Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Ισοδύναμα μέτρα ή σκέδιο φούστα – γκιλότα

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

 Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

 Συνεχίζουμε τον σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας, με τον Λήμνιο πολιτικό επιστήμονα κυρ Μενελή Λεμπέσαρο. Στις ερωτήσεις ο ανταποκριτής μας κυρ Γιώργαρος Πουρπουργιανός.
Γιώργαρος: Κυρ Μενέλουμ καλώς ήρτες, πέρασε κι απ’ τα μντέργια μας, να πιεις κι μια γαζοζούδα σπιρταδέλα. Σήμερα θέλου να μας ξηγήγ’ς με απλές συτχιές, καμπόσες οικουνουμουπουλιτικές ουρουλουγίες π’ ακούμε τιλευταία.
Μενελής: Καλώς σε βρίσκω κυρ Γιώργαρε. Τ’ γαζόζα σα με τ’ τρατάρς θα τ’ πιω κι θα σε πω κι στν υγειά σ’.  Σ’ ακούγω.
Γιώργαρος: Τι είναι τα ισοδύναμα μέτρα που λεγ’ ότι θα βρει η κυβέρενσ’; Κινούργιο πράμα έναι;
Μενελής: Παλιό έναι. Του ανακαλύψαμ μεις οι Λημνιοί πουλύ παλιά. Αλλιώς ουνουμάζεται «τόσο απάν του μερτκό σ’, όσο ξύκ’κο έναι τ’ αλλνού» ή αλλιώς «σκέδιο φούστα - γκιλότα».
Γιώργαρος: Μας τα κάμεν’ς λιανά σε περικαλώ;
Μενελής: Να, κοβς απ’ τη μια κι μπρουσθέτ’ς στν αλλ’. Παράδειγμα: Είχε βαλ’ ένας καμιά δεκαριά αργάτες σν Ατσκή παλιά και τς έδουκε  είκουσ’ αυγά βραστά κι δυο βδουλέρες ψουμί για κουλατσό. Τον λεγ’ ου Αγουραστός ου Νταμπάκ’ς, που ήνταν φαγάς, αφεντικό τι να μας κάμνε μαθέ είκουσ’ αυγά, πέφτνε δυο στο γκαθένα. Αυτά είχα, μ’ αυτά θα πουρέψτε, τώρα άμα κάποιος δε θελ’ αυγά πάρε εσύ το μερτκό τ’, τον λεγ’ του αφεντικό. Πήρε το ντρουβά ου Αγουραστός κι παγαίνοντας για του χουράφ πόμνε σα πίσου κι κουπάν’σεν στα μστάκια ούλα τα αυγά κι τα δυο ψουμιά. Κατά τς δέκα κάτσαν να κάμνε κουλατσό, φαγί γιοκ. Ου Αγουραστός του λοιπόν είχε βρει τα ισουδύναμα μέτρα, που ήνταν το μερτκό απ’ τς αλλ’. Κατάλαβες;
Γιώργαρος: Αααααα! Κι του άλλου που είπες, του σκέδιου φούστα - γκιλότα; 
Μενελής: Ου σχουρεμένους ου Ορέστης είχε μαγαζί κατ εδώ στν Ατσκή κι πήγε μια γ’ναίκα απ’ του  Κατάλακκου να ψνισ’. Λεγ’ πόσο ας πούμε εχ’ του ύφασμα που θα πάρω να κάμω γκιλότες; Λεγ’ ου Ορέστης πέντε φράγκα παράδειγμα, ου πηχ’ς. Για φούστα, πόσο; Λεγ’ ου Ορέστης, οχτώ. Λεγ’ κειν’ οχ’ καμένε κυρ Ορέστ, ακριβά έναι, α με τα κατβάσεις λίγου. Λεγ’ κι ου Ορέστης εντάξ, α σε τα κατβάσω, άντε, τέσσερα κι εφτά. Ε, τς έδωκε τα μέτρα που ήθελε, και τς είπε πόσου έκαμνε του ένα ύφασμα και πόσου τ’ άλλου. Αφού τα σκέφτκεν μες στου μλιανό τς και κειν’ τον κάμεν’: «Τώρα μαθέ κυρ Ορέστ τι έκαμες; Μαθέ συ ανέβασες τ’ φούστα κι κατέβασες τ’ γκιλότα». Κατάλαβες κυρ Γιώρεγ’; Και τι γίνεται σαν ανεβαίν’ η φούστα κι κατβαίν’ η γκιλότα; Τι ακλουθά;
