Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Σώβρακα και βρακιά

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Σώβρακα και βρακιά



Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Διάβασα σε εφημερίδα ότι επιστήμονες του αμερικανικού στρατού κατασκεύασαν ανδρικό εσώρουχο, προοριζόμενο για τους στρατιώτες, που μπορεί να σώζει ζωές. Αυτό το σώβρακο έχει ενσωματωμένους βιοαισθητήρες και μπορεί να μετρά την πίεση του αίματος, καρδιακούς παλμούς, να διαγιγνώσκει τη φύση των τραυμάτων, να χορηγεί κατάλληλα φάρμακα, κ.ο.κ. Αυτό το καινοτόμο σώβρακο – γιατρός σε δεύτερη φάση μπορεί να εφαρμοσθεί σε άλλες ομάδες πληθυσμού, π.χ. σε ηλικιωμένους, διαβητικούς, αθλητές, κλπ. Στο μέλλον δε, υπολογίζουν ότι το θαυματουργό αυτό σώβρακο, εκτός από γιατρός, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αστυνομικός, πολιτικός, κλπ. Και εννοείται για να μην παραπονιούνται οι γυναίκες, δεν θα κατασκευάζονται μόνο σώβρακα, αλλά και βρακιά.
Βέβαια η τεχνολογία έρχεται δεύτερη, αφού εμείς οι Λημνιοί ανέκαθεν είχαμε διαβλέψει τις διαγνωστικές και προγνωστικές ιδιότητες σωβράκων και βρακιών. Στην ερώτηση π.χ. αν θα φοριέται εύκολα, ή θα υπάρχει κάποια διαδικασία, η απάντηση είναι απλή, παλιά και Λημνιά: «Σα ντα κανονικά σώβρακα, το κίτρινο μπρος, το καφεδί πίσω». Ή στον έλεγχο καταλληλότητας ενός γαμπρού, το νέο σώβρακο δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο απ’ τη διάγνωση της σχωρεμένης γιαγιάς μου της Βώτας, που έλεγε: «Γη μπεζλεμπή π’ θα με φραν’ απ’ το καλαμοβράκ’ φαίνεται». Πάντως έχει προβλεφθεί τα εσώρουχα της νανοτεχνολογίας να είναι υψηλής αισθητικής, κομψά, με σχέδια, χρώματα, κλπ. Αυτό είναι σωστό, αφού όπως έλεγαν και οι παλιοί Λημνιοί, «Το Μοραγίτκο το βρακί, δε ντ μπυρώνει τη ξερή». Επίσης θα είναι διαποτισμένα με διάφορα αρώματα για την περίπτωση ατυχήματος δηλητηριωδών αερίων ή ημιστερεών αποβλήτων. Όμως κι εδώ υστερεί η τεχνολογία, αφού αυτό είχε προβλεφθεί από τους Λημνιούς, όπως λέει και το τραγουδάκι: «Το βρακί σ’ εχ’ μυρωδιά / από χίλια μυρωδκά / βγαζ δαφνίλα κι αθμαρίλα / και αψά μπακαλιαρίλα». Υπάρχουν πάντως περιπτώσεις, που το νέο εσώρουχο βοηθά σημαντικά. Ένας ψαράς ας πούμε που θέλει να ξέρει τον καιρό θα βάζει απλώς το σώβρακο - μετεωρολόγο και δεν θα κάνει το τεστ που λέει το τραγουδάκι:
«Το βρακούδι σ’ α το βγάλω / κι α το σκώσω για μπαντιέρα / για να με δείχεν’ το γκαιρό / κι τ’ φόρα απ’ τον αγέρα».
Στο μέλλον λοιπόν κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του θα φορεί και το ανάλογο για την περίσταση εσώρουχο, εκτός εξαιρέσεων. Μια φανταστική στιχομυθία εξαίρεσης του κανόνα: «-Μωρή Λενιά τι στρινγκ φορείς σήμερα;» «-Αχ μωρή Δεσπνιά σήμερα το άφκα ακάλ’βο το κορακιαζμένο γιατί ο Γιώρεγ’ς με το τραγούδσε εψές»: «Μ’αρέζνε οι αξεβράκωτες / με το βρακί μπαντιέρα / γιατί το πράμα τς εν δροσνό / ούλο μες στον αγέρα». Επίσης οι μητέρες του μέλλοντος, αντί να λένε όπως τις σημερινές, τι έξυπνο είναι το παιδί τους και ότι ξέρει από μωρό κομπιούτερ, απλώς θα του τραγουδάνε: «Νταστανά νταστανά / νταστανά λέγω να γεν’ / στα δεντρέλια ν’ ανεβαίν’ / ν’ ανεβαίν’ να ατπατεί / να με δείχεν’ το βρακί».
Φαντασθείτε στις μέρες μας, που υπάρχει τόση αγωνία αλλά και άγνοια για το ασφαλιστικό, ας πούμε. Στην ερώτηση «Τι σύνταξη θα πάρω;», το σώβρακο θα απαντούσε: «Από τα τρίγια παρ τα δυο / ή άμα θελ’ς και τρίγια / ούλα εν μες στο σώβρακο / τα έδξα και στ’ Μαρίγια». Ή αν ο πολίτης δεν ήξερε π.χ. ποιο κόμμα θα ψήφιζε στις εκλογές. Μια υποτιθέμενη στιχομυθία: «-Γιώρεγ’ τι α ψηφίσομ στς εκλογές;» «-Μπρε Δημητρή δε βαγ’ς μαθέ το σώβρακο για τα πολιτικά να μας πει;» «-Ποιο έναι;» «-Να εκειό που έναι μπρος πίσω καφεδί» «-Δε ντο βρίσκω»
«-Μύρσε τα κι όποιο μυρίζ σκατά» «-Α γεια σ’ το βρήκα» «-Και τι σε λεγ’;» «-Σκατά κι απόσκατα».
Αγαπητοί αναγνώστες, όπως καταλαβαίνετε, «μας πήραν τα σώβρακα». Ξέρετε γιατί; «Γιατί όποιος πστεύεται το γκώλο τ’, χεζ το σώβρακο τ». Σωβρακοευτυχείτε.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Τσίρος και σμανουρούδια

