Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Η ΑΝΤΡΟΥΠΤΣΑΡΑ

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Η αντρουπτσάρα



Σιγά μην έναι αντρουπτσάρα. Για όποιον δε ξερ, έναι γαδαρουπτσάρα.

Δεν σας αρέσουν τα βωμολοχικά; Αισθάνεσθε αμηχανία ή συστολή όταν τα ακούτε; Μήπως τα βρίσκετε χυδαία; Ποιος όρισε και ξεχώρισε τις «κακές» από τις «καλές» λέξεις; Σε ποιον δεοντολογικό κώδικα – φετφά με ανεξίτηλα ιερά γράμματα είναι καταγεγραμμένη αυτή η διαίρεση; Αγαπητοί αναγνώστες μη ταρασσέσθω υμών η καρδία. Ο μόνος διαχωριστικός κώδικας είναι αυτός της απύθμενης υποκρισίας. Όλες οι λέξεις είναι ωραίες, ακόμα και οι άσχημες.
Τι είναι η αντρουπτσάρα; Εις το λημνιακό ιδίωμα θα μπορούσε να είναι η μεγάλη πέα του άνδρα (άντρας + πουτσάρα), αλλά όχι, είναι η…ντροπαλή. Την ιστορία που ακολουθεί μου την είπε ο Χρήστος Κολλερός.
Παραχουργιού ήνταν γοι Ρουπαν’δγιώτες, κι σα τ’ ζτήξαν, γοι γουνοί τς τν αρβωνιάσαν. Αφράτ, γιρουδεμέν’, ουλογέλαστ, έδχτε αν’χτόκαρδου άτουμου, άμα κειν’ τα φωτερά τς απ’ τ’ μπάτουσ’ δε ντα σήκουνε κι έδχτε μουγάλ’ σουβαρότ. Μήδε λόγια παραπανίσα, μήδε αστόχαστες κουβέντες κι δλιες. Τ’ μπρωτ μέρα που τ’ βάναν μες στ’ γαμπρού του σπίτ, με του που φέραν τς μπακλαβάδις κι χεροφίλ’σε τα πεθερκά τς, έκατσι σι μια μπάντα κι λαλιά δεν ήβγαλε απ’ του στόμα τς. Καμιά βουλά, ου πεθερός τς τ’ λεγ’, ν’φούδα μας μαθέ πε μας δα κι συ καμιά κουβεντούδα στρογγ’λή (είχε μαθέ στου νου τ’ του λημνιό χουρατό, «ούλο στρογγ’λές κουβέντες να λες»). Λεγ’ η νυφ: -Σα ντι κουβέντα θέλτε να σας πώ; -Να πε για τίποτα στρουγγ’λά καθήμενα, τς λεγ’ ου πεθερός μι νόημα, σάματις η νυφ ήνταν βουβάλ’ κι δε γκατάλαβε του πονόγ’ζμα. Κι κειν’ δε ντου χάλασι του χαντήρ, κι είπε ταβάς, ταβαδέλ’ χαρανί, διρμόν, πεκ’ μπερντέμ τ’ μπεριχύθκε ένα δγιάπλατου χασκόγελου, που έξυψεν του μούτσνου τς, αλλά γλήγουρα ξαναγίν’κεν σουβαρή.
Να δγεις, δεν αργήσαν να βλουγ’θούνε, αφούς σι λίγες μέρες γίν’κεν ου γάμους. Τ’ μπαράλλ’ ταχ’νάδα παγαίν’ στου σπιτ τς πεθεράς τς, να τ’ γκαμ βίζιτα κι δεκεί γλεπ ένα ζμαρ παιδέλια που παίζαν. Τότες απουρεμέν’ ρουτά ποιανού έναι ούλα τούτα τα κουρμιά. Τς ξαδέρφς τ’ άντρα σ’, τς απλογιέται η πεθερά τς. Μάνα γω, κάμεν’ η νυφ, κειν’ μαθέ δεν εχ’ μνι, αλλά ποκατνό γάβανου κι αχεντρώνα αλών’, που κάτσεν κι ξεφούρενσεν τόσο παιδγιογόν’. Γη πεθερά σαν άκσεν τν ασύτχια κι αντρουπτσάρα νυφ να λεγ’ τέτοια αξεδγιάντρουπα, μο κι είχε μπαντρευτεί, δαγκάθκεν κι γίν’κεν παπαρούλα κατακνίκατ, μαθέ σε λεγ’, ολούρμεν; Για δε τούτου, μόλις φάν’κεν ου άντρας τς, τουν λεγ’ αχ άντρα μ’ η νυφ μας έναι μια βρουμόγλουσσα, κι τουν αραδγιαζ μι του νι κι μι του σίγμα ούλες τς μπρούσκες συτχιές. Δε μπουρεί, θα λαθεύς τς κάμεν’ εκειός, άσε θα του δγιαπιστώσου ου ίδγιους. Κι μια κι δγυο παγαίν’ στου σαθήρ που έκαμνε δλια η νυφ κι τν αρουτά. Δε με λες ν’φούδα μας, φέρτε τίπουτας κουβέντα με τ’ μπεθερά σ’ για τα παιδέλια κι κακουλόγ’σες; Κι απαντά η νυφ: Ου θεός να μη ντο καμ, αχ πεθερέ μ’, α νείπα ιγώ κακό λόγο, να πεσ’ ένα αστροπελέκ’ πα στου τρίκουρφου σ΄, να σ’ ανοίξ ένα τρύπαρου σα ντου γκώλαρου σ’, κι ναχ’ κι ένα φτίλαρου σα ντου ψώλαρου σ’.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Φαγιά και μαγειρέματα (Μέρος πρώτο)

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Φαγιά και μαγειρέματα (Μέρος πρώτο)




Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Ότι ώρα κι αν ανοίξει κανείς την τηλεόραση, σε όλα τα κανάλια, πέφτει πάνω σε εκπομπές μαγειρικής. Την ώρα που πολλοί τραβούνε μαύρη πείνα, η τηλεόραση…μαγειρεύει. Η χώρα έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο τηλεοπτικό μαγειρείο. Κάποιοι, κακόβουλοι βεβαίως, υποψιάζονται ότι αυτό είναι σχέδιο της κυβέρνησης, για να…ταΐζει τουλάχιστον νοερώς τους ξενηστικωμένους Έλληνες. Σκέφτηκα ότι, η Λήμνος, που διαθέτει τόσο αγνά προϊόντα, θα μπορούσε να τα εκμεταλλευτεί, να τα προβάλλει και να τα εξάγει, ώστε να αναπτυχθεί οικονομικώς. Και επιπλέον να προβάλλει και παλαιά, ξεχασμένα είδη, ως νέες γεύσεις. Ένας συνδυασμός π.χ. κλασσικών και νέων γεύσεων είναι αυτός που λέει το δημώδες λημνιακό άσμα: «Το χοίρνο κάμεν’ καβουρμά / η όρεν’θα σουπούδα / το κνελ’ στιφάδο κοκκιν’στό / κι το χοζμέτ μες στ’ σούδα / ο τσούτσλος εν για σουγελ’στός / τα δύμια παστωμένα / το πτι σ’ σα σύκο λιόπαστο / με τα φλαρούδια αν’μένα».
Αρχίζοντας από τα ταπεινά όσπρια θα μπορούσαμε να προσφέρουμε γκουρμέ γεύσεις όπως ο άφκος με ξύβραζμα ή άφκος καβουρμάς, αρβίθια μπαντρεμένα με το ρυζ, φάκο με σαρδελούδες παπαλίνα, φασούλες με τς τσγαρίδες, κλπ. Βέβαια χρειάζεται προσοχή στη συνταγή λόγω αεριώδους παρενέργειας: «Άφκο να φας μα νάναι πχτος / μην έναι σα σερμπέτ’ / γιατί α σε πιασ’ καμιά ψιλή / σε λένε χεζαμέτ’».
Τα αυγά που αφθονούν στη Λήμνο θα μπορούσαν να προσφέρονται ως αυγά τγαν’τά με τ’ λιγδέλα, αυγά με το σαμόλαδο, αυγά με το καβουρμαδέλ’, με τα κρομδέλια, με τα κολοκ’θέλια, με το μτσι, κλπ. Βέβαια πιο προχωρημένη ιδέα εκφράζει το τραγουδάκι: «Παρ τς αυγάρεζεμ τς εδγυό / για να τς καμς μεσμεριανό / κι άμα νταντανιάγ’ς και γκωγ’ς / και στη γ’τόν’σσα να τς εδώκ’ς». Ακόμα και τελείως φτωχά είδη, όπως είναι τα κρεμύδια ας πούμε, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, προβάλλοντας τις αφροδισιακές τους ιδιότητες «Το κρομύδ πόναι ωμό / χοζμετούδ καν’ καυτερό / ο τσούτσλος νεπυρώνεται / τα δύμια ζεματούνε / και το πταρδέλ’ λιγοθυμά / αν’γοσφαλεί να καμ δροσά».
Τα γαλακτοκομικά λημνιακά προϊόντα είναι πασίγνωστα, θα μπορούσαν όμως να συσχετισθούν με αγροτοβουκολικό τουρισμό ως ακολούθως: «Ταριρί και ταριρί / στο μπακάλ’ παμ για τυρί / και τυρί δε βρήκαμ / το μπακάλη τον δείραμ / και τον δώκαμ δέκα ξλιες / κι ήνταν κι πολύ γερές / ταριρί και ταριρί / πάμε στ’ μάντρα για τυρί / για τυρί για βούτερο / για τ’ κιαχαγιά το βούτζαρο». Ή να προσφερθούν ως απλές γνήσιες γεύσεις: «Άγια βδουλέρα μ’ ζεσταρή / άγια σαλαμουρούδα μ’ / ουλ άγια κι άγιος ο θεός / α βάλω και τν ουρούδα μ’». Και αλλιώς: «Ψωμούδ και τυρούδ / το γκύριο υμνείτε / αν έναι και κρασούδ / τσουτσλή στα επουράνια / αν έναι και πταρούδ / εις πάντας τους αιώνας». Αυτός ο συνδυασμός (ψωμί, τυρί, κρασί, πτι) είναι πολύ δυνατός και αποτυπώνεται επίσης και στο παρακάτω άσμα: «Αμπελούδ για το κρασούδ / και σταρούδ για το ψωμούδ / προβατούδ για το τυρούδ / και το πτι σ’ για το μαλλούδ». Ως προϊόντα επεξεργασμένα, όπως οι διάφορες πίττες: «Τυρόπτα μ’ δωδεκάφυλλη / κολοκ’θοτυροπτούδα μ’ / εγώ α φάγω ντ μπλιότερη / α δώκω κι στ’ γριγιούδα μ’». Κι όταν βέβαια η γριγιούδα τ’ τουτέστιν η …ξερή τρώει τυρόπιττα ξαναζωντανεύει: «Τσουτσλή μ’ κι αν εζαγίφεψες / και γίνηκες ζαμπούνα / μ’ ένα τσουρέκ’ τυρόπιττα / παιγ’ς πάλε σα τζαμπούνα».
Αγαπητοί αναγνώστες, λόγω πληθώρας προϊόντων, θα συνεχίσουμε στο επόμενο. Βολευτείτε τώρα με καμιά κολοκυθόπιττα, αλλά προσοχή μη φάτε κανένα ταβά κι ύστερα λέτε: «Αχ καμένη μ’ κολοκ’θόπτα / σ’ έφαγα κι κολοκόπκα».

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

ΕΝΑ ΠΑΝΙ ΜΑΣ ΛΕΙΠ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΛΠΑΡΟΥΜ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ



Παρουσιάζεται το βιβλίο του Χρήστου Κολλερού «ΕΝΑ ΠΑΝΙ ΜΑΣ ΛΕΙΠ' ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΛΠΑΡΟΥΜ»

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Αγαπημένοι συμπατριώτες μου, καλησπέρα σας
Κατά πρώτον αισθάνομαι την ανάγκη να δώσω τα συγχαρητήριά μου στο δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο της Μύρινας, για τη φιλοξενία που προσφέρει σταθερά και επαναληπτικά τα τελευταία χρόνια σε τέτοιου είδους πνευματικές εκδηλώσεις. Τις έχουμε ανάγκη αυτές τις εκδηλώσεις, μέσα σε ένα κόσμο φαστφουντάδικο, με την ευτέλεια να παραμονεύει παντού.
Δεύτερον, θέλω να δηλώσω ότι αισθάνομαι υπερήφανος, που θα παρουσιάσω, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω, ένα βιβλίο με μεγάλη αξία, ενός συγγραφέα επίσης με μεγάλη αξία. Αγαπητοί συμπατριώτες, η Λήμνος, πριν όχι περισσότερο από 15 χρόνια περίπου, δεν είχε να παρουσιάσει πολλούς συγγραφείς, αν εξαιρέσει κανείς τη μεγάλη Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου και ίσως μερικούς ακόμα. Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανισθεί πολλοί και καλοί συγγραφείς, πράγμα παρήγορο, θα έλεγα χαρμόσυνο, αφού τέτοιους ανθρώπους τους χρειάζεται ο τόπος, σαν μια πρωτοπορία του πνεύματος. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να αλλάξει άμεσα καθεστώτα και πολιτικές, μπορεί όμως να κάνει τους ανθρώπους πιο σοφούς και με βαθύτερη αυτογνωσία. Προσωπικά αισθάνομαι μεγάλη χαρά κάθε φορά που εκδίδεται ένα βιβλίο από Λήμνιο συγγραφέα και ιδίως αν το θέμα του έχει σχέση με τη Λήμνο.
Ας πάμε στο βιβλίο τώρα. Το βιβλίο του Χρήστου Κολλερού «Ένα πανί μας λειπ’ για να σαλπάρουμ’» είναι πρωτότυπο, θα έλεγα ασυνήθιστο. Είναι γραμμένο στη λημνιακή γλώσσα, περικλείει δε όλη τη σοφία των παλαιών Λημνιών, μέσα από θρύλους και παραμύθια, ιστορίες και διηγήσεις, τραγούδια, νανουρίσματα και αητειές, που ο συγγραφέας είτε ήξερε είτε συνέλεξε με πολυετή έρευνα, γυρίζοντας από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι. Βλέποντας στην αρχή του βιβλίου τα ονόματα των ανθρώπων στα διάφορα χωριά οι οποίοι του είπαν τις ιστορίες τους, και διαπιστώνοντας ότι οι περισσότεροι είναι τώρα πεθαμένοι, σκέφτεται κανείς ότι ο συγγραφέας ίσα που πρόλαβε να διασώσει όλους αυτούς τους θησαυρούς.
Η αφετηρία και η πρόθεσή του είναι εμφανής από τον τίτλο ακόμα: Το σαλπάρισμα, το ταξίδι, ένα ταξίδι στους λειμώνες της μνήμης. Λες και ήταν ταγμένος να περισώσει τη μνήμη και να καταγράψει όσα κινδύνευαν να χαθούν. Και ως γνωστόν η μνήμη υπηρετεί τον δικό της αφέντη. Το αποτέλεσμα, θαυμαστό.
Το βιβλίο είναι ένας συνδυασμός λαογραφικής έρευνας και ποιοτικής λογοτεχνίας, αφού αν εξαιρεθούν μερικά σημεία, όπως π.χ. τα τραγούδια, που καταγράφονται αυτούσια, όλο το υπόλοιπο έργο περνά μέσα από τη δημιουργική γραφίδα του συγγραφέα. Είναι εμφανές ότι ο Κολλερός κρατά τον βασικό σκελετό κάθε ιστορίας, το μύθο, αλλά στη συνέχεια την γράφει εξ αρχής, με μια γλώσσα ακραιφνώς παλαιική Λημνιά. Ως εκ τούτου το ύφος σε όλο το βιβλίο είναι ομοιογενές. Οι ιδιωματισμοί παρ’ όλο ότι χρησιμοποιούνται αρκετά πυκνότερα μέσα στο κείμενο, απ’ ότι στην καθομιλουμένη από τους γηγενείς Λημνιούς, είναι τόσο ισορροπημένοι και τόσο εύστοχα τοποθετημένοι, που όχι μόνο δεν δημιουργούν την εντύπωση μιας τεχνητής γλώσσας, αλλά το αντίθετο, την εμπλουτίζουν και της προσδίδουν μια γοητεία παράξενη όσο και ελκυστική. Μπορώ να πω μετά λόγου γνώσεως ότι ο Κολλερός είναι αυτή τη στιγμή μακράν ο βαθύτερος γνώστης της λημνιακής γλώσσας, από οποιονδήποτε άλλον που γνωρίζω. Λέξεις που πολλές είχαν πεθάνει προ πολλού, σώθηκαν, θα έλεγα βρήκαν ανάσταση, μόνο μέσα στα γραπτά του. Το γλωσσικό ιδίωμα είναι το αρχαίο Κασπακινό, που αυθαίρετα θα το ονόμαζα «αορνό», δηλαδή ορεινό, ένα ορεινό βουκολικό ιδίωμα, που μοιάζει με το Σαρδιανό και το Καταλακκινό. Για όσους γνωρίζουν κάπως καλά τη Λημνιακή γλώσσα, το διάβασμα αυτού του βιβλίου λαμβάνει τη μορφή αποκάλυψης. Θα σας ομολογήσω κάτι. Θεωρώντας ότι έχω ένα σημαντικό βαθμό επάρκειας στη Λημνιακή γλώσσα, αισθάνομαι μια ανείπωτη χαρά όταν σε μια κουβέντα με ένα ηλικιωμένο, ή με τη μάνα μου, κλπ, ανακαλύπτω μια καινούργια λέξη, ή μια ιδιωματική φράση, που μου είχε ξεφύγει, που ήταν κρυμμένη και αναπαυόταν για χρόνια μέσα στο κεφάλι ενός άλλου ανθρώπου. Σκεφθείτε λοιπόν πώς ένιωσα όταν διαβάζοντας το βιβλίο του Κολλερού, όχι μία ή δύο, αλλά δεκάδες και ίσως και εκατοντάδες λέξεις και φράσεις, άγνωστες ή μισοξεχασμένες, μου είπαν την καλημέρα τους. Λέξεις άλλοτε εύθραυστες, αέρινες, όμορφες, σαν νεράιδες, σαν πεταλούδες, που μοιάζουν να έχουν επιλεγεί με τη λαβίδα των γραμματοσήμων και ελεγχθεί με το μεγεθυντικό φακό. Άλλοτε σταθερές και γερές σαν βράχος ριζιμιός. Άλλοτε να αιωρούνται πάνω σε ένα σκοινί κι από κάτω γκρεμός. Να σου κόβεται η ανάσα. Λέξεις με την απέραντη ποιητική τους. Λέξεις όμως που μιλιούνται, ή μιλιούνταν. Η ποιητική της γλώσσας ξεκινά πάντα απ’ την απτή πραγματικότητα. Οι λέξεις γίνονται οι ίδιες γεγονός μέσα στην φράση και η φράση γίνεται γεγονός και θέμα μέσα στην κάθε ιστορία. Μετά αφήνουν το μελάνι τους και φεύγουν. Τα ίχνη τους σε οδηγούν στον πυρήνα του μύθου. Ένα ταξίδι γεμάτο έκσταση. Η γλώσσα αποτελεί το υψηλότερο βήμα της ανθρώπινης έκφρασης. Εδώ μια τοπική γλώσσα απλών ανθρώπων αναδεικνύει αμύθητο πλούτο και εξαίσια ομορφιά.
