Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Γαδάρ και γαδαράγκαθα

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γαδάρ και γαδαράγκαθα




Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Ευρεία δημοσιότητα έλαβε η ανακάλυψη, ότι τα ταπεινά γαϊδουράγκαθα είναι άριστο βιοκαύσιμο. Δεν χρειάζονται ποτίσματα, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, φύονται σε ορεινά μέρη και το κυριότερο δίνουν εννιά φορές περισσότερο κέρδος από το σιτάρι ας πούμε. Μόνο θα τα σπέρνουν, θα τα θερίζουν όταν γίνονται, θα τα μπαλιάζουν και μετά θα τα πουλούν για καύσιμο. Σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει πιο κατάλληλο μέρος για την καλλιέργεια του γαϊδουράγκαθου από τη Λήμνο, στην οποία εξάλλου ευδοκιμεί.
Έτσι οι Λημνιοί αγρότες με τη βοήθεια και της εθνικής – σοσιαλιστικής μας κυβέρνησης, θα φυτέψουν ούλα τα ραχόνια, τα πετρούζα, τα κάκαρα, τς τραγάνες, τα πουρούδια, τα αλ’πούδια τς γκαζντοβολομεργιές τα βνάργια και τς καγιάδες με γαδαράγκαθα και θα λαδώσνε το άντερο τς, και όχι όπως τώρα που γυρεύνε ψόφιο γάδαρο να πάρνε τα πέταλα τ’. Με την οικονομική ευρωστία που θα αποκτήσουν, δεν θα παγαίν,νε στο σπιτ σα γαδαροσφήγκαρ, γαδαροσλογ’ζμέν’, σάνασκι τς τρογυρίζ γαδαρόμγια, κι ούτε οι γυναίκες τους θα κρεμνούνε τ’ γαδαραχείλα τς, ούτε θα τους λένε ειρωνικά κλωτσά η γαδουρέλα σ’; Γιατί ως γνωστόν ο παράς σε κάμεν’ και ατζγκινλή, κι όχι μόνο θα κλωτσά η γαδουρέλα τς, αλλά θα βαρταλαλούνε σα γαδάρ και θα αγγαστρών,νε μαθέ κι γαδούρα στον ανήφορα. Άσε που θα καλοντύνονται και θα καμαρών,νε σα γαδάρ με καινούργιο σαμάρ, θα βάλνε άλ’μα και ο καθείς θα γιν’ σα ζντγιάν’κος γάδαρος. Ως τώρα η ζωή των αγροτών ήταν πολύ δύσκολη, μαθέ και τα λαφριγιά στο γάδαρο κι τα βαριά στο γάδαρο. Όπου κι αν έλεγαν τα παράπονά τους, οι αρμόδιοι ή τστώναν τα αυτιά τς σα ντο γάδαρο ή πορδαρίζαν σα ντο γάδαρο και το πήγαιναν σαν τη νύφη που έλεγε: «Κυρά μ’ κι πεθερά μ’ όντας με συβούλευες και με καθογήδευες, ιγώ μέτερσα πα στ’ γαδαργιού μας τ’ μαυροκαπιν’ζμέν’ τριγιανταδγιό αλογόμγιες».
