και Ξέρξης λέγεται, είτε Σουλτάνος είτε γερμανός ή ιταλός κατακτητής, τύπου Μέρκελ, συγνώμη Χίτλερ ήθελα να πω, ή τύπου Μουσολίνι.
Πόσο επίκαιρη είναι η στροφή 86 από το ποίημα του εθνικού μας ποιητή «Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάιρον»
Επερνούσαν οι αιώνες
ή σε ξένη υποταγή
ή με ψεύτικες κορόνες
ή με σίδερα κι οργή

Αναρωτιέμαι αν οι σύγχρονοι Έλληνες γνωρίζουν ότι θέλει «αρετήν και τόλμην» ή «από τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων Ελευθερία»;
Μπορούν τα Λακόστ και τα Τίμπερλαντ να γράψουν Θερμοπύλες, Σαλαμίνες, Δερβενάκια, Σκρα, Κορυτσές και Πόγραδετς;
Θέλετε τη γνώμη μου; Μπορούν! Η ίδια ράτσα είμαστε με τα χίλια μειονεκτήματα και τα δύο τρία πλεονεκτήματα που μας κάνουν λαό επιούσιο και ξεχωριστό. Η ίδια ράτσα είμαστε.
Οι μνήμες των ηρώων και της ιστορίας μας μου φέρνουν στη μνήμη τη στροφή από το ποίημα του Γ. Δροσίνη «Ύμνος των Προγόνων» που θα αποτελέσει το παράδειγμά τους και θα γεμίσει με γενναιότητα τους σύγχρονους απογόνους αυτών.
Κι όπου πολέμου τρέξιμο
κι όπου της μάχης κρότοι
εσείς περνάτε πρώτοι
και ακολουθούμε εμείς

Κύριες, δεσποινίδες και κύριοι,
Να θυμάστε πάντα το στίχο του Γιάννη Ρίτσου: «Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις».
Φίλε Αριστείδη,
Στους φοιτητές μου στην Ιατρική Σχολή λέω ότι ο έξυπνος τα κάνει όλα και ο βλάκας τίποτε. Εσύ ανήκεις στους πρώτους. Πέρα από άριστος επιστήμονας, ο χαρακτήρας σου, η αξιοσύνη σου, η αγάπη σου για το νησί σε κάνουν ικανό να συνεχίσεις την προσφορά σου στο σύνολο από άλλη σκοπιά.
Αν θέλεις να μάθεις, εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Έμαθα μόνο να χειρουργώ. Ούτε σουβλάκι ξέρω να ψήσω, τι λέω, ούτε να βράσω ένα αυγό δεν ξέρω.
Αυτό το βιβλίο, όπως και τα δύο προηγούμενα αποτελούν άξια πονήματα και προσφέρουν πραγματεία που μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς των νεοτέρων.
Η αγάπη σου για τη Λήμνο και για τη σύντροφό σου Ντίνα, ο ηρωικός χαμός του πατέρα σου στην Αλβανία, θα έλεγα ότι αποτελούν για σένα πηγή έμπνευσης και δημιουργικότητας.
Η υπευθυνότητα και η ικανότητά σου, σε κάνουν να ψάχνεις και να εξαντλείς το θέμα που επεξεργάζεσαι και να δίνεις τη σωστή διάστασή του, πετυχαίνοντας την πραγματική εικόνα σε πολλά αμφιλεγόμενα σημεία, βάζοντας τα γεγονότα στη σωστή τους βάση, παρακάμπτοντας τους σκοπέλους.
Η ζωντάνια σου με κάνει να σε ζηλεύω. Αυτή σε ωθεί σε νέα ενδιαφέροντα και δημιουργίες που είμαι σίγουρος ότι θα ακολουθήσουν.
Να ‘σαι καλά, να συνεχίσεις με την ίδια θέληση και τα ίδια ενδιαφέροντα. Οι εμπνεύσεις σου για τον αγαπημένο σου τόπο ας γίνουν πηγή δημιουργίας όπως λέει και ο Αριστομένης Προβελέγγιος στο ποίημά του «Δόξα»:
Μ’ εκείνων τη χρυσή σοφία
με τούτων την αγία ορμή
νέαν ας πλάσωμε ιστορία
γεμάτη δόξα και τιμή

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.





Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ αντί μνημόσυνου


Σαν σήμερα πριν 32 χρόνια, στις 19 Ιουλίου του 1979, έγινε ένα τρομακτικό ναυτικό ατύχημα στη θάλασσα της Καραϊβικής. Συγκρούστηκαν δυο τάνκερς, ελληνικών συμφερόντων, το Atlantic Empress και το Aegean Captain με συνέπεια να πάρει φωτιά το πρώτο και να ανατιναχθεί. Σ’ αυτό το ατύχημα σκοτώθηκαν 26 άτομα, μαζί και ο μικρός μου αδελφός Βασίλης, 24 χρόνων. Είχε μπαρκάρει μόλις λίγους μήνες πριν. Δεν είχε ζήσει σχεδόν τίποτα, από αυτό που λέμε ζωή. Ήταν ο πιο καλόκαρδος, έξυπνος και καλαμπουρτζής τύπος που υπήρχε. Και φανατικός ΑΕΚτζής. Το κουρείο, που είχε στην Ατσική, πριν μπαρκάρει ήταν γεμάτο με φωτογραφίες της ΑΕΚ.
Σε όλα τα sites που μπήκα με θέμα το τραγικό αυτό ναυάγιο, πουθενά, πλην ενός ή δύο δεν αναφέρεται ότι υπήρξαν δεκάδες νεκροί, οι οποίοι πέθαναν με τον πιο τραγικό από τους θανάτους, τη φωτιά. Πουθενά τα ονόματά τους, σαν να ήταν σκύλοι. Αναφέρουν μόνο την οικολογική καταστροφή, που προκάλεσε η πετρελαιοκηλίδα από το πετρέλαιο που διέρρευσε από το τάνκερ και…το κόστος της ζημιάς των εφοπλιστών. Οι εφοπλιστές. Αυτά τα τέρατα, μηδενός εξαιρουμένου. Αυτοί που παλιά έπνιγαν τα σαπάκια τους μαζί με τους ναυτικούς για να πάρουν τις αποζημιώσεις και να κάνουν τις περιουσίες τους. Τώρα δεν χρειάζεται, είναι πάμπλουτοι, απλώς λαδώνουν και παίρνουν μονοπωλιακά τις γραμμές, λαδώνουν και παίρνουν πιστοποιητικά αξιοπλοΐας στα πλωτά τους φέρετρα. Παίζουν τα χρηματιστηριακά και λοιπά παιχνίδια τους με τη συνδρομή των πληρωμένων πολιτικών. Οι παγκόσμιοι συμμορίτες, που χτίζουν τις μεγαλειώδεις ζωές τους πάνω στο θάνατο των άλλων. Οι εφοπλιστές. Ένα παρασιτικό εγκληματικό επάγγελμα, που ποτέ, καμμία φορά, έστω και κατά λάθος, δεν εξάσκησε κάποιος καλός άνθρωπος. Θα πει κάποιος, ατυχήματα συμβαίνουν καθημερινά. Δε μιλώ για το ναυάγιο μόνο. Μιλώ για τη συμπεριφορά μετά από αυτό. Για την προσπάθειά τους να εξαπατήσουν τις χαροκαμένες οικογένειες, να μην τους δώσουν ούτε τα ψίχουλα που δικαιούνταν ως αποζημιώσεις. Ανθρώπους που στα τελευταία, ούτε απαίτησαν, ούτε διεκδίκησαν τίποτα. Ανθρώπους που ήθελαν μόνο να τους αφήσουν ήσυχους.
Όμως αυτά τα παιδιά που χάθηκαν, ήταν τα περισσότερα μικρά παλικαράκια, που μόλις έβγαιναν στο χάραμα της ζωής. Πήγαν στα καράβια γιατί η ανέχεια και η φτώχεια τους ανάγκασε. Και ήταν πραγματικά παλικάρια γιατί ούτε τεμπέλιασαν στη όποια μίζερη βολή τους, ούτε κατουρημένες ποδιές φίλησαν για να τους χώσουν σε καμια θεσούλα.
Γιατί, τώρα, μετά από 32 χρόνια; Τώρα μπόρεσα να το διαχειριστώ μέσα μου το γεγονός, που κατέστρεψε την οικογένειά μου. Για χρόνια ούτε το αναφέραμε μέσα στην οικογένεια, ήταν ταμπού. Και τώρα που τα γράφω αυτά η συγκίνησή μου είναι μεγάλη. Ο πατέρας μου έφυγε με αυτόν τον καημό. Το ίδιο και η μάνα μου. Δεν περνούσε μέρα που να μη σκέφτονταν και να μη μοιρολογούσαν κρυφά το Βασίλη μας.
Αν μη τι άλλο, αυτά τα παιδιά με τη σκοτεινή μοίρα, μια αναφορά, κάπου, τη δικαιούνται. Όχι γι' αυτούς, αυτοί δεν έχουν καμιά ανάγκη πλέον. Αλλά για τη δική μας, αυτών που έμειναν πίσω, των τυχερών, την ισορροπία και τον αυτοσεβασμό. Έτσι, σαν μνημόσυνο.