Γιώργαρος: Τι ακλουθά;
Μενελής: Ου κούκους με τ’ αυγά. Πάμε παρακάτ.
Γιώργαρος: Γιατί όμους ζουρίζεται ντόσου πουλύ ου κυβερνήτ’ς κι τα παρακυβερνητίδγια να βρούνε τούτα τα ισουδύναμα, φους μπριν τς ικλουγές ου κυβερνήτ’ς Σαμαράς ήλεγεν ότι είχε βρει δεκουχτώ δισεκατουμμύργια για ισουδύναμα μέτρα.
Μενελής: Μη με τον ξαναπείς κυβερνήτ, γιατί σε είπα ότι εδιέτς ήλεγεν ου μπαμπάζιμ τουν τζούτσλου τ’ με του ζμπάθγειου όντας ήθελε να χουζμετιάσ’ τ’ μάναμ. Πέτον κυρ Αντών’, εγώ θα καταλάβω. Άσε, μπριν τς ικλουγές ήλεγεν κι για τα δεκουχτώ πόιντς, που στα γκλέζκα θα πούνε «σημεία», ένα πράμα σα ρετσέτες, σαν κάνονες να του πούμε κι αλλιώς, που παν δεκεί, σ’ αυτάνα τα σημεία, ήθελε κι καλά να αγκμπήσ’ η πουλιτική τ’. Η γ’ναίκα μ΄που δε νουγά απού ξένες γλώσσες, άκγεν κειον του Μηταράκ’ που δις τν ώρα ήλεγεν για τα δεκουχτώ πόιντς τ’ Σαμαρά κι νόμζεν η χαζή ότι ου Σαμαράς τν εχ’ δεκαουχτώ ποντ με του ζμπάθγειου, κι ούλο με στραβόγλεπεν κι με ήλεγεν: «Πανδεκεί να αγκμπήσου κι γω, όχι μόνε η πουλιτική, αυτός μάλ’στα, δεκαουχτώ ποντ, οχ’ σα γκατ αλλ’ θεμ σχώρα με». Κατάλαβες κυρ Γιώργαρε τι πήγαμ να πάθουμ στα καλά καθούμενα;
Γιώργαρος: Και τι γίν’κεν με του ζήτμα τούτου κυρ Λεμπέσαρε; Κατάλαβε η γ’ναίκα σ’ εντέλει ότι άλλο τα πόιντς κι άλλο οι ποντ;
Μενελής: Τς το εξήγ’σα χίλιες βολές. Αλλά με είπεν: «Άκσε να σε πω Μενελή, δε ξέρου τι με λες, αλλά άμα δε γκαμς του κουλάγισ’, να παρς τίπουτας αβιταμίνες ή γιαγλουφάγια να δυναμώγ’ς κουμάτ κι να κερδαίγ’ς δυο τρεις ποντ τουλάχιστον, εγώ θα βρω ισουδύναμα μέτρα σε ποντ απ’ αλλού. Έξάλλου γω ακούγω που δις τν ώρα η τηλεόρασ’ λεγ’ για τούτεν’ τη ρμάδα τν επιμήκυνσ’».
Γιώργαρος: Ωχ μανάμ. Τι έπαθες κακουμοίρ κυρ Μενελή. Πουλύ σουβαρό πράμα τούτα τα ισουδύναμα μέτρα. Ας έναι δα. Σ’ ευκαριστούμε πουλύ για σήμερα.
Μενελής: Περικαλώ. Τ’ γαζόζα ακόμα τ’ μπαντέχω. Τι γίν’κεν, δε σε φέραν σήμερα γαζόζες οι δμάρδες τα Κουκληθρέλια; Γω πάντουτες στ’ διάθεση σ’.

***Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε, πλην με μέτρο και ισοδυνάμως.


Το χρονοντούλαπο τς ιστορίας κι ο ντουλάπς τ’ Κούβαρου

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Σήμερα θα συνεχίσουμε την ανάλυση του μετεκλογικού πολιτικού τοπίου, με τον Λήμνιο πολιτικό αναλυτή κ. Μενελή Λεμπέσαρο (ΜΛ), που απαντά στις ερωτήσεις του ανταποκριτού μας κ. Γιώργαρου Πουρπουργιανού (ΓΠ).
ΓΠ: Κυρ Μενελή κι ζμπατριγιώτ Λεμπέσαρε ποια έναι η βλη σ’ για τ’ γκυβερνώσα αριστιρά, που ήλεγεν ου Αλέξης; Τι φταίξμου προυέκυψεν κι δε τ’ δγείκαμ ούτε σα ξουδ ζουγραφστή;
ΜΛ: Ποιος Αλέξης; Ου Τσιπρέλους, ου Μητρόπουλος, γή ου Κούγιας;
ΓΠ: Έλα άσε τς χωρατάδες κυρ Μενέλου. Ου Τσίπρας ντε.
ΜΛ: Ήθελεν να πει ακυβερνώσα. Ξέχασε να βαλ’ ένα «α» στν αρχή. Ζγα του μπρόβλημα. Ύστιρα ου κόζμους ήνταν πουλύ ευκαριστημένους απ’ τα ιπιτεύγματα και τς Νουδής και τ’ Πασουκούδ γι’ αυτόνο τς ξανάβγαλε να σνεχίσνε τν ένδουξ πουρεία.
ΓΠ: Τιλικώς, δε μπήκεν η διξιά στου χρουνουντούλαπο τς ιστουρίγιας, που ήλεγεν π’ θα τ’ γκλεισ’ του Τσιπραλεξούδ. Γιατί μαθέ, δε χώργεν, ή αν’ξεν τ’ μπόρτα κι βγήκεν;
ΜΛ: Ου Τσιπρέλους σαν ντουν αλλουτεσνό τουν Αντριγιά είπεν ότε θα χωσ’ μες στου χρονουντούλαπο τς ιστορίγιας το Πασουκούδ κι τ’ Νουδή. Α σας πω μια ιστουρία. Τότενες που το ήλεγε του ίδιου κι ου Παπαντριγιάς, κάνταν μες στ’ μπλατέα τς Ατσκής ου Ν’κόλας ου Κούβαρος κι έπνε ρακί. Τι έναι μπρεσείς του χρονουντούλαπο, τς λεγ’. Ένας ντουλάπς, τουν απλουγιέται ένας. Θα τ’ χωσ’ μες του ντουλάπ τ’ διξιά, για να μη μπουρεί να βγει. Κι λεγ’ ου Κούβαρος: «Άτιμο πράμα ου ντουλάπς, δε νέναι να τον πστεύεσαι. Κι γω μια βουλά αγόρασα ένα κιλό ζμαρίδες, νιαρ νιαρ ου κάτους, τζγκουνεύκα να τον δώκω ένα ψαρούδ. Ε, έβαλα τα ψάρια μες στου ντουλάπ, πήγα ξέσασα τς αγελάδες, κι γύρσα μπριν του μεσμέρ να τγανίσου τς ζμαρίδες. Μόλις άν’ξα του ντουλάπ, πιτάχκεν από μέσα ου κάτους με φσκωμέν’ τη γκλιατ. Μαρίδες γιοκ, τς είχε φαγ’ ούλες, δε ξέρου πώς είχε τρυπώσ’ μέσα. Γι’ αυτό σας λέγου μη μπστεύεστε τς ντουλάπδες κι ας έναι κι χρονουντούλαπα».
ΓΠ: Άντε τώρα να πούμε κατ άλλου. Να πούμε για του γκυβερνήτ.
ΜΛ: Αστόπαθα γω κουβέντες.
ΓΠ: Γιατί κυρ Μενέλου, πρωτ βολά γλεπς κυβερνήτ;