Βέβαια από παλιά οι Λημνιοί χρησιμοποιούσαν τα γαϊδουράγκαθα για προσαναματίδια σα χούρχουρα, αλλά για κανονικό καύσιμο προτιμούσαν τα κακά των αγελάδων, τις σβουνιές, κοινώς βνιες ή βοδόξλα. Μια σκέψη είναι λοιπόν να χρησιμοποιούνται τώρα εκτός από τα γαϊδουράγκαθα και τα κακά των γαϊδάρων σαν βιοκαύσιμο. Αφού θα έχουμε τόση άφθονη τροφή, θα εκτρέφουμε και γαϊδάρους για να εκμεταλλευόμαστε και τις καβαλίνες τους. Και ας πει μετά όποιος θέλει, δε χέζνε τς παράδες οι γαδάρ. Έτσι οι γάιδαροι θα αποκτήσουν αξία μπορεί και μεγαλύτερη απ’ τους ανθρώπους και θα μπορεί άνετα κάποιος να λέει: «Δε θέλω μες στο σπίτι μ’ / να δγιω την αφεντγιά σ’ / καλύτερα το γάδαρο / παρά τη ζμπεθεργιά σ’».
Επιπλέον με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που προωθεί η υπουργός παιδείας, ότι δηλαδή θα συνδέονται τα πανεπιστήμια με την παραγωγή, θα μπορούσε η πανεπιστημιακή σχολή Λήμνου να μετονομασθεί σε «Σκολή βιοκαυσίμων ο γαδαράγκαθος» ή «Γαδαροσκολή καβαλ’νοκαυσίμων ο βούνιαθρος». Και έτσι όλοι οι φοιτητές θα γίνουν ειδικοί στα γαϊδουράγκαθα στις σβουνιές και στις καβαλίνες, ώστε να μην μπορούν να μας λένε: «Γκαβό σε λενε μες στ’ γ’τονιά / γιατί αλλοιθωρίγ’ς / γαδαροκούραδο απ’ τη βνια / δεν τονε ξεχωρίγ’ς».
Μετά τη μετατροπή του τυρόγαλου σε ηλεκτρική ενέργεια, των σκουπιδιών σε θερμική ενέργεια, των αντριβόλων σε αφροδισιακό σκεύασμα, των λυμάτων σε νερό που θα ποτίζουμε τους λαχανόκηπους, και τώρα τη χρησιμοποίηση των γαϊδουράγκαθων ως βιοκαυσίμων η επιστήμη έχει να φέρει εις πέρας και τη μεγαλύτερη πρόκληση, η οποία είναι η μετατροπή των κοπράνων σε τρόφιμα, για να λυθούν αυτομάτως και όλα τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Τότε η παραδοσιακή Λημνιακή βρισιά «να φας γαδαρνές καβαλίνες» δεν θα έχει την άσχημη σημασία που όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά θα ισοδυναμεί με πρόσκληση σε γεύμα.
Αγαπητοί αναγνώστες γαϊδαροευτυχείτε, αλλά μη γαδαρονογάτε.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΨΑΡΡΑ

Τι μυστήριο πράγμα είναι τελικά το διαδίκτυο. Τι εκπλήξεις που σου παρουσιάζει ξαφνικά. Όπως αυτήν την πολύ ευχάριστη που είχα χθες όταν ανακάλυψα τυχαία το μπλογκ του φίλου και συντοπίτη Λημνιού ποιητή Ιωάννη Ψάρρα. Ιωάννης Ψάρρας, ένας ωραίος άνθρωπος, ένας μεγάλος ποιητής. Και το υπέροχο μπλογκ του:ioannispsarras.blogspot.com
Πιο κάτω παραθέτω μια βιβλιοπαρουσίαση που είχα γράψει παλαιότερα.



ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Βιβλίο που παρουσιάζεται: «Γηγενές πυρ» του Ιωάννη Ψάρρα

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Ο Ιωάννης Ψάρρας γεννήθηκε το 1955 στη Νέα Κούταλη της Λήμνου από γονείς προσφυγικής καταγωγής. Το «γηγενές πυρ» (ΣΥΝΘΕΣΙΣ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ 2000) είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του, αφού έχει εκδώσει το 1983 άλλη μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Σώματα». Το «γηγενές πυρ» αποτελείται από ποιήματα που αναφέρονται στη Λήμνο, στην Κούταλη, στην προσφυγιά. Οι ρίζες της ποίησής του είναι ευδιάκριτες και σταθερές. Το βιβλίο του είναι ένας ύμνος για τη Λήμνο και για τους Λημνιούς.
Από το πρώτο κιόλας ποίημα καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό και σημαντικό έργο. Ο λόγος του Ι.Ψ. είναι βατός και κατανοητός αν και πυκνός, συνειδητά λιτός αν και μπορείς συχνά να ξεχωρίσεις τις λέξεις – διαμάντια που ο ποιητής έχει συλλέξει μετά από εγκατάδυση χρόνων στα πλουσιότατα ορυχεία της αρχαίας και εκκλησιαστικής γλώσσας, αφού είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα λόγιο συγγραφέα με επίμονες γλωσσολογικές αναζητήσεις. Η δημιουργία καινούργιων λέξεων (Μύρινον όρος) μου έφερε στο νου αυτό που είχε πει ο Νίκος Καρούζος ότι αν κάποιος δημιουργήσει μια καινούργια λέξη, και μόνο γι’ αυτό δικαιώνεται η ύπαρξή του επί της γης (αυτός είχε δημιουργήσει τη λέξη «ηλιοσύνη»).
Καμμιά έμμονη αναζήτηση ιδεολογικού μηνύματος δεν χρειάζεται στην ποίηση του Ι.Ψ. Μηνύματα πολλά αναβλύζουν σαν αρτεσιανά φρέατα, χωρίς καν ο ίδιος να το επιδιώκει. Απλώς ο ποιητής είναι προικισμένος εκ θεού να μπορεί μέσω του ποιητικού λόγου του να «αναγνώσει» ότι είναι η Λήμνος: Φως, φωτιά, πέτρες, θάλασσα, ταπεινοί λόφοι, σιωπή, καλοσυνάτοι άνθρωποι. Ο Ι.Ψ. δεν καταγγέλει, δεν αντιστέκεται κραυγαλέα σε κανένα εισβολέα, δεν επαναστατεί. Κάνει αυτό που έκανε η Λήμνος αιώνες τώρα, δηλαδή αφομοιώνει με αγάπη.
«Όλοι οι χωλοί, οι ξεγραμμένοι, οι ελπίζοντες
Ήφαιστος, Φιλοκτήτης, Κομμουνιστές, Φαντάρια, Εμείς
διά της βίας στην αρχή
προσκυνητές στο τέλος»

Μετουσιώνει ακόμα και τις ιδιάζουσες και φορτωμένες πικρές μνήμες του διωγμού σε περισυλλογή και αγάπη.
« Προς τα δω ήρταμε κι εμείς
με καϊκια κι εικονίσματα
γιατί πατρίδα δεν είχαμε πια
και πιάσαμε το βούτημα και τα σφουγγάρια
σα νάπρεπε εμείς να πληρώσουμε
το παλιό χρέος
του οπλίτη στον Γολγοθά».
(Ρόδον το αμάραντον)

Ο ποιητής έχει στιγμές εκπληκτικά βαθιάς επίγνωσης των πραγμάτων και στιγμές θα λέγαμε προφητικής έξαρσης.
«Κάποτε θ’ ανακαλυφθεί ένας ναός
οι αρχαιολόγοι θα μείνουν έκθαμβοι
η θάλασσα
που είχε κρατήσει το μυστικό καλά
θα επιτρέψει στην ανθρώπινη όραση
να εμπλουτισθεί».

Ανακαλύπτει και αποκαλύπτει με την ποίησή του την «κρυφή φωνή των μικρών πραγμάτων», γιατί την ακούει. Συνομιλεί με μια σπασμένη πέτρα, με ένα αρχαίο μάρμαρο, με ένα αρχαίο πνεύμα. Έχει την ικανότητα ο ποιητής να βρίσκει το αληθινό κάτω από τους ψιθύρους της αντίληψης.
«Το κομματάκι μάρμαρο που βρήκα
χαϊδεύοντας το λυπημένο χώμα
είχε σκαλισμένο ένα τραγί.
Το ρίγος ήταν απόλυτο».