Ο Κολλερός είναι μια πρωτεϊκή φυσιογνωμία της Λήμνου. Κάτι σαν γκουρού. Είχε φυλαγμένα στο υποσυνείδητό του για δεκαετίες, λέξεις, κουβέντες, ιστορίες, σαν τα άμφια του ιερέα μιας θρησκείας, που μοιάζει παράταιρη σήμερα. Από παιδάκι ακόμα συσσώρευε μέσα του όλη αυτή την πνευματική λάβα. Αυτό το ξεχασμένο μάγμα των επιθυμιών του, που ήταν έτοιμο για ηφαιστειακή έκρηξη, κάποτε εξερράγη. Μια ευφυΐα σε έκρηξη.
Βαθύς γνώστης της λημνιακής γλώσσας, ζωής και κουλτούρας, όχι «εκ μαθήσεως» αλλά «εκ βιώσεως». Μάστορας της αφηγηματικής τέχνης, αφού παιδιόθεν θήτευσε στη «σχολή» της γιαγιάς του Αριστέας. Ένας σοφός Ατσικιώτης, πεθαμένος τώρα, έλεγε: «Η μόρφωσ’ κι η αγωγή δε ξεκ’νά ούτε απ’ το γκαφενέ, ούτε απ’ το σκλι, τ’ Ναρλιώτ αλλά απ’ το σελτέ τς γιαγιά σ’ και τς μάνας σ’». Και είχε δίκιο. Ο Κολλερός δεν «καμώνεται» το συγγραφέα των μεγάλων θεμάτων, δεν του αρέσουν οι υψηλοί τόνοι κι αυτό του δίνει πλήρη ελευθερία, ώστε να είναι ο εαυτός του χωρίς κανένα επίχρισμα μεγαλοσχημοσύνης, αλλά με τη σφραγίδα της μεγαλοσύνης. Ο Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε: «Κάθε μέρα δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να ζήσω σύμφωνα με τη γαλάζια πορσελάνη μου». Ο Κολλερός δεν έχει καμιά γαλάζια πορσελάνη και δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις από τους ήρωές του, αφού είναι ο ίδιος ένας από αυτούς. Αλλά χωρίς ίσως να το ξέρει, εκεί έγκειται και το θέλγητρό του και η δύναμή του και μ’ αυτή την εξάρτυση μας κατακτά.
Το βιβλίο είναι ογκώδες, αποτέλεσμα τεράστιου μόχθου. Και ακολουθεί και δεύτερος τόμος. Είναι πολύ καλαίσθητο, έργο - καλλιτέχνημα των εκδόσεων Στεφανίδη, φτιαγμένο με το μεράκι του χειροποίητου. Φέρει την πατίνα του χρόνου μιας και αναφέρεται σε εποχές παλιές, δημιουργώντας ένα αίσθημα αναπόλησης.
Ένα παλιό απάλιωτο. Που δείχνει ότι μόνο το μοντέρνο παλιώνει.
Αυτό το είδος των βιβλίων είναι σπάνιο. Αν ψάξετε θα βρείτε ελάχιστα σε όλη την Ελλάδα. Γιατί εκτός της κοπιώδους προσωπικής εργασίας για τη συλλογή του υλικού, απαιτείται και μια εις βάθος γνώση της παλαιάς γλώσσας και βέβαια το ταλέντο το λογοτεχνικό, το οποίο δυστυχώς δεν αγοράζεται στο σουπερμάρκετ. Απαιτούνται με άλλα λόγια πολλαπλές ικανότητες και δεξιότητες, που ο Κολλερός τις έχει στο μέγιστο βαθμό. Παρ’ όλη τη σπανιότητα, το είδος αυτό της γραφής το έχουν υπηρετήσει μεγάλοι μαστόροι, που μπορεί κάποιος να τους ανακαλύψει σε τοπικό επίπεδο. Η γραφή του Κολλερού προσομοιάζει στη γραφή του σχεδόν άγνωστου στο ευρύ κοινό, αλλά εκλεκτού και δαιμόνιου Λέσβιου λογοτέχνη, Στρατή Αναστασέλλη, ενός από τους πιο ιλαρούς γραφιάδες, στα πεζογραφήματα του τελευταίου στην Αγιασώτικη διάλεκτο.
Οι χαρακτήρες του σφύζουν από ζωντάνια. Φαίνεται ότι εκτός του να κουβαλά συνεχώς αναμμένο το μαγικό λυχνάρι της έμπνευσης, διαθέτει και αντένες υπερευαίσθητες, που συλλαμβάνουν και το πιο ανεπαίσθητο θρόισμα, λεκτικό, χιουμοριστικό, κινησιολογικό, ψυχικό. Διαθέτει ένα οξυδερκέστατο βλέμμα για την πιο εύγλωττη λεπτομέρεια. Οι περιγραφές του είναι καθηλωτικές. Ακούστε ένα απόσπασμα από τη διήγηση που επιγράφεται «το γουρτζέλ’».
Άμα γίνταν του σκωτ κι δεν είχαν να πάνε σ’ αλλνού γουρτζέλ’, όπως θμούμι κατά το 1948 στου θκο μας, πομέναν δικεί και κάνταν. Τότε βάζαν μπρος να πίννε και να τρώνε σαλαμούρα, ρουπανίδες, ξερό τυρί, ροδοκοκκιν’ζμένου τγαν’το με τ’ αυγά, σκωτ, λάχανου σαλάτου κι κρομύδ για τν όροξ. Κι καλά, αρχινούσαν, του τραγδούσαν κι τ’ αφεξώναν. Μαύρου αμόλευτου κρασί καλαμπάκ’ απ’ τα μαυραμπέλια, λίρες κι δυναμίτ είχαν τότε μες σ’ ούλα τα κατώγια τ’ Κάσπακα. Γοι μαστραπάδες παίρναν και δίναν. Δε μπρόφταινε γη Λασκαρίν’ να τς γεμίζ. Πιάναν σκώναν το ποτήρ σαπάν κι απ’ ουλ’ άκγις που λέγαν: «Βίβα του πρώτου» κι «εις υγείαν» κι μ’ ένα κλακ παγ’ άδειαζιν του ποτήρ μια κι όξου κι άσπιρζιν ου πάτους. Σα ντου τραβούσαν φραίνταν, σα νάκγες π’ κάμναν μάναααα. Πεκ’ γυρίζουντας ντ μπαλάμ απ’ τ’ ξανάστρουφ, σφουγγίζαν τς μστάκις…..
Αμ περνώντας γη ώρα τόσου πυρολαντίζαν, ανάβαν τα αίματα κι τότε γίνταν του μάλε βρας, άκγις ζβραχνιάρκις φουνές, τραγούδια κρασουπουτ’ζμένα, ανεκατεμένα μι χουρατά κι καθείς τώρα είχι τ’ χαβαδάρα τ’. Γη κουμπανία δεν άργιεν να γιν’ πυρουμέν’ ως ήνταν σα τς λαφιάτις κατακόκκιν’, άρπαν άλλους κανέ ταβαδέλ’, άλλους χλιάργια, άλλους τα χέργια τ’ τσαπτσάρζι μι του τέμπου, ώστουπ να έρτνι ου Βασίλ’ς κι ου Αθανάγ’ς με τς λύρις τς. Δε θέλαν δα κι πουλύ, ντουζντίζαν, βάζαν μπρος του χουρό, κι άκγις τότε π’ τρίζαν κι ταράζαν γοι ξλένις πάτουσες…σένταν κι ου Λευτέρς ου μπαμπάζεμ ήληγι: «Θα θμουνιαστεί να μας πλακώσ’ φουρούμ του παλιόσπτου, να πάθουμ τα γραμμένα τς Λούκαινας».

