Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ΛΗΜΝΙΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ



Αριστείδη Τσοτρούδη

«ΛΗΜΝΙΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ».

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Αγαπητοί συμπατριώτες

Κατά πρώτον θέλω να ευχαριστήσω τον Αριστείδη Τσοτρούδη, που με επέλεξε για την παρουσίαση του βιβλίου του «ΛΗΜΝΙΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ».
Δεύτερο, επιθυμώ να πω ότι αισθάνομαι συγκινημένος που βρίσκομαι σ’ αυτόν τον χώρο του Γυμνασίου, απ’ όπου απεφοίτησα πριν 37 χρόνια. Αισθάνομαι κάπως σαν μαθητής, στο μάθημα ιστορίας, αφού το βιβλίο του Αριστείδη Τσοτρούδη είναι η ιστορία της Λήμνου τον τελευταίο αιώνα. Μια ιστορία που δεν τη διδαχτήκαμε ως μαθητές, αλλά μας τη διδάσκει τώρα ο Αριστείδης Τσοτρούδης.
Ο συγγραφέας κάνει μια σχετικά σύντομη αναδρομή στη ιστορία της Ελλάδας από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έως τον πόλεμο της Κορέας το 1950 53, δίνοντας το ιστορικό πλαίσιο. Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο αναπτύσσει ουσιαστικά την ιστορία της Λήμνου, με αποκορύφωμα τα ονόματα όλων των Λήμνιων νεκρών ηρώων, ανά χωριό και ανά πόλεμο, καθώς και τις φωτογραφίες τους, όσες τουλάχιστον βρήκε. Ονόματα που διαδραμάτισαν πρωταρχικό λόγο στην Ελληνική ιστορία παρελαύνουν από τις σελίδες του και συσχετίζονται με τα Λημνιακά θέματα αναλόγως προς την ιστορική εποχή. Βενιζέλος, διάδοχος Κωνσταντίνος, Κουντουριώτης, Μουσταφά Κεμάλ, Πλαστήρας, Μεταξάς, Παπάγος… Σελίδες δόξας και εθνικής ανάτασης εναλλάσσονται με σελίδες ήττας και ταπείνωσης, συχνά με τα ίδια πρόσωπα απ’ την αποθέωση να ρίχνονται στην πυρά. Η Ελλάδα και οι Έλληνες, που βιώνουν το μαρτύριο του Σισύφου, της διαρκούς μετάπτωσης από την ψυχική ευφορία στο ψυχικό άλγημα. Τι να πρωτοθυμηθεί κάποιος;
Η απελευθέρωση της Λήμνου το 1912, μέσα απ’ τις σελίδες του πολεμικού ημερολογίου του θωρηκτού Αβέρωφ.
Η μάχη του Σκρα, το 1918 εναντίον των Βουλγάρων, που στοίχισε τη ζωή σε 60 Λημνιούς. Εγώ προσωπικά, ομολογώ, δεν ήξερα τίποτα, παρ’ ότι ένας νεκρός ήταν πρώτος ξάδερφος του παππού μου. Ήξερα μόνο ότι ένας ξάδερφος του παππού μου σκοτώθηκε στον πόλεμο. Ούτε καν το μικρό του όνομα. Ποιον πόλεμο; Πότε;
Ξαναζωντανεύει η βύθιση από γερμανική νάρκη το 1918 του ατμόπλοιου «Ελένη», με το οποίο επέστρεφαν στη Λήμνο με τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου πολλοί Λήμνιοι στρατιώτες. Το πλοίο έγινε φέρετρο πολλών Λήμνιων στρατιωτών. Γλαφυρές όσο και ανατριχιαστικές οι διηγήσεις στρατιωτών που διασώθηκαν.
Η ατέλειωτη περιπέτεια των προσφύγων του Ρεϊσντερέ, που αποίκισαν τα Λέρα.
Το τάγμα της Λήμνου κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, ο ηρωισμός του κατά τη μάχη του Πόγραδετς τις τελευταίες μέρες του πολέμου, οι τρομακτικές απώλειές του, κι όλα αυτά με έγγραφα από τη ΔΙΣ.
Άγνωστες πτυχές της αντίστασης κατά την κατάληψη της Λήμνου από τους Γερμανούς, ενώ είχε υπογραφεί η συνθηκολόγηση, μέσα από ελληνικά αλλά και γερμανικά στρατιωτικά έγγραφα.
Η αντιστασιακή δράση, τα άγρια βασανιστήρια και ο στραγγαλισμός του λιμενάρχη Μούδρου Αρβανιτάκη, μέσα από έρευνα που έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας.
Η αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη Λήμνο, η άφιξη του Ιερού Λόχου, η περιγραφή των μαχών, η σύλληψη Γερμανών αιχμαλώτων.
Η παρουσίαση καταγραφής από τον διευθυντή της Χειρουργικής κλινικής του Νοσοκομείου Λήμνου Θεολόγου Μαλαχιά, των «επισυμβάντων δυστυχημάτων» όπως αναφέρει, κατά τη διάρκεια της Γερμανοκατοχής αλλά και πιο ύστερα, από νάρκες, δηλητηριάσεις από δυναμίτιδα, εγκαύματα, κλπ, με δεκάδες τραυματίες και νεκρούς.
Το πιο εντυπωσιακό, αλλά και το πιο συγκινητικό μέρος του βιβλίου αφορά σε γράμματα, καρτ - ποστάλ, φωτογραφίες στρατιωτών από τη Μικρασιατική εκστρατεία, όσο και από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Μια επιστολή μελλοθανάτου μέσα από τη φυλακή, του Παναγιώτη Αποστόλου από τα Λύχνα, που εκτελέστηκε τελικά από τους Γερμανούς, προκαλεί δέος.
Η περιγραφή του μαρτυρικού θανάτου του πατέρα του συγγραφέα, του Γιάννη Τσοτρούδη, στο πεδίο της μάχης 7 Απριλίου 1941 στο Πόγραδετς, δυο ημέρες πριν τη συνθηκολόγηση, η σχεδόν πλήρης αποκοπή του ποδιού του από βολή όλμου, η προσπάθεια να ελευθερωθεί από το τραυματισμένο πόδι του, κόβοντας ο ίδιος με ένα σουγιά τον τένοντα που το κρατούσε.
Είναι μακρινά τα γεγονότα αυτά; Για τον ιστορικό χρόνο, όχι δεν είναι. Στη γειτονιά μου στην Ατσική υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες, που έλεγαν τη δραματική τους περιπέτεια, αναφέροντας με κλάματα τους νεκρούς και τους αγνοούμενους της οικογένειάς τους. Θυμάμαι τις διηγήσεις του πατέρα μου για τον πόλεμο στα χιόνια της Αλβανίας. Θυμάμαι, όταν ήμουν μαθητής Γυμνασίου, που μας μάζευε στα σκαλιά της Αγίας Παρασκευής, πολλά παιδιά, ένας ηλικιωμένος, μαυριδερός, δεν θυμάμαι το όνομά του, ήταν χαμάλης που μετέφερε πράγματα με ένα καρότσι, κυρίως από το σταθμό των λεωφορείων, μας μάζευε λοιπόν και μας έλεγε ιστορίες για την Μικρασιατική εκστρατεία, όπου συμμετείχε ως στρατιώτης.
Τότε; Γιατί δεν ήταν καταγεγραμμένοι όλοι αυτοί οι νεκροί; Γιατί δεν διδάσκεται η τοπική ιστορία στα σχολειά; Γιατί ξεχνιούνται οι ήρωες; Πώς γίνεται δίπλα μας να ζουν μάνες, γυναίκες, παιδιά ηρώων, να τους χαιρετούμε, να τους μιλούμε κι όμως να μη γνωρίζουμε την ιστορία τους; Ίσως είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης να ξεπερνά τα πένθη της, να κοιτάζει το μέλλον, να ξεχνά το τραυματικό παρελθόν. Καθώς ο χρόνος περνά, καθώς έρχονται νέες γενιές, καθώς άλλα θέματα και προβλήματα απασχολούν τους ανθρώπους, ένα πέπλο λήθης σκεπάζει βαθμηδόν το παρελθόν, οι νεκροί ξεθωριάζουν, οι αγώνες τους και οι ίδιοι ξεχνιούνται τελικά, για να παραμείνουν μόνο γενικόλογες αναφορές σε εθνικές επετείους, χωρίς λεπτομέρειες, χωρίς ονόματα, χωρίς χαρακτηριστικά, χωρίς πραγματική ανάμνηση.
Όμως αυτό ισχύει εν προκειμένω; Η υπέρβαση του πένθους; Ή το ανάποδο. Μήπως η πίκρα, που δένει κόμπο την ψυχή κάνει τον άνθρωπο να μη μιλά; Ο κόσμος που δεν μιλιέται είναι ένας κόσμος που δεν υπάρχει, είναι ένα φάντασμα, σαν αυτούς που έφυγαν. Το πένθος όσο είναι νωπό, τελείται εν σιωπή, δεν περιφέρεται, δεν ανακοινώνεται ολούθε. Για να βγει ο νους απ’ το βραχνά χρειάζεται χρόνος. Όσοι έχασαν νέους ανθρώπους, ξέρουν ότι ο χρόνος πια υπολογίζεται ως χρόνος προ και χρόνος μετά το συμβάν. Όμως το «άφατον» δεν μπορεί να παραμείνει επ’ άπειρον. Σιγά – σιγά η ψυχή μοιράζει τον πόνο της και επανέρχεται στα ανθρώπινα. Μάλλον ισχύουν ισοβαρώς και οι δυο εκδοχές. Και μετά από 30, 50, ή 70 χρόνια, βρίσκεται ένας Τσοτρούδης, που συμπυκνώνει αυτό το καθαρτήριο κλάμα όλων των ψυχών. Και επιφέρει την κάθαρση σε μια τραγωδία, που φαινόταν χωρίς τέλος. Μας λέει τον καημό του σαν ένας φίλος. Μπορεί κανείς να μην ακούσει τον καημό του φίλου του; Και ξαφνικά ανακαλύπτουμε ότι αυτός ο καημός, είναι και ο δικός μας καημός. Αυτός που θα θέλαμε να πούμε και μεις στο φίλο μας.
Αυτοί οι νεκροί δικαιούνται τον τίτλο του ήρωα. Ήταν φτωχά παιδιά κατά το πλείστον αγροτών, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, χωρίς κάποια στρατιωτική οικογενειακή παράδοση. Η φιλοπατρία τους, η παλικαριά τους, και το αδάμαστο φρόνημά τους, τους έκαμε να υπερβούν τα κοινά μέτρα. Αυτοί οι νεκροί δεν σκοτώθηκαν τυχαία, επειδή βρέθηκαν εκεί την κακιά την ώρα. Μέσα από γράμματα, μέσα από έγγραφα, μέσα από διηγήσεις πολεμιστών, αναβιώνει ο φοβερός αγώνας, οι μάχες σώμα με σώμα, οι εφορμήσεις για κατάληψη υψωμάτων ενώ τα πολυβόλα θέριζαν, οι πράξεις αυτοθυσίας, είτε βρίσκονταν στα βουνά της Μακεδονίας, είτε στις στέπες της Μικράς Ασίας, είτε στους πάγους της Αλβανίας, είτε αλλού. Αυτοί οι νεκροί δεν αυτοεξαιρέθηκαν, δεν κρύφτηκαν, δεν μούταξαν, δεν έβαλαν μέσον για να μην πάνε στη φωτιά, δεν εκλογίκευσαν τυχόν αμφιβολίες τους, δεν συγκρατήθηκαν από τυχόν οικογενειακές φροντίδες, δεν ζύγισαν σε καμιά ζυγαριά οφέλη και ζημίες. Γι’ αυτό και ο τίτλος του ήρωα, με όσο βαριά και σκληρά ζύγια κι αν ζυγιστεί δεν θα είναι ξίκικος. Κλήθηκαν στον αγώνα και ανταποκρίθηκαν θερμά, άνευ ορίων και άνευ όρων. Η ζωή έχει τόσα πράγματα που αξίζουν. Αυτοί δεν διάλεξαν τα «πλούτια» της ζωής, διάλεξαν το πιο οδυνηρό. Τη θυσία. Θυσιάστηκαν λόγω φιλοπατρίας. Τόσο απλά. Και δεν είχαν μέσα στο μυαλό τους την προσδοκία καμιάς ανταμοιβής.
Θυμάστε μια ελληνική ταινία του Σακελάριου, που πρωταγωνιστούσε ο Βασίλης Λογοθετίδης; Η ταινία λεγόταν «Ένας ήρως με παντούφλες» και παρουσίαζε έναν τιμημένο στρατηγό που ήθελαν δήθεν να τον τιμήσουν και του έστησαν τον ανδριάντα μπροστά από το σπίτι του. Όταν ο στρατηγός αντιλήφθηκε ότι ο απώτερος σκοπός δεν ήταν ακριβώς η απόδοση τιμής σ’ αυτόν, λέει τη φράση: «Η πατρίδα δεν μου χρωστά τίποτα. Κι αν εγώ αγωνίσθηκα και έχυσα το αίμα μου, έκανα απλώς το χρέος μου. Η πατρίδα δεν χρωστά τίποτα σε κανέναν».
Είμαι βέβαιος ότι αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πέθαναν για την πατρίδα, μπορούσαν να εκφέρουν γνώμη, αυτό ακριβώς θα έλεγαν. Αυτοί εκεί που βρίσκονται δε νοιάζονται ούτε για τιμές, ούτε για διακρίσεις. Ο θάνατος για την πατρίδα, για τα ιδανικά τους, από μόνος του είναι το βραβείο τους. Εμείς όμως; Οι ζωντανοί; Οι επίγονοι; Ο αυτοσεβασμός μας; Η αξιοπρέπειά μας; Για μας λοιπόν είναι χρειώδης η μνήμη. Εμείς την έχουμε ανάγκη. Οι αποδιδόμενες τιμές στους ήρωες είναι για τη δική μας ισορροπία. Για την εικόνα μας στο ενώπιος ενωπίω. Για την εικόνα μας απέναντι στα παιδιά μας.
Το βιβλίο ΛΗΜΝΙΟΙ ΗΡΩΕΣ είναι ένα έργο υψηλής αισθητικής, φτιαγμένο με μεράκι, μου θυμίζει εκείνα τα τετράδια καλλιγραφίας που είχαμε εμείς που προλάβαμε το μάθημα της καλλιγραφίας. Όταν το έπιασα για πρώτη φορά στα χέρια μου, το άνοιξα και του έριξα μια πρόχειρη ματιά. Ένιωσα ένα δέος. Ένιωσα σαν μύστης σε αρχαία ιερουργία. Μια συγκίνηση ανείπωτη. Μια χαρά και μια υπερηφάνεια, που είμαι Λημνιός. Στεκόμουν μέσα στο δρόμο και το διάβαζα. Ήθελα να φωνάξω στον κόσμο: «Κοιτάξτε, αυτή είναι η Λήμνος, αυτοί είναι οι Λημνιοί». Και όταν το μελέτησα σκέφτηκα ότι είναι σωστό αυτό που λένε ότι «το αίσθημα της αιωνιότητας γεννιέται όταν και όπου θέλει εκείνο και όχι όταν και όπου θέλουμε εμείς». Αυτό το παραδεισένιο αίσθημα της αιωνιότητας, αναβλύζει σαν αρτεσιανό φρέαρ, από το βιβλίο αυτό.
Πέραν των ηρωικών κατορθωμάτων αναδύονται σκοτεινές στιγμές της ιστορίας. Εθνικοί διχασμοί, άγρια γεγονότα, φορτισμένοι τόποι, φορτισμένες ψυχές, δυστυχία, αφανισμός, λιτές ζωές, λιτοί θάνατοι, κουβέντες λίγες, άλλος κόσμος.
Όλα περνούν μέσα από την κρησάρα της σοφίας και της καλοσύνης του συγγραφέα και αναδεικνύουν τη σωστή σημασία τους, την διδακτική τους αποστολή. Χωρίς φόβο, με πάθος νηφάλιο, πάθος αγάπης.
Ο συγγραφέας ιχνηλατεί το παρελθόν μεθοδικά, προσπαθώντας μέσα από τον ξανακερδισμένο χρόνο να επαναπροσδιορίσει ιδανικά, να βρει το χαμένο μας έρμα. Με τον πρέποντα τρόπο. Με το σθένος ενός φρονήματος ανδρικού. Θέλγει βαθύτατα αυτή η περιήγηση στους λειμώνες της μνήμης. Κείμενα απαστράπτοντα, γενναία, καθρέφτες πεντακάθαροι μιας εποχής ηρωικής όσο και ζοφερής.
Ένας έκδηλος και βαθύτατος σεβασμός χαρακτηρίζει κάθε αναφορά στους νεκρούς, τη μνήμη, τα πράγματα.
Ο συγγραφέας Αριστείδης Τσοτρούδης από οδοντίατρος γίνεται ιστορικός και διδάχος των σπουδαίων. Κάνει μια άγρια εισβολή στη συγχυσμένη εποχή μας και στην επικράτεια της σύγχρονης και ναρκισσευόμενης ευτέλειας. Γίνεται σοφός διδάσκαλος, που διδάσκει την ανωτερότητα του αρχέγονου ήθους. Γι’ αυτόν η ανθρώπινη ζωή είναι ποιότητα και όχι μέγεθος. Δεν είναι ένας τεχνικός συγγραφέας. Δεν είναι ο ψυχρός ιστορικός καταγραφέας. Σε όλο το έργο φαίνεται καθαρά η προσωπική συναισθηματική εμπλοκή του με τον τόπο που τον γέννησε καθώς και με τα συγκλονιστικά γεγονότα της εποχής, η οποία έχει αφήσει τον απόηχό της στον ψυχισμό του. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού είναι γιος νεκρού ήρωα και δεν γνώρισε πατέρα. Και είναι η αιτία που το βιβλίο αυτό, πέραν των ιστορικών του πληροφοριών, σου μιλά στην καρδιά. Γιατί κι ο ίδιος, μαζί με τη δαπάνη του νου έβαλε και τον πόνο της καρδιάς του.
Ανακαλεί στη μνήμη την άγνωστη μορφή του πατέρα του με τρόπο επώδυνο για τον ίδιο. Ο άγνωστος πατέρας φαίνεται ότι άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του. Όντας μοναδικός, ο σεπτός γεννήτορας γίνεται συν τω χρόνω μια ιδεατή απόλυτη μορφή, η οποία με τρόπο μυστηριακό, φωτίζει την καθημερινή γεηρή του ύπαρξη. Ο συγγραφέας κατορθώνει να βγει σώος από αυτή την ψυχική σύνθλιψη, που του προκαλεί η βιωματική του συμφορά, έχοντας δημιουργήσει ένα απολύτως προσωπικό στίγμα. Σύμβολο του αγώνα αλλά και της θυσίας, ο πατέρας του αγγίζει την αθανασία, αφού ο συγγραφέας τον μεταφέρει από την ψυχή του στα γραπτά του και τον δένει με τα σύμβολα της αιωνιότητας.
Ο Αριστείδης Τσοτρούδης ξεφεύγει απ’ τον τοπικό ορίζοντα, γίνεται ένας ταξιδευτής του κόσμου, ένας γυρολόγος απόστολος που διδάσκει το γένος των βροτών, αιμορραγώντας ο ίδιος, με μια εσωτερική αιμορραγία που την κρατά όσο μπορεί κρυφή, για να προλάβει την αποστολή του. Μια αιμορραγία όμως, που το πορφυρό της ρίγος είναι άκρως μεταδοτικό. Και έχει στις αποσκευές του ταξιδιού, το δώρο που του χάρισε ο παππούς μας ο Προμηθέας, το ίδιο που χάρισε σε όλους μας, που δεν είναι βέβαια το «αμόρωτον», δηλαδή το «απέθαντο» αλλά οι τυφλές ελπίδες, για να μη βλέπουμε το θάνατο και καταρρέουμε, αλλά να συνεχίζουμε αγωνιζόμενοι.
Ο Αριστείδης Τσοτρούδης σαν άλλος αρχαίος ολυμπιονίκης Επέραστος, λαμβάνει με την αξία του τον τίτλο του «μάντεως εκ του γένους των ιερογλώσσων».
Ο Αριστείδης Τσοτρούδης είναι ένας ιερός Εξηγητής διοσημιών.
Ο Αριστείδης Τσοτρούδης είναι ένας λαμπαδηφόρος, ένας καπνισμένος Λήμνιος φρυκτωρός, που μας ανάβει υπνόμαχες πυρές και μας ξυπνάει από τη χειμερία νάρκη μας. Εμείς θα ξυπνήσουμε;
Ο Αριστείδης Τσοτρούδης μας διδάσκει. Εμείς θα διδαχθούμε;

ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Λευτέρης Αθ. Αναστασίου

ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

Ποίηση

Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Ο ποιητής Λευτέρης Αναστασίου, μια πολυσύνθετη και δραστήρια παρουσία στα γράμματα και στους κοινωνικούς αγώνες της Θεσσαλίας, εξέδωσε τη νέα του ποιητική συλλογή «Ανοιχτή παρένθεση». Ο ποιητής του ονείρου και των οραμάτων, δεν θα μπορούσε παρά να αφήσει «ανοιχτή παρένθεση», προσδοκώντας τη συνέχεια, τη διόρθωση του Λάθους, την Ελπίδα, την Ανάσταση. Όντας ποιητής και όχι λογιστής της ζωής, δεν κατανοεί αριθμούς, παρά μόνο ιδέες. Η πυθαγόρειος παραγγελία, «κλείνει η παρένθεση» δεν γίνεται από αυτόν αποδεκτή. «Τα πάντα εγένοντο κατ’ αριθμόν» έλεγε ο Πυθαγόρας, «τα πάντα εγένοντο κατ’ αγάπην» λέγει ο Λ.Α. Και οι δυο ωστόσο είναι ιχνηλάτες και ερευνητές του Κόσμου. Και οι δυο προτάσσουν το «εκάς βέβηλοι» και οι δυο έχουν την «τετρακτύν» τους. Η μεν του μεγάλου μαθηματικού στηρίζεται σε αριθμούς, στιγμές, σχήματα, η δε του ποιητή, στην αγάπη. Ο ποιητής χάνοντας αγαπημένα πρόσωπα συμπληρώνει με αγάπη, τηκόμενος σαν το κερί, αφού «κι αν απωλεσθούν οι καιροί, μένει ανώλεθρος η Αγάπη».



