Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Δ) - Βαγγέλης Δασοπάτης

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Δ)

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Βαγγέλης Δασοπάτης

Είχα σκοπό, όταν βρέθηκα πριν λίγες μέρες στη Λήμνο, να επισκεφθώ ένα παλιό φίλο του συχωρεμένου του πατέρα μου, το Βαγγέλη Δασοπάτη. Γεννημένος στα 1913, μέχρι πριν λίγους μήνες ήταν ευσταλέστατος, έβγαινε στην πλατεία, ήταν δε η πηγή πληροφοριών για οποιονδήποτε ήθελε να ξέρει την ιστορία της Ατσικής, ή λεπτομέρειες για παλιά συμβάντα, κλπ. Ήταν μια κινητή τοπική εγκυκλοπαίδεια. Χτίστης και γεωργός, στο επάγγελμα, δημοκρατικός άνθρωπος, ήπιος και καλοκάγαθος, με χιούμορ. Σκεφτόμαστε στο Σύλλογο Ατσικιωτών να του κάνουμε γιορτή στα εκατό του. Το καλοκαίρι, που είχα πάει λίγες μέρες στη Λήμνο, δεν τον είδα στο καφενείο, μου είπαν δε ότι ήταν ανήμπορος. Τον είχα δει τελευταία φορά την περασμένη Άνοιξη. Τότε ασυναίσθητα χαιρετώντας τον, του φίλησα το χέρι. Συγκινήθηκε, δάκρυσε. Ρώτησα λοιπόν τώρα, πώς είναι ο κυρ Βαγγέλης. Α, μου είπαν, πέθανε πριν λίγο καιρό, δεν το έμαθες; Όχι, δεν το είχα μάθει. Καλό ταξίδι μπάρμπα Βαγγέλη. Χαιρετίσματα σε όλους τους χωριανούς εκεί πάνω.

Παρακάτω δημοσιεύω μερικές παλαιότερες διηγήσεις του, που έχουν τη σημασία ντοκουμέντου.

Η φέστα τς τετάρτς τ’ Αυγούστ το 1938

Δασοπάτης:Για τς γιορτές τς τετάρτς τ’ Αυγούστ μας πήγαν στν Αθήνα ουλ’ τ’ νεολαία τ’ Μεταξά, στο κτίριο τς Ανωτάτς Εμπορικής. Τότε ουλ’ έπρεπε να έναι στ’ νεολαία με το ζορ, αλλιώς τς έτρωγε η νύχτα. Ήνταν ένα μέρος ένα γύρω κλειστό και μας βάζαν μέσα και μας μετρούσαν και μας δίναν δεκεί και τρώγαμ τα αυτάνα, τα φαγιά, ούλα τα φαγιά ήνταν ξυν΄ζμένα, χαλαζμένα ήνταν , μεγάλ’ ζέστα, ούτε ψυγεία είχε τότε, ούτε τίποτα. Μας φέρναν και παγωτό από κειάνα τα κασάτα και μας τα βάζαν σε κατ χνούδια και μεις τα τραβούσαμ, τα ρφούσαμ. Τελευταία που λες μας πιαν’ ένα κόψμο, αμάν εγώ. Η σκολή αυτήν’ είχε ένα διάδρομο πολύ μακρύ και ήνταν ωραία φκιαζμένος, κι απ’ τη μια κι απ’ τν αλλ’ είχε αναγκαία, πώς τα λένε, αποχωρητήρια μαθέ. Πού να προλάβς αποχωρητήριο, το σκατό έτρεχε σα ντο ταχίν’ απ το γκώλο μας, μας θέρσε. Πεθάναν και τέσσερα παιδέλια τότε απ’ τ’ δυσεντερία, Μυτιλ’νιά παιδέλια. Ε, ήρτε η ώρα, κάμαμ παρέλασ’ μπροστά στο Μεταξά. Ουλ’ φορούσαμ στολές. Καμπόσεν’ είχαν στς πλάτες πουλούκια, αλέτεργια, δερπάνια. Τα χορευτικά χορέψαν στο καλλιμάρμαρο. Κάθε μέρος είχε και το χορευτικό τ’ που χόρευε σε αρμάνια. Αυτό γίν’κιε το 1938 και ήνταν 40 χ’λιάδες νεολαία τότε. Απ’ τ’ Λήμνο χορέψαν οι κιαχαγιάδες. Α, χορεύαν ωραία. Από δω ήνταν ο Θεμοστοκλής, ήνταν ο Γιαννάς, ήνταν οι Σαρδιανοί. Οι Χιώτες θμούμαι δεν είχαν χορέψ καλά. Είχαν και μια παράξεν’ φορεσά.
Κοτσιναδέλλης Νίκος: Ήνταν και ο κόσμος πολύ καθυστερημένος, άμα εξαιρέγ’ς τς μεγάλες πόλεις και τα νησά, οι αλλ’ ήνταν βόδια, βλαχουριά, οτ’ τς δίναν το χάφταν.
Δασοπάτης:Γιατί εμείς δε ντο πάθαμ το εκράμ; Δε φάγαμ; Να π’ με θέρσε το τσλιαρτό. Είχαμ παγ’ στ’ Ζωοδόχο πηγή στο καφενείο τ’ Κρυσταλλά και χορεύαμ ουλ’ τ’ νύχτα το μπαλαρτό. Εγώ ήμνα αξιωματικός με τ’ άστρα πα στον ώμο. Είχα δυο άστρα. Καμπόσεν’ είχαν και τν απαίτησ’ να τς χαιρετούνε οι φαντάρ κι οι ναύτες. Μια ταγμαραρχίνα τς νεολαίας μες στο λεφορείο λεγ’ σε ένα κανονικό λοχαγό τ’ στρατού: “Γιατί δε με χαιρετάς;” “Γιατί τι είσαι συ;” “Ταγματάρχης τς νεολαίας” Κι ο λοχαγός τς κάμεν’: “Πρώτ φορά βλέπω ταγματάρχη χωρίς αρχίδια”. Πήγαμ και καμπόσεν’ στα σπίτια, ξέρς….
Κοτσιναδέλλης: Ε, σώπα…
Δασοπάτης:Γιατί, δε σε πήγα; Ήνταν μκρος και τον ξέβγαλα. Πήγα και τον Κώστα το Βαγιάκο και το Σκιωτ. Ο Σκιωτς πήγε να καμ το μάγκα σε μια. Ξεσπά εκείν’ και τον λεγ’: “Άντε από δωνά βρε κωλόπαιδο τ’ Μεταξά”. Εγώ με το σχωρεμένο τον Κώστα τον Τραγάρα, το μπαμπά σ’ γιατρέ, τον πειράζαμ ύστερα, τον βγάλαμ το θεό τ’. Είχαμ μεγάλ’ κωμωδία. Τέλος πάντων , σάλια μπάλια, μόνε ο χορός ήνταν ωραίος. Πάντως γινήκαν και επεισόδια πολλά με χωροφύλακες, φαντάρ και ναύτες απ’ τη μια και τ’ νεολαία απ την αλλ’. Κανένα σώμα δε χώνευε τ’ νεολαία.
Κοτσιναδέλλης: Πάγω να πάρω εμφιαλωμένο νερό.
Δασοπάτης:Γιατί ψλοστόμαχος είσαι, δε σ’ αρέζ το νερό απ τον Άγιο Κωσταντίνο; (γέλια).
Κοτσιναδέλλης:Δε μ’ αρέζ, έναι καλό μόνε για τα όσπρια. Τι να μ’ αρέζ, σπασμένες σωλήνες και βνιες ή οτ’ κατουρούνε πα στ’ βρύσ’;
Δασοπάτης:Δεν εχ’ σπασμένες σωλήνες, ούτε βνιες. Πάντως καλύτερο απ’ κειόνο που μας ποτίζαν επί Μεταξά, έναι (γέλια).