Παρ’ όλο που οι «κυτταρικές» του μνήμες του διωγμού και της προσφυγιάς είναι έντονες, δεν γράφει μόνο σαν ένας πρόσφυγας. Αλλά ούτε και σαν γηγενής Λημνιός που θεραπεύει πάππου προς πάππου το χώμα. Είναι ένα τελειοποιημένο «υβρίδιο» ενός εξελιγμένου ανθρώπου που έχει συγκεράσει με τρόπο άφθαστο μέσα στο πυρηνικό είναι του, το αέρινο του πνεύματος της Ιωνίας, το σταθερό και χωμάτινο της Λήμνου, την ταξιδιάρικη φύση του Οδυσσέα, το πύρινο της Ηφαστειακής προγονικής ρίζας που μπολιάστηκε άριστα σ’αυτόν, το πανανθρώπινο της ουμανιστικής του παιδείας και το καλοσυνάτο και αγαθό της χριστιανικής παράδοσης. Ο Ι.Ψ. καταργεί το χρόνο. Τη μια τον βλέπεις μισόγυμνο ιδρωμένο μουτζούρη να χτυπά ένα πυρωμένο σίδερο στο αμόνι του Μόσυχλου δίπλα στον Ήφαιστο, την άλλη θαλασσινό ταξιδευτή με την πίκρα της νοσταλγίας της πατρίδας, άλλοτε χτυπημένο βουτηχτή να ξεδιπλώνει τις χιλιόπικρες αναμνήσεις του κι άλλοτε ταπεινό γεωργό να πίνει το ουζάκι του στα ήσυχα καφενεδάκια της Λήμνου. Ο ποιητής έχει επίγνωση, αλλά με απέραντη ταπεινοφροσύνη, και της γερής ρίζας της ράτσας του και της υψηλής αποστολής του, αλλά και της πανανθρώπινης μοίρας. Χωρίς να ζητά τίποτα. Χωρίς να θέλει να επιβάλει τίποτα σε κανένα. Με ένα ιδιότυπο ρόλο. Με ένα ιδιαίτερο υπούργημα. Είναι ο Λημνιός που διδάσκει τα της Λήμνου, τουτέστιν ομορφιά, καταλλαγή, αγάπη.
«Τι κι αν ήρθαν τόσοι και τόσοι
Σίντιες μείναμε και παιδιά του Ηφαίστου
το σίδερο της όψης μας το φτιάξαμε καρδιά
και με το ίδιο χώμα αρμολογούμε τις μάντρες».
(Πύρινες πέτρες)

Ο Ι.Ψ. προσεγγίζει με σεβασμό τους ταπεινούςανθρώπους και τις άγιες ασχολίες τους. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ίδιους τους ανθρώπους παρά με τις ιδεολογίες τους. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο η ιστορία, αν και είναι γνώστης της, παρά μόνο σαν αφορμή για να ψηλαφήσει τη μυθολογία των απλών ανθρώπων.
«Λίγες δραστηριότητες
αυτές με τον αργό βηματισμό
να πηγαίνω για ψωμί σταρένιο
για μελίπαστο
και σταφυλάκι το Σεπτέμβρη
μια βόλτα το πρωί για καλημέρα…».

Με την ποιητική του ιδιοφυϊα δημιουργεί ή μάλλον αναδεικνύει τον προσωπικό του «τρόπο», που είναι ο τρόπος της Λήμνου και των Λημνιών. Σαν φάρο φωτεινό που καταυγάζει λιτότητα και ανθρωπιά. Πρότυπο προτύπων. Μακριά από την δήθεν «ανακάλυψη» της Λήμνου τελευταίως από τις τουριστικές, νεοβαρβαρικές, βλακώδεις, νεοπλουτίστικες ορδές των παμφάγων «μοντέρνων» νεοανθρώπων. Αν και ο ποιητής δεν ανησυχεί για τα τελευταία, γιατί γνωρίζει τις μαγικές και θαυματουργές αφομοιωτικές ικανότητες της μάνας Λήμνου.
«Και μου στήσανε
ολόκληρη ξενοδοχειακή μονάδα
οι αφελείς.
Νομίζανε πως οι Κάβειροι είχαν φύγει».