Παρόλο ότι την ποιητική του έμπνευση την αντλεί από ένα απέραντο χώρο και από ένα ολόκληρο κόσμο, οι ρίζες της ποίησής του είναι ευδιάκριτες και σταθερές. Κατ’ αρχάς τα βιωματικά στοιχεία του θανάτου της γυναίκας του και η ανατροπή της προτέρας του ζωής είναι η θρυαλλίς που δίνει την έκρηξη σ’αυτή την πλούσια ποιητική ιδιοσυγκρασία. Ο θάνατος, τα πώς και τα γιατί του, οι υπαρξιακές αναζητήσεις του, είναι διάχυτα σε όλο το έργο του. Έπειτα ο αγώνας και η αγωνία του για ένα κόσμο πιο δίκαιο, η αδυναμία του ως απλού ανθρώπου να τον αλλάξει, η ευαισθησία του συνδυασμένη με τη μαχητικότητα αλλά και τη σοφία που απέκτησε με τα χρόνια, δίδουν τη δεύτερη κύρια διάσταση στη θεματική του Λ.Α. Ένα άλλο ουσιώδες στοιχείο στην ποίησή του είναι το όνειρο και το όραμα. Εδώ ο ποιητής – αγωνιστής γίνεται ποιητής – μάντης. Με τα τρία αυτά χαρακτηριστικά ως θεμέλια, ο ποιητής ξεδιπλώνει αμέτρητες πτυχές της χαρισματικής προσωπικότητάς του, δημιουργώντας όχι απλώς ένα εξόχως ωραίο ποιητικό έργο, αλλά ξανατυπώνοντας τη νέα «Χάρτα του Ανθρώπου», δείχνοντας σε ποιο ύψος πρέπει να στέκεται ο Άνθρωπος.
Τ’ αγέννητα εγγόνια μας θάρθουν με ορμή / να μετρήσουν τούτη τη γη σπιθαμή προς σπιθαμή / να φυτέψουν πάλι κυκλάμινα και ανεμώνες / και θα μας απαγγείλουν βαρύ κατηγορητήριο… για την παράδοση της ιερής φωτιάς / σε ανάλγητους απελάτες…
Από τη «Συμφωνία λέξεων και οραμάτων» ως την «Ανοιχτή παρένθεση» αναγνωρίζεται μια αλλαγή σε ένα ποιητικό κλίμα πιο ήπιο, ο λυρισμός όμως είναι πιο έντονος. Στο έργο αυτό ο Λ.Α. βάζει παρά πόδας για λίγο τα άρματά του. Ώριμος όμως χωρίς παραίτηση, φιλοσοφημένος όμως λειτουργικός, άγρια χτυπημένος όμως με άκαμπτο φρόνημα, αλλάζει ρόλο. Ο αντάρτης δίνει τη θέση του στο στοχαστή, στον κήρυκα, στον προφήτη.
Το «νενικήκαμεν» είναι ύβρις και οίηση / στις έγνοιες της ματαιότητας. / Καιρός να αποθέσουν στην ιερή Γη τη σπάθη / και να αναζητήσουν μια στάμνα για το φρέαρ / της Σαμάρειας…
Ο ποιητής ζει σε μια έκσταση, σε μια ιερή μέθη, που τη μεταδίδει και στον αναγνώστη. Η ατομική μυθολογία του είναι πλήρως διαμορφωμένη πλέον, μέσα σε ένα ονειρικό διάκοσμο, με μεγαλύτερη φραστική τόλμη, με πλούσιο λεξιλόγιο, με πλήθος επιθετικών προσδιορισμών. Οι συχνές αναφορές του στην αρχαιοελληνική και εκκλησιαστική γραμματεία γίνονται χωρίς επιδειξιομανία, με τρόπο άκρως κρυπτικό και χωρίς καμμιά εκζήτηση. Ο πλούσιος και ξένος προς τα κοινότυπα λόγος του δεν προκαλεί ξενισμό, αλλά αντίθετα ρέει σαν το κελαρυστό νερό. Χρησιμοποιεί λέξεις ξεχωριστές, βαρυσήμαντες, που ωστόσο δεν ακούονται ως πυροβολισμοί, αλλά μάλλον σαν τον ήχο καμπάνας εσπερινού σε καλοκαιριάτικο σούρουπο. Η ποίησή του, μερικές φορές, με τη βυζαντινή μουσικότητα θυμίζει εκκλησιαστικά εγκώμια και μας μεταφέρει σε κλίμα κατανυκτικής ιερουργίας. Η βαριά πνευματική και ηθική «αρματωσιά» του και η αλγεινή πραγματικότητα που βίωσε δίνουν ένα έργο μεστό και ένα αισθητικό αποτέλεσμα υψηλό. Ο Λ.Α. είναι προικισμένος με την κατά Πλάτωνα «Μανία των Μουσών», την ιερή τρέλα. Είναι όλο αναζητήσεις. Στο στίχο, στη λέξη, στην ουσία, στο βάθος, στις προεκτάσεις, στο μήνυμα. Σαν δεινός ιχνευτής αναζητεί και ανακαλύπτει.
Ευαίσθητη και ανοχύρωτη καρδιά μου / πού να σε κρύψω / από τα μάτια του Ήφαιστου που πετάνε σπίθες; / Στη μαντήλα της μάνας μου - που δεν θυμάμαι / να την έχει βγάλει ποτέ - / δε θα ψάξει κανείς.
Ο Έρωτας γίνεται Αγάπη. Όλα ερμηνεύονται με την Αγάπη. Όλα τελειοποιούνται με την Αγάπη. Όλα μετατρέπονται σε Αγάπη, αρκεί να έχει κανείς το μαγικό φίλτρο, που κατέχει ο Λ.Α. Γιατί χωρίς αμφιβολία ο Λ.Α. είναι ένας μάγος του Λόγου. Ο έρωτας, ο θάνατος, ο αγώνας, το όραμα, το όνειρο, εναλλάσσονται και αλληλοσυνδέονται στο έργο του με τρόπο θαυμαστό, που δημιουργείται από μια εντελώς προσωπική θεώρηση του κόσμου. Η θέρμη των εσωτερικών του βιωμάτων γίνεται λάβα καυτή, που κατακαίει ότι κίβδηλο και ευτελές. Το εφιαλτικό σκηνικό μετατρέπεται από τη μεγάλη δεξιοτεχνία του σε ονειρικό - ψυχεδελικό πεδίο, όπου βασιλεύει παραδείσια αρμονία και καταλλαγή.
Και γω μ’ ένα πανέρι στα χέρια / μοιράζω άρτο και ύδωρ και Μνήμες σε στίχους…/ Ξεσπάω σε παραλήρημα προσευχής ως ασκητής / με κατάμαυρο τρίβωνα / και την ελπίδα παρατημένη στο προσκυνητάρι / η Αγάπη γέννησε τον Κόσμο… Συνοδή μου…/ Κόσμε μου..
Μια πλούσια εσωτερική αναστάτωση και μια κοσμογονική έκσταση, θαρρείς πως τον έχει κυριεύσει. Η ποίησή του είναι ένας γόος λυρικός. Τον βγάζει ο ποιητής, τον εισπράττει ο αναγνώστης. Ο Λ.Α. γράφει με το αίμα της καρδιάς του. Η ποιητική του όραση οξύνεται στο έπακρο από τα περιώδυνα συμβάντα της ζωής του. Και οι στίχοι του χωρούν την οδύνη ολόκληρης της πλάσης. Βλέπει και ακούει αυτό που οι άλλοι αδυνατούν να αισθανθούν. Δεν είναι ο αμέριμνος ποιητής – θεατής. Καταδύεται τολμώντας έως τα ενδότερα υποστασιακά του βάθη, δοκιμάζοντας την αντοχή της ψυχής του. Κάνει ασκήσεις ευαισθησίας, σχοινοβατώντας ακροβάτης χωρίς ράβδο ισορροπίας. Γεύεται το φαρμάκι του κόσμου χωρίς βαρυγγόμια καμιά. Ο βιωματικός του πυρήνας περιβάλλεται από «κέλυφος» διαπερατό και διάβροχο. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός φρικαλέου κόσμου γεμάτου απανθρωπιά και βαρβαρότητα, που άλλοι δεν τον παίρνουν καν χαμπάρι, φρίττει τον ποιητή. Δεν αγγίζει απλώς τον παγκόσμιο πόνο, τον ζει. Διαλύεται από το ξεκλήρισμα της φύτρας της ζωής, των παιδιών. Ναι, είναι ένας στρατευμένος ποιητής, με τη μεριά των αδύνατων, των κατατρεγμένων και των αποδιωγμένων. Τη θέση αυτή δίπλα στους αναξιοπαθούντες δεν την παίρνει βέβαια, άδοξα και χαριστικά.
Κύριε / Έρχομαι ως νικημένος Απόστολος / να μαζέψω θρήνους, πόδια, χέρια και λυγμούς / μικρών παιδιών / σε μια λήκυθο δακρύων της αυγής
Όμως ο Λ.Α. δεν είναι ένας απλός ονειροπόλος, πεσιμιστής. Το ιερατείο των αγωνιών του ξέρει να υποδεικνύει τους εχθρούς και τους κινδύνους που ελλοχεύουν.
Τούτος ο λαός ο παράνομος και αχάριστος / ο του αργυρίου αποκρουστικός λευίτης / ακόμα γεννάει Άννα – Καϊάφα….Μπεγκίν Σαρόν / και πάντα ο εκλεκτός της Ρώμης
Είναι ένας «εξηγητής» κατά την αρχαιοελληνική έννοια. Εξηγεί τις διοσημίες και ερμηνεύει τα όνειρα και τους χρησμούς. Ο Λ.Α. είναι ένας δαδηφόρος πυρπολητής ψυχών. Ώστε οι ψυχές να δηλώνουν στους φύλακες του Άδη, το του Πρόκλου: «Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος».
Η ποίησή του συχνά διαπνέεται από βαθύτατη μελαγχολία, που συνήθως όμως καταλήγει σε αισιόδοξα μηνύματα. Η βαθύτατη ενασχόλησή του με το θάνατο δεν καταλήγει σε νοσηρότητα, αλλά εξουδετερώνεται από μια ορμητική διάθεση για ζωή και δημιουργία. Είναι ο ποιητής της Ελπίδας. «Κρατά τα κλειδιά της φυλακής του στο ίδιο του το χέρι» (Σενέκα. Ηθικές επιστολές).
Έλα με τα στοχαστικά μάτια / και το παιδικό χαμόγελο /
να προλάβω το λιόγερμα / προτού ο ήλιος βυθιστεί στη θάλασσα του Χορευτού
Άλλοτε είναι πύρινος, βάζει φωτιά και κατακαίει, «περνά τη φωτιά για να φτάσει τη λάμψη» κατά τον Ελύτη, άλλοτε πάλι είναι καρτερικός, στωικός, σιγαλός, «ροκανίζει τις ασάλευτες ρίζες του κατεστημένου» κατά τη φράση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου.
Καραγιώργη, / περιμένουμε ακόμα την αίθρια μέρα / μ’ ανοιχτά παράθυρα / στην απέραντη νοσταλγία του ΔΙΚΙΟΥ
Τον ποιητή τον χαρακτηρίζει μια καταπλήσσουσα ευγένεια και όλα τα στοιχεία στην ποίησή του, όπως η νοσταλγία, η μελαγχολία, ο πόνος, η συντριβή, η αναπόληση, η αγωνιστική διάθεση, οι αμφιβολίες του, το παράπονό του από ανθρώπους και Θεό, έχουν τη σφραγίδα της. Η φυσική και η καλλιτεχνική του ευγένεια, τον μετατρέπουν σε ένα αριστοκράτη ευπατρίδη, παρά τις λαϊκές και αριστερές ρίζες του και μαλακώνει την έκφρασή του και τον τόνο του, ακόμα και σε περιπτώσεις που θα περίμενε κανείς να είναι σκληρός και αδυσώπητος.
Φορτώθηκα τα όνειρα των φτωχών αδελφών μου / μοίρασα αντίδωρο στους δολοφόνους του Πατέρα μου / κι όταν ήλθε το δείλι άραξα σε λιμάνι απάνεμο / μ’ ένα άγιο χέρι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά
Άνθρωπος και ανθρώπινος, μερικές φορές λυγίζει, αναρωτιέται, αμφιβάλλει, αλλά πάντα σηκώνεται και με το δέος αλλά και το θάρρος ήρωος, μπαίνει στη φωτιά και με την πρόγευση του θανάτου στα χείλη προσπαθεί να ξεδιαλύνει την ανερμήνευτη αιωνιότητα, να ψαύσει τον τύπον των ήλων. Όχι σαν άπιστος Θωμάς, αλλά σαν το παιδί που κοιτάζει τον πατέρα του κατάματα.
Ο πονεμένος χρόνος δεν ξεπληρώνεται / με υποσχετικούς παραδείσους…
Μου ’μεινε μια ρακένδυτη πίστη / σε ερημικό ξωκλήσι / και η θεία μορφή σου, ως βυζαντινή Παναγιά / σε κορνίζα εικονοστασίου
Ο Λ.Α. και στην ποίηση είναι ο εαυτός του και υπακούει μόνο σε ότι του υπαγορεύει η ωκεάνεια καρδιά του. Τα ιδανικά του ζυμωμένα και σφυρηλατημένα με αγώνες και με νίκες, αλλά και με καταστροφές, αυταπάτες και οδυνηρές ψευδαισθήσεις, γίνονται πιο σταθερά, σχεδόν αταλάντευτα και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη στάση του απέναντι στη ζωή και στην τέχνη. Χωρίς υφολογικούς ακκισμούς, ο κύριος γνώμων στο έργο του είναι η πνευματική του αγωνία. Σε κατακτά από την πρώτη στιγμή, αλλά προοδευτικά σε οδηγεί σε κατανυκτικούς μυστικούς κόσμους. Η ποίησή του είναι μυσταγωγία σε ιερά άδυτα. Θαρρείς η δαψίλεια της συντριβής του τροφοδοτεί απεριόριστες ικανότητες. Θαρρείς πως τα αυστηρά πρόστιμα που κατέβαλε στο βίο του, επιστρέφονται σαν πλουσιοπάροχη ποιητική δημιουργία. Ο Λ.Α. είναι ένας ιδιόμορφος ποιητής, θα έλεγα μοναδικός. «Το καλούπι με το οποίο φτιάχτηκε, αμέσως καταστράφηκε», κατά τη φράση του Ρουσώ.
Ο Λ.Α. είναι σεμνός, αθόρυβος, ευαίσθητος και πνευματικός. Είναι λυρικός και αισθαντικός στοχαστής. Είναι μια δυνατή ποιητική φύση καταδυναστευμένη, που λυτρώνεται από τη μετουσίωση σε υψηλού επιπέδου ποίηση. Είναι ένας Διδάχος των σπουδαίων, που πλουτίζει τον ταπεινό βίο μας. Είναι ένας Απόστολος, που συντρέχει το αναγκεμένο γένος των βροτών. Είναι ένας ποιητής με διεσταλμένες τις αισθήσεις του στο άπειρο. Είναι ένας δύτης του αοράτου, που φέρνει στην επιφάνεια την κρυφή φωνή των πραγμάτων. Ο Λ.Α. ψιθυρίζει μοιρολόγια Τζουμερκιώτικα κρατώντας κερί από άγρια μέλισσα, του αρκεί ένα δείπνο με ελιές και Αγάπη, μεγαλώνει στον κόρφο του εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, ακολουθεί το ουράνιο τόξο, κουβεντιάζει για τις ανεμώνες, θρηνεί που ξεράθηκε το ασφεντάμι στο δίστρατο, που κιτρίνισε η αγράμπελη στο φράχτη, που κρύφτηκαν οι κρίνοι στα χαλάσματα, μιλά σ’ ένα στρέμμα ουρανού με πεφταστέρια, φυτεύει κυκλάμινα και ανεμώνες, απολογείται για την παράδοση της ιερής φωτιάς, κρατά στη μέσα τσέπη του μια φούχτα ελπίδες, σκάβει κατακόμβες για να φωλιάζουν οι γλάροι αμέριμνοι, καλεί τους φίλους του κάτω απ’ τα πλατάνια του Ληθαίου που σταλάζουν φεγγάρι στ’ απόβροχο, κρατά στα χέρια του αγγελικούς ύμνους, γνωρίζει καλά ότι τα όνειρα των παιδιών είναι από βροχή, μοιράζει αντίδωρο στους δολοφόνους του Πατέρα του, μετράει πρωί πρωί άδειες φωλιές χελιδονιών, παρακαλεί τους πελαργούς να ξαναγυρίσουν στη φωλιά τους, φτιάχνει στεφάνια από χαμομήλια, ήλιο και κυκλάμινα, ξαναφυτεύει αγριόκρινα και ανεμώνες, κουβεντιάζει με μοναχικούς σπουργίτες, είναι βέβαιος ότι οι κερασιές πάντα θα ανθίζουν, φυτεύει μεθυστικές ακακίες, αναρωτιέται πού να κρύψει την καρδιά του, μαζεύει στάχια και αλάτι για τους φτωχούς αδελφούς του, μαζεύει ελπίδες για τα αθώα νήπια, απευθύνεται στο Θεό γεμάτος απορία για τις αδικίες όπου γης, θέλει το Χριστό Άνθρωπο… πολύ Άνθρωπο, στη φάτνη με βοσκούς και ξεριζωμένους και ανέστιους και τον καλεί να αναστηθεί πραγματικά, αφού η Ανάσταση είναι η μόνη μας ελπίδα.
Κάποτε σε μια έκθεση ζωγραφικής του Εγγονόπουλου, παραξενεμένος ένας θεατής από τα παράξενα πρόσωπα της ζωγραφικής του, ρώτησε το διπλανό του, τι σημαίνουν κι αυτός του απάντησε ότι αυτοί που εικονίζονται είναι…. από άλλη φυλή. Νομίζω λοιπόν πως ο Λ.Α. είναι από άλλη φυλή. Μπορεί να είναι αρχαίος Έλληνας «μάντις του γένους των ιερογλώσσων», μπορεί να είναι ινδιάνος, που αδυνατεί να καταλάβει την έννοια «ιδιοκτησία», αφού όλοι είμαστε της φύσης και που καίει μόνο ξερά δέντρα για να ζεσταθεί για να μην καταστρέψει τα ζωντανά, μπορεί να είναι αρχαίος Αιγύπτιος σεπτός ταριχευτής που υμνολογεί «καρδιά μου που σε κληρονόμησα από τη μάνα μου, μη με προδώσεις», μπορεί να είναι πρωτοχριστιανός άγιος, μπορεί να είναι πρωτοπαλλήκαρο του Τσε ή σύντροφος του Καραγιώργη, μπορεί να είναι αστρονόμος που παρατηρεί τα άστρα και λατρεύει το λαμπερότερο όλων, τη Νίτσα του. Τελικά νομίζω ότι είναι όλα αυτά κι άλλα πολλά μαζί κι ακόμα – τι ευτυχία για μας – ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας. Υψίστη τιμή για μένα να παρουσιάσω το βιβλίο του. Η γενέτειρά του Θεσσαλία, δέον να του επιφυλάσσει, κατά την φράση του Ροΐδη «παρθένον την δάφνην και αμείωτον το ιερόν όνομα: ΠΟΙΗΤΗΣ».

ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ "ΛΗΜΝΟΣ" ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΑΒΛΗ


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ "ΛΗΜΝΟΣ" ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΑΒΛΗ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Η εφεύρεση της φωτογραφίας έγινε στα 1822 από τον Νικηφόρο Νιέπς. Ο Νιέπς ονόμαζε τη διαδικασία αποτύπωσης εικόνας στην πλάκα, όχι φωτογραφία, αλλά ηλιογραφία. Βλέποντας σήμερα τις φωτογραφίες του Παντελή Πραβλή νομίζω ότι πιο εύστοχος όρος δεν θα μπορούσε να δοθεί. Βλέποντας τις φωτογραφίες – ηλιογραφίες του Παντελή Πραβλή ακούμε τους στίχους του αρχαίου Στησίχορου:
«Κι ο ήλιος
του Υπερίονα ο γιος
μες σε χρυσό ποτήρι κατέβαινεν,
αφού τον Ωκεανό περάσει
να φτάσει
μες στα σκοτεινά της άγιας νύχτας βάθη
στη μάνα του
και στη γλυκειά του τη γυναίκα
και στα παιδιά του τ’ ακριβά».
Με το πέρασμα των χρόνων και την εξέλιξη της τεχνολογίας, το να βγάζει σήμερα κάποιος φωτογραφίες είναι παιχνιδάκι. Όμως οι φωτογραφίες που υπερβαίνουν την απλή πραγματικότητα, που έχουν κάτι να πουν και που αντιστέκονται στο χρόνο, είναι όχι απλώς λίγες, αλλά σπάνιες. Η ειρωνεία του πολιτισμού μας, του πολιτισμού της εικόνας είναι ότι υπερπροβάλλοντας την πραγματικότητα ουσιαστικά την κρύβει και την συσκοτίζει. Και χρειάζονται κάτι τέτοια πράγματα όπως είναι αυτή η δημιουργία του Πραβλή, για να ανοίξουν τα μάτια μας, να δούμε την πραγματικότητα, κι όχι μόνο αυτό, αφού δούμε την πραγματικότητα να πιάσει δουλειά το όνειρο. Όπως έλεγε κι ο Ελύτης:
«Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα».
Αυτές οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Η αποτυπωμένη μνήμη των ανθρώπων. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Η μνήμη φωτογραφίζει ασπρόμαυρα. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Η επίσκεψη του φωτός γράφει. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Θαυματουργική μίξη φωτός και σκότους. Όλα απολήγουν να είναι μύθοι του πραγματικού. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Σαν την αέναη πάλη σκότους και φωτός, θανάτου και ζωής. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Το σκοτάδι δε νικιέται με το σκοτάδι, παρά μόνο με το φως, έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Όταν η μνήμη παίρνει φως. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τα υπέροχα μυστικά τους.
«Δε λένε ψέματα οι παλιές φωτογραφίες
ψεύτικος είναι ο πακτωλός των χρωμάτων σήμερα
που επί χάρτου υποδύονται μοιραίες διαφορές και τονικότητες
για τους ευπίστους».
Αντώνης Φωστιέρης
Σήμερα ο Παντελής Πραβλής μας έμπασε στον ιερό ναό του. Στη μυσταγωγική αυτή μέθεξη, κατακυριευμένοι από τη ριγηλή συγκίνηση, αναρωτιόμαστε αν είμαστε ιερόσυλοι, ή μύστες σε θεία ιερουργία. Αυτές οι φωτογραφίες – εικόνες, ανθρώπων, τοπίων, καταστάσεων, όταν αργαστούν από τον ανελέητο χρόνο, γίνονται ώριμες για τη μυθολογική τους δράση και την ποιητική τους αποστολή. Γίνονται μαντεία απ’ όπου εκπέμπονται χρησμοί ακατάληπτοι και συγχρόνως πολύ καταληπτοί. Δείτε τις φωτογραφίες και μετά στήστε το αυτί σας. Τέτοιους χρησμούς θα ακούσετε. Δείτε τις φωτογραφίες και τους ήρωές τους. Δείτε τα πρόσωπα. Φτιαγμένα από πηλό είναι, όπως και τα δικά μας, όπως και των πρωτόπλαστων. Κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας. Μη σας ξεγελούν τα διαφορετικά ρούχα, οι διαφορετικές ασχολίες. Είναι γιατί εμείς προσπαθούμε να αποκρύψουμε τη χωμάτινη φύση μας, τη γεηρή καταβολή μας. Δείτε τους. Δίνουν την παράστασή τους, όμως εν αντιθέσει προς εμάς, χωρίς να το γνωρίζουν. Μη φοβάστε, δεν ενοχλούνται ούτε από το φως που πέφτει πάνω τους ούτε από την παρουσία μας. Η ελαφρά αμηχανία που αισθάνονται είναι γιατί ξαφνικά βρέθηκαν κυκλωμένοι από αυτά τα φαντάσματα του μέλλοντος, εμάς, που όμως τόσο τους μοιάζουμε. Διωγμένοι κι αυτοί απ’ τον παράδεισο, κι απ’ τον οικείο χώρο τους, δεν αποδέχονται κι αυτοί καμιά μίζερη μοίρα και έφτιαξαν ένα νέο παράδεισο, νεκροί και ζωντανοί, στις σελίδες αυτού του λευκώματος. Έχουν κι αυτοί στις αποσκευές τους, όπως κι εμείς, το δώρο που χάρισε ο παππούς μας ο Προμηθέας σε όλους τους ανθρώπους, που δεν είναι βέβαια το «αμόρωτον» το απέθαντο δηλαδή, αλλά οι τυφλές ελπίδες.
Οι ήρωες του Πραβλή άλλοτε νέοι και ωραίοι σαν αρχαίοι Έλληνες, άλλοτε σαν άλλοι Αμορραίοι είναι «υψηλοί ως κέδροι και ισχυροί ως δρυς», άλλοτε σαν αγριωποί βυζαντινοί άγιοι, άλλοτε αδροί, αλατοκαμένοι, τραχιοί και αργασμένοι κι άλλοτε πάλι χωρίς λεπτά χαρακτηριστικά, αφαιρετικοί και φαντασματικοί, ομιχλώδεις και φευγαλέες φιγούρες του ταξιδιού. Όλοι όμως άνθρωποι και ανθρώπινοι, χθόνιες υπάρξεις, που θέλουν να ταξιδέψουν στα σύννεφα. Πρόσωπα με μια εκτυφλωτική αξιοπρέπεια, φυσιογνωμίες με εκτόπισμα. Ένα πρόσωπο είναι η ίδια η ιστορία του, μέσα από τις ρυτίδες του, τις ουλές του, τη φθορά, την ικανοποίηση ή τη διάψευση των ελπίδων που αντανακλά. Διηγείται τη ζωή όπως η πέτρα διηγείται τις χιλιετίες που πέρασαν και άφησαν τα σημάδια τους πάνω της. Ψαράδες, μυλωνάδες, θεριστές, ξωμάχοι, τσαγκάρηδες, κατσίβελοι, σαγματοποιοί, καζαντζήδες, τσοπάνηδες, ταχινάδες, λυράρηδες, καρεκλάδες, νοικοκυρές, μανάδες, ότι δουλειά κι αν κάνουν, φύτρες του Ηφαίστου, Κάβειροι της φωτιάς και δουλευτές στο χώμα και στη θάλασσα, δεξίπυροι ακαείς Λημνιοί μουτζούρηδες, οι ήρωες αυτοί δεν πατούν στη γη. Βγαίνουν από μέσα της, φαίνονται να φυτρώνουν μέσα από βράχια. Ξεπροβάλλουν μέσα από τριτογενή πετρώματα, σαν ηφαίστειοι ελελίχθονες, σαν κουρσευτές εγκαταβιωμάτων, σαν ελευθερωτές απολιθωμένων αδινοθηρίων, σαν ιχνευτές του Ιαπετού. Και έχουν μια διαφορά από μας. Αυτοί δεν ανταλλάσσουν την ευγενή όψη και το παράστημα με τις πληρωμένες θέσεις στο θέατρο. Οι ήρωες αυτοί δεν είναι οι κούκλες των κομμωτηρίων και των πρωινών καφέδων, ούτε οι άντρες με τις βερμούδες, τα κρεμαστάρια, τις σαγιονάρες και τα κινητά εν είδει κολτ. Είναι ταπεινοί άγιοι και παράτολμοι ήρωες μαζί, που μας έκαναν τη χάρη να δεχτούν την επίσκεψή μας. Στων πενεστών την τάξη την αρρίζικη, στο αναγκεμένο γένος τους, ο ήλιος τους είναι ζεστός και το ψωμί τους καθαρό Δέχτηκαν την επίσκεψή μας, χάρη στη μεσολάβηση του Παντελή Πραβλή. Γιατί ο Παντελής Πραβλής τους μοιάζει και γι’ αυτό τον εμπιστεύονται.
Ο Παντελής Πραβλής είναι ένας ποιητής που νομίζει πως είναι φωτογράφος. Είναι ένας θαλασσοπόρος που νομίζει πως ρίζωσε στη γη. «Όμως το να ζεις παίρνει χρόνο, οι ρίζες σχηματίζονται αργά, κι έτσι η στιγμή μπορεί να είναι ο καρπός μιας μακράς εμπειρίας ή μιας έκπληξης», όπως έλεγε ο μεγάλος φωτογράφος Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν. Η αποφασιστική στιγμή συλλαμβάνεται από το φακό του ακαριαία. Είναι η στιγμή που στο στόχαστρό του μπαίνουν μαζί το μυαλό το βλέμμα και η καρδιά. Η έκφραση και η αρμονία ενός αναρχικού πνεύματος, σε ασπρόμαυρο. Ο Παντελής Πραβλής έχει την κατά Πλάτωνα «μανία των Μουσών», την ιερή τρέλα. Δεν είναι ένας φωτογράφος του στούντιο, αλλά ένας ταξιδευτής, ένας εθελοντής περιπλανώμενος ερευνητής, ένας σκονισμένος περάτης, ένας μοναχικός οδοιπόρος, ένας γυρολόγος Απόστολος, ένας ιχνευτής του αοράτου. Είναι ένας γεννημένος καλλιτέχνης. Με ήθος ανεπίληπτο και με κουλτούρα πραγματική. Ανήκει στην ομάδα των ανυπότακτων και ελεύθερων ανθρώπων. Σ’ αυτούς που επιφορτίζονται μετά χαράς την προσωπική και ιδεολογική ευθύνη του πνευματικού ανθρώπου. Ιχνηλατεί μεθοδικά το παρελθόν προσπαθώντας μέσα από τον ξανακερδισμένο χρόνο να επαναπροσδιορίσει ιδανικά, να βρει το χαμένο μας έρμα, τη χαμένη ταυτότητά μας. Με τις φωτογραφίες του κάνει κομμάτια την «ασύνειδη λήθη», στην οποία συνήθως περιπίπτομε. Με τον αξεπέραστο ποιητικό του τρόπο και με υψηλή οπτική νοημοσύνη του φωτογράφου καλλιτέχνη. Και με μια υπομονή παροιμιώδη. Μπορεί για μέρες να ψάχνει για κοχύλια σε μια αμμουδιά για να τα φωτογραφήσει, να προσπαθεί να διακρίνει με το στερεοσκόπιο μικροσκοπικές μορφές ζωής, που δεν συλλαμβάνονται ούτε με λαβίδες, μπορεί για ώρες να είναι στημένος για να φωτογραφήσει ένα πουλί, ή να οδοιπορεί χιλιόμετρα για να βρει κάποιο σπάνιο λουλούδι. Ο Παντελής Πραβλής κάνει μαγικά με τα σύνεργα της φωταγωγικής του μαγγανείας. Γιατί ο καλλιτέχνης είναι μάγος και δεξιοτέχνης. Δεν φταίμε εμείς που εμπιστευόμαστε τα μάγια του και μένουμε εκστασιασμένοι και έκθαμβοι θεατές της μεγάλης τέχνης του. Είναι ένας αλχημιστής του φωτός, μόνο που αυτός βρήκε τη λύση αφού από τις εικόνες του ρέει καθαρό χρυσάφι. Είναι ένας πρωθιερέας στο ναό της θεάς Τέχνης και αποσπά μυστικά από τη ζωή μεταπλάθοντάς τα με τα μαγικά του σε ελιξήριο της αιώνιας τέρψης. Είναι ένας λαμπαδηφόρος, ένας φρυκτωρός, που μας ανάβει υπνόμαχες πυρές και μας ξυπνάει από τη χειμερία νάρκη μας.
Όμως ο Παντελής Πραβής είναι πρωταρχικά, πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά ΛΗΜΝΙΟΣ. Λημνιός γνήσιος, πραγματικός, αυθεντικός, παλαιός. Είναι η μνήμη της Λήμνου. Γι’ αυτό ξέρει καλύτερα ποια είναι η Λήμνος. Και αυτήν προβάλλει. Η Λήμνος: Φως, φωτιά, πέτρες, θάλασσα, ταπεινοί λόφοι, σιωπή, καλοσυνάτοι άνθρωποι. Μέσα από το έργο του καλλιτέχνη αναδύεται το σταθερό χωμάτινο στοιχείο της Λήμνου, η ταξιδιάρικη φύση του Οδυσσέα, το πύρινο της Ηφαιστειακής προγονικής ρίζας. Τη μια βλέπεις τον μισόγυμνο ιδρωμένο μουτζούρη να χτυπά ένα πυρωμένο σίδερο στο αμόνι του Μόσυχλου δίπλα στον Ήφαιστο, την άλλη το θαλασσινό ταξιδευτή με την πίκρα της νοσταλγίας στα μάτια, άλλοτε το χτυπημένο βουτηχτή να ξεδιπλώνει τις χιλιόπικρες αναμνήσεις του, κι άλλοτε τον ταπεινό γεωργό να πίνει το ουζάκι του στα ήσυχα καφενεδάκια της Λήμνου. Και ενώ οι φωτογραφίες του αποτελούν τεκμήρια ιστορικής μνήμης, ταυτόχρονα ανακαλύπτει και αποκαλύπτει με την τέχνη του την «κρυφή φωνή των μικρών πραγμάτων», γιατί την ακούει. Συνομιλεί με μια σπασμένη πέτρα, με ένα αρχαίο μάρμαρο, με ένα κοχύλι, με ένα αρχαίο πνεύμα. Έχει την ικανότητα να βρίσκει το αληθινό κάτω από τους ψιθύρους της αντίληψης. Προσεγγίζει με σεβασμό τους ταπεινούς ανθρώπους και τις άγιες ασχολίες τους. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ίδιους τους ανθρώπους παρά με τις ιδεολογίες τους. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο η ιστορία, αν και είναι γνώστης της, παρά μόνο σαν αφορμή για να ψηλαφήσει τη μυθολογία των απλών ανθρώπων. Αναδεικνύει τον προσωπικό του «τρόπο», που είναι ο τρόπος της Λήμνου και των Λημνιών. Σαν φάρο φωτεινό που καταυγάζει λιτότητα και ανθρωπιά. Πρότυπο προτύπων. Μακριά από την δήθεν «ανακάλυψη» της Λήμνου τελευταίως από τις τουριστικές, νεοβαρβαρικές, βλακώδεις, νεοπλουτίστικες ορδές των παμφάγων «μοντέρνων» νεοανθρώπων. Η συναισθηματική εμπλοκή του καλλιτέχνη με τον τόπο που τον γέννησε, η συγκινησιακή του φόρτιση και ο απόηχός τους στον ψυχισμό του περνά αβίαστα στον θεατή, ο οποίος γίνεται συμμέτοχος εκών άκων σε ένα κλίμα ονειρικό, ιερουργικό και ενορμητικό, από ένα ιερέα ταπεινό, που θυσιάζει στα ιερά των Καβείρων, αλλά πάει και λειτουργιές στον Άγιο Σώζο. Ανακυκλώνει εποχές και μορφές και ο ίδιος στέκεται στωικός παρατηρητής, ήσυχος, με επίγνωση ότι υπάρχει διεύθυνση των πάντων, παρατηρώντας τις ανθρωπολογικές συνέπειες και προεκτάσεις, αφήνοντας τα πρόσωπα και τα τοπία, τις μορφές και τα ερείπια να μιλήσουν την σαγηνευτική και εκστασιακή ακατάληπτη για τους πολλούς γλώσσα τους. Ιχνηλατεί το παρελθόν αργά και μεθοδικά. Ξεφλουδίζει σαν αρχαιολόγος τα μυστικά στρώματα της αρχαίας ζωής, για να την επανασυνδέσει όταν θέλει με την αμεσότητα των οικείων προσώπων, των οικείων πραγμάτων. Η ακεραιότητα ενός καλλιτέχνη σχετίζεται με την επαφή του με τις αιώνιες εκείνες δυνάμεις που δίνουν στους ολιγόζωους ανθρώπους το αίσθημα της αθανασίας, έλεγε ο Τσαρούχης. Αυτό το αίσθημα της αθανασίας προβάλει με τρόπο μεγαλειώδη από το έργο του Παντελή Πραβλή.
Και το αποτέλεσμα, μπροστά μας ολοζώντανη η Λήμνος. Αυτά που βλέπουμε μας οδηγούν συνειρμικά και σε ότι δεν βλέπουμε. Τα ιερά της Δήμητρας, των βράχων μας ο τόπος, τα περάσματα των πετριτών, οι άγονες γραμμές των Πελασγών, οι νύχιοι οφθαλμοί των τσοπανόσκυλων. Οι γκρεμισμένοι ανεμόμυλοι, τα χειμωνιάτικα κύματα του Αγιαρμόλα, ο Σεπτέμβρης των περιβολιών μας, οι αέρηδες των μαλλιών των κοριτσιών, τα χτισμένα πιθάρια με το καλαμπάκι, οι πέτρινοι φρουροί καπνοδούκοι και οι ψωμόφουρνοι που καπνίζουν. Οι αυλακιές των μπαμπακιών, οι βόντενες και τα κυδώνια του χιονιά, οι κληματσίδες τ’ Αηγιαννιού, τα κοπάδια των βερτσωνιών στις καλαμιές, η οσμή των καφεδιών αλόγων, τα κατσικάκια κάτω απ’ τα κοφίνια, οι λευκοί περιστεριώνες που βομβούν και τα άθολα νερά στα πετρόκτιστα πηγάδια. Ο ασβέστης των ντουβαριών, τα τηλεγραφόξυλα που βουΐζουν, τα χελιδόνια των συρμάτων που νοστούν, τα σμήνη των γαγιλών που σκιάζουν τα μποστάνια, οι ξύλινες πορτάρες των πέργιορων, το δάκρυ της χαροκαμένης και τα κλειστά παράθυρα της μοναξιάς. Τα σαθήρια με τις αμυγδαλιές, το βρασμένο στάρι με τα ρόδια, οι μαύρες φορεσιές των γυναικών, οι ξεραμένοι πλοκαμοί των χταποδιών, οι αγριόχηνες μες στα παγωμένα σπαρτά, οι πελεκητές γρανιτένιες γούρνες, τα κίτρινα φύλλα της συκιάς με τα ερωτήματα πάνω τους γραμμένα.
Και μια ψυχική ευφορία σε κυριεύει. Που είσαι άνθρωπος, που είσαι Λημνιός, που αξιώθηκες να πατήσεις ένα τέτοιο ευλογημένο τόπο. Που σου αποκαλύπτεται σταδιακά, που σε δέχεται με γλυκύτητα, με ευγένεια, με οικειότητα, που σε κάνει τελικά δικό του, προσφέροντάς σου μια ανυπέρβλητη αίσθηση μέθεξης στο συμπαντικό και στο ανείπωτο. Η Λήμνος των θεών. Η Λήμνος των ανθρώπων. Η Λήμνος των ακτών. Η Λήμνος των χωριών. Η Λήμνος του φωτός. Η Λήμνος των αιώνων. Η Λήμνος του σήμερα. Η Λήμνος της σαγήνης. Η Λήμνος του Παντελή Πραβλή. Η δική μας Λήμνος.