Το "ATLANTIC EMPRESS" φλεγόμενο





Θεσσαλονίκη

Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
- Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή. -
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κ' οι δυο Μαρμαρινοί.

Νερό καλάρει το fore peak, νερό και πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κεινή.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί:

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.

Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μές στο ρικσά.

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες "σ' αγαπώ".
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το ντεπό.
Νίκος Καββαδίας


Το "ATLANTIC EMPRESS" φλεγόμενο





ΑΓΙΟΣ ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ

Παίζει το μάτι σου
με τη βροχή στα τζάμια
περίκλειστος του αργύρου
αν λιθάρι του Δευκαλίωνα
βυσσινιά θαλασσόπετρα
απομεινάρης σε ξύλο ελιάς
τεταριχευμένος αέρας άνεμος.
Τα ζεστά κλίκια σ’ άρεζαν
καθώς παιδί παιδάκι
οι βόλτες στον Καρπασινόδρομο
και το γυναικοστόλι
διακονητής ιεράς σφεντογόνας
μαρσάροντας το Ζούνταπ
οι σφήκες να φωλιάζουν άρχισαν
στον προβολέα.
Τα κιτρινοπούλια κοίταξαν απόψε χαμηλά
στις σκαμνιές του Μιλτιάδη
βιάσου τώρα βιάσου
τσιρίζει το φτιλάκι στο καντήλι
ότι προλάβεις αθώε σήμερα
ύστερα ελεφαντόδετος χρυσένιος
ν’ ακούς μονάχα τη βροχή στα τζάμια
καθώς παιδί παιδάκι.
Εμένα ποτέ δεν με ξεγέλασες
πάντα το ήξερα ότι σε έλεγαν
Βασίλη.