Για το φιλόλογο – συγγραφέα Τάσο Καψιδέλη.

Δασοπάτης: Είμαστε μαζί στ’ μετακπαίδευσ’ πριν απ’ τον πόλεμο. Κανονικά ο Τάσος ήνταν να γιν’ δόκιμος, αλλά επειδή ήνταν ορφανός βγήκε προστάτς και τον κάμαν λοχία και ήνταν διμοιρίτς. Είχαμ ένα λοχαγό, ένα αμόρφωτο στούρνο, που δε χώνευε τς μορφωμέν’ και δε χώνευε και τον Τάσο. Ο Τάσος δεν εκτέλιε τς ασκήσεις καλά, οχ’ ότι δεν ήνταν ικανός, αλλά δεν ήνταν βρε παιδί και πολύ τς στρατιωτικής, να πούμε. Το τι καψώνια τον έκαμνε μη ντα ρωτάς. Βλάχο τον ανέβαζε, βλάχο τον κατέβαζε, ποιος τώρα, ο λοχαγός σκατόβλαχος. Ο Τάσος μια μέρα ήρτε σε δύσκολο σημείο. Πήγαμ οι χωριανοί κοντά τ’ και τον πήκαμ να μην τον διν’ σημασία. Δεκεί που κουβεντιάζαμ μας είδε ο λοχαγός και πάλε είπε κατ για βλάχο και τέτοια. Τότε τον λέγω κι εγώ: «Νάξερες με τι βλάχο εχ’ς να καν’ς, δε θα νέβγαζες τσιμδιά λαλιά». Σα να προμαζεύκιε κομμάτ ο λοχαγός, μια μέρα διάβαζε ένα χαρτί, εφημερίδα ήνταν τι ήνταν δε ξέρω. Είχαμ μαζοχτεί οι χωριανοί μαζί με τον Τάσο και κουβεντιάζαμ. Τι διαβάζ ο στούρνος βρε παιδιά, λεγ’ ο ένας. Τι να διαβάζ ο καψερός, σίγουρα θα κρατεί ανάποδα τν εφημερίδα ο μαύρος, για να δειξ ότι και καλά ξερ ανάγνωσ’. Κι άμα εχ’ κανένα καράβ η εφημερίδα θα νομίζ ότι γραφ για ναυάγια εδιέτς π’ θα το γλέπ αναποδογυρζμένο. Ε, και πατούμε που λες κατ γέλια, γύρσε ο λοχαγός μας είδε που ουλ’ τον βλέπαμ, κατάλαβε ότι γελούσαμ για κειον. «Τι λέτε βρε, μας λεγ’ και γιατί γελάτε;» «Α, τίποτα κυρ λοχαγέ, για κατ ναυάγια λέμε» τον απαντά ένας, και ξανασκάζομ στα γέλια. Ε, από τότε δεν τον ξαναενόχλησε τον Τάσο.