Τα κάστρα της Λήμνου

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ



Τα κάστρα της Λήμνου

του Κωνσταντίνου Χ. Κοντέλλη

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Το κάστρο της Μύρινας το γνώρισα ως γυμνασιόπαιδο στις αρχές της δεκαετίας του 70 και η σχέση μου μαζί του ήταν μάλλον χρηστική. Το χρησιμοποιούσα για φυσιολατρικούς περιπάτους, για καταφύγιο των πρώτων ερώτων, για απόμερο ορμητήριο για απαγορευμένα θαλάσσια μπάνια, αφού στα «πεδινά μέρη» καραδοκούσε ο παιδονόμος, ο αείμνηστος Βαγγέλης, για κυνήγι παγωμένων τσιχλών με τη σφεντόνα μέσα στη χιονοθύελλα, αλλά το κυριότερο ως πηγή από σιδερένιες μπάλες κανονιών που γέμιζαν τη βραχώδη παραλία από την Αγία Παρασκευή και ανατολικά. Αυτές τις σιδερένιες μπάλες τις «ξεχοβολεύαμε» από τον κοραλλιογενή κλοιό αιώνων και τις χρησιμοποιούσαμε για το άθλημα της σφαιροβολίας, στο οποίο μας προπονούσε ένας μεγαλύτερος μαθητής, ο Γιάννης Τσουκαλάς, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται. Αυτά, μέχρι που διάβασα το βιβλίο του Κωνσταντίνου Χ. Κοντέλλη «Τα κάστρα της Λήμνου», οπότε αντιλήφθηκα αιφνιδίως ότι δεν χρησιμοποιούσα εγώ το κάστρο, αλλά αυτό εμένα. Ακολουθώντας νοερά την πορεία του στις εκατονταετηρίδες, την ιστορία του και τις ιστορίες των ανθρώπων που σχετίστηκαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο μαζί του κατάλαβα ότι το κάστρο πατέρας - αυθέντης μας κατέχει και ότι οι άνθρωποι διαχρονικά εμπλέκονται στην υπηρεσία του για να δώσει ο καθένας μια πνοή, κατά τη δύναμή του, στην αιώνια ψυχή αυτού του πέτρινου γίγαντα, που άλλοτε προστατεύει, άλλοτε τέρπει, άλλοτε δοκιμάζει, πάντοτε με συγκινητική τρυφερότητα.
Ο δάσκαλος – συγγραφέας Κωνσταντίνος Χ. Κοντέλλης (Κ.Κ.), μια πολυσύνθετη και δραστήρια παρουσία στα γράμματα εξέδωσε το νέο του βιβλίο στο αποκορύφωμα της ωριμότητάς του. Ο Κ.Κ. είναι δάσκαλος με την αρχαία έννοια του όρου. Είναι ένας παθιασμένος ερευνητής στην υπηρεσία της κοινωνίας. Εργάσθηκε σκληρά για χρόνια μαζεύοντας πρωτογενές υλικό, προσπαθώντας σαν επιμελής αρχαιολόγος να συνθέσει το παζλ της ζωής των προγόνων μας αλλά και των δυναστών τους. Ανακαλύπτει και αποκαλύπτει με το έργο του την «κρυφή φωνή των μικρών πραγμάτων», γιατί την ακούει. Συνομιλεί με μια σπασμένη πέτρα, με ένα αρχαίο μάρμαρο, με ένα αρχαίο πνεύμα. Έχει την ικανότητα ο συγγραφέας να βρίσκει το αληθινό, κάτω από τους ψιθύρους της αντίληψης. Ασχολήθηκε με ένα ζήτημα δύσκολο με το θάρρος παράτολμου ιστορικού και την έκσταση ενός πιονέρου. Ξαναζωντάνεψε το σώμα της Λήμνου δίνοντας ζωή στην καρδιά της. Γιατί άκουγε σαν αρχαίος Αιγύπτιος ταριχευτής και δεν μπορούσε να αντέξει, το γόο της: «Καρδιά μου που σε κληρονόμησα από η μάνα μου, μη με προδώσεις». Η καρδιά για να μην εναντιωθεί την ώρα της κρίσης πρέπει να είναι ζωντανή.
Ο Κ.Κ. σκαλίζοντας μέσα στα συντρίμμια των αιώνων συναρμολογεί την ιστορία του τόπου. Βρίσκει τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε ένας μακροχρόνιος πολιτισμός. Ψαύει τους τοίχους οι οποίοι του αφηγούνται θρύλους και παραμύθια. Οδοιπορεί στο βράχινο βασίλειο και χρησμοδοτεί θεοπροπώντας. Ακούει τις φωνές των νεκρών, των πνιγμένων, των λαβωμένων πολεμιστών, τους ανασύρει στον ήλιο και τους προσφέρει τα μαγικά ψηφία για να διεκδικήσουν την αιωνιότητα. Μιλά με τους Σίντυες και τους Πελασγούς, τους Μινύες και τους Αθηναίους, τους Πέρσες και τους Ενετούς, τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς, τους Τούρκους και τους Ρώσους, μιλά με τους Νεοέλληνες. Για σχέδια, για κατασκευαστικά τεχνήματα, για τους τραχείτες βράχους, τους ψαμμίτες και τους πωρόλιθους, για το αεροπαγές κονίαμα, για την ορθή κλίση του τείχους και τον αριθμό των πύργων, για τις επάλξεις, τις τοξοθυρίδες, τις τουφεκίστρες, τις αντιρήδες, για τους ακρωτηριασμένους και χρησιμοποιημένους αρχαίους κίονες. Μιλά για τις ζεματίστρες ή καταχύστρες απ’ όπου έριχναν ζεματιστό νερό, λάδι, λιωμένο μολύβι ή αναμμένο ρετσίνι, για τις καστρόπορτες που φτιάχνονταν από «φίδα», δέντρο της Σίφνου μεταξύ κεδρου και αγριοκυπάρισσου, με επένδυση σιδερένια ελάσματα για να μην τις σκίζει τσεκούρι και να μην τις τρυπά σφαίρα.
Ο Κ.Κ. αποκαλύπτει σαν ένας μάγος μπροστά στα έκπληκτα όμματά μας έργα που για μας ήταν αόρατα. Έργα που είναι η έκφραση μιας αναζήτησης για το νόημα της ίδιας της ζωής, για τη διατήρησή της, τη λαχτάρα για επαφή με τους θεούς, την ανάγκη για ομορφιά, την ελπίδα για αθανασία. Έργα που αξίζει να μελετηθούν και να σωθούν γιατί η καταγραφή του παρελθόντος μας λέει πολλά για τον εαυτό μας και υπαινίσσεται το μέλλον μας.
Οι αρχαίοι Λήμνιοι έχτιζαν κάστρα για να σώσουν τις ζωές τους και σχεδίαζαν τις ζωές τους σύμφωνα με τους ρυθμούς του φυσικού κόσμου και τους ουρανούς. Άφησαν «γραπτά σημάδια» σε μέσον πιο μόνιμο από το χαρτί, το βράχο. Ο Κ.Κ. μας υπέδειξε ότι όλοι μαζί συμμετέχουμε στην ανάκτηση αυτής της «γραπτής» ιστορίας της Λήμνου. Όλοι μαζί συνεχίζουμε να τη γράφουμε εις το διηνεκές. Ο Κ.Κ. μας έστησε στην πιο ψηλή έπαλξη και μας έδειξε τον κόσμο με τα μάτια του κάστρου. Κι ακούσαμε περιδεείς τη φωνή του κάστρου που μας την έφερε ο αγέρας σφυρίζοντας μέσα απ’ τις πολεμίστρες. «Ε κακομοίρη απόγονε που νομίζεις πως άλλαξες. Να η δύναμη του σύμπαντος κόσμου. Να ο Πέτασος κι οι Αργοναύτες, τα Ενετικά καράβια, ο τούρκικος στόλος. Να οι φωτιές, η σπορά κι ο θερισμός, η ζωή κι ο θάνατος. Να η προαιώνια βροχή που συντηρεί τον κόσμο. Διακρίνεις τα όρια αρχαίου – νέου από δω πάνω; Δυσδιάκριτα, ε; Τα πάντα είναι κάτι παραπάνω απ’ ότι δείχνουν. Προνομιούχε απόγονε. Χάρη σε μένα υπάρχεις. Και μόνο εγώ μπορώ να σε βάλω στην χρονοκάψουλα και να σε κάνω σοφό».
Ο Κοντέλλης έγραψε και για τα υπόλοιπα κάστρα της Λήμνου. Πράγματα άγνωστα για τους περισσότερους. Όμως κυριαρχεί το κάστρο της Μύρινας σαν το πιο φημισμένο αλλά και πιο διατηρημένο. Έβγαλε ένα σημαντικό και συγχρόνως ωραίο βιβλίο. Γιατί πίστευε στο εγχείρημά του. Έγραψε υπό το βάρος που ασκούν τα «τοπία της παιδικής ηλικίας». Το ίδιο έκανε και με το άλλο θαυμάσιο βιβλίο που είχε εκδώσει πριν από χρόνια, «Το Πορτιανού της Λήμνου». Τι είναι αυτά τα «τοπία καταγωγής» που ποτέ κανείς δεν εγκαταλείπει μέχρι το τέλος του βίου του; Πώς γίνεται να λειτουργούν τόσο καταλυτικά και τόσο αποτελεσματικά; Πώς μετατρέπουν ένα δάσκαλο σε ένα μανιώδη εξερευνητή που σαν τον εξερευνητή του Κίπλινγκ ακούει μέσα του τους στίχους:
«Κάτι χαμένο πίσω απ’ τα βουνά
κάτι που σε καλεί να πας».
Ο συγγραφέας ερανίζει από άλλους παλαιότερους συγγραφείς κυρίως ιστορικά στοιχεία, για να τα συνδέσει με αυτά που κατά κύριο λόγο αφορούν στα κάστρα που περιγράφει. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της εργασίας του είναι ερευνητικό και μάλιστα επί τόπου. Ο Κοντέλλης γίνεται ένας έξοχος διερμηνέας του παλαιού κόσμου στο νέο. Δίνει ένα κλειδί για να κατανοήσουμε τη συμπαντική μας φύση. Μας υπενθυμίζει με έμμεσο τρόπο πράγματα τόσο «πυρηνικά» της ανθρώπινης υπόστασής μας. Ο κυκλικός χαρακτήρας των φάσεων της εκμηδένισης και της ανοικοδόμησης συμφιλιώνει την ανθρώπινη ψυχή με την αβεβαιότητα και την προσωρινότητα και παράλληλα τη διδάσκει να ζει την πάσα στιγμή με περισσότερη καρτερικότητα και σοβαρότητα. Και η γαληνεμένη ψυχή μπορεί τότε να δηλώσει στους φύλακες του Άδη, το του Πρόκλου: «Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος». Όμως οι άνθρωποι ξεχνούν. Πόσο καινούργιοι είμαστε, πόσο νέοι σε σχέση με την αρχαιότητα της γης που την κακοποιούμε κι όμως αυτή συνεχίζει να μας καλοδέχεται. «Η σωτηρία πιάνεται από τη μικρή ρωγμή στη συνεχιζόμενη καταστροφή», είναι μια φράση του Βάλτερ Μπέντζαμιν. Τις μικρές αυτές ρωγμές μπορούν να τις δουν άτομα προικισμένα όπως ο Κ.Κ. Το κάστρο διαθλασμένο λοιπόν μέσα από το οξύ συγγραφικό – ερευνητικό βλέμμα του, γίνεται ένας τόπος μαγικός που περιέχει το σύμπαν. Γίνεται μια ποιητική πολιτεία άγνωστη σχεδόν, που μας καλεί να τη γνωρίσουμε καλύτερα.
«Ζούμε σε πόλεις μυστικές
ταξιδεύουμε δρόμους αχαρτογράφητους»
Αλμπέρτο Ρίο (ποιητής)
Ο συγγραφέας βοτανολογεί στο βράχο με μια απίστευτη καθαρότητα ματιάς, αλλά και με μια έντονα ερωτική σχέση με τα αινίγματα του κάστρου. Σε μια αναζήτηση απρόοπτων συμβάντων, παράξενων αρχιτεκτονικών και φυσιογνωμικών λεπτομερειών, συμβόλων του ανεκλάλητου μυστηρίου που αναδύεται από τις φαινομενικά ανέκφραστες και βαριές όψεις τοίχων και επιγραφών. Και η γοητεία αναβλύζει και σπινθηρίζει ακαταμάχητη, κυρίως όταν περιγράφει τις ανθρώπινες τύχες τις σχετικές προς το κάστρο.
Ο Κ.Κ. μας έδειξε με τρόπο γλαφυρό ότι η ανθρώπινη ιστορία επαναλαμβάνεται. Έφερε στην επιφάνεια την οδυνηρή περιπέτεια του ανθρώπου δια μέσου των αιώνων. Με ένα ρίγος αυτοσυνειδησίας. Μας ξαναθύμισε τη μυστική πολιτογράφηση του καθενός μας στη μία και αδιαίρετη κοινωνία του ανθρώπινου γένους και ότι όλοι είμαστε συμπαίκτες στα πάσης φύσεως παίγνια της ζωής. Κωνσταντίνε Κοντέλλη, δάσκαλε δασκάλων, με σεβασμό φιλώ το χέρι σας.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Τα μπαομπάπ και η Λήμνος