Σημειώσεις
Άγιος Φανούριος Το παιδικό πρόσωπο του Αγίου Φανουρίου στην εικόνα συγχέεται συνειδητά με το παιδικό πρόσωπο του αδικοχαμένου αδερφού μου Βασίλη, που σκοτώθηκε σε ναυάγιο σε ηλικία 24 ετών. Απευθυνόμενος στον Άγιο Φανούριο, μιλώ με το χαμένο μου αδερφό.
Λιθάρι του Δευκαλίωνα. Το χάλκινο γένος των ανθρώπων εξαφανίσθηκε με τον κατακλυσμό. Ο Δευκαλίων ρίχνοντας προς τα πίσω πέτρες έφτιαχνε άντρες, ενώ η Πύρρα ρίχνοντας πέτρες έφτιαχνε γυναίκες.
Κλίκια. Κυκλικά κουλούρια, που τα ζύμωναν οι γυναίκες στη Λήμνο μαζί με τα ψωμιά. Ήταν τα πρώτα που έβγαζαν απ’ το φούρνο και φίλευαν συνήθως τα παιδιά που περίμεναν με ανυπομονησία.
Καρπασινόδρομος. Ο δρόμος Ατσική – Καρπάσι στη Λήμνο, όπου παλιότερα γινόταν η λεγόμενη «βόλτα», δηλαδή το νυφοπάζαρο.
Κιτρινοπούλια. Μεγάλα κίτρινα πουλιά, που κοίταζαν τη νύχτα στα δέντρα και τα κυνηγούσαμε σαν παιδιά τη νύχτα με φακό και σφεντόνα.
Σκαμνιές του Μιλτιάδη. Μουριές στο κτήμα του Μιλτιάδη, στην Ατσική Λήμνου.
Σ. Τραγάρας: "Απ' τη σπηλιά του Φιλοκτήτη"



Το "ATLANTIC EMPRESS" φλεγόμενο





20/7/1979

Στο ναυάγιο τόπο
επιπλέει το περίφημο κουπί
και τα παράσημα των χερουβείμ
το μαύρο μάτι σου
καπνίζει ακόμα οπή θειωρυχείου
μάτι τρελού ρινόκερου
έδωσε πυρ στη νάφθα
ληστή σικάριε του γένους των ληστών
τρέχα τώρα στο ορεινό σου κατοικήργιο
τα ματωμένα ράσα
πετροβάτης του ύψους
μονόχνωτος
χαφιές
φονιάς
προφήτης.

Σημειώσεις
20/7/79. Γιορτή του Προφήτη Ηλία (κάθε 20 Ιουλίου). Ξημερώνοντας η 20/7/79 έγινε το τρομακτικό ναυτικό ατύχημα, στο οποίο σκοτώθηκε ο αδερφός μου Βασίλης. Πάντα έβλεπα ένα παράπονο στο πρόσωπο της μάνας μου κάθε που έλεγε: «αύριο ξημερώνει του Προφήτη Ηλία».
Το περίφημο κουπί. Αναφέρεται στο κουπί του Προφήτη Ηλία, που κατά το θρύλο, όντας ναυτικός που είχε μπουχτίσει τη θάλασσα, πήρε τα ανάπλαγα με το κουπί στον ώμο. Το έδειχνε στους ανθρώπους καλώντας τους να του πουν τι είναι. Αν το γνώριζαν έφευγε μακριά. Τελικά έκανε κονάκι στην κορυφή του βουνού, που οι άνθρωποι μη έχοντας σχέση με τη θάλασσα δεν το αναγνώρισαν σαν κουπί.
Σικάριος. Σπαθοφόρος.
Κατοικήργιο: Κατοικητήριο, σπίτι.
Σ. Τραγάρας: "Απ' τη σπηλιά του Φιλοκτήτη".



Το "ATLANTIC EMPRESS" φλεγόμενο




Θάλασσα και φωτιά

Θάλασσα μάνα σκύλα
φωτιά αδερφή μου φόνισσα
τον πιο μικρό τον πιο καλό
το γυιο μου τον παλληκαρά
ο ίδιος σας τον έφερα
θάλασσα μάνα σκύλα
φωτιά αδερφή μου φόνισσα
και σεις τον ξεγελάσατε
το δώρο το απατηλό
δώρο Τιτάνων στο Ζαγρέα
δώσατε
και έχασα τον πιο μικρό τον πιο καλό
το γυιο μου τον παλληκαρά
για πάντα
στα σκότη μου τα τρίσβαθα
στη νύκτεια απελπισιά
μον’ λίγα γράμματα φθαρμένα
«Περσικός, εν πλω 1/5/1979»
θάλασσα μάνα σκύλα
φωτιά αδερφή μου φόνισσα
ποτέ δε θα σας πω «χαλάλι».
Σ. Τραγάρας: "Από τη Λήμνο θερμαστής στο θωρηκτό Αβέρωφ".