Για το γλύπτη - πελεκάκο Γιάννη Φωτιάδη
Βαγγέλης Δασοπάτης: Τ’ μπλατέα τ’ χωριού τν έφκιασε ο Μαστρογιάνν’ς. Το χωράφ ήνταν τ’ Ρήγα που ήνταν πεθερός τ’ Μιλτιάδη και το απαλλοτρίωσεν η κοινότητα. Κάτ ήνταν χώμα. Ο Μαστρογιάνν’ς το ανάλαβε μετά τον πόλεμο. Στν αρχή κβανούσαν πέτρες και τς ρίχναν, τον λέγω Μαστρογιάνν’ δε καν’ εδιέτς, θα κατσ' η πλατέα, να βαλ΄ς μαστόρ να το πατώσνε. Με λεγ’ καλά λες και έβαλε μαστόρ και το πατώσαν και από παν μπήκαν οι πλάκες και ανάμεσα πίσσα. Ο Μαστρογιάνν’ς είχε τούτο το προτέρμα, ενώ δηλαδή ήνταν μεγάλος τεχνίτς, άκγε τι τον ήλεγες, το εξέταζε το πράμα, δεν είχε ψευτοεγωισμό. Α και το συντριβάν’ τς πλατέας το έφκιαξε ο ίδιος, εκειός σμίλεψε το κεντρικό μέρος και το γύρω γύρω το έχτ'σα εγώ.
Στο καμπαναριό είχε μαστόρ Ρουμανιώτες καμιά δεκαπενταριά και πελεκούσαν τς πέτρες. Το έργο αυτό ήνταν μεγάλο, δλεύαν 4-5 χρόνια για να γιν’.
Ο Μαστρογιάνν’ς ήνταν πολύ καλός άθρωπος και καλός τεχνίτς αλλά δεν ήβγαζε φράγκα γιατί ήθελε τη δλεια να τ’ γκάμεν’ πολύ καλή. Αργολάβος θα πει τσαμπάγ’ς κι ο Μαστρογιάνν’ς τσαμπάγ’ς δεν ήνταν. Δεν ήνταν πονηρός άθρωπος, ήνταν αθώος και καλοκάγαθος. Πρόσεχε πολύ τς αργάτες τ’ και τς καλοπλήρωνε, κι τς πελάτες τ’ δε τς έγδερνε γι’ αυτό έπεφτε ούλο όξω στα οικονομικά. Αμ εκείν’ η γ’ναίκα τ’ η Βωτώ, αυτή έπρεπε να λέγεται αγία Βωτώ.
Ο Μαστρογιάνν’ς δούλευε κυρίως ντ πέτρα απ’ το Ρωμανού, που έναι γρανίτς. Όμως δούλευε και το μάρμαρο. Τελευταία είχε δυο μαρμαρένια μνημεία στο Λ’βαδοχώρ και με πήρε να τα στήσομ. Πα στ' κουβέντα με είπε ότι η αμοιβή τ’ ίσα ίσα που έφτανε για να πληρώσ’ τα μάρμαρα, τόσος κόπος τζάμπα. Τον λέγω γιατί δε τς το λες να σε δώκνε κατ παραπάν. Με λεγ’ η συμφωνία έναι συμφωνία, καλύτερα να μπω εγώ μες στον τάφο παρά να τς πω τέτοιο πράμα. Τέτοιος άθρωπος ήνταν.
Όταν έφκιανε το λιμάν’ τ’ Μούδρου, παραπάτσε ένας αργάτς, έπεσε ο βράχος απάνετ και τον σκότωσε. Τότε τον τραβήξαν πολύ το Μαστρογιάνν’ τον ταλαιπωρέσαν, τον πήραν το πτυχίο τ’, στεναχωρέθκιε πολύ ο άθρωπος, φτώχ’νε. Ήνταν πολύ δύσκολα χρόνια.
Γλύπτες ήνταν πολύ λιγ’ στ Λήμνο, πετράδες είχε πολλοί, που κόβαν τς πέτρες, κάμναν γωνιές κυρίως και γούρνες, αλλά γλύπτες ήνταν λιγ’. Δεν είχαν εργαλεία, μόνε καλέμια και σφήνες, και κατ πιο ψλα τα λεγόμενα βελόνια, για τα λεπτά σημεία, τς λεπτομέρειες. Στο τέλος ο Μαστρογιάνν’ς είχε φερ απ’ τν Ιταλία καλά εργαλεία. Ύστερα έπεφτε τρίψμο στα έργα μη τα ρωτάς. Μέρες τα τρίβαν με το γυαλόχαρτο. Κόπος και βάσανο. Ο Μαστρογιάνν’ς ήθελε μαθητές τα λεγόμενα τσιράκια, αλλά δεν παγαίναν, μάλλον παγαίναν αλλά δε στεργιώναν, γιατί η δλεια ήνταν βαριά. Ήθελε γερά χέρια και γαδουρνή υπομονή.
Να πούμε κι ένα αστείο. Επί γερμανοκατοχής, προς το τέλος, κάποιοι κλέψαν πατάτες απ’ τς Γερμανοί. Αυτοίν’ βγάλαν ένα συνεργείο με ένα διαρμηνέα και γύρζεν στα σπίτια και τς γυρεύαν. Ε, πήγαν και κατ στ' Μαστρογιάνν’, ήνταν η σχωρεμέν’ η Βωτώ, τς λέγ’ ο διαρμηνέας το και το. Τότε γυρίζ και η Βωτώ στς Γερμανοί και τς λεγ’ σε άπταιστα Γερμανολημνιά. «Ιχ (εγώ), άντραζεμ η Γιάνν’ς, τρίγια χρόνια αρμπάετ Μούδρο, τέτοιο πράμα μαθέ ούτε το δγήκαμ ούτε το γεματίσαμ».