Ο συγγραφέας όμως δεν είναι ένας απλός καταγραφέας λαογραφικών στοιχείων, ούτε απλώς ένας ιχνηλάτης του κεκρυμμένου και λησμονημένου, αλλά με όποια κριτήρια κι αν εξεταστεί και όποια ζύγια κι αν ζυγιστεί παίρνει επάξια τη θέση του στο λογοτεχνικό στερέωμα. Μπήκα στον πειρασμό να παραθέσω λίγες γραμμές από κείμενο του Παπαδιαμάντη, της δικής μας Λαμπαδαρίδου και του Κολλερού. Τρία εντελώς διαφορετικά είδη γραφής, οι δύο πρώτοι ιερά τέρατα. Παρακαλώ, δεν θέλω να συγκρίνω, και να μην θεωρηθεί αυτό ιεροσυλία. Θέλω να δείξω τι ομορφιά έχουν τα κείμενα όταν οι συγγραφείς έχουν προσωπικότητα.
Αλ. Παπαδιαμάντης: «Η φόνισσα»
Ήτο βράχος εισέχων αποτόμως προς τα έσω σχηματίζων μικρόν ζύγωμα κάτωθεν του οποίου έχασκεν η άβυσσος, η θάλασσα. Άνω του ζυγώματος τούτου υπήρχεν πάτημα, ημισείας παλάμης το πλάτος, όλον δε το πέραμα ήτο τριών ή τεσσάρων βημάτων. Όπως το διέλθει τις έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον βλέπων προς την θάλασσαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τα αριστερά. Η ζωή της εκρέματο από μίαν τρίχα. Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχε άλλη αίρεσις ή προσφυγή.
Μαρία Λαμπαδαρίδου: «Πήραν την πόλη πήραν την…»
Άστραψαν οι σταυροί στους τρούλους των εκκλησιών και ασήμισαν τα νερά στη θάλασσα του Μαρμαρά και στον πληγωμένο Κεράτιο, ασήμισε ο Βόσπορος και φίλησε τις τελευταίες μαρμαρυγές, να τις πάρει μαζί του στο ταξίδι του θρύλου, ασήμισαν, ασήμισαν τα βουβαμένα σπίτια και από τα ανοιχτά παράθυρα οι άνθρωποι έντρομοι και μαγεμένοι εκοίταζαν την πανσέληνο, που ανηφόριζε ολόλαμπρη την καμπύλη της κοσμικής αδιαφορίας.
Χρήστου Κολλερού: «Το τάμα»
Μια στερόγα, ένα γερό βασταμένου ζο τ’ Κλεομέν’, κατέβκιε μες στου ντράφου, δω μέσα στο Κακό Μελίσσ’, απ’ τ’ μεριά τ’ Μορασίτ. Ου τράφους ένι κουφτός σάματι κι δράκους κατέβασι το γιαταγάν’ κι έρξεν ντ κουψά τς γης μες στο γιαλό κι πόμνε να γερανίζ ου αγκρέμνας διακόσα με διακοσαπινήντα μέτρα αψήλους. Τόσου κακοδγιέβατους ένι ο τόπος, π’ τα χρόνια τς φτώχιας τότε π’ κυν’γούσαν τς κουράκ’ για τα πουδάρια, δω ήρνταν κι φουλεύαν κι βρίσκαν τν ησυχίγια τς.
Λόγος ευφυής, εκρηκτικός, απολαυστικός, έντιμος, γνήσιος λημνιακός. Χιούμορ υπόγειο αλλά καταλυτικό και κατακλυσμιαίο, που διαποτίζει όλο το έργο. Ατμόσφαιρα εξώκοσμη, αλλά και τόσο οικεία. Ένα έργο ρυθμικό, υποβλητικό, συναρπαστικό. Ένα έργο, που έγινε από αγάπη και με αγάπη, γι’ αυτό είναι τόσο πειστικό και τόσο καθαρό. Μια ψυχαγωγική, μυσταγωγική και άκρως θεραπευτική επιστροφή στο παρελθόν.
Άλλοτε με το κωμικό στοιχείο να ελλοχεύει παντού ή να είναι διάχυτο, άλλοτε το δραματικό και το τραγικό στοιχείο να επικρατεί. Ακριβώς όπως γίνεται και στην πραγματική ζωή. Ξεφεύγει λόγω του λογοτεχνικού ενστίκτου του και της γεροδεμένης λημνιακής του ρίζας και από την παγίδα του γυαλιστερού φολκλόρ και από την παγίδα της ωραιοποιημένης, στρογγυλεμένης, κομμένης και ραμμένης στου καθενός τα ιδιοτελή μέτρα, λεγόμενης «παράδοσης». Δεν αναπαράγει μόνο, αλλά δημιουργεί πολιτισμό. Και για να φτιάξεις πολιτισμό χρειάζεται γερό ένστικτο, κατά τη ρήση του Τσαρούχη.
Οι ήρωες ολοζώντανοι κι ας είναι παλαιικοί, λόγω της αναπαραστατικής δύναμης του συγγραφέα, εισάγουν τον αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα θεατρική, όπου η αδημονία για την επόμενη σκηνή είναι έντονη και όπου το ρεαλιστικό και το φασματικό συνενώνονται πολλές φορές σε μια ευτυχή συνύπαρξη. Μερικοί είναι σαν να βγήκαν κατευθείαν από τους μύθος του Αισώπου (Το λελέκ’ κι τα παιδιά τ’, Ο ασφάλαγκας), άλλοι είναι σαν ήρωες ταινιών του Μπουνιουέλ (Τα πουρτούδια), άλλοι σαν να βγήκαν από ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου αυτές με τον Χατζηχρήστο και τον Βέγγο ( Ου γάδαρους κι ο αστυνόμος, Ου μάρτυρας).
Ο συγγραφέας αποκαλύπτει το θεωρούμενο μη καταγεγραμμένο, το άγνωστο, αυτό που έλεγες δεν θα ξεκλειδωθεί ποτέ. Διώχνει τα πέπλα που σκέπαζαν μια κρυμμένη, μια ναρκωμένη από τα μάγια κακιάς μάγισσας, ξεχασμένη χώρα. Λέει τα ξόρκια του με λέξεις άγνωστες ή λησμονημένες. Και οι λέξεις αυτενεργούν, ζωντανεύουν. Πιάνονται στο χορό με κεχαγιάδες και τσοπάνηδες, με ξωμάχους και μπαξεβάνηδες, με παλικάρια και δροσερές κοπέλες, με αγάδες, καδήδες και παπάδες, με καφενετζήδες και γριές μάγισσες ξεμετρήστρες. Πλησιάζουν και όλα τα ζωντανά της γης και αρχίζουν κι αυτά το χορό. Κουρούνες και πέρδικες, ασφάλαγκες και βαθρακοί, λελέκια και γαϊδουράκια. Και οι οργανοπαίχτες παίζουν τις λύρες τους και τα κλαρίνα. Και όλοι πίνουν ρακιά και κρασιά Λημνιά. Σε ένα αλλόκοσμο και μεθυστικό πανηγύρι. Σε ένα παραμυθένιο κόσμο. Εκεί, που όλοι χωρούνε. Εκεί που δεν μπορείς να πεις, παραφράζοντας τον Καβάφη: «Πού οι Λήμνιοι και πού τα Λημνιακά;» Να λοιπόν οι Λήμνιοι και να τα Λημνιακά. Τα πραγματικά, όχι αυτά τα ψεύτικα, που βλέπουν οι τουρίστες. Εκεί, στην πλατεία της ξεχασμένης χώρας. Κοντά στη θέση του τελευταίου προορισμού, τα «πουρτούδια».
Το βιβλίο «Ένα πανί μας λειπ για να σαλπάρουμ» αποτελεί ένα έργο με πλούσιο λαογραφικό, ανθρωπολογικό και ιστορικό υλικό, έχει στέρεες λογοτεχνικές βάσεις και φιλοσοφικές διαστάσεις και αναδίδει το μυστήριο ενός παραμυθιού.
Έχει αρετές που το ανεβάζουν πολύ πάνω από το επίπεδο της τρέχουσας πεζογραφίας.
Ο Χρήστος Κολλερός αποφάσισε και να μας καταπλήξει και να μας συγκινήσει, και τα πέτυχε και τα δυο. Ο Χρήστος Κολλερός δεν θα ήταν ένας «εκπληκτικός Λημνιός συγγραφέας», εάν δεν ήταν ξεχωριστά ένας «εκπληκτικός Λημνιός» και «ένας εκπληκτικός συγγραφέας».