Η συναισθηματική εμπλοκή του ποιητή με τον τόπο που τον γέννησε, η συγκινησιακή του φόρτιση και ο απόηχός τους στον ψυχισμό του περνά αβίαστα στον αναγνώστη, ο οποίος γίνεται συμμέτοχος εκών άκων σε ένα κλίμα ονειρικό, ιερουργικό και ενορμητικό, από ένα ιερέα ταπεινό, που θυσιάζει στα ιερά των Καβείρων, αλλά πάει και λειτουργιές στον Άγιο Σώζο. Η λιτότητα, η άπλα του τοπίου, το μαλακό χώμα, οι ήσυχοι ρυθμοί, το πάφλασμα των κυμάτων, όλα μπροστά στα μάτια μας, βοηθούν να ακουστούν οι εσωτερικοί κραδασμοί μέσω της ποίησης του Ι.Ψ. Το μέρος γίνεται ένα τεράστιο ηχείο που πολλαπλασιάζει την κρυμένη βουβή ένταση της γυναίκας του σφουγγαρά, τις λαχανιασμένες ανάσες των δουλευτών της γης, τα τραγούδια των ψαράδων, τα ερωτικά σκιρτήματα, το χτύπημα της καμπάναςτου εσπερινού.
«Οι λόφοι συνετοί
το μειδίασμα του δειλινού
γλυκό τριαντάφυλλο στην καρδιά.
Βάδισμα νωχελικό στην άκρη της θάλασσας.
Οι ήχοι είναι της σιωπής».
(Λήμνια καλά)

Η ποίηση του Ι.Ψ. έχει προσωπικό στίγμα και είναι αρκετά πρωτότυπη. Αντλεί από το μακρυνό παρελθόν εποχές, ψάχνει στην επιφάνεια των αρχαίων μαρμάρων τα σημάδια της ακμής των προγόνων, ταξιδεύει στους μύθους και παραμένει επίμονα στον εσωτερικό τους χρόνο, περιορίζοντας όταν πρέπει, κατά το δυνατόν, τη σύγχρονη εξωτερική «μόλυνσή» τους, ενώ βγαίνει από το χρόνο αυτόν τον παλαιϊκό, για να εισδύσει σε χρόνους τωρινούς, μόνο όταν καταλαβαίνει ότι τα πρόσωπα και τα τοπία είναι αυτά που δεν θα απαξιώσουν το ταξίδι του. Ανακυκλώνει εποχές και μορφές και ο ίδιος στέκεται στωικός παρατηρητής, ήσυχος, με επίγνωση ότι υπάρχει διεύθυνση των πάντων, παρατηρώντας τις ανθρωπολογικές συνέπειες και προεκτάσεις, αφήνοντας τα πρόσωπα και τα τοπία, τις μορφές και τα ερείπια να μιλήσουν την σαγηνευτική και εκστασιακή ακατάληπτη για τους πολλούς γλώσσα τους. Ιχνηλατεί το παρελθόν αργά και μεθοδικά. Ξεφλουδίζει σαν αρχαιολόγος τα μυστικά στρώματα της αρχαίας ζωής, για να την επανασυνδέσει όταν θέλει με την αμεσότητα των οικείων προσώπων, των οικείων πραγμάτων.
Τα ποιήματά του έχουν υποβληθεί σε εξαντλητική βάσανο (χρόνια και χρόνια τα δούλευε). Ο λυρισμός ξεχειλίζει από την αμεσότητα των συναισθημάτων, την ειλικρίνεια, την εξομολογητική διάθεση. Και ενώ τα ποιήματα είναι πύρινα σαν την Ηφαιστιακή φλόγα, δίνεται η εντύπωση ότι ο ποιητής έχει την σιγαλότητα ενός σοφού. Μερικές φορές με την πυκνότητα του στίχου, τείνει στο απόλυτο σημείο σιγής, αυτό που θα ήταν παράδοξο μεν, αλλά ιδεατό για ένα μεγάλο ποιητή. Μου θυμίζει τον ζωγράφο Χουάν Μιρό, που όταν γέρασε, ώριμος πια ζωγραφικά, ζωγράφιζε τραβώντας μια οριζόντια γραμμή. Ο Ι.Ψ. είναι αναμφίβολα ένας μάγος, μόνο που δεν ξέρω σε ποιούς πιάνουν τα μάγια του, και πόσοι από τους τυφλωμένους νεοέλληνες και δυστυχώς και νεολημνιούς τα εμπιστεύονται αυτά τα μάγια. Όμως ο Ι.Ψ. δεν ασπάζεται την απαισιοδοξία μας. Και καλά κάνει.
«Τελείωσε ο αιώνας της πίκρας και της φυγής.
Θα ξαναρχίσει πάλι η καλλιέργεια του βαμβακιού
και θα ξαπλώνουμε τα μεσημέρια ανάμεσα στους ήλιους.
Θα γεννηθούν κορίτσια με κατατομές σειρήνων
και τα στρατόπεδα θα γίνουν θερινά σινεμά.
Όλες οι εκκλησιές θα έχουν ιερείς και οι μάντρες
θα γίνουν θεραπευτήρια για τους κουρασμένους.
Αυτή η γη η θηλυκιά ταπεινά θα δεχθεί
τους παλινοστούντες».
(Περίοδος λευκή ή μετά την ιώδη).