Βαγγέλης Δασοπάτης δεξιά και Τάσος Ξύκης αριστερά, στην πλατεία Ατσικής πριν λίγα χρόνια.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Γ) - Παναγιώτης Χαρκότσικας ή Κουκουές

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Γ)

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Παναγιώτης Χαρκότσικας ή Κουκουές


Με λύπησε πολύ ο θάνατος ενός καλού γείτονα, στο πατρικό μου σπίτι στη Λήμνο, του Παναγιώτη Χαρκότσικα ή Κουκουέ. Τα καλύτερα μνημόσυνα γίνονται με καλή παρέα και ουζάκι. Έτσι είπαμε μερικές ιστορίες για τον Παναγιώτη.
Ο Παναγιώτης συστηνόταν συνήθως ως κουκουές και όχι ως Χαρκότσικας. Κάποτε, τα δύσκολα χρόνια, του είχε στείλει από την Αμερική ένας συγγενής του ένα κόκκινο μάλλινο πουλόβερ και ο Παναγιώτης το φορούσε όλο καμάρι. Ο νωματάρχης της Ατσικής, ας μην πούμε το όνομά του αφού είναι και πεθαμένος τώρα, του είπε να μην το ξαναβάλει, επειδή ο Παναγιώτης ήταν αριστερός και υποτίθεται αυτό συμβόλιζε κάτι. Ο Παναγιώτης δεν το έβγαλε και κυκλοφορούσε μ’ αυτό κάθε μέρα. Μια Κυριακή που έκανε βόλτα στον Καρπασινόδρομο με τη γυναίκα του ο νωματάρχης, η οποία ήταν πολύ νεότερή του, ωραία και έβαφε κατακόκκινα τα χείλη της, συνάντησαν τον Παναγιώτη. «-Γιατί δεν έβγαλες το πουλόβερ που σου είπα;» του είπε ο νωματάρχης». «-Γιατί να το βγάλω;» είπε ο Παναγιώτης. «-Έτσι, δεν μου αρέσει το κόκκινο χρώμα» «-Τότε καπετάνιο να πεις στη γ’ναίκα σ’ να μη βαφ κόκκ’να τα χείλια τς. Τότε θα το βγάλω κι εγώ».
Τα μετεμφυλιακά χρόνια για να γλυτώσει το ξύλο, που έπεφτε συχνότατα από την αστυνομία σκέφτηκε να γίνει παπάς. Σου λέει, τι διάλο, τους παπάδες δεν τους δέρνουν. Πήγε στο δεσπότη και του είπε την επιθυμία του. Ο δεσπότης τον ρώτησε το όνομά του, από ποιο χωριό είναι, αν ξέρει γράμματα, αν έχει καλή φωνή, κι αν είναι καλός χριστιανός. Ο Παναγιώτης σε όλα είπε ναι. Ο δεσπότης του είπε να έρθει σε λίγες μέρες να πάρει την απάντηση. Πήγε σε καμιά βδομάδα ο Παναγιώτης και ρώτησε πια είναι η απάντηση του δεσπότη. Ο δεσπότης του έριξε όλο θυμό μια κλωτσιά και του λέει, να η απάντησή μου. «-Γιατί δεσπότημ με κλωτσάς;» του λέει ο Παναγιώτης. «Γιατί βρε δε μου είπες ότι είσαι κουμουνιστής;» απάντησε ο δεσπότης. «-Γιατί μαθέ με ρώτ’σες, και δε στο είπα; Σε οτ’ με ρώτ’σες σε απάντ’σα. Εγώ δε ντο έχω κρυφό». «-Φύγε από δω γιατί θα φας κι άλλη κλωτσιά» του λέει ο δεσπότης. Και ο Παναγιώτης του απάντησε: «Εγώ δεσπότημ ήρτα να γίνω παπάς για να γλυτώσω το ξύλο. Αν έναι να με δέρεν’ς εσύ, φέγνω. Άσε που τέτοια κλωτσούκλα μόνε οι Γερμανοί ρίχταν, οι χωροφυλάκ’ κλωτσούνε πιο μαλακά».