Στιγμές ξεκούρασης και αστείων μεταξύ των ναυτικών, στο τάνκερ "Atlantic Empress", 1979. Στο μέσον ο Ατσικιώτης Βασίλης Τραγάρας. Σε λίγες μέρες θα βρουν τραγικό θάνατο 26 ναυτικοί, μεταξύ των οποίων και ο Βασίλης. Άραγε τα άλλα δυο παιδιά που εικονίζονται στη φωτογραφία, τι να απέγιναν;



Ο Βασίλης με ένα συνάδελφό του πάνω στο τάνκερ.



Ο Βασίλης με ένα άλλο ναυτικό πάνω στο τάνκερ.



Ο Βασίλης εν ώρα εργασίας.



Ο Βασίλης φανταράκι.



Στο κέντρο ο Βασίλης με τη Σπίθα, δεξιά εγώ, αριστερά η μάνα μας.



Ο Βασίλης, παιδί ακόμα, κουρέας.



Το "ATLANTIC EMPRESS" φλεγόμενο


Το "ATLANTIC EMPRESS" φλεγόμενο

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Κελαγ'δά ο παλιοπέτερνας;


Στη Λήμνο το λέγαμε παλιοπέτερνα. Ένα μικρό πουλάκι στο μέγεθος περίπου του σπουργίτη, που σε πρώτη εντύπωση φαίνεται ασπρόμαυρο. Είναι πιο νευρικό και πιο χαριτωμένο από τον σπουργίτη και έχει ένα χοροπηδηχτό στυλ. Σπανίως το βλέπαμε σε κατοικημένες περιοχές, αφού σύχναζε στην ύπαιθρο, στις μάντρες, σε βραχώδεις περιοχές, σε χαλάσματα. Τη φωλιά του την έκανε μέσα σε ανοίγματα από βράχους, σε ξεροτρόχαλα ντουβάρια, σε σωρούς από πέτρες, εξ ου και το όνομά του «παλιοπέτερνας», αυτός δηλαδή που σχετίζεται με παλιόπετρες. Όταν είμαστε παιδιά - διαβολόπαιδα, ψάχναμε τη φωλιά του, την "παλιοπετερνιά" σε χαλάσματα και παίρναμε τους νεοσσούς του, για να τους «παίξουμε», τα λεγόμενα «παλιοπετερνούδια». Υπάρχει βαθιά η εντύπωση ότι δεν κελαηδά, αφού υπάρχει και σχετική φράση. Αν κάποιος ακούσει κάποια υπερβολή, λέει: «Κελαγ’δά ο παλιοπέτερνας;». Παλιοπέτερνα λένε κοροϊδευτικά και τον γρήγορο, αδύνατο και νευρώδη άνθρωπο, αυτόν που βαδίζει κάπως χοροπηδηχτά. Υπάρχει η φράση: «Χοροπδά σα ντον παλιοπέτερνα». Επίσης θεωρείται ένα σύμβολο της ερήμωσης και της εγκατάλειψης, όπως η κουκουβάγια. Αν θέλουν να πουν ότι ένα μέρος ερήμωσε, λένε: «Ούτε κουκβάγιες και παλιοπέτερνες δε διαλάζνε».
Πριν λίγο καιρό βρέθηκα στη Λήμνο. Με μεγάλη μου έκπληξη είδα ότι η γειτονιά είχε γεμίσει από παλιοπέτερνες. Ένα ζευγάρι μάλιστα είχε φωλιάσει στα κεραμίδια του πατρικού μου σπιτιού. Ο ένας επώαζε τα αυγά του και ο άλλος ήταν σαν ακοίμητος φρουρός, πετούσε γύρω από το σπίτι, πάντα ανήσυχος, εξεταστικός, χοροπηδηχτός. Και δεν θα το πιστέψετε, κελαηδούσε. Ένα απλό αλλά σε τρεις φάσεις τσίριγμα, το τρίτο πιο δυνατό από τα άλλα δύο. Έβγαλα μερικές φωτογραφίες. Στην παραλία των ρηχών