Η Λήμνος δεν έχει βγάλει πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων, συγγραφείς, ποιητές. Τώρα τελευταία, δειλά δειλά, όλο και παρουσιάζονται. Η αξία τους θα φανεί στο μέλλον. Όμως από τώρα μπορούμε να πούμε ότι έχει βγάλει ένα μεγάλο ποιητή. Τον Ιωάννη Ψάρρα.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Τέρμα κι ο τζιγάρος

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Τέρμα κι ο τζιγάρος



Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Η απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους προκάλεσε πολλές συζητήσεις, καθώς υπάρχουν διιστάμενες απόψεις επί του θέματος. Επιτρέψτε μου μία μικρή ανάλυση, ως Λημνιού, αφού παλαιόθεν η σχέση καπνίσματος – Λήμνου ήταν στενοτάτη. Κι αυτό γιατί οι Λημνιοί έχνε μεγάλο σακατλίκ’ με το μπαλιοτζέγαρο (για να μην πω μπνεδλίκ’) και όλη την ώρα καπνίζνε σα τς αράπδες και σα ντα τσοπανέρια, ανεπίν,νε σα το ζμπρίλο,
ξεφσκών,νε σα φυσαμπρέλες, και γαρίζνε σα σολογάν’δες γαδάρ.
Οι υποστηρικτές του μέτρου ισχυρίζονται ότι ορθά έπραξε η εθνική - σοσιαλιστική μας κυβέρνηση, διότι είναι θέμα υγείας αλλά και οικονομίας. Σου λέει, μας γαλόκαψε μπλια ο νταρμπουκοτζέγαρος, μας γαρτζούκλιασε, μας ντάβλιασε, γιώσαν τα τζγιέργια μας, στλώσαν τα βζγκούνια μας, ανάψαν τα στμόνια μας, γαγ’λιάσαμ να φουμαίρνουμ, ζυχιάσαμ σα τς κάτες π’ νιαγουρίζνε όντας καυλομαχούνε, κι ούλο μας μερεμδίζ ο κάρεγκλάς μας και χοχλακίζομ τς λέχαρ, που έναι σα κατοχρονίτκες πεταλ’δάρες τ’ Αγιαρμόλα και σα Παλιοπολ’νοί καβούρ. Γι’ αυτό έβαλε να πληρώσομ καινούργιο ρετζά στο τζίγο και είπε καπίν’ζμα τισλίμ μπιτί. Άσε που κάθε δουλειά πάει πίσω με το κάμε τζιγάρο και κάμε τζιγάρο, και κάπεν’σε ένα τζιγάρο να πιούμε τον ίδρω μας, και πάρε τζιγάρο για τα σεκλέτια, και πάρε τσιγάρο για τα σερμπέτια και κάργα τζουρούκλα τζιγαρούκλα, και γιούρντζμα κατά τ’ μπαράγκα, και