Ο Σάββας ο Κριαρής έχει ένα χωράφι δίπλα στην καφετέρια «Λεμονιά» και απέναντι από το σπίτι του Παναγιώτη. Το είχε σπείρει σιτάρι και κατά την άνοιξη, έβλεπε τον Παναγιώτη κάθε πρωί να περπατά μέσα στο χωράφι. «Μα τι κάνεις βρε γείτονα κάθε πρωί μέσα στο χωράφι;» του είπε μια μέρα. «Βγάζω το μεροκάματο μ’» είπε ο Παναγιώτης. «Δηλαδή;» λέει ο Σάββας. «Να, ήλεγα να μη στο πω, αλλά μαθέ θκο σ’ χωράφ έναι, δικαιούσαι και συ βιδάνιο απ’ τα γαμσάτκα. Έρχεντεν τ’ νύχτα από δίπλα απ’ τ’ γκαφετέρια ζευγαράκια και βγάζνε τα μάτια τς μες στο σταρ. Ε, όπως ψάχνεντεν να βρούνε τα προφυλακτικά, ή όπως κατβάζνε τα παντελόνια, τς πέφτνε και φράγκα. Να για δγιε, κοντά σε μια κ’λίστεργια βρήκα ένα πεντοχίλιαρο».
Άλλη μια φορά, όταν ήταν πολύ νέος, ερχόταν απ’ το Κατάλακκο και ψώνιζε στο μπακάλικο του συχωρεμένου Κ.Β. ο οποίος ήταν του «Λαϊκού Κόμματος». Ο Παναγιώτης είχε ζευγάρι, δούλευε, χρειαζόταν πολλά πράγματα και ήταν καλός πελάτης. Ο Κ.Β τον ήξερε ως Παναγιώτη Χαρκότσικα και όχι με το παρατσούκλι του, που τότε δεν ήταν κουκουές, αλλά «περδίκος» επειδή το βάδισμά του ήταν γρήγορο σαν την πέρδικα. Ήξερε όμως ότι υπήρχε ένας περδίκος από το Κατάλακκο, αριστερός. Πλησίαζαν εκλογές και κατέβηκε ο Παναγιώτης να ψωνίσει. Ο Κ.Β. που τον είχε για δεξιό, αφού ήταν πελάτης που άφηνε πολλά λεφτά, του λέει: «Πώς πάνε τα πράματα Παναγιώτη στο Κατάλακκο; Αυτός ο ελεεινός ο περδίκος θα μας κάνει ζημιά;» «-Τον ξέρς κυρ Κώστα τον περδίκο;» «-Ούτε τον ξέρω ούτε θέλω να τον μάθω». «-Εγώ είμαι». Και ο Κ.Β. απάντησε: «Ε, άμα είσαι εσύ αλλάζ το πράμα, να έρχεσαι να ψωνίγ’ς Παναγιώτ, κι ας μη μας ψηφίζεις».
Κατά τον αλωνισμό, όλοι φρόντιζαν να παίρνουν γρήγορα τα τσουβάλια με το σιτάρι από το χωράφι, γιατί αν νυχτιάζονταν και δεν τα μάζευαν, το πρωί μπορεί να είχαν κάνει φτερά. Ο Παναγιώτης δεν νοιαζόταν και τα άφηνε μέσα στο χωράφι και μια και δυο νύχτες. Όταν τον ρώτησαν πώς και δεν φοβάται μην του τα κλέψουν είπε: «-Αμ έναι η μπογιά». «-Δηλαδή;», τον ρώτησαν. Και απαντά ο Παναγιώτης: «Κάθα τέτοια εποχή αγοράζω ένα κουτούδ κόκκιν’ μπογιά και γράφω πα στα τσβάλια ΚΚΕ. Ποιος να τα πλησιάσ; Σκέβεται ότι άμα τον πιάσνε, ή θα πει ότι έναι κουμουνιστής, ή ότι έναι κλεφτ’ς. Γι’ αυτό δε ντα πειράζνε».
Το παρακάτω κείμενο, αυθεντική διήγηση του Παναγιώτη, το είχα δημοσιεύσει το 2002 στην εφημερίδα «Η φωνή της Ατσικής». Απολαύστε γνήσια Λημνιακή γλώσσα και γνήσιο Λημνιακό πνεύμα.