ΜΛ: Όπους αγαπάς κυρ Γιώρεγ’, αλλά γω νόμζα π’ θα μλούσαμ σουβαρά.
ΓΠ: Πώς σε φαίνεται ου κυβερνήτ’ς που έχουμ του λοιπόν;
ΜΛ: Μαζί τον έχουμ; Γω νόμζα ότι ο καθείς εχ’ του θκοτ’.
ΓΠ: Τι λουγιά; Ουλ’ του ίδιου δε νέχουμ; Εμένα με φαίνεται καλός. Κι μακρύς έναι, κι αδύνατους κι όμορφους.
ΜΛ: Καλά, πού τουν είδες του θκομ το γκυβερνήτ μαθέ; Ύστιρα εμένα έναι κοντογεμάτους, οχ’ μακρύς κι λιανός.
ΓΠ: Ε, όπους τον γλεπ ου καθείς. Καλός έναι, όμορφους, φορεί κι τα γιαλούδια τ’. Το γκουβέρνου εχ’ βέβια τρία κιφάλια, αλλά δε μπουρεί κανείς να ταχ’ ούλα.
ΜΛ: Τι, έναι τρικέφαλους κι φουρεί κι γιαλιά; Θος φλαξ, τούτου έναι στχειο μαθέ δε νέναι τσούτσλους.
ΓΠ: Μπρε Μενέλο για στρώσε στ’ μπιάτσα. Γιατί πράμα μλας; Δε μλούμε για του μπορδυπουργό μας του γκυβερνήτ του Σαμαρά;
ΜΛ: Ε, π’ να μη σε καψ η φουτγιά. Μπρε δε λες το μπορδυπουργό Σαμαρά να καταλάβω; Κυβερνήτ κι κυβερνήτ. Κυβερνήτ ήλεγεν ου σχουρεμένους ου μπαμπάζιμ τ’ τζουτσλή τ’ με του ζμπάθγειου, άμα δεν ήθελεν να καταλάβουμ μεις τα πιδιά. «Άντε έλα να περιποιηθείς ή να προυσκνήγ’ς ή να ανεσπαστείς το γκυβερνήτ» ήλεγεν κρυπτουγραφικά στ’ μάνα μας σαν ήθελεν να τς καμ του χουζμέτ.
ΓΠ: Είπα κι γω. Πάντους δε νέπεσες κι πουλύ όξου. Τι κυβερνήτ’ς, τι τσούτσος. Κι γοι δυο τν ίδια δλεια κάμνε. Χουζμετγιάζνε. Τέλους πάντων. Σα θελ’ς τη γνώμημ ου κόζμους ψήφσεν του σουστό δρόμου. Τι λες κι συ;
ΜΛ: Όντας ήμνε κουρμί στου κατηχητικό μας λέγαν για του δρόμου τς αριτής κι για του δρόμου τς κακίγιας. Πού να τούξιρα ότε τώρα, του ίδιου θα μας του λέγαν τα κόμματα. Τούτου με θύμσεν μια πραγματκή ιστουρίγια που γίν’κεν μπριν πινήντα χρόνια σν Ατσκή. Ου σχουρεμένος ου Κώστας Χαλαμαντάρς, που τουν πνουμνιάζαν κι Τσούστο, ιπειδής τν είχεν μουγάλ’ τ’ κατ σερμαγιά, πήγινε μια Κυριακή προυί στου χουράφ με τ’ τσάπα στουν ώμου. Η σχουρεμέν’ η παπαδιά, πήγινε στν αγκλησά. Σναπαντθήκαν, καλ’μερστήκαν και τραβήξαν σε αντίθιτες κατευθύνσες. Η παπαδιά κουντουστάθκε κουμάτ, γύρσεν κι τουν λεγ’ δείχνουντας προς τν αγκλησά: «-Κώστα απού δωνά έναι ου δρόμους». Ου Τσούστους τς απάντ’σε: «-Παπαδιά, απού δωνά έναι ου θκος ου δρόμους, ου θκόζιμ έναι απού κεινά». Κατάλαβες κυρ Γιώργαρε; Δε νέχουμ ουλ’ τουν ίδιου δρόμου. Άσε που άμα έναι καλός ή κακός ου δρόμους φαίνεται στου τέλους. 

***Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε. Και με ρέγουλα στα ντουλάπια, στους δρόμους και στα τρίστρατα.

 



   








ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

 Γράφει ο  Σταύρος Τραγάρας

 Ζούμε στην εποχή των μηνυμάτων. Όλοι στέλνουν σε όλους μηνύματα. Μηνύματα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, αισθηματικά, κλπ. Από τα παιδάκια που στέλνουν μηνύματα σε φίλους τους με το κινητό, έως αρχηγούς κρατών που στέλνουν προειδοποιήσεις – μηνύματα σε λαούς, κοινωνικές ομάδες, κλπ. Για το μήνυμα των πρόσφατων εκλογών ειπώθηκαν πολλά. Το θέμα αυτό δε θα μπορούσε να μη μας απασχολήσει, αφού η λημνιακή κοινωνία ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων άκρως επικοινωνιακή. Σας παρουσιάζουμε παρακάτω συνέντευξη που πήρε ο συνεργάτης μας κ. Γιώργαρος Πουρπουργιανός (ΓΠ) από τον Λήμνιο πολιτικό αναλυτή κ. Μενελή Λεμπέσαρο (ΜΛ).
ΓΠ: Αρκαντάσ’ κι ζμπατριγιώτ κυρ Μενελή, λέγου σήμερα να μλήξουμ για τα μηνύματα των εκλουγών.
ΜΛ: Σ’ ακούγω κυρ Γιώρεγ’.
ΓΠ: Πρώτα–πρώτα κι αρχή, νουμίγ’ς ότε οι πουλίτες στείλαν αντιμουν’μουν’κό μήν’μα στς πουλιτικοί;
ΜΛ: Τώρα, μήν’μα που μνύσαν οι πουλίτες και ήνταν κι αντίς στο μνημόν’ με φαίνεται παράξενου σαν ουντότητα που έλεγε κι ου μακαρίτ’ς ου Νταμπάκ’ς, αλλά τέλους πάντουν α σε απαντήσου. Αυτόνου το λοιπό το αντιμνημουνικό μήν’μα, το στείλαν γοι πουλίτες στς πρώτες εκλουγές, το Μαγ’. Τώρα σε τούτες τς εκλογές, τον Ιούν’,  γίν’κε το ανάποδο. Οι πουλιτικοί στείλαν μήν’μα στς πουλίτες. 
ΓΠ: Και πιο ήνταν αυτόνου του μήν’μα;
ΜΛ: Να, πήκαν οι πουλιτικοί στς πουλίτες: «Το μήν’μα που μας στείλτε του Μαγ’, σας λέμε να το κάμτε μασούρ κι να του βάλτε στο γκώλο σας με το ζμπάθγειο».
ΓΠ: Θος φλαξ κυρ Μενέλου, τι συτχιές έναι τούτες. Πρόσεξε κουμάτ μαθέ, μας διεβάζνε κι ευγενήδσες γ’ναίκες, αλλά κι ου κυρ Κώστας. Θα μας κοψ ου Ηλίας. Τέλους πάντουν, για πέμε τώρα, τι μήν’μα έστλεν η τρόγ’κα στ’ γκαινούργια κυβέρενσ’;
ΜΛ: Θαρκίδια.
ΓΠ: Άντε πάλε αρσίζκα κι ματσμάν’κα.
ΜΛ: Θαρκίδια σε είπα, οχ’ αρχίδια. «Θαρκίδια» στα Λεριανά θα πει «θα έρθει η ίδια». Να σε πω κι ένα διάλουγο για να το νογήσεις: «-Μωρή Στελιά τση τόπες;» «-Τση το μήνυσα» «-Και τι σούπε μωρή;» «-Θαρκίδια». Δηλαδή τς είπε η τρόγ’κα ότι θα νερτ η ίδια κι τότε θα τς φκιαξ ουλ’ τούτεν’ τς ψευτουτσουτσλάδες.
ΓΠ: Αααααα! Κι τι γνωμ εχ’ς για τ’ γκαινούργια κυβέρενσ’;
ΜΛ: Πάλε θαρκίδια. Τούτο το λένε οι Ατσκιώτες, που το πήραν απ’ τς Λεριανοί κι δε θα πει «θα νερτ η ίδια», αλλά θα πει κανουνικά «αρχίδια» με το ζμπάθγειο. Έναι μπλιο εξευγενιζμένο. Μαθέ του ίδιου έναι να πεις σε ένα «θα παρς θαρκίδια», απ’ το άλλου του τρισκατάρατου;