Τα μπαομπάπ και η Λήμνος

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας





Τα μπαομπάπ, αν ξέρετε, είναι κάτι τεράστια και πολύ παράξενα δέντρα της αφρικανικής στέπας. Προσωπικά δεν γνώριζα τίποτα για τα δέντρα αυτά, ώσπου έπεσε ένα παιδικό βιβλίο – παραμύθι στα χέρια μου, από αυτά που αγοράζαμε στα παιδιά όταν ακόμα ήταν μικρά. Πολλοί γονείς θα το ξέρουν αφού είναι πολύ αρεστό ανάμεσα στα παιδιά, αλλά και στους μεγάλους. Είναι το βιβλίο «Ο μικρός πρίγκηπας» ενός Γάλλου πιλότου του Σεντ Εξιπερί που σκοτώθηκε πολύ νέος πέφτοντας με το αεροπλάνο του. Αν δεν το έχετε σας το συνιστώ, αγοράστε το. Σ’ αυτό το βιβλίο λοιπόν αποτυπώνεται η αγωνία του ήρωα του βιβλίου, του μικρού πρίγκηπα, για τα τεράστια αυτά δέντρα τα μπαοπάπ, που όταν μεγάλωναν θα κατέκλυζαν τον μικρότατο πλανήτη που κατοικούσε κι έτσι μια από τις καθημερινές ασχολίες του ήταν μετά την πρωινή τουαλέτα του να συγυρίσει τον πλανήτη ξεριζώνοντας τα μικρά μπαομπάπ. Αυτά για τα μπαομπάπ του μικρού πρίγκηπα.
Ενα πρωί, χαράματα,άνοιξα την τηλεόραση στη ΝΕΤ (ένα από τα μειονεκτήματα όσο περνούν τα χρόνια είναι ότι ο ύπνος μειώνεται ο άθλιος) και είχε ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ για τα μπαομπάπ. Κράτησα λίγες σημειώσεις όχι όμως από την αρχή. Το μπαομπάπ λοιπόν είναι δέντρο ιθαγενές των θερμών χωρών, είναι πολύ μεγάλο και μακροβιότατο. Μπαομπάπ στα αφρικάνικα (Baobab) θα πει δέντρο χιλίων ετών. Ο κορμός του δεν υπερβαίνει τα δέκα μέτρα στο ύψος, όμως είναι τόσο χοντρός που έχει περιφέρεια έως και 23 μέτρα. Αυτή η τεράστια μάζα ξύλου στέφεται από κλώνους μήκους 20-25 μέτρων, που κάμπτονται από το βάρος, μέχρι του σημείου που το άκρο τους να αγγίζει στο έδαφος, οπότε το δέντρο ολόκληρο προσλαμβάνει τη μορφή πελώριου πράσινου θόλου. Το μπαομπάπ φτάνει τα 16 μέτρα ύψος σε 10 χρόνια. Μετά η ανάπτυξή του γίνεται πιο αργή.
Αυτός λοιπόν ο Λεβιάθαν της αφρικανικής ηπείρου, καθώς εξέχει πολύ των λοιπών φυτών, μοιάζει με ένα καλοκάγαθο γίγαντα του θαμνότοπου. Όταν τα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους, το μπαομπάπ κατά ένα περίεργο παιχνίδι της φύσης αρχίζει να ανθίζει. Τα άνθη του είναι λευκά, βαμβακοειδή και μυρίζουν άσχημα σαν ψοφίμι, κρατάνε δε μόνο ένα 24ωρο. Υπάρχει μια δοξασία στην Αφρική ότι όποιος κόψει άνθος μπαομπάπ μέλλεται να τον σκοτώσει λιοντάρι. Η γονιμοποίηση του μπαομπάπ γίνεται με τη βοήθεια των νυχτερίδων και των εντόμων που χωρίς να το επιδιώκουν μεταδίδουν τη γύρη. Μέσα στις κουφάλες του τεράστιου κορμού του ζουν διάφορα μικρά ζώα, ενώ στα κλαδιά του κάνουν τη φωλιά τους μεγάλα πουλιά π.χ. αετοί, αλλά και πλήθος μικρών πουλιών. Οι καρποί του έχουν πλούσια σάρκα που είναι γλυκόξυνη κι όταν πέφτουν στο χώμα τρέφουν διάφορα ζώα, αλλά κυρίως τους προτιμούν οι ελέφαντες. Έτσι με τους σπόρους δια των κοπράνων των ελεφάντων μεταδίδεται σε άλλες περιοχές. Όταν υπάρχει ξηρασία, οι ελέφαντες μασούν κομμάτια από τον κορμό του μπαομπάπ, που έχει κρατήσει μέσα του αρκετή υγρασία. Ο φλοιός του μπαομπάπ γρήγορα αντικαθίσταται όχι μόνο από τις άκρες, αλλά και από το κέντρο του ξεφλουδίσματος. Μ’ αυτό τον τρόπο συνδέονται οι δύο γίγαντες της αφρικής, ο ελέφαντας που ζει πάνω από 50 χρόνια και το μπαομπάπ που ζει ίσως και χίλια χρόνια.
Αυτά μου έκαναν μεγάλη εντύπωση και θέλησα να μάθω περισσότερα, ανοίγοντας την εγκυκλοπαίδεια του “Πάπυρος Λαρούς”. Εκεί λοιπόν αφού λέει διάφορα για τις ιδιότητες του δέντρου και ότι το ξύλο του είναι τόσο μαλακό που μπορεί κάποιος με λίγη δύναμη να βυθίσει μια ολόκληρη σιδερόβεργα σπρώχνοντάς την στον κορμό του, λέει και το εξής καταπληκτικό: “Ο φλοιός και τα φύλλα των νέων κλάδων περιέχουν πολλή κολλώδη ουσία και χρησιμοποιούνται στην παρασκευή αφεψημάτων. Άλλοτε εχρησιμοποιείτο στην φαρμακευτική η σαρξ των καρπών υπό το όνομα “χώμα της Λήμνου, δηλαδή Λημνία γη”. Φαντασθείτε ο καρπός ενός δέντρου – συμβόλου της Αφρικής, να έχει το όνομα της Λήμνου μας. Πέστε με φαντασιόπληκτο, αλλά σκεφτόμενος λίγο ακόμα έβγαλα κι άλλες συσχετίσεις. Προσέξτε: Όπως δια του μπαομπάπ έγινε δυνατή η πρώτη εμφάνιση ανθρώπου στη γη κατά την αφρικανική δοξασία, έτσι και κατά μια ελληνική μυθολογική εκδοχή περί γενέσεως του κοσμου, ο πρώτος άνθρωπος της γης ήταν ο Κάβειρος, “τον οποίον εγέννησεν η Λήμνος δι’ αρρήτων οργιασμών”. Άλλος συσχετισμός: Τα βαμβακοειδή άνθη του μπαομπάπ με το βαμβάκι της Λήμνου μας. Επίσης: Το πρόσκαιρον της ανθοφορίας αυτών των βαμβακοειδών λουλουδιών με το πρόσκαιρο
της καλλιέργειας του μπαμπακιού στη Λήμνο, που κράτησε μόνο λίγα χρόνια και έσβησε διά παντός. Συσχέτιση μπορεί επίσης να γίνει με την άσχημη οσμή, σαν ψοφίμι, των ανθών του μπαομπάπ με την φοβερή δυσοσμία των μυθολογικών γυναικών της Λήμνου, που ήταν η αιτία να μην τις θέλουν οι άντρες τους κι αυτές προσβεβλημένες να τους σκοτώσουν συνδέοντας τη Λήμνο με το άνίερον, στη φράση “Λήμνια κακά”. Πολύ καλός συσχετισμός μπορεί να γίνει και με την αναγεννητική ικανότητα της Λήμνου μας με αυτή του μπαομπάπ. Ότι κοράκια και ότι αρπακτικά κι αν πέσουν επάνω της, ότι ελέφαντες και νυχτερίδες, ότι πολιτικάντηδες και σωτήρες, όσο κι αν την παραμελήσουν, την κομματιάσουν, την κλέψουν, φωλιάσουν μέσα της, την κάψουν, την λεηλατήσουν, την προδώσουν, αυτή τίποτα, ανθίσταται ανθεί και αναγεννάται σαν το μπαομπάπ. Κι όχι μόνο από γύρω γύρω, δηλαδή από τα παιδιά της του εξωτερικού, αλλά και από το κέντρο της, δηλαδή από τους παραμένοντες στις πατρογονικές εστίες. Καθότι:
“Η Λήμνος δεν παλεύεται
η Λήμνος είναι κράτος
άνθρωπος δεν ευρέθηκε
της Λήμνος νάναι σκάρτος”.
Θέλετε κι άλλο συσχετισμό; Όποιος κόψει τα μπαμπακένια άνθη του μπαομπάπ λένε οι αφρικανοί, θα τον σκοτώσει λιοντάρι. Όποιος έκοψε – μάζεψε μπαμπάκι στα χωράφια της Λήμνου, λέω εγώ, δεν θα τον σκοτώσει βέβαια λιοντάρι, αλλά έχει αποκτήσει μια τεράστια πληγή στην καρδιά του, ανίατη και αιμάσσουσα, ιδίως όταν βλέπει τώρα τα άδεια από μπαμπάκι χωράφια μαζί με τα νιάτα του και τα παιδικά του χρόνια να γίνονται παρελθόν.
Μέσα στους ταριχευμένους βάλτους
παρελαύνουν οργισμένοι βαρανόσαυροι
και έχιδνες
αφού δεν ήρθαν οι βουνίτες
που ποτέ δεν εκόμπασαν
για τα δεκάζυγα που όδήγησαν
στων προπάππων τους τα χωράφια.

Ολοι οι ευνούχοι που υπηρέτησαν την Κυβέλη
δεν ξελάκκισαν αμπέλια
ούτε πότισαν μπαμπάκια
αλλά κρατούν βάκυλα Ρωμαίων αυτοκρατόρων
στα δημοσιοϋπαλληλικά γραφεία
και με οργιαστική μανία βαλαντώνουν
μέχρι τελείας εξαντλήσεως
στα τσιφτετέλια των παναγυριών.

Η ευγενής όψη και το παράστημα
αντηλλάγησαν με τις πληρωμένες θέσεις στο θέατρο
και οι διφρηλάτες των κάμπων
επιφορτίστηκαν με την περιφορά δίσκου
στις εκκλησίες δολερών οφθαλμών.

Στους χέρσους αγρούς
λαμβάνει χώρα η εκβοτρύωση της καρδιάς μας
πληρώνοντας από πολλού χρόνου
τον έγγειο φόρο
για την φορβεία μας από εκτρωδάκτυλους
ως κόσμημα και στολίδι καμαρωτό.

Αγαπητοί συμπατριώτες, ευτυχείτε και να’ χετε την υγεία και τη μακροζωία ενός μπαομπάπ, όχι όμως την οσμή του.

Τα παιχνιδέλια

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΕ ΛΗΜΜΝΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ

Τα παιχνιδέλια

Το μπαλιό καιρό τα παιδέλια παίζαν παιχνίδια μες στα σοκάκια, όπως ήνταν τα σάκαλα, η κρυφτσάνα, οι αμάδες, ο κουτσομπλούκος, ο τρίκος τρίκος καβαλίκος, κι άλλα, μη σας ζαλίζω κιόλας. Οι μεγάλ’ παίζαν σκαμπίλια στο γκαφενέ χρον’κής, όπως ντ μπρέφα και ντ μπάστρα και τς αποκριγιές ντύνταν μτσούν’, όπως τν αρκούδα και ντ γκαμήλα.
Τώρα όμως, τς σμερνοί τς καιροί, δε μπαίζνε τα χορκούδια, αλλά τα παχνίδια τα παίζνε οι μογάλ’ μόνε που δεν έναι τα παλιά παιχνίδια αλλά καινούργια και έχνε μαθέ και παράξενα ονόματα. Ένα τέτοιο παιχνίδ το λένε «συνέδριο». Τούτο μαθέ το συνέδριο δε ντο παίζνε κατευτείας, αλλά το κουβεντιάζνε μήνες πιο μπροστά, ότι και καλά δεν αδειάζνε τώρα, αλλά τον Οχτώβερ παράδειγμα, που έναι παχιές οι μύγες, ε τότες θα το παίξνε το παιχνίδ’. Και γυρίζνε σα ντα κουπούκια κάτ’ ντεμπέλαρ π’ δεν έχνε δλειά να δγιούνε, στς τηλεοράσες και στα ράδια και διαλαλούνε το παιχνίδ’ συνέδριο. Έναι σε λένε θαυματουργό παιχνίδ’, κάμεν’ θαύματα όπως εκειές τς εικόνες που κλαίνε μαθέ βυσινάδα. Σε τούτο μαθέ το συνέδριο δίν’νε λέγ’ δλεια στο γκόσμο π’ δεν έχ’ δλεια και παράδες σε κειν’ π’ δεν έχνε παράδες. Όντας με τα πολλά αρχίζ’ το παιγνίδ’ μαζεύντεν απ’ ούλα τα μέρ’ στν Αθήνα ένα τσούρμο σαχανογλύφτες, δικολάβ’ αγράμματ’, ούλα τα ναι τα ναι και τς αλεπούς ο κώλος. Μαζεύντεν σε ένα γήπεδο γιατί δε τς χωρεί καμιά κάμαρα και δεκεί τς αφεξών’νε, τρώνε και πίν’νε τζαμπαρία για καμιά βδομάδα, κάμνε μάξος που μαλών’νε, αλλά κάστλα και στα καταψέμματα, παιχνίδ’ για, κι ούλο μλούνε σα ντα κομμένα κεφάλια και σε λέγ’ με τούτα τα σάλια μπάλια και τς καυκιές πορδούκλικ’ θα φκιάσνε τν Ελλάδα, που έναι μαθέ χαλασμέν’. Αφού δώκνε αγέρα στο γκώλο τς και ξεβαρεθούνε, στο τέλος τσαπτσαρίζνε παλαμάκια ένα διαβόλ κορμί, μια μανιαγούδα π’ τον έχνε για μπροστότραγο, κι ύστερα φέγνε για τα σπίτια τς αφού έχνε μπουλαντίσ’ απ’ το φαγί κι έχνε πγιει ένα νταντάν’.
Ένα άλλο μαθέ παιγνίδ’ το λένε «ταυτότητες». Οι παίχτες γίντεν δυο ομάδες. Στη μια αρχηγός έναι ένας γενάτος και χοντρός που φορεί ράσα, Θεμ σχώρα με, και κάμεν’ και καλά ότι έναι δεσπότς. Γυρίζ’ σα ντον αμπολαρτό το γάδαρο κι αλλάζεται για καυγά, ανεπαπαρδώνεται ότι και καλά τον μλα ο θεός, τον πιάν’νε τα κλέματα σα τ’ πτάνα τη γναίκα, καμπαρντίζεται σα ντο γκούρκο ότι κειος έναι κι άλλος δεν έναι, ανεχτώνεται ούλο το γκόζμο κι ανεπλιέται τον αρχηγό απ’ τν άλλ’ ομάδα, που έναι ένα σμαδεμένο κοντό αθρωπέλ, που άμα κλάν’ με το συμπάθειο σκών’ σκούν’. Εκειό το φακακάρ το κοντέλ’ κάμεν’ το καλό και το αγαθό, αλλά απ’ το μούτρο φαίνεται τι μαργάν’κο και ψακιάρκο έναι. Το κοντό το μπανταντό δεν απαντά σ’ εκειόν που κάμεν’ το δεσπότ’, αλλά κάμεν’ που δε ντο νιάζ’ κι ότι και καλά ότ’ και να λέγ’ ο άλλος δε ντον δίν’ σημασία γιατί έχ’ άλλες σκοτούρες, παράδειγμα τον έχ’ πιάσ’ ξύζα στα καλαμπαλίκια τ’ μετά συγχωρήσεως. Φωνάζ’ ο γενάτος ο χοντρός σα να τον μπατήσαν πα’ στο καρύδ’, χασκογελά το αθρωπέλ’ σα να τον λέγ’ «έννοια σ’ βαραράκ βαραράκ φωνάζ’ ο βαθρακός, πίσω έχ’ η αχλάδα το ατζμπίδ’». Κι ούλα τούτα γίντεν γιατί λέγ’ σε ένα χαρτούδ’ που το λένε ταυτότητα, ο χοντρός θέλ’ να γράψ’ απάν’ ένα «ΧΟ» κι ο κοντέλιας δε θέλ’. ΧΟ και ξερό ψωμί φωνάζ’ ο χοντρός, ΧΟ ΧΟ ΧΟ τον τσουρντίζ’ το μπανταντό και τον κάμεν’ Τούρκο. Πίσω απ’ το χοντρό ακλουθούνε κάτ’ αγιολάτες και βαστούνε αναμμένες λαμπάδες και αγιόξλα και φοβερίζνε τς άλλ’ ότι και καλά θα πάνε σντ γκόλασ’, να τα καζάνια αρχίσαν και χοχλακίζνε. Και δεκεί που οι αγιολάτες έχνε πάρ’ το απάν’ το χέρ’, βγαίν’ απ’ τς άλλ’ ένας αψλοντιντίλος που τον λένε Σηφουνάκ’ κι έχ’ μαθέ μια στομάτα μογάλ’ σα φούρνο και τς αρχίζ’ τα σκολιανά και τς σέρεν’ όσα σέρεν’ η φροκαλιά και τς τζοχαπιάζ’ τόσο πολύ π’ τς κάμεν’ για το άλας. Ο χοντρός κάμεν’ λίγο σα πίσω, αλλά πάλε ετοιμάζεται για καυγά, ακονίζ’ τροχίζ’ φωτιοκάβ’ για όντας θα νέρτ’ ραστ το πράμα. Εδιέτς παίζεται τούτο το παιχνίδ’.
Ένα άλλο παιχνίδ’ το λένε «χρηματιστήριο». Έναι σα ντο «μπαπά» κειο το παιχνίδ’ που φωνάζ’ ένας «δωνά ο παπάς, κεινά ο παπάς, πού έναι ο παπάς», μόνε που εδώ ο παπατζής έναι ένας απατεώνας που τον λένε Γιάννο και αβανταδόρ’ έναι κάτ’ κλέφταρ’ σελέμδες που κάμνε το γκύριο και λένε ότι τάχαμ έναι μογάλ’ς πάπιας αυγά, υπουργοί, εκδότες, οικονομολόγ’. Ο αρχιπαπατζής ο Γιάννος κάμεν’ παιχνίδ’ κερδίζνε ας πούμε οι αβανταδόρ’ και τρέχνε οι αχμάκ’δες και αγκμπούνε τα φραγκούδια τς και τα χάν’νε. Η διαφορά απ’ το γκανονικό παπά έναι που στο παιγνίδ’ χρηματιστήριο οι χαμέν’ και χαντακωμέν’ έναι πολλοί σα ντον άμμο τς θάλασσας και τα φράγκα που χάν’νε πάλε έναι σα ντον άμμο τς θάλασσας. Κι ότι ενώ στο γκανονικό παπά η αστυνομία τς τρέχ’ τς απατεώνες, στο παχνίδ’ χρηματιστήριο η αστυνομία ζγών’ τς χαμέν’ ότι και καλά χρωστούνε κι άντε να χαθούνε τα κοπρόσκ’λα. Ύστερα ο Γιάννος κάμεν’ το Γερμανό, αλέμ σοφά κι α δε ψοφά, χών’ μες τ’ βρακοζώνα τ’ το μπαρά να τον μοιραστεί με τα ταρίφια τ’ κι αρχίζ’ να μαλών’ τς χαμέν’ ότι έναι χαζοί και κοπροβελήδες κι άμα δε νογούνε να μην ανεκατεύντεν, κι ότι δε ξαδιαντρέμπντεν κομματούδ’ που παραπονιέντεν κιόλας, κι άντε να γιαλίσνε το γιαλαμά τς, κι άντε τώρα να ξύσνε κλιες να κάμνε μαχραμάδες. Μ’ άλλες κουβέντες γάτος γαμεί γάτος νιαγουρίζ’ που ήλεγε κι η γιαγιά μ’ η Βωτώ με το συμπάθειο κιόλας, ή αλλιώς, δε φτάν’ π’ κουντλάς μόνε σε λένε κι ώχα βόδαρε.
Με τούτα και με τούτα περνούνε το γκαιρό τς και κάμνε τ’ κόζεμ τς ξανοστιές εκείν’ που παίζνε τα παιχνίδια τα ξεροτρόχαλα. Στν αρχή οι αθρώπ’ δε τς δίναν και πολλή σημασία, αλλά το πράμμα παραγίν’κε, ξύν’σε μπλια το γιαλί, μπεζέρσε ο κόζμος σε λέγ’ εν’σάφ’. Το τελευταίο το παιχνίδ’ που δε ντο παίζνε ακόμα, αλλά όπως σε βλέπω και με βλέπ’ς θα το παίξνε, το λένε «κοντοστέλ’». Τούτο παίζεται έτσενάς: Αρπάζ’ ο κόζμος από ένα κοντοστέλ’ και τς καθίζ’ ούλ’ τούτεν’ τς μούτσαρ’ και τς κερχανατζήδες στο ρεντίδ’ και τς κάμεν’ ντ μπατνίτσα τς να πίν’νε οι κουρούνες νερό. Να και τούτεν’ να και τν άλλ’ τς κάμεν’ νταβούλ’ απ’ το ραβδί για να δγιούνε τ’ κώλε τς ντ ντρύπα με το συμπάθειο. Αμάν μπλια.