νερών που καθίσαμε για ένα καφέ, νάτοι πάλι οι παλιοπέτερνες στην αμουδιά. Αυτό το πουλί το ξέραμε παλιότερα κυρίως σαν ενδημικό και σε μικρούς πληθυσμούς. Τώρα φαίνεται ότι με την κλιματική αλλαγή πολλά πουλιά έρχονται ως αποδημητικά και φωλιάζουν την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Ποιος είναι ο παλιοπέτερνας της Λήμνου; Σε άλλα μέρη τον λένε «ο ασπρόκωλος» ή «η ασπροκώλα». Το επίσημο όνομά του είναι το εντυπωσιακό "οινάνθη η ισπανική" (oenanthe hispanica).
Σταχυολόγησα από το ιντερνέτ.
Τα μικρόπουλα αυτά αγαπούν τις πέτρες, τα βράχια, τους ξεροτόπους. Τον Απρίλη εμφανίζονται οι ασπροκώλες, κομψές και λυγερές πάνω σε μια πέτρα. Στέκουν «κόκκαλο» για μερικά δευτερόλεπτα, ύστερα κάνουν ένα τίναγμα του σώματος επιτόπου και με έντονο βλέμμα κοιτούν ανήσυχες όταν τις πλησιάσουμε.
Αν πάμε κοντά τους και νιώσουν ότι απειλούνται, τότε φτεροκοπούν δυναμικά και απομακρύνονται προς άλλη, πιο μακρινή , πέτρα. Φεγγίζει τότε έντονα η κατάλευκη βάση της ουράς της, δημιουργόντας έντονη χρωματική αντίθεση που τραβάει την προσοχή μας. Γι’ αυτό τις ονόμασαν ασπροκώλες.
Στις πετρώδεις στέπες της υποσαχάριας Αφρικής, οι ασπροκώλες φτάνουν τον Σεπτέμβρη. Μένουν εκεί όλο τον χειμώνα και τον Απρίλη επιστρέφουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν. Δηλαδή σε ξηρές και βραχώδεις παράκτιες και ημιορεινές περιοχές γύρω από την Μεσόγειο. Τα αρσενικά φθάνουν πρώτα. Τότε αμέσως επιλέγουν επικράτεια. Δηλαδή κατάλληλη για το είδος έκταση, ικανή να διασφαλίσει την απαιτούμενη ποσότητα τροφής για το φώλιασμα και την ανατροφή των νεοσσών. Για την υποστήριξη των χωραφιών τους, τα αρσενικά κελαηδούν συχνά την ημέρα, από βράχο ή καθώς πετούν επιδεικτικά. Τα θηλυκά έρχονται αργότερα. Έχουν πιο μουντό φτέρωμα, χτίζουν φωλιά σε τρύπες και κοιλότητες βράχων και μεγαλώνουν 4-5 νεοσσούς ανά φωλιά τον Ιούνιο. Οι ασπροκώλες τρώνε έντομα που συλλέγουν στο έδαφος και μερικές φορές και στον αέρα.
Η ασπροκώλα συναντάται σε δύο μορφές: 1) Με μαύρο λαιμό 2) Με ανοιχτόχρωμο λαιμό. Και στις δύο μορφές της έχει μαύρα φτερά, ανοιχτόχρωμο κάτω μέρος σώματος και μια μακριά λευκή ουρά με μια κεντρική μαύρη λωρίδα, μαύρη κορυφή και μαύρα πλευρά. Στην μορφή με το μαύρο λαιμό όλος ο λαιμός είναι μαύρος ενώ στη μορφή με τον ανοιχτόχρωμο λαιμό μόνο τα μάγουλα είναι μαύρα. Τα θηλυκά ξεχωρίζουν από τα αρσενικά γιατί είναι καφέ με ανοιχτόχρωμη κοιλιά.













Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Κδούνια και καμπάνες

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Μπεεεεεε

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Οι πρόσφατες αποδοκιμασίες και οι προπηλακισμοί των πολιτικών, από αγανακτισμένους πολίτες, συνοδεύονταν από ηχητικά…εφέ, παραγόμενα από κατσαρολοχτυπήματα, βαβουζέλες, σφυρίχτρες και…κουδούνια. Ως γόνος παλαιάς βουκολικής οικογενείας, όπως φανερώνει άλλωστε και το επώνυμό μου, εγγεγραμμένος εις το λίμπρο ντόρο της λημνιακής τσοπανικής…αριστοκρατίας, γνώστης όθεν της κουδουνικής και βροντζιδοποιίας, παρακαλώ επιτρέψτε μου να αναλύσω στα γρήγορα, τα…κουδουνάτα καμώματα.
Το κουδούνι, λημνιαστί κδουν’, που φορούσαν στα αιγοπρόβατα για ομορφιά, αλλά και για να τα εντοπίζουν, ανέκαθεν εθεωρείτο σύμβολο διαπόμπευσης. Στον διαπομπευόμενο παίζνε το κδουν’. Ο αναξιόπιστος γίνεται κδουνάς, κδουνατζής, κδουν’ζμένος. Εκτός απ’ το παίξιμο του κουδουνιού μπορεί και να τον φορέσνε το κδουν’. Πριν του το φορέσουν τον προειδοποιούν λέγοντας, τ’ ακούς το κδουν’; Αν δεν το ακούσει έγκαιρα, τότε θα κδουνίξνε οι μπομπές τ’. Και τότε κινδυνεύει σαν τον κάτο, που τον κρεμάσαν κδουν’ οι ποτκοί.
Όλα τα κουδούνια δεν είναι όμοια. Αυτά που γίνονται από μπρούντζο λέγονται βροντζίδια, βγάζουν δε καλύτερο ήχο. Αυτά που γίνονται από ντενεκέ και είναι κάπως στρογγυλά λέγονται μυτιλ’νάρια, γιατί τα φτιάχνουν στη Μυτιλήνη. Τα πλατιά ή «πλακερά» τα λένε μσοκούδνα. Τα λίγο μικρότερα τα λένε τσακλάρια. Τσακλάρια λένε και τους …όρχεις. Το πέτσινο λουρί, με το οποίο τα κρεμούν στο λαιμό του ζώου, είναι το λουροκούδνο. Σε μερικά ζώα συνδέουν το λουροκούδνο με ένα ακόμα λουράκι που το τοποθετούν γύρω απ’ το ρύγχος του, τη λεγόμενη μπρουμταριά. Η μπρουμταριά μπαίνει για να μην χάνεται το κουδούνι, αλλά κυρίως για να παίζει το κουδούνι σχεδόν συνέχεια, με κάθε μικρή κίνηση του κεφαλιού του ζώου. Η τρόικα μας φόρεσε οχ’ μόνε κδουν’, αλλά κι μπρουμταριά.