ΓΠ: Συμφουνείς ότι ου λαός είχε στειλ’ μήν’μα με του απουτέλεζμα, ότι ήθελε κυβέρενσ’ κι αμέσους κι οπουσδήπουτε; 
ΜΛ: Πάλε θα με λες ότι λέγω αρσίζκα άμα σε απαντήσω. Αλλά άντε. Μεις εδώ στ’ Λήμνος, κι του «αμέσως», κι το «οπουσδήπουτε» το λέμε «μνια κι μνια». Άμα πεις «μνια», ακούγεται «πουλλά αιδοία» με το ζμπάθγειο, αλλά γω ήθελα να πω «μία», «μια». Κάτσε να σε κάμω κι γραμματική με παράδγμα: Μνια και μνια. Αμέσως. «Ήρτε τρεχάτος και μνια και μνια έφγε». Μνια και μνια. Οπωσδήποτε. «Ότι θα πάμε, μνια και μνια θα πάμε, για πότε δε ξέρω».
ΓΠ: Με μπέρδεσες κυρ Μενελή. Κάτσε. Δεν εννουείς ότε η κυβέρεν’σ’ απουτελείται απού πουλλά «μνια» δηλαδής αιδοία;
ΜΛ: Δε ντούχα σκεφτεί, αλλά τώρα π’ το λες με βαγ’ς σε πειραζμό…
ΓΠ: Πουλλοί λένε κυρ Μενέλουμ, ότε καλύτερα κυβέρενσ’ συνεργασίας παρά τίπουτα. Πώς σε φαίνεται η κυβέρενσ’ συνεργασίας;
ΜΛ: Καλή, πουλύ καλή. Σα γάμος με τρεις. Έναι όπους λένε οι μπρουχουρεμέν’ «κινούργια ιμπειρία». Έναι σαν εκειό που λένε οι Λημνιοί: «Το ζμπεθερκάτου του μνι καλύτερου κι απ’ του νυφκάτου».
ΓΠ: Αααα, Μενελή το παράκαμες. Κι θα στο πω. Ου να με χαθείς γάδαρε.
ΜΛ: Α, με ψίλ’νες το όνομαμ γλέπω. Δε μπειράζ. Γιατί, όμως μπρε Γιώρεγ’; Εσύ εχ’ς τς νυφς σ’ το μνι καλύτερο απ’ τς ζμπεθέρας σ’;
ΓΠ:………
ΜΛ: Έλα, αστείο ήνταν. Πάντως ου γάμος κι μάλ’στα ου ξαναγκασκός μπουρεί να μπλεξ τα πράματα κι να μπερδέσ’ τς ζμπεθέρ. Δε ξερ μαθέ κανές ποιος έναι ου θκος υπουργός κι ποιος ου ξένους. Όπους του πράμα τς ζμπεθέρας.
ΓΠ: Δηλαδής;
ΜΛ: Θα σε πω μια στχουμυθία που είχαν δυο Λημνιοί ζμπέθερ, που είχαν πιει τα ρακούδια τς στο γκαφενέ: «-Άντε ζμπέθερε λέγω να παγαίνω σπιτ να ζαγαργιάσω» «-Ε, μπριν ζαγαργιάγ’ς μαθέ α πισκεφτείς και το πράμα τς ζμπεθέρας». «-Οχ’ τς ζμπεθέρας μαθέ, τς γ’ναίκαζεμ το πράμα α νεπισκεφτώ». «-Τούτο λέγω κι γω, τς θκιαζεμ τς ζμπεθέρας μαθέ, που έναι η γ’ναίκα σ’» «Α, κι γω νόμζα που ήλεγες τς θκιάζεμ τς ζμπεθέρας, που έναι η γ’ναίκα σ’».
ΓΠ: Α, του παραξνίσαμ του γυαλί. Θα μας μνύσνε.
ΜΛ: Δηλαδής θα μας κάμνε μήνυσ’ ή θα μας δώκνε μήν’μα;
ΓΠ: Θα μας κάμνε μήνυσ’ για τα πιπεράτα που λες.
ΜΛ: Σα μια γ’ναίκα σν Ατσκή, που δις τν ώρα ανεπλιένταν το γείτουνα τς, θα σε μνύσου κι θα σε μνύσου, μια για το γάδαρο που έκοψε, μια για τ’ γκατσίκα που τς έφαγε τα λουλούδια τς. Ουπότε κι κειος μια μέρα αγαναχτζμένους τς λεγ’: «Ε, άμα εσύ με μνύσεις κι γω α σε τσουτσλήσου».
***Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε. Και προσοχή στα μηνύματα.              