ΘΑΜΑΤΑ

Θάματα

Το ντελευταίο καιρό ούλο θάματα γίντεν κατά πως λογιάζομ στ ντηλεόρασ’. Και γω που είμαι θρήσκος, όχ’ σα γκάτ άλλ’ που άμα μπούνε μες τν αγκηλ’σά θα πέσ’ κανέ καντήλ’ μαθέ στο κεφάλιε τς, τι να σας πω, να τ’ ακούγω και ανατριχιάζ’ το πετσί μ’. Πότε η Παναγιά, μογάλ’ η χάρη τς βγάζ’ κάτ’ δάκρυγια κόμπ’ κόμπ’ σα κτούκια και κιν’κάτα σα να τα έχ’ς μπογιαντίσ’ με ντ νερομπογιά Θεμ σχώρα με, πότε αθοκοπούνε τα ξεραμένα λουλδέλια τ’ επιτάφγιου, πότε ζωγραφίζντεν αγιοί πάς τς κοτρώνες στα βνα σα να έχ’ κανείς ζωγραφίσ’ ξούδια πά’ στο χαρτί. Βογήθεια μας και να μας φλάγ’ ο Αγιοτσίλιας κι ο Αγιαρμόλας μαθέ, αλλά με ούλο το συμπάθειο, τούτα τα θάματα δεν φτάν’νε ούτε στο ν’χούδ’ σε κάτ’ άλλα θάματα π’ μας τύχαν εμάς.
Το πιο μογάλο θάμα θαμάτων έναι που δε μπεθάναν ακόμα γοι αγρότες με τ’ σύνταξ’ που παίρνε. Σε λέγ’ ούλ’ γοι απιστήμονες τ’ κόζεμ κι ούλ’ γοι περιγραμμάτ’, βάλαν καταγή τα κ’κιά και δε βγαίναν. Ήπρεπε ούλ’ σε λέγ’ να έχνε πεθάν’ εδώ και καιρό. Φέραν μαθέ γιατροί καθηγητάδες απ’ τν Αθήνα και εξετάξαν τς γέρ’ και τς γριγιές, τς αφκρεστήκαν, πιάσαν το βαζμό τς, και πεταχτήκαν γοι γιατροί σαπάν σα να τς δάγκασε γαδαροσφήγκαρος, κάμναν το σταυρό τς χίλιες φορές σα να παίζαν μαντολίνο. Τακ τακ ρολογούδ, ολοζώνταν’ σε λέγ’, σα φράπα η μούρε τς. Ρωτήσαν ένα γέρο που κάνταν σα ντ αλεύερ τ’ απλωμένο κάτ’ απ’ τ’ σκαμνιά στς Βεργίνας το γκαφενέ και φαίνταν γερός σα ζντγιάν’κος γάδαρος κι έτρωγε ένα κρόμδο, μαθέ ήνταν να τον ζέψες στ’ αλέτερ’: «-Δε μας λες παπού σε φτάν’νε τα λεφτά που παίρεν’ς;» «-Ουυυ, αμ τι» «-Και που τα ξοδεύς παπού;» «-Να σας πω καλόπαιδα. Εγώ τα δύμια μ’ τα κόβω τα τρώγω, το χασάπ’ παράδες δε ντον δίνω. Με το ένα χ’λιάρκο παίρνω τσοκολατούδια αγελαδέλες και καυτερέλια με ραντεβούδια και τ’ αποδέλ’πα τα παίζω στο χρηματιστήριο όπως μας ήλεγε ο Γιάννος κι εδιέτς έχω βγάλ’ εκατομμύργια ζωντανά όπως κι ούλος ο κόζμος. Μεγάλ’ η χάρη τ’ ο Αγιογιάνν’ς που τον έχομ’ κι αγκλησά». Αφού ύστερα μαθέ απ’ τούτο, η κυβέρενσ’ σκέβεται να καντβάσ’ κι άλλο τ’ σύνταξ’ για να έχνε πιο πολλή γεροσύν’ οι συνταξιούχ’.
Αμ το άλλο; Τούτο έναι για να έναι. Ο κόζμος να ντ βγάζ’ με τα μπεμπέτσα και τα ροπαν’δογούλια και να νομίζ’ ότ’ έναι μαθέ ο Καραμουρτζούν’ς!! Δεκεί τς έβγαλε το θάμα. «-Τι είχες το μεσμέρ εσύ για φαγί;» ρωτά ο γεις τ’ αλλνού. «-Α εγώ σα μπλούσιος που είμαι είχα σήμερα από γιαλού, δηλαδή θαλασσινά όπως τα λέμε εμείς οι πλούσιοι. Μπεμπέτσα, αχ’νοί και πεταλίδες. Εσύ νά’ χομ’ καλό ρώτμα;». «- Α εγώ σήμερα θα ντ βγάλω οικολογικά. Βρακανίδες και λαψάνες νερόβραστες και τσιπστά μαζί με ψωμί σκίζα μούχλιο σα κερασολέν’ που το τρώγ’ ο γάδαρος κι αγγαρίζ’». Και να μαθέ χαρές και αφεξώματα κι άντε να πάγ’ σα γάμος, με το τρύπιο σώβρακο που ήλεγε κι η γιαγιά μ’ η Βωτώ, και να καλογερίστκα σταυρωτά τζουγκρίζματα με το νερό, σα να είχαν μαθέ αποσορτή με σέλ’νο. Και τι θα πει μαθέ τούτο; Θα πει ότ’ έναι χαμέν’ και χαντακωμέν’ ή ότ’ γίν’κιε θάμα. Φως φανάρ’ θάμα.
Αμ το άλλο; Τόσο σε λέγ’ μας μπεγιέντσε ο μεγαλοδύναμος που είμαστε καλοί αθρώπ’ και δε θέλομ’ να βγάλομ’ ο ένας το μάτ’ τ’ αλλνού, που έκαμε τς παπάδες να έχνε πάρ’ πολύ τ’ απάνε τς. Όπ’ να πας κι όπ’ να δγεις να κι ένας παπάς. Ανοίγ’ς τ’ ντηλεόρασ’, να κι ο παπάς μπροστά σ’. Ή π’ θα τραγδεί, ή π’ θα βγάζ’ λόγο για το έθνος παράδειγμα, ή π’ θα τον τσαπτσαρίζνε παλαμάκια, ή π’ θα μαζών’ υπογραφές - όχ’ μπρε αχμάκ’δες για να πάγ’ σα βορνά στα κυπαρίσα, υπογραφές λέμε για τς ταυτότητες – ή π’ θα τον δέρνε, ή π’ θα δέρεν’, ή π’ θα περικυκλών’ με τς συγγενήδες τ’ τ’ μτρόπολ’ γιατί τον έκαμε ο δεσπότ’ς αργό και να τ’ αυγά πα στα τζαμλίκια, να πετροβόλ’μα, όπ’ να τς δγεις μη ντα πολυλογούμε κιόλας, γίνεται το μάλε βρας. Καιρό είχε ο κόζμος να χαρεί, να γελάσ’ κομματούδ’ τ’ αχ’λούδε τ’. Παλιά λέγαν μια κουβέντα, ότι και καλά παπάδες γίντεν μόνε οι ντεμπέλ’δες κι οι πολύ θρήσκ’. Σήμερα μαθέ πώς θα σταθείς σα μπαπάς άμα δεν είσαι θεατρίνος, θεμ σχώρα με κολάστκα. Σε ούλα έχνε λόγο βογήθειά μας. Αφήκαν μαθέ τς αγκλησές και παίζνε στο θέατρο, τραγδούνε σε κομπανίες π’ δε τς φτάν’ ούτε ο Παναγιώτς ο Λαντούρς απ’ τς Σαρδές, πέφτνε με τ’ αλεξίπτωτα, παίζνε με τ’ αυτοκινητούδια σα ντα παιδέλια, κι ότ’ θέλ’ς το κάμνε. «-Τι θα κάμς για φαγί σήμερα;» ρωτώ τς προάλλες τ’ γναίκα μ’. «-Φασόλες ήλεγα να κάμω, αλλά να ρωτήσω και το μπαπά τς ενορίας να δγιω άμα συμφωνεί». Προψές το βράδ ένας χωριανός το νταμπανών’ απ’ ντ μπλατέα ίσα σα παν απ’ τ’ Μαστροβασίλ’ το γκαφενέ για τν αγκλησά. «-Μπρε που πάγ’ μαθέ ο Αθανής και τρέχ’ σα ξεκατουρμένος;» ρωτώ ένα. «-Παγαίν’ να ρωτήσ’ το μπαπά αν έναι αμαρτία να καβαλ’κιεύ’ μαθέ το μλαρ γυμνόστρατο» με λέγ’. Ε άμα δε νέναι τούτο θάμα που πλημμυρίσαμ στς παπάδες, τότε θα κάμω το σταυρό μ’ και με τα δυο μ’ τα χέρια και με τα ποδάργια μ’.
Το μογαλύτερο όμως θάμα, που τι να σας λέγω, το λέγω και με πιάν’νε σύγκεργια, έναι που ούλος ο κόζμος θα πάρ’ πτυχίο απ’ το Πανεπιστήμιο. Εμείς οι καμέν’ οι Λημνιοί μια σκολή απ’ το Πανεπιστήμιο θέλαμ για να έρχιεντεν τα σκολιαρόπαιδα και να φέρνε παράδες, γιατί τι να το κρύψομ, ούλ’ δα το ξέρνε τι τζιγγινέδες και πενταρούλες είμαστε, κι αντί για τούτο μας λέγ’ ο υπουργός τ’ Λαμπράκ’ συγνώμ’ τς παιδείας ήθελα να πω, όχ’ βρε σεις ούλ’ θα σας κάμω τ’ Πανεπιστημίου. Αφού μια εξόλ’ς και προόλ’ς που δε γκατάλαβε, νόμζε που ήλεγε για δρόμ’ και πατεί τς τσατσαρίδες: «-Όχ’ τ’ Πανεπιστημίου, όχ’ τ’ Πανεπιστημίου, εγώ θέλω να γίνω τς Συγγρού». «-Μη φωνάγ’ς μωρή τι τς Πανεπιστημίου, τί τς Συγγρού, το ίδιο έναι» τς κάμεν’ ένας. Ούλ’ σε λέγ’ γέρ’, νιοι, έξυπνοι, χαμέν’ ΤΕΙ, σουρντί, μπουρντί, θα νέναι τ’ Πανεπιστημίου. Πόσεν’ έναι τ’ Πανεπιστημίου στ Γερμανία παράδειγμα; Είκοσ’ τς εκατό; Εμείς εκατό στς εκατό. «-Εσύ τι πτυχίο θα πάρς;» ρώτ’σε μαθέ ο γερο Μήτρος το γερο Κωσταντή. «-Εμένα από μκρέλ’ παιδέλ’ μ’ αρέζνε τ’ αγερόπλανα π’ πετούνε, γι αυτό λέγω να μπα να γίνω μαθέ πιλότος» «-Εσύ Μήτρο;» «-Να μαθέ εμένα απαξανέκαθε με άρεζε σα μπαιδί να ξεγκλιάζω τς βαθρακοί και πιο μεγάλος να μνουχώ τα γουρτζελούδια, γι’ αυτό το πτυχίο μ’ θέλω να γράφτ’ απάν’ χειρούργος. Μεγάλ’ η χάρ’ τ’ Αγιοπαχούμιου και τς οσίας Κεραστούδας που φώτ’σε τον υπουργό μας κι ας λέγαν καμπόσεν’ ότι και καλά ήνταν ντιπ χάχας. Αφού σε λέγ’ τα παιδέλια π’ θα βγαίν’νε απ’ το νήπιο θα παίρνε κατευτείας το πτυχίο να μη γκουράζντεν τα καμένα να διαβάζνε ούλα τα χρόνια. Στν αρχή ο κόζμος δε μπίστευε στ’ αυτιά τ’. «-Μπρε μαθέ τι λογιά τ’ Πανεπιστημίου θα νέναι ο Γιώρεγ’ς παράδειγμα, που έναι η κεφάλα τ’ ξερή σα ντο γκντερίδ και που έκαμε τρίγια χρόνια να μάθ’ το ο κι ακόμα το κάμεν’ σα ντο μουστοκούλ’κο;». «-Aφού θα γίν’ θάμα μπρε αυγουλά, τι σε κόφτ’ εσένα, στα θάματα ούλα γίντεν» με είπε ο μπατζανάκηζεμ. Ρωτώ μαθέ προχτέ το γκμπάρο μ’ ποια ήνταν δυο παιδέλια που παίζαν μπίλιες. «Α το ένα έναι ο καθηγητής το Γιαννούδ’ και το άλλο έναι ο γυναικολόγος το Κωστούδ’». Θάμα θαμάτων, μέγα το έλεος σ’ Κύριε, βοήθα μας τς αμαρτωλοί.

Κρουαζιέρα με τον Αλκαίο

Κρουαζιέρα με τον Αλκαίο

Το Φλεβάρ που λέτε, ήνταν να πάγω μαθέ στν Αθήνα π’ μας είχε καλέσ’ ο Κύριος Κύριος Χριστόδουλος, για να προετοιμάσομ τ’ λαοσύναξ. Με λέγ’ μια κοπελούδα, με τ’ αγερόπλανο έχ’ εισιτήριο μόνε το 2004, κάτσε να πας μια και καλή να δγεις και τν Ολυμπιάδα. -Μπρε κορτσούδεμ βιάζομαι. -Ε τότε να πας με το βαπόρ τον Αλκαίο, έχ’ εισιτήριο τον Αύγουστο. –Ε τι έναι 6 μήνες για να βρεις εισιτήριο μαθέ σε κρουαζερόπλοιο, τίποτα δεν έναι. Έκαμα όμως ένα όμορφο ταξίδ και θα το λέγω όπ’ να σταθώ κι όπ’ να βρεθώ, ότι εμείς οι Λημνιοί έχομ ντ μπιο καλή συγκοινωνία σ’ ούλο το γκόσμο.
Καντβήκαμ που λέτε στο Κάστρο για να πάρομ το βαπόρ. Δεκεί μας λέγ’ ένας ότι το βαπόρ έχ’ καθυστέρησ’ έντεκα ώρες. Για να μη στέκομάστε σα ντα μλάρια, κάτσαμ σ’ ένα γκαφενέ που το λέγαν μαθέ καφετέργια. Μάσαλά όμορφο μέρος. Οτ’ ήθελες το ήγλεπες. Τουρίστεργιες με τα βζα απόξω, άλλες που φορούσαν κάτ παντελονούδια, ίσα ίσα π’ κρύβαν το πράμα τς με το συμπάθειο, κάτ κουνιαλήδες που ούλ’ τν ώρα μλούσαν σε κεια τα ρμάδια τα κινητά, και, και… Σα ντα παλιά τα χρόνια που γίνταν μαθέ η αποκριγιά και βγαίναν οι μπαντέτς και λέγαμ μανά μούμος. Τέλος πάντων έκαμνα σεργιάν’ και μ’ άρεζε, αλλά άκουμνα οι γιάλλ’ ούλο και γκρινιάζαν ότι έχομ μαθέ κακή συγκοινωνία. –Καλά μπρε γκμπάρε, λέγω σε ένα, δε χύθκε κι ο ζάχαρς στο νερό. Τι γυρεύς τζάνουμ αχάριστ αθρώπ. Γαδάρ παρλείς πορδές μαζώνς που ήλεγε κι η γιαγιά μ’ η Βωτώ.
Εγώ είχα φάγ’ και πολλά σύκα και μ’ ήρτε σουρντί μπουρντί, το κόβω που λέτε στα ποδάρια γιαλό γιαλό απ’ τς θαλασσόβραχ’ βρήκα μια απανωμιά, ανακουφίστκα με το συμπάθειο, πλύθκα και με τ’ θάλασσα, ταμάμ. Στο γυρζμό λαχτάρξα πεταλίδες και μάζωξα μια βρασά. Καμιά βολά ήρτε και το βαπόρ κι αρχίσαν να μπαίν’νε μέσα οι κούρσες. Άλλος ζέμπαινε από δωνά, άλλος από κεινά, φωνάζαν οι λ’μενκοί, βρίζαν οι οδηγοί, μτζώνταν αναμεταξύ τς, πόλεμος σωστός, και πολύ μ’ άρεζε το θέαμα, αφού μαθέ ούλο μες το γκαφενέ τς Βιργίνας τ’ Τσμουρή ή τ’ Μανώλ’ ντ Μπεκρή ή τ’ αλλνού ντ Βγαγγέλ’ ντ Γούναρ τίποτα δε γλέπομ απ’ τον όξω κόσμο. Ε, σα μπήκαμ μες το βαπόρ, ούλ’ τρέχαν να προλάβνε καρέγκλες να κάτσνε, γιατί ήνταν λέγ’ πιο λίγες απ’ τς επιβάτες. Εδιέτς που τρέχαν τσαλαπατήσαν ένα παπά και ένας γέρος έφαγε μια σκουντούφλα που ίσα ίσα ανέπνιε και ούλ’ γινήκαν σα ξεγκλιασμένες σαρδέλες. Μια γριγιά είχε ξαπλώσ σ’ ένα καναπέ κι είχε τα χέρια τς σε δυο καρέγκλες, ένα σε κάθε μια και φώναζε «αχ η καρδιά μ’, αχ η καρδιά μ’». Τρέξαν καμπόσεν’ ντ βρέχαν με τα νερά, αλλά ένα ντέβερ σκώνεται ξαφνικά η γριγιά μ’ ένα χασκόγελο και λέγ’ «εντάξ παιδιά, κόλπο ήνταν μέχρι να έρτνε οι θκοι μ’, μαθέ είμαστε πέντε νομάτ και τς κράτουμνα τς θέσεις». Ε τέτοιο πράμα δε με ξανακαπετάρσε. Τέλος πάντων.
Εγώ δε βρήκα καρέγκλα κι έστρωσα μια μπατανία καταγής μέσ’ το μπόντλα και ξαπλάρσα. Αλλά οι γιάλλ’ που δε γκόβ το ξερό τς θέλαν σών’ και καλά να κάτσνε σε καρέγκλες. Και να καυγάς, να φτυσίματα, να ζμπνιαξίματα. Παίρναν μαθέ τς τσάντες που ήνταν πα στα καθίσματα και τς πετούσαν καταγή. Κι γιάλλ’ που είχαν τς τσάντες θμώναν και είχαμ ούλ’ τν ώρα ανεγούλες και τζουμχούρια. Το τι σκώτ έφαγα δε λέγεται με τούτα τα καρακαλ’νόβοδα. Όντας ήρτε η ώρα για το φαγί πάθαν πάλε παροξμό. Τς δώκαν λέγ’ ένα ντόσο παλιόφαγο που βρώμνιε σα ψόφιος ποτκός και το πληρώσαν σε λέγ’ για μάλαμα. Καλά να πάθνε οι αχμάκ’δες για να μάθνε να παίρνε φαγί μαζί τς. Αφού πάλε έσπασα κάμποσεν’ πλάκα, άν’ξα ντ βούργια κι ήβγαλα μια ζμωτή βδούλα μποτούν’κια, ένα μελίπαστο τυρί που έσταζε μαθέ ο βούτυρος από μέσα, τς πεταλίδες, και καθάρσα και κάτ’ παστοί κολιοί νά με το συμπάθειο, που στίλ’σε ο κόσμος. Αρχίσαν να έρχεντεν σα γκοντά από γύρω γύρω αφού είχαν χνάξ απ’ ντ μπείνα και γλιαρεύαν, αλλά αντρέμπνταν. «Άντε βρε κοπιάστε, κάμτε και καμιά ζημιά», τς λέγω. Ε, κάτσαμ και ντ νταντανιάσαμ. Είχα και μια κουτρούμπα με ρακί, βρέξαμ κομματούδ το γκάρεγκλά μας, καλά περάσαμ. Ήρτε μαθέ κι ένας καραβίσος με τα άσπρα και μας μάλωνε. «Τι το περάσατε εδώ, μάντρα» μας ήλεγε. «Άσε μπρε τ’ μάντρα κατά μέρος μη σε παραβγάλω με κανένα κοντοστέλ’» τον λέγω. «Άμα σε πάρω μαθέ στ’ μάντρα κανε δυο μέρες θα μάθς να ξεχωρίγς δυο γαδαριώ άχυρα που τώρα δε νογάς. Μόνε κάτσε να φας και συ κομμάτ κολιό». Ας έναι δα.
Μπράβο για το όμορφο ταξίδ, μπράβο και ματαπάλε μπράβο. Ούλα μελετμένα. Μάξος μαθέ καθυστέρσε το βαπόρ, για να διούνε διαβόλ οι αλ’πανάβατ οι νταλντζμέν’ λίγο κόσμο, να δώκνε μαθέ και κανένα μεταλλίκ’ σντ γκαφετέργια, γιατί τι θα γίν’νε μαθέ οι καφετζήδες, κλέφτες; Ύστερα όντας μουντέρναν με τς κούρσες απ’ ούλες τς μπάντες μές το βαπόρ, που να ξέραν ότι τς κάμναν ντ γκαλύτερ εκπαίδευσ’ στο οδήγ’μα. Αμ η γριγιά που έκαμνε ντ γκαρδιακιά; Δούλεψε μαθέ σα τζακμάκ’ το ζντερογούδε τς, που είχε αρχίσ και ξεκούτιενε. Αφού το ήλεγε κι ένας γιατρός. «Κάθε γέρος και γριγιά πρέπ να κάμεν’ ένα ταξίδ το χρόνο με τον Αλκαίο, γιατί αυτό έναι κατά στο ξεμώραμα». Αμ οι λίγες οι καρέγκλες; Ούλα με σχέδιο. Σε λέγ’ οι καινούργιοι οι Λημνιοί γινήκαν βουτυρόπαιδα και τσοκολατόπαιδα. Για κάτσε να τς σκληραγωγήσομ κομματούδ. Να ξαπλώσνε και λίγο στο πάτωμα να ισώσ’ η κατίνα τς. Κι όσο για το φαγί, ούλο πατατούδες και πριζόλες, για κάτσε να έρτνε στ’ μόστρα και λίγο τα Λημνιά τα προϊόντα. Άμα δα. Μόνε σταναχωρέθκα που δεν ήφερα μαζί μ’ και λίγο καβουρμά, αφού είχε μαθέ λίγο χερόλομο ακόμα μες το κουρπούδ.
Τέλος πάντων μη ντα πολυλογούμε κιόλας, οι Λημνιοί έχνε ντ γκαλύτερ συγκοινωνία. Μόλις έμαθα κι ένα χαμπάρ καινούργιο και κατούρσα τα βρακιά μ’ απ’ τ’ χαρά μ’. Το ταξίδ λέγ’ με τον Αλκαίο μπήκε στν εκπαίδευσ’ των ΛΟΚ. Όποιος κάμεν’ μαθέ ένα ταξίδ, θα παίρεν’ το δίπλωμα τ’ λοκατζή. Ε, έναι μαθέ να μη χαίρεται κανείς για το πώς τροσέχνε τς Λημνιοί;