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ



Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Τσίρος και σμανουρούδια


Είδα στην τηλεόραση ένα Έλληνα επιστήμονα, ο οποίος πρόβαλλε μια εφεύρεσή του για εκμετάλλευση του τυρόγαλου, τυροκομικού απόβλητου, του γνωστού μας στα Λημνιακά ως τσίρου. Με μια ειδική επεξεργασία ο ταπεινός τσίρος μπορούσε να μετατραπεί σε ηλεκτρική ενέργεια, η οποία σε πρώτη φάση θα ηλεκτροδοτούσε τυροκομικές μονάδες, αλλά βαθμηδόν θα μπορούσε να πωλείται και στη ΔΕΗ ας πούμε. Πηγή μελοντικού πλούτου ο τσίρος λοιπόν, αυτός που στη Λήμνο ήταν τόσο άφθονος και προοριζόταν για τροφή γουρουνιών (γουρτζελιών). Σε εποχές αλλοτινές μαζί με τα σμάνουρα (τσίρος συν κομμάτια πηγμένου γάλακτος) έσωσε πολλούς ανθρώπους από την πείνα, ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν και ζηλευτό έδεσμα ιδίως αν το έτρωγαν σε ημερήσια βάση, εξ ου και οι φράσεις: «Έναι μόνε για τον τσίρο το ξυν’ζμένο», «Ντ βγαζ’ με το τζίρο», «Πιν’ το τζίρο σα ντο γουρτζέλ’», «Θα σε ταγίσω τσίρο με το γουρτζελάλευρο», «Τσίρο τσίρο, γιαλαμάδιασε μπλια», «Έναι μόνε για τα σμάνουρα τα δροσνά», «Τσίρο τσίρο, τσίριασε και πεχύθκε», «Τσίρο, τσίρο, τσίριασε η κεφάλα τ’», «Τσίρο τσίρο τσιργιάναν τ’ αρχίδια τ’», «Άλλα κι τρωγ’ κι ο παπάς τα σμανουρούδια!», κ.ο.κ. Τώρα, στην εποχή της οικονομικής κρίσης, η εθνική – σοσιαλιστική μας κυβέρνηση (προσέξτε, δεν είπα εθνικοσοσιαλιστική) θα μπορούσε να προωθήσει προγράμματα οικιακής παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα και να περικόψει κι άλλο τις συντάξεις, για το καλό του τόπου βεβαίως. Φαντασθείτε διάλογο: «-Μωρή Φωτνιά τι κάμεν’ς απόψε;» «-Να μωρή Δεσπνιά, το γάλα πήζω κι ήλεγα να δώκω το μσο τσίρο στον άντρα μ’ το Γιώρεγ’ κι τον άλλο το μσο στο γουρτζέλ’, αλλά σκέφκα να βγάλω κανέ έξοδο να βοηθήσω και το Λοβέρδο, γι’ αυτό θα κάμω κανεδυό κιλοβατώρες ρέμα κι ας πορέψνε ο άντραζεμ και το γουρτζέλ’ όπως μπορούνε μαθέ».
Επίσης ο τσίρος θα μπορούσε να τυποποιηθεί, να συσκευάζεται και να πωλείται ως υγιεινό διατροφικό προϊόν, αφού περιέχει διάφορες βιταμίνες, φλαβίνες και γαμίνες, οι οποίες βοηθούν στην τριχοφυΐα, στη σεξουαλική ενδυνάμωση, κλπ, πράγματα γνωστά από παλιά στη Λήμνο. Δε με πιστεύετε; Σας παραθέτω αυτούσια διήγηση του συχωρεμένου Γιώργη Νταμπάκη από την Ατσική.
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Ήμνα στ’ Τραμντάν’ τσοπανέρ και μ’ είχαν ταράξ στο τζίρο και στα σμάνουρα. Φάγε με ήλεγε η γ’ναίκα τ’, έναι καλά, θα βγαλ’ς μστάκια και θα χοντρύν’ κι η ψωλούδα σ’. Πάγω και γω και βάζω μια κοκνάρα μες στο παντελόνι μ’ και εδιέτς που κάθομνα φέγγ’ζε μαθέ και φάνταζε σα γαδουρνή θηλύκωσ’, πήγαινε οχ’ ως τον αφαλό μ’, αλλά ως τα βζα μ’. Γκουρλών’ εκείν’ τα μάτια τς, σε λεγ’ τι έναι τούτο το παραφύσ’ μαθέ; Κυπραίος γάδαρος έναι; Λέγω με το συγνώμη, αλλά σμάνουρα σμάνουρα, παραχόντρυνε. Με λεγ’ μπρε αγόρεμ, μόνε παραχόντρυνε; Κειν’ και παραχόντρυνε και παραμάκυρνε, παναγιά μ’ κολάστκα. Και δε ντο ήξερα να ταγίζω κάθα μέρα σμάνουρα τον άντραμ’.