Κδουνάς είναι και ο ντεμί άντρας, λημνιακά μπνες, ενώ κδουνάτος είναι ο βαρβάτος, ο έχων κδούνια, στην περίπτωσή μας, πολιτικούς…όρχεις. Κατά τους αγανακτισμένους οι κυβερνητικοί πολιτικοί, λημνιακά θα μπορούσαν να ονομασθούν κδουνιαζμέν’ μπνέδες ή αλλιώς μπνέδες με το κδουν’. Οι της μείζονος αντιπολίτευσης, που παριστάνουν τους αθώους, κρυφομπνέδες, ενώ οι κυβερνητικοί, που κάνουν πως δυσανασχετούν ενώ ψηφίζουν όλα τα μέτρα, αντρακλομπνέδες. Ο κόσμος φωνάζει σε όλους, φανήκαν τα κδούνια σας και μαζέψτε τα κδούνια σας και φύγ’τε.
Πιο…αναβαθμισμένο σύμβολο από το κουδούνι είναι η καμπάνα. Παλιά, όταν ένα σημαίνον πρόσωπο π.χ. μητροπολίτης, πολιτικός, κλπ, έφτανε σε ένα χωριό, οι κάτοικοι χτυπούσαν την καμπάνα εις ένδειξη σεβασμού. Με τον καιρό, η έκφραση θα τον παίξνε τ’ γκαμπάνα, πήρε αντίθετη έννοια, δηλαδή της διαπόμπευσης. Το καμπάν’ζμα λοιπόν είναι η διαπόμπευση. Εν προκειμένω, δεν έπαιξε απλώς, αλλά βούγ’ξε η καμπάνα. Λόγω του κρεμάμενου…σχήματος, καμπανέλια ή καμπανέρια λένε και τους όρχεις. Καμπανίζουν λοιπόν οι πολίτες τους πολιτικούς, κι αυτοί όμως εις ένδειξη…ισορροπίας, τους γράφτνε στα καμπανέργια τς. Για να εκπληρωθεί το ρηθέν υπό των αγανακτισμένων αρχίδια πολιτικοί. Για να μην αισθάνεται αδικημένο το γυνακείο φύλο, σας πληροφορώ ότι η λημνιακή λαϊκή σοφία συσχέτισε την καμπάνα και με το αιδοίο. Τι λένε οι πολίτες στους πολιτικούς, που κατέστρεψαν τη χώρα και τώρα παριστάνουν τους σωτήρες, νυν και μελλοντικούς; Και το μνι εχ’ γλωσσίδ αλλά δεν έναι καμπάνα. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η πολιτική της είναι καθαρή σα τ’ φωνή τς καμπάνας, οι πολίτες όμως λένε ότι άλλα ντ άλλα σμαιν’ η καμπάνα κι ότι μπέρδεψε το χτύπμα για γιανγκίν’ με το χτύπμα για λείψανο. Η τρόικα διατάζει και η κυβέρνηση είναι σαν τον κακό μαθητή, που ο δάσκαλος τον εχ’ μόνε να χτυπά τ’ γκαμπάνα. Θα πείτε ας πρόσεχαν, κι αυτοί κι εμείς, αφού είναι γνωστό ότι όποια παιζ με καμπανέλια, δε τς απολείπνε τα παιδέλια.
Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε. Τι θα γίνει; Κοντά χτυπά οχ’ μόνε το κδουν’ κι γη καμπάνα, αλλά κι ο ντούμπανος.



Με το κδουν', με το κδουν'
α σε κάμω γω το γιουν'



Ήβγα όξω αρχηγέ


Σας τοιμάζω κατ καμπάνες!!!


Όποιος ξερ να αρμέγ' εχ' κι κδούνια


Λογιώ ντω λογιώ
για Γιωργιό κι Αντωνιό



Μσοκούδνο, κδούναρος, βροντζίδ


Μασαλά, τούτα έναι κδούνια


Μπρε τούτεν' α κρεμάσνε κδουν' κι στο κταβ μαθέ


Με τ' γκατσώνα, με τα κδούνια
σας πλερώνω ούλα τα ψούνια