Α μπομπαρδίσομ ντ Γκοντοπούλ


Α μπομπαρδίσομ ντ Γκοντοπούλ

Λογιάζω μαθέ μογάλο τάραμα γίνεται με τν Αμερική που γυρέβ ζορ ζορνά να μπομπαρδίσ το Ιράκ. Πολλά πράματα δεν απκάζω γι’ αυτό ρώτ’σα το γκμπάρομ. Μπρε μαθέ τον λέγω, άμα έναι τόσο τζαναμπετλής και ζαφτλής κειος ο Μπουστ που κμαντέρεν’ τς Αμερικάν’, μαθέ εκείν’ έναι τόσο βόδαρ χαμέν’ και χαντακωμέν’ και δε ντον δίν’νε ποδάρ να ησυχάσ το κεφαλούδιτς γή να τον κλείσνε σε κανέ κλουβί μιας που μοιάζ και σα κοκκ’νόκωλας πίθηκας, τι φοβούντεν μη χάσνε το σπορίκ’; Μπρε αγόρεμ τζάμπναρε, με λέγ’ ο γκμπάροζεμ, εσύ με φαίνεται ότ είσαι χαμένος και ντιπ μούτακας και κάμεν’ς τα βερτσώνια καβουρμά. Πρώτα πρώτα και αρχή, δε ντον λένε Μπουστ αλλά Μπους. Άκσε δωνά Μπουστ, σιγά μην ντον λένε και μπνε. “Αμ εδιέτς σύντχαινε, γιατί γω καμένος νόμζα ότ ήνταν μαθέ κατωμερίτς, ότι είχαν πεσ τα υδραυλικά, δούλευε λεβιές, και το ζμπούνιαζε το λαγδέρ. Και ήλεγα με το νηγευτόμ, φορούμ μπας και κόπκιε να πάγ’ μαθέ στο Ιράκ για να φάγ’ γιαράκ”. “Έλα ξανοστάδες, σώπα κι άκγε. Ο Μπους θέλ’ να μπομπαρδίσ το Ιράκ για να παρ το γαζ που έχνε δεκεί. Έχνε πολύ γαζ, τι πλάκα το λένε μπρε, πετρέλαιο το λένε πετρέλαιο, για το πετρέλαιο γίνεται ούλος τούτος ο καραγκιόζ μπερντές, και βρήκε και καλά πάτμα, ότ έχνε εκειάνα τα όπλα που τα νοματίζνε μαζικής καταστροφής μαθέ, κατάλαβες μπρε μούτσαρε, ούλα γίντεν για τ μπουζνάρα, για να μασούνε γοι Αμερικάν’ και με τα δυο μάγλα”. “Ε και τι έναι μπρε γκμπάρε τούτα τα όπλα τα φωτιάρκα που τα λένε εδιέτς τς καταστοφής, τίποτα μπροστογιεμές αγκίνιες, δίκανα, αγερόπλανα μπομπαρδιστικά, τι στο γκόρακα έναι;” “Δεν έναι μπρε αγορούδιμ μτσόβοδο τέτοια όπλα, αλλά έναι σε λέγ’ αγέρια, που τα λένε τοξικά αγέρια. Άμα σε αμολάρνε ένα τέτοιο δηλητηριασμένο τοξκό αγέριο, τέζα ο παρδάλ’ς”. “Α, σα μια πουφούσκα νταμπακλίδκια να πούμε”. “Να μην πείτε, έμαθες και το να πούμε, διαβόλ πατνίτσαρε, γιατί ο Γιώρεγ’ς ο Νταμπάκ’ς δεν αμολέρεν’ ποφούσκες, αλλά τναζ κανονιές, γαδαροπορδούκλικ’. Πάντως μέσες άκριγιες τα αγέρια τούτα έναι σα μποφούσκες, αλλά στο πιο φόρτσο και στο πιο δηλητηριασμένο. Και σε λέγ’ άμα έχ’ τέτοιες ποφούσκες ο Σαντάμς και τς αμολάρ μες στν Αμερική θα μας αστενήσ’ ούλ’ και α μας καμ να βγάλομ τα σκώτια μας. Κάτσε να τον σφεντογονήξομ καμπόσες μπομπούδες να χασ το λουφούσιτ, να τον πάρομ και το γαζ”.
“Και δε με λες μπρε γκμπάρε, εμείς γοι Έλλην’ τι δλεια έχομ κι ανακατεύομάστε μαθέ;”. “Αφού μπρε η Ελλάδα έναι ο πρόεδρος σε ούλ’ τν Ευρώπ, τι λογιά μαθέ, θα κάθεται στο γωνιαδέλ’;” “Τι πρόεδρος, σα ντον Αντρέα τον Καλατζή που έναι πρόεδρος στα μσκάρια τς Ατσκιώτες;” “Ναι ένα τέτοιο πράμα, μόνε που γοι Ευρωπαίγ’ δεν έναι ούτε μσκάρια ούτε βόδια, αλλά κάμνε τν Ελλάδα πρόεδρο, εδιέτς όπως λες σε ένα λωλό, σε κάμνω ας πούμε βασιλιά. Όπως λέμε βάλαν το λωλό να βγάλ’ το φίδ απ’ τ ντρύπα, ή πήκαν το λωλό να χέσ και κειος έχεσε και τάφαγε….ε να εδιέτς. Κι άμα πομείν’ ο Σημίτς απόξω, θα τον πούνε κειο που ήλεγε κι η γιαγιά μ η Βωτώ, σκατά δλειες, μερτκό πορδιές, με το ζμπάθειο, και τότε θα κάθομέστε πα στς μπεζούλες να φεγγίζομ τα αυγά τα κουρνίτκα και δε θα νέχομ γαζ ούτε για τς λαμπούδες και θα βάλομ μπροστά τα λ’χναρούδια με τ λιγδέλα”. “Εμ τότενες κατά τα λεγόμενα σ μπρε γκμπάρε πρέπ να τον κηρύξομ τον πόλεμο στο Ιράκ, εμ όχ’ να σκάσομ κι απ τα αγέρια, ή να μην έχομ γαζ για τα γαζολύχναρα. Αλλά πάλε το σκών’ μαθέ η αθρωπιά σ να σκοτών’ εκειός ο Μπουστς, αθρώπ για το παλιόγαζο; Ε και θα τον πεις άθρωπο τον αξετσίπωτο, γάδαρο με γραβάτα θα τον πεις”. “Εγώ τι θα τον πω γμπάρε, δε γκάμεν’ διάφορο, ούλ’ όμως τον γκάμνε μετάνοιες, γιατί έχ’ το βούρδουλα, γι’ αυτόνο σε λέγω τούτα έναι κάρβνα πυρωμένα και μη τα αγκμπάς, δεν έναι για μας τς εμκροί, μη πελεκάς συτχιές π’ δε πελεκιέντεν ούτε με το τσεκούρ, βάλε γκεμ στο στόμα σ το μπαμπαλιάρκο”.
“Τώρα γκμπάρε με έβαλες σε ιδέες και σκέφκα μια δλίδα που κάμεν’ ταμάμ για μας τς εμκροί. Αφού εδιέτς κάμνε οι μογάλ’ κι οι τρανοί, γιατί να μη γκάμομ και μεις οι Ατσκιώτες τν ίδια δλεια;” “Τι, να μπομπαρδίσομ το Ιράκ;” “Όχ’ μπρε αλ’πανάβατε, με φαίνεται που δε γκατβάζ η κτρούβα σ ψείρες, γιατί όμως να μην πάρομ το γκάμπο τς Κοντοπούλ’ς και τς Παναγιάς, παράδειγμα, που έναι χωράφια άφαλος τς γης, ούλο μέλαγγες και μαυροχώματα, όχ’ αλ’πούδες, καψίδες και βίνες που έναι τα πλιότερα θκα μας. Τι να σε πω από μκρέλιας τα καψορέγομαι. Λέγω να τα κάψομ τα ρούχα μας και να τ γκάμομ τ μπρέδα. Α πούμε ότι έχνε τοξικά αγέρια και όπλα τς καταστροφής πανδεκεί, α τς στείλομ κι ένα πιθεωρητή θκό μας να τς πιθεωρήσ, έχομ μεις ένα μσοχωριανό μας πιθεωρητή, το Μπαναγιώτ το Μουτζούρ που έναι γκμπάρος τ Αγοραστή τ Ματζώρ, α τς πει ναι βρε κοπρόσκ’λα έχτε και αγέρια, έχτε και όπλα, ύστερα α κάμομ γιούργια και α τς πάρομ τα χωράφια”. “Ε, και πού τα έχνε οι Κοντοπλιανοί τα αγέρια μαθέ;”. “Γιατί μπρε οι Ιρακινοί, έχνε; Ενώ οι Κοντοπλιανοί απαξανέκαθε μαζεύαν και σοδιάζαν, μα άφκο, μα λαφύρ, μα καμιά φασούλα, ξέρς τι αέριο βγάζνε τούτα, κατ θα βρούμε. Ε δε θα νέχνε και κανέ τσακούδ, καμιά κόσα για το τριφύλ’, κανέ ασφαλαγκοτούφεκο, καμιά σφεντογόνα; Δεκεί θα πατήσομ και καλά, και ήμαρτον θα τς πούμε δεν έχ’ μπλια. Μη ντο σκέβεσαι σήμερα το συφέρο κμαντέρεν’ το γκόσμο”. “Ε και έχομ εμείς μαθέ αγερόπλανα να μπομπαρδίσομ τ Γκοντοπούλ; Και γιατί να τα βάλομ με τς Κοντοπλιανοί που έναι και καλοί αθρώπ και να μη μουντάρομ τς Μουδουρνοί γή τς Κουταλιανοί που έναι και αψλομύτες. Ή τς αχώνευτ τς Καστερνοί”. “Δε χρειγιάζεται αγερόπλανα μπρε ζαβομεριά, ααα, εεεε, σιγά μη μπάρομ και υποβρύχια, καμπόσα κοντοστέλια φτάν’νε. Αλλά επειδής οι Κοντοπλιανοί έναι ξλογκράν’, μπεχλεβάν’δες και γκαγκλαμάν’ και δεν έναι εύκολο να τς καταπονέσεις, α κάμομ επιστράτευσ τς Σαρδιανοί και τς Καταλακ’νοί που μπορεί να έναι μπουντούρδες, αλλά έναι τ καυγά και ντιπ κάκναρ, αφού ο Γιώρεγ’ς η κούρσα ο παλιός ο πρόεδρος τς πνομάτζε Τσετσέν’ και Κούρδ, α τς πάρομ για ραβδάτορες, να μην κάντεν πα στς τρούλες και πφσκαρίζνε, έναι και χνασμέν’ απ τ μπείνα, ε α τς δώκομ και κείν’ κανέ παρτσαδέλ’ να γλύψνε και κείν’ λίγ’ κατσίλα, γιατί μια παροιμιά λέγ’ δε σε κερνώ να μ’ αγαπάς, αλλά σε κερνώ να με κερνάς. Τς Σβερδιανοί να μη τς πάρομ μαζί, γιατί έναι ασυνενόγητ αθρώπ, γι’ αυτό τς λένε και ζερβιοί, άσε που έναι και λιλιπούτδες και τρεμοκουρκούρδες, έναι μόνε για χορό, νταν’ νταν’ και πάλε νταν’ νταν’, δεν έρχεντεν στα ζόρκα. Όσο για τς Καρπασνοί και τς Βαρίτες, σκαμπανοβράκ’δες, χαμχαλέτ και κωλοφοβερίδες, έναι μόνε για τς μούσκλες τς πκρες, αλλά δε α τς αφήκομ στο χολιαστήρ, α τς έχομ από κοντά να κβανούνε το νερό. Οι Λεριανοί μακριγιά, λαφροντιντίλ’δες, κουκούλ’δες και μπολσοβίκαρ, άμα σε πλήσνε αυγό πρώτα θέλνε να το κουρέψνε και να πάρνε το μαλλί. Α βάλομ μπροστοφυλακή το Γιώρεγ’ το Νταμπάκ’ να τς ρίξ καμπόσες άμπουλες με αγέριο να τς παραλύσ, α τς ρίξ και καμπόσες ομοβροντίες να κατουρθούνε απ το φόβο τς και να τς πιάσ σνερίγια, καταπόδ α νέχομ το Μπρούτζο, τον Αχέλο, τον Αγγελή και τον Τάμη να μαρκέρνε τα καλά κομάτια, από πίσω Σαρδιανοί και Καταλακ’νοί με τα κοντοστέλια, παραπίσω ούλ’ εμείς, κι α γιουρντίσομ σα παν, και άρον μάρον α τα κάμομ ούλα γιάγμα και δε θα πομείν’ αρθούν’. Τώρα για τς Μουδουρνοί που με λες και τς Κουταλιανοί, τς έχομ στο χερ, αλλά τι να πάρομ, τ θάλασσα να ντ γκάμομ μπλάστερ, έχομ και μεις τον Αγιαρμόλα και ντ Τρύγ’ μαθέ θάλασσα γυαλί, όχ’ βόλακα, ούζβαρ και κωλοπάνες. Οι Καστερνοί πάλε έναι χρείγιες ζωντανές, παλιοπερτσίνες και λουκματζήδες και τα θέλνε ούλα χαζίρκα, τς έχομ μια χαψά, αλλά έλα που έχνε πλάτες, α τς αφήκομ τώρα, θα νερτ ραστ γκιλντί, θα νέρτ κι η αράδα τς, όπως λέγ’ κι ένα τραγδέλ’ α δε σε τ βάλω σήμερα, ταχιά σε τ νέχω σίγουρα.. Τίποτα, τς Κοντοπλιανοί α μπομπαρδίσομ, δωνά με κάντεν από τότε που νίκαν συνέχεια η ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ τον ΗΡΑΚΛΗ. Άμα κάμομ όπως σας ορμνεύω θα νέχομ καλές πετχεσές, θα ναράξομ ντ κλαποδαρίδα μας κατ απ τ σκαμνιά στ μπλατέα και θα πορδαρίζομ μετά συγχωρήσεως και θα γίνομ και πλανητάρχηδες τς Λήμνος. Αλλά τι”.

Ο πολίτης του κόσμου Χάρολντ Πίντερ

Ο πολίτης του κόσμου Χάρολντ Πίντερ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Στις 24 Δεκεμβρίου 2008 πέθανε σε ηλικία 78 ετών ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ, χτυπημένος από καρκίνο. Υπήρξε πλήθος αφιερωμάτων στον τύπο. Αν γράφω δυο λόγια, είναι για να τονίσω ότι διανοούμενοι σαν τον Πίντερ σπανίζουν σήμερα, όχι τόσο ως προς τη λογοτεχνική αξίας τους, αλλά επειδή βολεμένοι οι περισσότεροι στο καβούκι τους, αδυνατούν ή δεν θέλουν να γίνουν μπροστάρηδες στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και να καθοδηγήσουν τον κόσμο. Δυστυχώς τα τελευταία 40 χρόνια ζούμε μια συνεχή ήττα των διανοουμένων, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ο Πίντερ εκτός από άνθρωπος του πνεύματος υπήρξε ένας ατρόμητος υπερασπιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ένας απόστολος της παγκόσμιας ειρήνης, ένας αρωγός των καταπιεσμένων, ένας άνθρωπος που δε μάσησε τα λόγια του ποτέ και αντιτάχθηκε δημόσια και με θέρμη στον πολιτικό αμοραλισμό των ισχυρών.
Ο Πίντερ γεννήθηκε το 1930 στο Λονδίνο από λαϊκή οικογένεια. Εκτός από θεατρικός συγγραφέας, από τους σημαντικότερους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ήταν ποιητής, ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης θεατρικών έργων. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία, με κυριότερο το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 2005. Η ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ, αποτελεί παγκόσμιο πολιτικό μανιφέστο, από τα σημαντικότερα, με τη δημόσια καταδίκη του πολέμου στο Ιράκ και την κατακεραύνωση Μπους και Μπλερ. Χαρακτήρισε τον Μπλερ ως «ηλίθιο απατεώνα, πιόνι της αμερικανικής τρομοκρατίας και εγκληματία πολέμου» και τον Μπους ως «εγκληματία πολέμου» και είπε ότι έπρεπε να καθίσουν στο εδώλιο του διεθνούς δικαστηρίου.
Το θεατρικό έργο του χαρακτηρίζεται από χιούμορ και κυνισμό. Περιγράφει ανθρώπους που προσπαθούν να επικοινωνήσουν, την ώρα που μια "απειλή" εισβάλλει στη ζωή τους. Διαπραγματεύεται την αποξένωση μεταξύ των ηρώων. Αντλεί τα θέματά του από την τρέχουσα πραγματικότητα. Το λιτό ύφος, το γεμάτο σιωπές, καθιέρωσε το επίθετο «πιντερικός», ενώ η Σουηδική Ακαδημία στο σκεπτικό της για τη βράβευση του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας ανέφερε ότι: «Ο Πίντερ επανέφερε στο θέατρο τα βασικά του στοιχεία, τον κλειστό χώρο και τον απρόβλεπτο διάλογο, όπου οι άνθρωποι βρίσκονται ο ένας στο έλεος του άλλου και κάθε προσποίηση διαλύεται. Στα έργα του αποκαλύπτει τον γκρεμό κάτω από την καθημερινή μωρολογία».
Ο Πίντερ στηλίτευε την πολιτική Ρήγκαν και Θάτσερ. Μαζί με τον Άρθουρ Μίλερ ταξίδεψαν το 1985 στην Τουρκία, υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων της δικτατορίας. Ύψωσε τη φωνή του για τη γενοκτονία των Κούρδων, για την ανατροπή της δημοκρατίας στη Χιλή και τη στήριξη των δικτατοριών στη Λατινική Αμερική από τις ΗΠΑ, για τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία και τον πόλεμο στο Κόσοβο, για την εισβολή στο Αφγανιστάν και Ιράκ. Αγωνίστηκε για την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου από τη θέση του αντιπροέδρου της διεθνούς ένωσης συγγραφέων. Αρνήθηκε να χριστεί ιππότης από τη βασίλισσα και επινοήθηκε ειδικός τίτλος (Companion of Ηonour) για χάρη του, τον οποίο του απένειμαν το 2002. Είχε αποκηρύξει κάθε μορφή τρομοκρατίας και είχε χαρακτηρίσει κτηνώδη την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Επίσης, επέκρινε έντονα τα παλαιά κομουνιστικά καθεστώτα, «όπου οι μεγάλης κλίμακας αγριότητες και η αδίστακτη καταπίεση της ανεξάρτητης σκέψης είναι γεγονότα αδιαμφισβήτητα».
Περισσότερο αποδεκτός στον υπόλοιπο κόσμο παρά στη Βρετανία, είχε μεγάλη αποδοχή στην Ελλάδα, όπου είχε τιμηθεί επανειλημμένως, ενώ πολλά έργα του ανεβάστηκαν σε ελληνικές θεατρικές σκηνές. Είχε απαρνηθεί τη Βρετανική καταγωγή του και ήθελε να θεωρείται πολίτης του κόσμου. Ήθελε να τον θυμούνται όχι ως συγγραφέα, αλλά ως πολιτικό ακτιβιστή.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Εκλογές και βόδια