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ….ΛΗΜΝΙΑΚΗ

Το μούχλιο ψωμί κάμεν’ μστάκια

Διηγείται ο εκ Καταλάκκου Παναγιώτης Χαρκότσικας ή Κουκουές

(Στην αυλή του πατρικού μου σπιτιού, πίνοντας καφεδάκι)
Μμμμ, καλό το καφεδέλ’. Κυρά Ευτυχία, δγιε μπορεί να είμαι έγκυος, γι’ αυτό δωμ ένα σύκο να πω και τ’ χρον, το σκαρούδ παγαίν’ με το καφεδέλ’. Τα χρόνια π’ σώσαμ πρεπ να μην αντρέπεται ο άθρωπος πρεπ να το γλιαρέβ το κάθε πράμα, να μη τς το λένε μαθέ. Μόνε φοβούμαι μη λ’μπίσω μαθέ σα ντο στραβοκούρναρο και σας ξανάρτω. Τι, άμα θέλω να πω κι ένα τραγούδ; Θέλω τζάνουμ γιατί να μη θέλω, τραγούδ έναι δεν έναι γκιζντάν’. Ακούτε:

«Άντε σαν τα μάρμαρα της Πόλης
αμάν αμάν
άντε πούναι στην Αγιά Σοφιά
έτσι τάχεις περμπλεμένα
αμάν αμάν
άντε μάτια φρύδια και μαλλιά.
Αντε αποφάσισα να γίνω
αμάν αμάν
άντε στην Πόλη μουντεντές
νάρχονται να προσκυνούνε
αμάν αμάν
Τουρκοπούλες και Ρωμιές.

Κι άλλο ένα.

«Καρόφαλο Καταλακκ΄νό
σαν ανοιξιάτικο ζουμπούλ’
πρώτα σ’αγάπομνε κρυφά
τώρα το μάθαν ουλ’.

Θε μου του Καταλάκκου τα βουνά
Θε μου χαμήλωσέ τα
να διω τα μάτια π’ αγαπώ
και πάλε αψήλωσέ τα».

Εγώ λέγω με το μλιανό μ, ότι όσεν’ τραγδούνε έναι ξεγυρζμέν’ αθρώπ. Σήμερα οι γι’ αθρώπ έναι άσυρτ, δε ντραγδούνε εύκολα, για ν αρχίσνε θέλνε γερό γαργάλ’μα. Μπορεί μαθέ να τς πούνε και γεβεντ’ζμέν’. Μπορεί ν ακούσεις: « Μπρε σνάντ’ζμα κειος ο γεβεντζμένος» (γέλια). Άστεν’ κι ας λένε. Οποιος τραγδεί έναι αϊνατζής. «Για δγιέτε τον αϊνατζή, πα’ στο καρόφαλλο πατεί» (τραγουδώντας). Ας έναι δα…
Πήγα και πήρα που λέτε κομάτ ψωμί απ ντ μπλατέα, λίγο τρώμε, αλλά χρειγιάζεται. Λέγω γέρος γέρος, αλλά πήγα κι ήρτα σα ντο πλι. Απανέκαθε ήμνα γλήγορος στα ποδάρια, όπως ούλο μας το σόγ’. Εχω κι ένα αδερφό στς Σαρδές π’ τον παρανομοιάζνε πέρτκο ή περδίκο, γιατί παλιά τς Παναγιάς σαλτέρναν και κειος έκαμνε μεγάλ’ σαλταριά όπως ντ πέρτκα. Απ’ κειον με βγάλαν και μένα περδίκο. Ετς και γω πδω σα ντο μπαλιοπέτερνα κι ας σκ’λογέρασα κιόλα. Τώρα φορούμε και πατούμενα, παλιά ήνταν αξπολ’ταρία, τα ποδάρια μας είχαν πετσώσ’ από κατ αφού πορπατούσαμ πα στς αστιβές. Πήγα που λέτε και πήρα άσπρο ψωμί γιατί η κλια γίν’κε τζιτζλόμκια. Παλιά τρώγαμ κατ κθαρένια παξμάδια απ κεια που τα τρώγαν οι γαδάρ κι αγγαρίζαν και δε μας κόλλιε ψόφος. Ή κατ μούχλιες σκίζες που τς βάζαμ πρώτα πα στα κεραμίδια να ξεραθούνε κι είχαν απάν τόσεν’ μούχλα σα ντ γκερασολέν’. Τς βρέχαμ και τς κοπανούσαμ, άμα είχαμ και σαλαμούρα, ταμάμ. Παλιά τρώγαμ τέσσερς βολές τ’ μέρα και πάλε χωνεύαμ, σήμερα τρώμε τρεις βολές και φσκώνομ σα ντα νταβούλια. Το ψωμί το λέγαμ δράξμο. Τρώγαμ που λέτε το ταχ’νό κολατσό, το μεσμέρ στο σταλό ξανατρώγαμ, στο ξεσταλό ξανατρώγαμ και το βράδ ξανατρώγαμ. Τέσσερς δε μας κάμνε; Τρώγαμ και σαρδέλα τούτο το γκαιρό, μη ντα ρωτάς τι σαρδέλα τρώγαμ, τώρα οι αθρώπ δε θέλνε να ντ δγιούνε. Αλλά τραβούσαμ κθαρ μες απ τς αντραγίδες που πήγαινε καπνός. Τη δλεια που κάμναμ άμα ντ πούμε σε τούτεν’ τς τωρνοί, οχ’ να ντ γκάμνε, μόνε να τς ντ πούμε, θα τα γεμόσνε τα βρακιά τς. Τώρα οι αθρώπ δε δλεύνε, έναι μασκαράδες. Αθρώπ που έναι σα ντα μλάρια και σε λεγ’ πονώ η καρδιάμ και πονώ ο κώλοζεμ και να συντάξεις ψέφτκιες και κειος κι η γ’ναίκα τ. Και τ’ μπληρών’νε οι αλλ’ τ’ νυφ. Αυτό έναι το κουμπί. Γαμιέται με το συμπάθειο η παπαδιά και τα πλερών’ η χώρα. Ας έναι δα…
Λέγαμ για το ψωμί. Μια βολά ζύμωνε η μάνα μ. Μανά, λέγω, πείνασα. Με λεγ’ πήδα. Μανά τς ξαναλέγω, πνω. Μπάντεξε με λεγ’ αγορούδεμ σε κομάτ θα κάμω κλικ’ να φας. Τς λέγω, δε βαστώ, πνω. Να, με λεγ’, μες στο ντουλάπ εχ’ ψωμί, φάγε. Μπρε μάνα μαθέ, τς λέγω, έναι μούχλιο. Άμα έναι μούχλιο αγορούδεμ θα καμς και μστάκια, να το φας. Έφαγα καμπόσεν’ μούχλα, ήπια και Καταλακκ’νό νερό, έχω μστάκια; Πιάνω με το χέρεμ, τίποτα. Ωχ ψευτιά. Πάγω πα στο φούρνο που ήνταν η μάνα μ, λέγω ψέμματα με είπες. Τι λες αγόρεμ, για δγιε τι όμορφα μστάκια που έκαμες. Πάγω και γω να δγιω στο γκατρέφτ, ανεβαίνω πα στο γκαναπέ για να φτάσω, η μάνα μ’ είχε δεκεί τα ψωμιά για ν ανεβούνε, χώντεν τα ποδάρια μ’ μέσα, τα τσαλαπάτ’σα. Αφού άναψε η μάνα μ’ το φούρνο έρχεται να παρ τα ψωμιά, τι να δγει. Α βρε πρωτοδαίμονα τι μ έκαμες, παίρεν το φουρνοκόνταρο και με καθίζ στο ρεντίδ. Και συ να μη με ήλεγες ψευτιές π’ θα βγάλω μστάκια τς λέγω. Α!!.