ντεμπεχανλίκ’ και αραλίκ΄. Όπου κι αν έβλεπες, να τζιγαρόσουπα μες στα ποτήρια και μες στα πιάτα, οι καφενέδες και τα κέντρα μες στο τζιγαροθυμιατό, ουλ’ να γυρίζνε με το μπορδοτζίγο και να ρίχνε πασπάλ’ καταγή, να κάμνε τλούπες με το γκαπνό σα ντο γκαπνοδούκο, και να αντερβολιάζνε τα μάτια σ’ απ’ τ’ γκαπνίλα. Τώρα σου λέει, ουλ’ οι χαρμανλατζήδες κι ούλες οι φουμαντσούδες, που από παν καπνίζαν κι από κατ αθνίζαν, θα παγαίν,νε μες στο ξάβορο και θα καπνίζνε μες στα γωνιαδέλια σα τς μορλάδες.
Οι αντιτιθέμενοι στην απαγόρευση ισχυρίζονται ότι με την οικονομική δυσπραγία που υπάρχει, ο τζίγος μελαγ’νεύ’ τον άθρωπο, το σεκλέτ περνά με το καπίν’ζμα, και καλύτερα να πνας παρά να μη φουμαίρεν’ς, κι αφού δε φραίνεται η κλια ας φραίντεν μπάρεμ τα μστακούδια. Λογάριασε τώρα, και να πνας και να μη φουμαίρεν’ς. Όποιος καπνίζει θα καπνίζει, αφού σαν είσαι θεργιακλής, οχ’ τσιγάρο, αλλά και τ’ ζίγρα, και τα σκ’λουκούραδα θα καπνίγ’ς. Κανονικά, λένε, έπρεπε η κυβέρνηση να μερνά τα τζιγάρα στο γκόζμο, γιατί με τόση μπουρτζίλα και ατσιγαριά, σε κομάτ θα καπνίζνε κολοκ’θιά με ντ γκαβαλίνα ή τη βνια μέσα. Άσε εκεί που πήγε το πετρέλαιο, το καπίν’ζμα θα ζεσταίν’ το χ’μώνα, αφού ο τζίγος έναι πυρωτκός. Θα σέρνε μαθέ το Ματσάγγο μαζί τς για μαγκάλ’ γερενέ, κι όποτε μαργών,νε θα πυρολαντίζνε ένα χοντρό γουρτζελοτζίγαρο κι θα χουχλίζντεν. Ύστερα θα βλέπουν και τον άλλο μελλοντικό σωτήρα κ. Σαμαρά στην τηλεόραση, που τώρα έμαθε πώς κυβερνούνε, γιατί πέρυσι ήταν μικρός και δεν ήξερε, και έχει τώρα και εκείνος σχέδιο και θα ξεχνούνε το γκαμό τς και τ’ γκαγίλα τς. Και όταν θα μαζεύνε τς τσιγαρόκωλ’ απ’ το δρόμο, θα είναι περήφανοι που ανήκουν ή στη «φιλολαϊκή σοσιαλιστική κομπανία», ή στη «μεγάλη δεξιοπατριωτική εταιρεία». Όποιος και να τς αποτελειώσ’ (το έργο), θα αγιάσνε. Αγαπητοί αναγνώστες, τσιγαροευτυχείτε εν πλήρει νιρβάνα.




,