ΕΚΛΟΥΓΟΥΑΠΟΥΛΟΥΓΙΣΤΙΚΗ

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

 Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

 Συνέντευξη του Λημνιού πολιτικού αναλυτή κυρίου Μενελή Λεμπέσαρου (Μ.Λ.), στον ανταποκριτή μας Γιώργαρο Πουρπουργιανό (Γ.Π.), για τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών.

Γ.Π: Κυρ Μενέλο, πώς είδες τα απουτελέσματα των εκλογών;

Μ.Λ.: Με τα μάτια μ’ τα είδα κι τα είδα πουλύ όμουρφα κι πρέπουντα.

Γ.Π.: Πώς σε φαίνεται ο Σαμαράς; Έναι καλός για πρωθυπουργός;

Μ.Λ.: Αψλό παιδί, θεουρητικό έναι, κι άμα ικπιδεύνταν από μκρος για σαμαράς κουντά στου σχουρεμένου του Ν’κόλα του Κιουρουνάκ’ απ’ τν Ατσκή, θα νήνταν ταμάμ. Για πορδυπουργός θα σε γελάσου. Όμους θα νήνταν οτ’ πρεπ για τσιρκουλάνους, γιατί κι καλές κωλοτούμπες κάμεν’ κι έφκιαξε πουλύ όμουρφου μπουλούκ’ π’ του λένε κιντρουδιξιά παράταξ. Έχου στου μλιανόμ’ ένα ντελάλ’ σα ντο σχωρεμένο το Μπαντελή το Φούντο π’ να ντιλαλίζ έτσενάς: «Απόψε θα παιξ θέατρου στ’ Μαστρουβασίλ’ του γκαφενέ. Ήρτε στου χουργιό μας του ουνουμαστό μπουλούκ’ τ’ μπουλουξή Αντών’ τ’ Προυμαζώχτ με τς μπλιο ναμστοί μπεχλεβάν’δες κι ηθουπιοί. Του έργου ουνουμάζεται, ου κλεφτ’ς, ου φουνιάς, κι ου γιος τ’ σκουτουμένου. Οτ μπλιο κινούργιου εχ’ βγαλ’ η καλλιτεχνίγια κι γη χουρευτανίγια. Πρωτ κι καλύτερ η ντιζέζα κι μουρφόγ’ναικα Ντουρούδα Καμήλουβα  σε απουκαλυπτικές μπόζες που θα κιφλεντίσνε του γκάθε πκραμένου. Ου μουγάλους μπαλουκλώτσαρους Ανατουλάκ’ς ου λέκτουρας στου καλύτερου νούμερου ρητουρείας κι απαγγιλίας. Οι ηθουπιοί Πλευρουβελόπουλους, Μπουμπούκους, Μαυρουβουρίδης σε ένα νούμερου που ικτελείται μόνε με του δεξί χερ, θα σας αφήκνε άφουν’ κι άλαλ’ κι κουμάτ γραντ’ζμέν’. Τραγούδγια, φουτγιές, κουλουτούμπες, κουμένα κιφάλια, ου γύρους του θανάτου κι ου γύρους τ’ κυρ Βασίλ’ τ’ σουβλατζή, σκηνές απού Φρειδερίκ’ κι βασιλέα, ως τν ιπανάστασ’ τς εικουστής πρωτ’ς τ’ Γιώργαρ κι ιβρουπαϊκοί χουροί με μπόλκες αλλά κι τσάμκα. Στου τέλους ρίχνεται ζουντανός στου γκακανό ένας Πακιστανός. Του μπουλούκ’ θα διαθέσ’ κι μπόλ’κου άχερου για τα ζουντανά π’ θα έρτνε».

Γ.Π.: Πού τα θμήθκες ούλα τούτα; Το Βενιζέλου πώς τον είδες;

Μ.Λ.: Τουν είδα μσο γιατί δε χώργιεν στ’ βλεψάμ’, αλλά καλός έναι, πουλυμίλ’ς κι μπαμπαλιάρς. Μόνε δεκεί στου Πασόκ τ’ μπάθαν σα ντο ψευτ το τζοπάν’ που φώναζε λύκος κάθε τόσο για να πειράζ τς χουργιανοί. Ώστουπ ήρτε ου λύκους αλλά δε ντον πίστευε μπλια κανές. Καλός ου Βενιζέλαρους αλλά ούλες τς πρεζόλες τς τρωγ’ ου ίδιους.