Εκλογές και βόδια

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας





Ο απόηχος των πολύχρωμων, σαν κουρελού, δημοτικών εκλογών άφησε πίσω του κρίσεις, αξιολογήσεις και πλήθος ερωτήματα. Γιατί έτσι, γιατί αλλιώς, πώς και εκλέχθηκε ο ένας, γιατί όχι ο άλλος, κλπ. Άκουσα κάποιον συνδημότη να ρωτά: «-Μα γιατί δεν υπήρχε Ατσικιώτης υποψήφιος για δήμαρχος;» και έναν άλλον να απαντά: «-Γιατί οι Ατσικιώτες είναι βόδια». Παρακολουθώντας τυχαία μια συζήτηση, άκουσα πάλι τη λέξη «βόδια». Αναρωτιόταν ένας: «- Πώς γίνεται ένας γραφικός ακροδεξιός σαν τον Καρατζαφέρη να περνά σε ψήφους τον εθνικό ήρωα Μανόλη Γλέζο;» και ο άλλος: «Γιατί οι Έλληνες είναι βόδια». Οι ψηφοφόροι λοιπόν όταν δεν ψηφίζουν σωστά παρομοιάζονται με βόδια. Έχουν όμως πραγματικά σχέση τα αγαθά τετράποδα με τα κουτοπόνηρα δίποδα; Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ανάλυση του σοβαρότατου αυτού θέματος, «εκλογές και βόδια».
Κατ’ αρχάς, τα βόδια, διαχρονικό σύμβολο υποταγής για τα ίδια, αλλά και πλούτου γι’ αυτόν που τα κατείχε, συνοδεύουν τον άνθρωπο από τα μυθολογικά χρόνια, ως τα σήμερα. Θυμηθείτε τα βόδια του Γηρυόνη που έκλεψε ο Ηρακλής από το Γιβραλτάρ και την εξόντωση του ληστή Κάκου που θέλησε να του πάρει μερικά. Επίσης τα βόδια του Ήλιου στη νήσο Θρινακία, που τα έφαγαν οι σύντροφοι του Οδυσσέα και η καταστροφή που ακολούθησε, αφού ο Δίας βούλιαξε όλα τα καράβια τους και τους έπνιξε όλους εκτός από τον Οδυσσέα, που βγήκε σώος στο νησί της Καλυψούς. Τα βόδια δηλαδή είναι σαν να φέρνουν κατάρα σ’ αυτόν που θα τα πειράξει. Αυτό θα μπορούσε να συσχετιστεί με τους ψηφοφόρους, έστω και με τους ψηφοφόρους – βόδια, που συχνά εκδικούνται με τον τρόπο τους. Κατά την Αγία Γραφή, τα βόδια είχαν εξημερωθεί πολύ πριν ο Αβραάμ κατέβει στη Χαναάν. Μέσα στο νόμο του Μωυσή είναι γραμμένο (Δευτερονόμιο) το ακόλουθο: «Δε θα φιμώσεις βόδι που αλωνίζει», δηλαδή δεν θα κόψεις το φαγητό κάποιου που δουλεύει για σένα. Αυτό το ακολουθούν κατά γράμμα πολιτικοί και πολιτικάντηδες τύπου δημάρχων και σύγχρονων βλαχοδημάρχων, ως τα σήμερα. Στα πολύ παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν νομίσματα, η συναλλαγή γινόταν με διάφορα εμπορεύματα, συχνότατα δε με βόδια. Στον Όμηρο συναντάμε τη λέξη «Πολυβούτης», που θα πει ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά βόδια, ενώ «Αβούτης» είναι ο φτωχός, αυτός που δεν έχει βόδια. Βόδια λοιπόν ή χρυσάφι; Το δίλημμα αναλλοίωτο εις τους αιώνες, αφού το να έχεις αγέλη ψηφοφόρων – βοδιών ισοδυναμεί με το να έχεις χρυσάφι. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ένας ισχυρός πολιτικός, είναι πολυβούτης. Τώρα αν αυτό προέρχεται από το «βουτώ» ή από το «βους» θα σας γελάσω.
Ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός «βόδι», ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό «χαζός», ενώ η λέξη «αγελάδα» είναι συνώνυμο της παραγωγικότητος. «Βρήκε αγελάδα και αρμέγει». Τώρα τελευταία γνωρίσαμε και τις τρελές αγελάδες, για να αποδειχθεί βέβαια πόσο «βόδια» είναι οι άνθρωποι, καθόσον οι ταύροι ήξεραν από πάντα ότι υπήρχαν τρελές αγελάδες. Βόδια λοιπόν οι ψηφοφόροι, υποτακτικοί, πειθαρχικοί, καθοδηγούμενοι, υπό ζυγό, ευνουχισμένοι. Οι πολιτικοί πάντα παίζουν το ρόλο του ζευγά, ο οποίος έχει τη «συρμαγιά», την εκλογική πελατεία εκ βοδιών. Βέβαια καμιά φορά το βόδι ψηφοφόρος μπορεί να στρέψει τις «βοδίσες ματάρες» του σε άλλον ζευγά, κάτι που δεν μπορεί να κάνει το γνήσιο βόδι. Έτσι ο ψηφοφόρος από «ζευγαρόβοδο», γίνεται «βόδι που έκοψε», ή «βόδι που μυγιάστηκε». Γι’ αυτό ενώ το γνήσιο βοοειδές που έχει σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια είναι επικίνδυνο, αντιθέτως το βοοειδές ψηφοφόρος που έχει αυτή τη νόσο είναι ο ιδανικός. Αν έχει δε και πνευμεγκέφαλο, δηλαδή αέρα αντί μυαλό, ακόμα καλύτερα. Θα μου πείτε, πολιτικοί και οι δημαρχαίοι; Ναι, πολιτικοί, αφού όλοι έχουν τις φιλοδοξίες τους και για να θυμηθούμε τους στίχους του λαϊκού άσματος του αξιοτίμου κ. Τζίμη Πανούση, σίγουρα θα σιγοτραγουδούν στο μπάνιο τους: «Στης βουλής τα έδρανα, αχ κι εγώ να έκλανα».
Οι συμπατριώτες Λημνιοί παραδοσιακά χαρακτηρίζονταν ως «πρόβατα», για το ήπιον της ιδιοσυγκρασίας τους, όμως πολλά ιδιαίτερα γνωρίσματά τους, θα μπορούσαν κάλλιστα να τους δώσουν την ονομασία «βόδια». Εξ άλλου οι Λημνιακές εκφράσεις «βοδολογίας» και οι συνειρμικές τους διασυνδέσεις με το θέμα των εκλογών είναι αρκετές. Αναφέρουμε μερικές:
@@ «Τα βόδια μγιαστήκαν». Δηλαδή τα ερέθισε η μύγα κι αυτά άρχισαν τον λεγόμενο κλωτσόχορο. Ο χορός αυτός μπορεί να είναι ήρεμος, όπως π.χ. ήταν ο χορός των ψηφοφόρων σ’ αυτές τις εκλογές. Αυτός ο ήρεμος χορός εθεωρείτο από τους παλιούς Λημνιούς ως μήνυμα ότι θα χαλάσει ο καιρός. Όμως ο κλωτσόχορος μερικές φορές είναι βίαιος, αφηνιαστικός, εκτός ελέγχου και οδηγεί σε πραγματική καταστροφή. Αυτός είναι και ο φόβος των πολιτικών επαγγελματιών ζευγάδων. Βέβαια ενώ παλιά ζευγάδες και παπάδες είχαν χωριστά τα τσανάκια τους, εξ ου και το «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς», τώρα αυτό δεν ισχύει και βλέπουμε παπάδες να έχουν βόδια και να τα καθοδηγούν στους πολιτικούς αγρούς.
@ @ «Μπρε βόδια τα πέρασες τα μλάρια;». Φράση παλλημνιακής εμβέλειας, που την πρωτοείπε ο συμπαθέστατος και φίλος Γιώργαρος Πατέτσος ή μπάκακας, από το Πορτιανού, που ζευγαρίζει μόνο με μουλάρια. Όταν λοιπόν ένας θηριώδης συγχωριανός του για να τον πειράξει πήρα στα χέρια του το αλέτρι και το «πάτησε» με δύναμη στο χώμα, τα μουλάρια δεν μπορούσαν να τραβήξουν και τότε πετάχτηκε έξαλλος ο μπάκακας και είπε αυτή τη φράση. Αναρωτηθήκατε λοιπόν αγαπητοί αναγνώστες ότι μήπως είμαστε στην πραγματικότητα μουλάρια και όχι βόδια;
@@ «Πέντε βόδια δυο ζοβγάρια». Για το βλάκα, που δεν ξέρει να υπολογίσει καλά, άρα και για τον ψηφοφόρο – βόδι.
@@ «Εμ δεν έναι βόδ να σε κουντλήσ». Για τους «ερμηνευτές» των μηνυμάτων που κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν.
@@ «Έχ’ βγάλ’ τ’ βοδοσκολή». Ισχύει για τους περισσότερους υποψηφίους δημοτικούς συμβούλους της Λήμνου, αλλά όχι μόνο της Λήμνου.
@@ «Βοδ καρακαλ’νό». Δηλαδή μεγάλο βόδι, απ’ το Καρακάλου, τουτέστιν πολύ βλάκας.
@@ «Μτσόβοδο». Αυτός που τρώει πολύ άγαρμπα, ο πολύ ατσούμπαλος και χοντράνθρωπος, ο βλάκας.
@@ «Βοδ εμείς, βοδ και τα παιδιά μας». Βλέποντας μερικούς συνδυασμούς, σου έρχεται αυτή η φράση, αφού πολλοί ψηφίζουν παραδοσιακά, όπως ψήφιζαν οι γονείς και οι παπούδες τους. Αυτή η φράση ελέχθη από ένα Λημνιό συμπέθερο στον άλλο, όλο καμάρι, στους γάμους των παιδιών τους και δε σήμαινε βέβαια ότι και αυτοί και τα παιδιά τους είναι βόδια, αλλά ότι και στο δικό τους γάμο και στων παιδιών τους έσφαξαν βόδι.
@@ «Ε καμένε βόδαρε». Πολλοί ψηφοφόροι αξίζουν αυτή την προσφώνηση.
@@ «Παλιόβοδος». Το παλιό βόδι, ο παλιός ψηφοφόρος, ο παραδοσιακός, αυτός που δεν αλλάζει, αυτός που δεν ….τρώγεται με τίποτα.
@@ «Άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο κιαχαγιάς». Αυτή την πικρή διαπίστωση την κάνουν οι ψηφοφόροι – βόδια όσο προχωρά η τετραετία.
@@ «Το φάγαμ το βόδ». Αυτό ισχύει για τους περισσότερους δημαρχαίους, που δεν τρώνε μόνο το βόδι, αλλά και το ζυγό, και το αλέτρι.
@@ «Τζαχτ τζαχτ και το φάγαμ ούλο το βοδ». Αυτό ισχύει μάλλον για τους ψηφοφόρους, που κάθε τετραετία περνά από τις πλάτες τους σαν….αρρώστεια.
@@ «Βοδ πήγε βουβάλ’ γύρσεν». Προσαρμόζεται και για δημαρχαίους και για ψηφοφόρους, αφού η εξέλιξη και των δυο είναι μηδενική έως αρνητική.
@@ «Καπαρό βοδ, κοκκίν’ς, χιονής, αράπς, κλπ». Ανάλογα την… κομματική τοποθέτηση.
@@ «Μμμμ βγάζ βοδιά». Άρωμα εκλογών, ή ο καθένας, μετά συγχωρήσεως, την κλανιά του την έχει μοσχολίβανο. Από κει και το τραγουδάκι:
«Εκλογές και κόμματα
με φρου φρου κι αρώματα
ψηφοδέλτια σταύρωνα
κι όλη νύχτα καύ---α».
@@ «Πάγ’ να μαζέψ βοδόξλα».
Δηλαδή βουνιές ή σβουνιές, ή βνιες. Έκφραση απαρέσκειας για την τωρινή ενασχόληση ή κοινωνική θέση κάποιου. Εκεί στέλνουν οι ψηφοφόροι αυτούς που μαυρίζουν.
@@ «Λημνιά βοδάρα, ή βουβάλα». Από την αρχαία «Λημνίαν βουν» στη σημερινή υποψηφία, ή στην λεγομένην «30%». Υπάρχει εξελικτική πορεία. Δε βρίσκετε;
Ασχέτως αν μερικοί σιγοψιθυρίζουν το τραγούδι του Μηλιώκα: «Δεν ξαναβόσκω άλλες βοβάλες, δεν θέλω μήτε να τις δω».
@@ «Τα στραβά τα βόδια τ νύχτα βόσκνε».
Και τη μέρα ψηφίζουν.
@@ «Ε ρε βοδόπτσα που θέλ’». Τουτέστιν το περίφημο καμτσίκι – μαστίγιο, για να πονά πολύ. Τέτοιο πράμα χρειάζονται πολύ υποψήφιοι αλλά και ψηφοφόροι. Μερικοί χρειάζονται και την παραλλαγή της: «Ε ρε βοδόπτσα και νάναι παραγεμζμέν’ με τον άμμο».
Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε να ευτυχούμε. Τα βόδια εξ’ άλλου πάντα είναι ευτυχισμένα.

Δημοσιεύθηκε στη «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΤΣΙΚΗΣ» Αρ. Φύλλου 11, Αύγουστος – Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2002.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Βογήθγια

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Βογήθγια

Γράφει ο γιατρός Σταύρος Τραγάρας

Επ’ ευκαιρία του πρόσφατου κυβερνητικού ανασχηματισμού, ελέχθη από διάφορους αναλυτές και πολιτικούς, ότι αυτός θα βοηθήσει το έργο της κυβέρνησης, ή ότι θα βοηθήσει να αναστραφεί το κλίμα υπέρ της κυβέρνησης, ή ότι θα βοηθήσει τον πρωθυπουργό, αλλά κυρίως ότι θα βοηθήσει το λαό, που είναι σε δυσχερή θέση. Τέλος πάντων, οι λέξεις «βοηθώ», «βοήθεια» κλπ. έδωσαν και πήραν. Με το άθλιο, διαστροφικό, λημνιακό μυαλό μου σκέφτηκα ότι η λέξη «βοήθεια» και τα παράγωγά της, στη λημνιακή γλώσσα έχουν πολλές λεπτές αποχρώσεις, γι’ αυτό με την άδειά σας θα επιχειρήσω μια σύντομη ανάλυση.
Η λέξη «βοήθεια» στα λημνιακά έχει πολλές εκφράσεις, όπως «βογήθγια», «βόγ’θγια», «βόθγια», «βούγ’θγια», «βούθγια» «βούθα», «βογ’θτό», «βουγ’θτό», «βουθτό», «βογήθμα», «βογήθγιο» «βούθμα», κλπ. Το δε ρήμα «βοηθώ», λέγεται «βογ’θώ», βουγ’θώ», «βοθώ», «βουθώ», κλπ. Όταν λέμε «βογήθγια» εννοούμε μια απλή βοήθεια, μια συνδρομή στην εργασία μας, το λεγόμενο «γιαρντίμ», ή μια χάρη. Βέβαια τίποτα δεν είναι δωρεάν, γι’ αυτό και «η χαρ θελ’ αντιχάρ», ή ακόμα χειρότερα, «η χαρ θελ’ αντιχάρ κι ένα φόρτωμα στο μλαρ».
Η λέξη «βόγ’θγια» υποσημαίνει τη δραματική ανάγκη κάποιου για βοήθεια: «Το καμένο το παιδέλ’ έτσαζε σα ντο πλι και γύρευε βόγ’θγια, αλλά ουλ’ κνούσαν τ’ αυτιά τς σα ντο γάδαρο». Οι λέξεις «βούθγια», «βούθα», «βουγ’θτό», σημαίνουν τη στιγμιαία βοήθεια, σε ένα πρόβλημα: «Γιώρεγ’ βάλε μια βούθγια να σκώσομ το τσβαλ’». Οι λέξεις «βουθώ» και «βούθα» έχουν και τη σημασία του υποστυλώνω, βάζω ένα υποστήριγμα από κάτω: «Βούθα το σακί μη ξεσύρ το σαμάρ». Η λέξη «βογήθμα» σημαίνει τη μηδαμινή βοήθεια, κάτι σαν ελεημοσύνη: «Ζντγιανεύ’ βογήθμα σα ντο δγιακονιάρ».
Απαιτούνται λοιπόν διευκρινίσεις, για το τι βοήθεια πρέπει να περιμένουν οι πολίτες από τη νέα κυβέρνηση. Πολλές φορές η βοήθεια αποδεικνύεται ανύπαρκτη, αέρας κοπανιστός, στα λημνιακά «πορδιές βογήθγια», εάν δε η λεγόμενη βοήθεια διατυμπανίζεται, «βουθτές ή πτακωτές πορδιές». Αυτή η βοήθεια είναι και η πιο συνηθισμένη διαχρονικά, γι’ αυτό μάλλον ο συχωρεμένος Αλέκος Ραμαντάνης από το Πορπούλ, έλεγε τον πρωθυπουργό «πορδυπουργό» και μεις τον νομίζαμε αγράμματο. Η ανύπαρκτη βοήθεια λέγεται και «από πίσω βογήθγια»: «- Είχες καμιά βογήθγια; - Ναι είχα βογήθγια από πίσω». Υπάρχει και η «από κατ βογήθγια», που έχει σεξουαλικό υπονοούμενο: «Η Λενιά χρειγιάζεται από κατ βογήθγια». Τέτοια βοήθεια οι πολίτες δεν προσδοκούν, αφού έχει ήδη προσφερθεί αφειδώς από την κυβέρνηση, μεταφορικώς βεβαίως. Ούτε «βογ’θήματα» χρειάζονται, που στη Λήμνο τα λένε «βογ’θήματα τς Ούντρας για τς ζντγιανοκόματ».
Βέβαια πριν το «βόγ’θα» και πριν φτάσουμε στο «βόγ’θα Παναγιά μ’», υπάρχει το «δέχα», ή όπως λένε στη Λήμνο: «Σα δεχάς δε θελ’ς τη βόθα, στερνή μ’ γνωσ’ να σ’ είχα πρώτα». Η κυβέρνηση θα μπορούσε να πει: «Εγώ βοηθώ, κουνήστε και σεις τα χέρια σας». Αλλά και ένας Λημνιός θα απαντούσε: «Οχ’ μόνε τα χέργια μ’ αλλά και τα ποδάργια μ’ κνω. Τα χέργια μ’ για να δλεύω, αλλά τώρα και για να σταυροκοπιέμαι και να μτζώνω. Α, και να κολ’μπώ για να πάγω στν Αθήνα. Τα ποδάργια μ’ για να φέγνω μακριγιά και να κλωτσώ». Όπως και νάχει όμως, μια κυβέρνηση θέλει βοήθεια απ’ το λαό. Όχι όμως να λέει: «Βόγ’θα φτωχέ να μη σε μοιάσω». Γιατί τότε και οι πολίτες δικαίως θα αναρωτηθούν; «Εγώ βούθα, εσύ βούτα;». Ή «Άλλος τ’ αποπαίδ, άλλος το Βατοπαίδ;». Στη Λήμνο λένε και την παροιμία: «Όποιος αλείφτ με λαδ το κάρο τ’, βογ’θά το γάδαρο τ’», όμως όταν το λάδι είναι τόσο πολύ, μπορεί ο γάιδαρος να «ξεγλυστήσ’» και τότε «καμιά βογήθγια δε ντον σων’». Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε «κι ο Θγιος να βαλ’ το χέρι τ’ και να μας βογ’θήσ’, μαζί κι ο Αγιαρμόλας κι ο Αγιοτσίλιας, βογήθγια μας. Αμήν».