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Η βίζιτα τ’ πορδυπουργού στ’ Λήμνο (Νο 3)

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ



Η βίζιτα τ’ πορδυπουργού στ’ Λήμνο (Νο 3)

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Προς άρσιν παρεξηγήσεως από την αρχή δηλώνω ότι λέγοντας τον πρωθυπουργό, «πορδυπουργό», δεν εννοώ ότι είναι αυτό που λέμε στη Λήμνο «πορδιάς», τουτέστιν κλανιάρης ή φοβιτσιάρης. Απλώς έτσι προφέρουν οι παλιοί Λημνιοί τη λέξη «πρωθυπουργός». Την άκουσα για πρώτη φορά από το συχωρεμένο Αλέκο Ραμαντάνη από το Προπούλι, και μετά από πολλούς άλλους. Ένα πρωθυπουργό δεν τον αποκαλείς ποτέ, πορδιά, αλλά ούτε και πορδαλή, πορδίλο, πορδοάρωμα, πορδαλ’μένο, πορδοκλανιά, πορδοχεζά, πορδοκούραδο, πορδοβρωμίλο, πορδοποφσκά, πορδοσκάτλαρο, πορδαστεν’ζμένο, πορδωμένο, πορδομανίταρο, πορδαλ’φή, πορδοκάνουλα, πορδοκούμαρο και άλλα κοσμητικά, που συνηθίζουν να λένε αυτοί οι άθλιοι Λημνιοί, σα δεν ντρέπονται.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του κ. πρωθυπουργού στη Λήμνο, όπως έγινε και στους προηγούμενους, κ. Καραμανλή και κ. Σημίτη, σύσσωμος ο Λημνιακός λαός κατέβηκε στους δρόμους για το καλωσόρισμα, προσδοκώντας και κάποια οφέλη. «Το μαθμένο να μη ντον πεις ούτε γλιαρ, ούτε ζντγιάνο». Ο κ. πρωθυπουργός είχε χαμηλό προφίλ και τα οφέλη, παρ’ όλο που ήταν πενιχρά, για να μην πούμε αέρας κοπανιστός, λόγω της οικονομικής κατάρρευσης, κινήθηκαν σε διάφορους άξονες (!!!!) και είχαν μεγάλη ποικιλία. Αυτή η ποικιλία διαβαθμίζεται, π.χ. πόρδος ποφούσκα, πόρδος νιαγδιστός, ζγομλός, ποσφνιστός, βαθρακός, θυμνιατόπορδος, παραπονεμένος, καπιν’στός, αθεν’στός, μόσκος, ξαγερσκός, ξατμιστός, ξεθμαζμένος, χοχλαστός, ανευερστός, πεσφιγκμένος, σαματευτός, τσκνιστός, μπάχαρος, φλόμος.
Ο κ Καραμανλής, είχε άλλο αέρα, σαν αυτοκράτορας, τα αποτελέσματα βέβαια ήταν πάλι αέρας συν λίγα στερεά, αυτά που κοινώς λέγονται με το συμπάθειο «σκατά». Για λόγους πολιτικής ονοματολογίας και ταξινόμησης, το αεριώδες όφελος της επίσκεψης του κ. Καραμανλή, θα μπορούσε να ονομασθεί πόρδος κλάσμαρος, πόρδος αμπολαρστός, αντεροπόρδαρος, αντεροπτάκαρος, αντεροκλιάκαρος, πτακωτός, πτακοκούλ’καρος, αψόπορδος, βογ’στός, βουρδώνας, βροντχτός, γαδαρόπορδος, καργαρστός, κλανοσκάτλαρος, κορναρστός, μλαρίσος, παφλαστός, πορδομπόμπας, φσούκλαρος.
Η επίσκεψη του κ. Σημίτη είχε τα αυτά αέρια αποτελέσματα, αλλά ο κ. Σημίτης ως καθηγητής είχε άλλο στυλ, πιο ευγενές. Από πορδικής απόψεως, θα μπορούσαν να λεχθούν ως πόρδος πορδέλ’, πορδί, πορδούλ’, κλασί, κλασίδ, κλασέλ’, κλασούδ, ντροπγιάρς, βασιλ’κόπορδος, γεροπφσκαρίδ, θγειαφστός, βρωπαϊκός, μελεφοκλανίδ, μπανταντοπόρδ, κλανομαρίγια, κλανοκανάτα, κλανομπενέτα, μσόπορδος, ξπαζμένος, ροπαν’δέλα, καυκιζμένος.
Τέλος πάντων, τώρα είναι περίοδος φτωχών αγελάδων, μετά το φαγοπότι δεκαετιών. «Ανεσκουσά στν ανεσκουσά / μπιτίσαν ούλα τα κρασά / τσιριάσαν τα βαρέλια / και σπάσαν τα φλασκιά / μας πόμνε να κναρίζεται / η κατ η συρμαγιά».
Όσοι έφαγαν έφαγαν. Είτε τα φάγαμε μαζί όπως λέει ο κ. Πάγκαλος, είτε τα φάγατε μαζί, είτε τα φάγανε μαζί, είτε τα φάγανε χώρια. Όπως λένε και στη Λήμνο, «Τόφαγες τόχεσες». Γεγονός είναι ότι για επιδόρπιο έχει «λιόκαυτ’ μελεμενιά», καθότι «Όταν τνάζαν την αχλάδα / όσεν’ λάχαν τόσεν’ φάγαν / κι αν πεις για όσεν’ λείπαν / ακούσαν οτ’ κι αν τους είπαν».
Αγαπητοί αναγνώστες αεριοευτυχείτε. Δώστε αέρα στην καρδιά σας και αν θέλετε και στον ποπό σας. Για να ξεθυμάνετε.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΒΟΔΙΑ

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας




Εκλογές και βόδια

Ο απόηχος των πολύχρωμων, σαν κουρελού, δημοτικών εκλογών άφησε πίσω του κρίσεις, αξιολογήσεις και πλήθος ερωτήματα. Γιατί έτσι, γιατί αλλιώς, πώς και εκλέχθηκε ο ένας, γιατί όχι ο άλλος, κλπ. Άκουσα κάποιον συνδημότη να ρωτά: «-Μα γιατί δεν υπήρχε Ατσικιώτης υποψήφιος για δήμαρχος;» και έναν άλλον να απαντά: «-Γιατί οι Ατσικιώτες είναι βόδια». Παρακολουθώντας τυχαία μια συζήτηση, άκουσα πάλι τη λέξη «βόδια». Αναρωτιόταν ένας: «-Πώς γίνεται όλοι να κατηγορούν τους πολιτικούς και μετά να τρέχουν σα μαϊμουδάκια να τους ψηφίζουν;» και ο άλλος: «Γιατί οι Έλληνες είναι βόδια». Οι ψηφοφόροι λοιπόν όταν δεν ψηφίζουν σωστά παρομοιάζονται με βόδια. Έχουν όμως πραγματικά σχέση τα αγαθά τετράποδα με τα κουτοπόνηρα δίποδα; Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ανάλυση του σοβαρότατου αυτού θέματος, «εκλογές και βόδια».
Κατ’ αρχάς, τα βόδια, διαχρονικό σύμβολο υποταγής για τα ίδια, αλλά και πλούτου γι’ αυτόν που τα κατείχε, συνοδεύουν τον άνθρωπο από τα μυθολογικά χρόνια, ως τα σήμερα. Θυμηθείτε τα βόδια του Γηρυόνη που έκλεψε ο Ηρακλής από το Γιβραλτάρ και την εξόντωση του ληστή Κάκου που θέλησε να του πάρει μερικά. Επίσης τα βόδια του Ήλιου στη νήσο Θρινακία, που τα έφαγαν οι σύντροφοι του Οδυσσέα και η καταστροφή που ακολούθησε, αφού ο Δίας βούλιαξε όλα τα καράβια τους και τους έπνιξε όλους εκτός από τον Οδυσσέα, που βγήκε σώος στο νησί της Καλυψούς. Τα βόδια δηλαδή είναι σαν να φέρνουν κατάρα σ’ αυτόν που θα τα πειράξει. Αυτό θα μπορούσε να συσχετιστεί με τους ψηφοφόρους, έστω και με τους ψηφοφόρους – βόδια, που συχνά εκδικούνται με τον τρόπο τους. Κατά την Αγία Γραφή, τα βόδια είχαν εξημερωθεί πολύ πριν ο Αβραάμ κατέβει στη Χαναάν. Μέσα στο νόμο του Μωυσή είναι γραμμένο (Δευτερονόμιο) το ακόλουθο: «Δε θα φιμώσεις βόδι που αλωνίζει», δηλαδή δεν θα κόψεις το φαγητό κάποιου που δουλεύει για σένα. Αυτό το ακολουθούν κατά γράμμα πολιτικοί και πολιτικάντηδες τύπου δημάρχων και σύγχρονων βλαχοδημάρχων, ως τα σήμερα. Στα πολύ παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν νομίσματα, η συναλλαγή γινόταν με διάφορα εμπορεύματα, συχνότατα δε με βόδια. Στον Όμηρο συναντάμε τη λέξη «Πολυβούτης», που θα πει ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά βόδια, ενώ «Αβούτης» είναι ο φτωχός, αυτός που δεν έχει βόδια. Βόδια λοιπόν ή χρυσάφι; Το δίλημμα αναλλοίωτο εις τους αιώνες, αφού το να έχεις αγέλη ψηφοφόρων – βοδιών ισοδυναμεί με το να έχεις χρυσάφι. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ένας ισχυρός πολιτικός, είναι πολυβούτης. Τώρα αν αυτό προέρχεται από το «βουτώ» ή από το «βους» θα σας γελάσω.
Ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός «βόδι», ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό «χαζός», ενώ η λέξη «αγελάδα» είναι συνώνυμο της παραγωγικότητος. «Βρήκε αγελάδα και αρμέγει». Τώρα τελευταία γνωρίσαμε και τις τρελές αγελάδες, για να αποδειχθεί βέβαια πόσο «βόδια» είναι οι άνθρωποι, καθόσον οι ταύροι ήξεραν από πάντα ότι υπήρχαν τρελές αγελάδες. Βόδια λοιπόν οι ψηφοφόροι, υποτακτικοί, πειθαρχικοί, καθοδηγούμενοι, υπό ζυγό, ευνουχισμένοι. Οι πολιτικοί πάντα παίζουν το ρόλο του ζευγά, ο οποίος έχει τη «συρμαγιά», την εκλογική πελατεία εκ βοδιών. Βέβαια καμιά φορά το βόδι ψηφοφόρος μπορεί να στρέψει τις «βοδίσες ματάρες» του σε άλλον ζευγά, κάτι που δεν μπορεί να κάνει το γνήσιο βόδι. Έτσι ο ψηφοφόρος από «ζευγαρόβοδο», γίνεται «βόδι που έκοψε», ή «βόδι που μυγιάστηκε». Γι’ αυτό ενώ το γνήσιο βοοειδές που έχει σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια είναι επικίνδυνο, αντιθέτως το βοοειδές ψηφοφόρος που έχει αυτή τη νόσο είναι ο ιδανικός. Αν έχει δε και πνευμεγκέφαλο, δηλαδή αέρα αντί μυαλό, ακόμα καλύτερα. Θα μου πείτε, πολιτικοί και οι δημαρχαίοι; Ναι, πολιτικοί, αφού όλοι έχουν τις φιλοδοξίες τους και για να θυμηθούμε τους στίχους του λαϊκού άσματος του αξιοτίμου κ. Τζίμη Πανούση, σίγουρα θα σιγοτραγουδούν στο μπάνιο τους: «Στης βουλής τα έδρανα, αχ κι εγώ να έκλανα».
Οι συμπατριώτες Λημνιοί παραδοσιακά χαρακτηρίζονταν ως «πρόβατα», για το ήπιον της ιδιοσυγκρασίας τους, όμως πολλά ιδιαίτερα γνωρίσματά τους, θα μπορούσαν κάλλιστα να τους δώσουν την ονομασία «βόδια». Εξ άλλου οι Λημνιακές εκφράσεις «βοδολογίας» και οι συνειρμικές τους διασυνδέσεις με το θέμα των εκλογών είναι αρκετές. Αναφέρουμε μερικές:
@@ «Τα βόδια μγιαστήκαν». Δηλαδή τα ερέθισε η μύγα κι αυτά άρχισαν τον λεγόμενο κλωτσόχορο. Ο χορός αυτός μπορεί να είναι ήρεμος, όπως π.χ. ήταν ο χορός των ψηφοφόρων σ’ αυτές τις εκλογές. Αυτός ο ήρεμος χορός εθεωρείτο από τους παλιούς Λημνιούς ως μήνυμα ότι θα χαλάσει ο καιρός. Όμως ο κλωτσόχορος μερικές φορές είναι βίαιος, αφηνιαστικός, εκτός ελέγχου και οδηγεί σε πραγματική καταστροφή. Αυτός είναι και ο φόβος των πολιτικών επαγγελματιών ζευγάδων. Βέβαια ενώ παλιά ζευγάδες και παπάδες είχαν χωριστά τα τσανάκια τους, εξ ου και το «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς», τώρα αυτό δεν ισχύει και βλέπουμε παπάδες να έχουν βόδια και να τα καθοδηγούν στους πολιτικούς αγρούς.
@ @ «Μπρε βόδια τα πέρασες τα μλάρια;». Φράση παλλημνιακής εμβέλειας, που την πρωτοείπε ο συμπαθέστατος και φίλος Γιώργαρος Πατέτσος ή μπάκακας, από το Πορτιανού, που ζευγαρίζει μόνο με μουλάρια. Όταν λοιπόν ένας θηριώδης συγχωριανός του για να τον πειράξει πήρα στα χέρια του το αλέτρι και το «πάτησε» με δύναμη στο χώμα, τα μουλάρια δεν μπορούσαν να τραβήξουν και τότε πετάχτηκε έξαλλος ο μπάκακας και είπε αυτή τη φράση. Αναρωτηθήκατε λοιπόν αγαπητοί αναγνώστες ότι μήπως είμαστε στην πραγματικότητα μουλάρια και όχι βόδια;
@@ «Πέντε βόδια δυο ζοβγάρια». Για το βλάκα, που δεν ξέρει να υπολογίσει καλά, άρα και για τον ψηφοφόρο – βόδι.
@@ «Εμ δεν έναι βόδ να σε κουντλήσ». Για τους «ερμηνευτές» των μηνυμάτων που κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν.
@@ «Έχ’ βγάλ’ τ’ βοδοσκολή». Ισχύει για τους περισσότερους υποψηφίους δημοτικούς συμβούλους της Λήμνου, αλλά όχι μόνο της Λήμνου.
@@ «Βοδ καρακαλ’νό». Δηλαδή μεγάλο βόδι, απ’ το Καρακάλου, τουτέστιν πολύ βλάκας.
@@ «Μτσόβοδο». Αυτός που τρώει πολύ άγαρμπα, ο πολύ ατσούμπαλος και χοντράνθρωπος, ο βλάκας.
@@ «Βοδ εμείς, βοδ και τα παιδιά μας». Βλέποντας μερικούς συνδυασμούς, σου έρχεται αυτή η φράση, αφού πολλοί ψηφίζουν παραδοσιακά, όπως ψήφιζαν οι γονείς και οι παπούδες τους. Αυτή η φράση ελέχθη από ένα Λημνιό συμπέθερο στον άλλο, όλο καμάρι, στους γάμους των παιδιών τους και δε σήμαινε βέβαια ότι και αυτοί και τα παιδιά τους είναι βόδια, αλλά ότι και στο δικό τους γάμο και στων παιδιών τους έσφαξαν βόδι.
@@ «Ε καμένε βόδαρε». Πολλοί ψηφοφόροι αξίζουν αυτή την προσφώνηση.
@@ «Παλιόβοδος». Το παλιό βόδι, ο παλιός ψηφοφόρος, ο παραδοσιακός, αυτός που δεν αλλάζει, αυτός που δεν ….τρώγεται με τίποτα.
@@ «Άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο κιαχαγιάς». Αυτή την πικρή διαπίστωση την κάνουν οι ψηφοφόροι – βόδια όσο προχωρά η τετραετία.
@@ «Το φάγαμ το βόδ». Αυτό ισχύει για τους περισσότερους δημαρχαίους, που δεν τρώνε μόνο το βόδι, αλλά και το ζυγό, και το αλέτρι.
@@ «Τζαχτ τζαχτ και το φάγαμ ούλο το βοδ». Αυτό ισχύει μάλλον για τους ψηφοφόρους, που κάθε τετραετία περνά από τις πλάτες τους σαν….αρρώστεια.
@@ «Βοδ πήγε βουβάλ’ γύρσεν». Προσαρμόζεται και για δημαρχαίους και για ψηφοφόρους, αφού η εξέλιξη και των δυο είναι μηδενική έως αρνητική.
@@ «Καπαρό βοδ, κοκκίν’ς, χιονής, αράπς, κλπ». Ανάλογα την… κομματική τοποθέτηση.
@@ «Μμμμ βγάζ βοδιά». Άρωμα εκλογών, ή ο καθένας, μετά συγχωρήσεως, την κλανιά του την έχει μοσχολίβανο. Από κει και το τραγουδάκι:

«Εκλογές και κόμματα
με φρου φρου κι αρώματα
ψηφοδέλτια σταύρωνα
κι όλη νύχτα καύλωνα.


@@ «Πάγ’ να μαζέψ βοδόξλα». Δηλαδή βουνιές ή σβουνιές, ή βνιες. Έκφραση απαρέσκειας για την τωρινή ενασχόληση ή κοινωνική θέση κάποιου. Εκεί στέλνουν οι ψηφοφόροι αυτούς που μαυρίζουν.
@@ «Λημνιά βοδάρα, ή βουβάλα». Από την αρχαία «Λημνίαν βουν» στη σημερινή υποψηφία, ή στην λεγομένην «30%». Υπάρχει εξελικτική πορεία. Δε βρίσκετε;
Ασχέτως αν μερικοί σιγοψιθυρίζουν το τραγούδι του Μηλιώκα: «Δεν ξαναβόσκω άλλες βοβάλες, δεν θέλω μήτε να τις δω».
@@ «Τα στραβά τα βόδια τ νύχτα βόσκνε».
Και τη μέρα ψηφίζουν.
@@ «Ε ρε βοδόπτσα που θέλ’». Τουτέστιν το περίφημο καμτσίκι – μαστίγιο, από το πέος του βοδιού, για να πονά πολύ. Τέτοιο πράμα χρειάζονται πολύ υποψήφιοι αλλά και ψηφοφόροι. Μερικοί χρειάζονται και την παραλλαγή της: «Ε ρε βοδόπτσα και νάναι παραγεμζμέν’ με τον άμμο».
Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε να ευτυχούμε. Τα βόδια εξ’ άλλου πάντα είναι ευτυχισμένα.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

ΕΚΛΟΓΕΣ (Στα Λημνιακά)

ΕΚΛΟΓΕΣ (Στα Λημνιακά)




Μπόλικ’ γοι υποψήφιγ’ από κάθε μεργιά
θα βαλ’ φέτο για δήμαρχος μέχρι κι η κτση Μαργιά.

Φτες τς εκλογές να πάρνε έναι ποφασιζμέν’
εδώ τα καταφέραν ένα σωρό βλαμμέν’.

Κβάρα ουλ’ γοι υποψήφιγ’ από τη μπρωτ’ την ώρα
αρχίσαν τα φαγώματα και θα ξεσπάσ’ η μπόρα.

Η πρώτη τς κι όμορφ’ καλοδλειά και κύργια ασχολίγια
δεν απολείπνε πουθενά σε γάμο γή κηδείγια.

Πιο πριν όντας σε γλέπαν μόνε π’ δε σε κουντλούσαν
ούτε σε καταδέχ’νταν κ,κι, ούτε σε χαιρετούσαν.

Τώρα σβαρνίζνε τα χωριά μνημόσνο μη χαθεί
ούλες τς γριγιές απ τ’ αγκάλιαζμα τς έχνε κατασχαθεί.

Ουλ’ θέλνε μόνε απατοί τς δήμαρχ’ να πα να γίν,νε
να κάτσνε πα στα πράματα να τρώνε και να πίν,νε.

Πολλοί καινούργιοι κι ο παλιός π’ θα μας ξανατιμήσ’
γιατί έναι λεγ’ καρσίγουρος π’ ο κόσμος θα ψηφίσ’.

Η δημαρχία λεγ’ αυτήν’ έναι πετυχημέν’
δυο δρομ’ στρώσαν με άσφαλτο κι έναι φχαριστημέν’.

Όσο για τν αποχέτευσ’ άσε και μη ρωτήγ’ς
τ’ μύτη σ’ μόνε για σήκωσε κι αγέρα να ρουφήγ’ς.

Έχνε μολάρ γοι κούραδ, θα φτάσνε ως το μώλο
τάπες λεγ’ θα μοιράσνε να βάλουμ μες στο γκώλο.

Ανοίξαν όμως τρυπανιές νερό πολύ να βρούνε
και βρήκαν τόσο ίλαμο, ποτκοί δε θα πνιγούνε.

Προσλάβαν νέα άτομα μα έχω μια απορία
πού παν και κάντεν ουλ’ αυτοίν’ σα μέσα στ’ δημαρχία.

Αμα σφηνώσνε οι κώλοι τς δε μπορεί α βγει ουτ’ ένας
και ασφυξά θα πάθνε ουλ' αν πει να κλασ’ κανένας.

Μα εμείς σ’ ουλ’ τς ευχόμαστε καλή επιτυχία
κι ας παρ μαθέ ο καλύτερος το πιο μακρύ απ’ τα τρία.