Γ.Π.: Μουγάλ’ άνουδου είχε ου ΣΥΡΖΑΣ, αλλά δε βγήκε πρώτους. Τι λες για τούτου;

Μ.Λ.: Εμ νιο πιδί έναι το Τσιπραλεξούδ, γι’ αυτό εχ’ τόσεν’ άνουδους κι σκουμάρα μετά συγχουρήσιους. Οτ’ μπόργεν όμως έκαμνε για να τον πεσ’, κάθα μέρα τ’ μπάλευε τ’ γκατάστασ’ κι με τα δυο χέρια. Δεν ήθελε να βγει πρώτου του μανέριμ. Σεις ατού, σων’ κι καλά. Ντιπ αγροίκ’σταρ είστε μαθέ; Σας φούμαιρνε κι σεις χαμπάρ γιοκ. Σας λιμάρζεν ένα παιδέλ’ κι ούλους ου σιν’σιλές απ’ τς σκλαρκάδες κι τς μαλέτσ’ με του βουρλίδ. Μπρουσπαθούσεν κάθα μέρα του πιδέλ’ να σας αλεκουντίσ’, έβαζε τα δυνατάτ να σας καμ να του σκαθείτε, σεις νούκου. Τι νουμίστε πως έναι κανουνικός κουμούναρους, που μπουρεί όπουτε θελ’ να ρίχεν’ τα πουσουστάτ’; Γοι κουκουέδες μόλις ανεβούνε κουμάτ, βάζνε τ’ Πινιό μες τ’ Λαμπρή κι κάμεν’ μια απεργία κι αμέσους τσουπ τρεχάτ πάνε στου πέντε τα εκατό. Τούτου δεν εχ’ αθρώπ π’ να ξέρνε ιπακριβώς τ’ δοσ’ τς μαλακίας που χρειγιάζεται για να πεσ’ η προυτίμησ’ τ’ κόζεμ. Γι’ αυτό σας λέγου, λεγ’μον’θείτε το μια σταλιά. Πώς αλλιώς να σας του ήλεγε. Δεν ήθελε να του ινουχλείτε. Τι θέλτε για να του νουγήστε; Να έκαμνε κι τα κακά τ’; Ιπιτέλους όμους τα κατάφερεν.

Γ.Π.: Ου κυρ Φωτ’ς;

Μ.Λ.: Ουραίους κύριους, καλός παπούς, να τουν ρίξεις δίπλα τ’ μια ντουζίνα πιδέλια να τα λεγ’ παραμύθια.

Γ.Π.: Πώς γλεπς τον Καμμένο, σαν πουλιτικό;

Μ.Λ.: Να σε πω. Για μσκαρ τον γλέπω, για μλαρ τον γλέπω, για πουλιτικό δε ντον γλέπω. Άσε που με φαίνεται ότι έχνε ξεμπουσκάρ κουμάτ τα μπουλόνια. Αλλά αρχουντάθρουπους, μπερκέτ’ς κι κουβαρντάς, οτ πρεπ για τ’ νταβέρνα.

Γ.Π.: Οι χρυσαυγουλάδες; Αντρουπή δε νέναι;

Μ.Λ.: Αντρουπή στα μούτρα σ’. Οι Χιτλεράδες έναι ουραία πιδιά, θρουφανά κι   σεβαστκά. Κουντά ιβδουμήντα χρόνια απού τότες που πέθανε ου Χίτλερς κι κειν’ ακόμα τουν πενθούνε κι φορούνε μαύρα. Δε μπορούνε να ξιπεράσνε το γκαμό τς για του Χίτλερ γι’ αυτόνο έναι ούλου θμουμένα.

Γ.Π.: Για τς κουκουέδες τι γνωμ εχ’ς;

Μ.Λ.: Τ’ γκαλύτερ. Καλά πιδιά, κι ας λένε οι κουτσουμπόλ’δες ότε τς αμουλάραν απ’ του Νταού Πεντέλ’ς. Τούτου δε νέναι σουστό. Οι μσοι ξεφύγαν απ’ του Δρουμουκαΐτειου. 

Γ.Π.: Σε φκαριστώ κυρ Μενελή.

Μ.Λ.: Η ευκαρίστησ’ θκημ κυρ Γιώρεγ’.

*** Αγαπητοί αναγνώστες κατά πως βλέπω τα πράγματα, το υλικό θα είναι ατελείωτο. Ευτυχείτε.