Παναγιώτης Χαρκότσικας ή κουκουές ή περδίκος.
Ένας καλός άνθρωπος. Ένας θυμόσοφος, που ανεμίζει τις παντιέρες του, κατακόκκινες σαν το αίμα του. Με χιούμορ που σπάει κόκκαλα, με καλοσύνη αγίου, με απλότητα παιδιού. Που τραγουδά για την Αγιασοφιά, αλλά και για το αγαπημένο του χωριό, το Κατάλακκο. Έχε γεια Παναγιώτη.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Β) - Κώστας Κελλάρης

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Αρχές Νοεμβρίου βρέθηκα για λίγες μέρες στο χωριό μου την Ατσική. Αυτό βρήκα ότι χρειάζεται να γίνεται μερικές φορές το χρόνο για αναβάπτισμα ψυχικό. Καθόμαστε στο καφενείο του Σάββα και το ουζάκι και η κουβέντα βοηθούσε να πάει η ψυχή στη θέση της. Αρκετή η παρέα, μεταξύ αυτών και ο Θόδωρος Μαυράκης, που ήταν καταστενοχωρημένος γιατί ο αδερφός του ο Στέργιος, 68 χρόνων, είχε πάθει εγκεφαλικό ενώ κυνηγούσε, πριν τρεις μέρες, είχε δε μεταφερθεί στην Εντατική στην Αθήνα. Οικογένεια αριστερών λεβεντανθρώπων, με διωγμούς, κατατρεγμούς, εξορίες, τα δύσκολα χρόνια. Πιάσαμε τις παλιές ιστορίες, το ούζο πάντα ηρεμεί το μυαλό και λύνει τη γλώσσα και ο Θόδωρος μας διηγήθηκε αρκετές ιστορίες, για το θείο του Κώστα Κελλάρη, αδερφό της μάνας του, που ήταν αρειμάνιος τύπος, πολύ παλικάρι.
Μια φορά, τέτοια εποχή, που ρακοβγάζανε, την ώρα που άνοιξε το καζάνι στο αποστακτήριο (λακαριό), γλίστρησε και το πόδι του βούτηξε όλο μέσα στο βραστό μούστο. Έβγαλε τη γαλότζα που φορούσε και είδε το πόδι του να έχει γίνει όλο μια κόκκινη φουσκάλα, ένα έγκαυμα τρομερό. Όλοι κατατρόμαξαν, η γυναίκα του πάτησε τα κλάματα και του έλεγε να πάνε στο νοσοκομείο. Ο Kώστας ατάραχος ξανάβαλε τη γαλότζα και γύρισε προς τη γυναίκα του και είπε: "-Άσε τα κλέματα κι έχομ δλια να κάμομ, δεν τρως κόλλ’βα απ’ τούτο το πράμα, και μην παίρεν’ς θάρρος».
Μια άλλη φορά εργάζονταν ως οικοδόμοι, πατώνοντας με καλντερίμι το δρόμο στα Σβέρδια. Σε ένα τοίχο υπήρχε μια μασγαλότρυπα, μέσα στην οποία είχαν κάνει φωλιά πλήθος γαδαροσφήγκαρων, από αυτούς τους κόκκινους, που το τσίμπημά τους μπορεί να σε στείλει στο νοσοκομείο. Σημειωτέον ότι στα Σβέρδια αυτούς τους λένε μπάμπουρες, ενώ στην Ατσική μπάμπουρες λέμε αυτά τα μαύρα σκαθάρια που βγαίνουν τη νύχτα και είναι άκακα. Λοιπόν ο Κώστας ήθελε να χαλάσει τη φωλιά τους και να τους σκοτώσει ενώ οι άλλοι του έλεγαν ότι είναι τρελός, αφού αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Αυτός πήρε μια σκάλα, ανέβηκε ως το ύψος της τρύπας και όσοι σφήγκαροι είχαν βγεί έξω γύρω – γύρω απ’ την τρύπα και περπατούσαν πάνω στον τοίχο, βρήκαν το θάνατο απ’ τη χερούκλα του Κώστα που τους έλιωσε πάνω στο ντουβάρι. Μετά έχωσε το χέρι του μέσα στην τρύπα και με μια περιστροφική κίνηση έλιωσε και τους υπόλοιπους που ήταν μέσα. Όλο το συνεργείο είχε πιάσει τα ανάπλαγα και δεν πλησίαζε, ακόμα κι όταν τους είπε ότι τους σκότωσε όλους και δεν υπάρχει κίνδυνος και μάλιστα χωρίς να τον τσιμπήσει κανένας.
«-Άντε βρε κατουρλάδες κοντοζγώστε, τι φοβάστε τς μπαμπούρ, αυτοίν’ έναι μια σταλιά και σεις είστε κοτζάμ μορλάδες», τους είπε.
Μια φορά που κυνηγούσαν με κάποιον συγχωριανό, πετάχτηκε μπροστά τους ένας λαγός, ο συγχωριανός πυροβόλησε, ο λαγός τραυματίστηκε κάπως αλλά κουτσαίνοντας έτρεχε να φύγει. Ο άλλος πήγε να τον ξαναπυροβολήσει, αλλά ο Κώστας του έπιασε το χέρι και του είπε: «-Άστον, μη χαρνάς χαρτούτσα, θα τον πιάσω στο τρέξμο».
Τα παλιά χρόνια, τα ρούχα ήταν υφαντά και χειροποίητα. Του έφτιαξε λοιπόν η γυναίκα του ένα παντελόνι από ύφασμα που είχε φτιάξει στον αργαλειό (Λημνιακά, λάκκο). Από λάθος, ξέχασε το βελόνι καρφωμένο σε κάποιο σημείο του μπατζακιού. Ο Κώστας στο πανηγύρι έβαλε το καινούργιο το παντελόνι και το βράδυ στο χορό (ήταν δεινός χορευτής), αισθάνθηκε το τσίμπημα του βελονιού, αλλά πάνω στην έξαψη του γλεντιού δεν έδωσε σημασία. Μετά οχτώ μήνες, κάτι τον ενοχλούσε στους όρχεις του. Ξύνοντάς τους, ανακάλυψε το βελόνι, που πρόβαλε από το δέρμα. Ατάραχος το τράβηξε και είπε: «Α, ήξερες ότι σε είχα γραμμένο στ’ αρχίδια μ’, γι’ αυτό τα επισκέφκιες, ε;».
Άλλη ιστορία. Την περίοδο των Χριστουγέννων, που έσφαζαν τα γουρούνια, είχε μαζευτεί η παρέα του στο σπίτι του, πέντε – έξι άτομα για να τον βοηθήσουν στο σφάξιμο του δικού του γουρουνιού. Αυτός ήταν σε άλλο σπίτι, όπου είχε σφάξει άλλο γουρούνι και τον περίμεναν από στιγμή σε στιγμή, πίνοντας ρακί. Αυτός όταν τελείωσε στο άλλο σπίτι, ερχόμενος στο δικό του, βρήκε το γουρούνι να κοιμάται, ένα τέρας εκατόν πενήντα οκάδες. Με μια κίνηση αστραπή του πήρε το κεφάλι, εκεί που θα χρειάζονταν πολλοί άντρες για να το ακινητοποιήσουν. Μπήκε μέσα με το κεφάλι του χοίρου, που το κρατούσε από το αυτί και είπε. «-Ε, τι κάθεστε και πίντε, έχομ δλια να δγιούμε, να ξεσάσομ το γουρτζέλ’ που έσφαξα».
Κάποτε με άλλους δυο είχαν κλέψει από ένα πλούσιο της εποχής εκείνης, χρυσές λίρες. Σημειωτέον ότι η κλεψιά τα παλιά χρόνια στη Λήμνο ήταν ένδειξη θάρρους και παλικαριάς. Μάλιστα αν γινόταν κάποια προξενιά, ο μέλλων γαμπρός για να θεωρείται αξιόλογος έπρεπε να είναι κλέφτης. Η παροιμιώδης φράση «Καλό παιδί, δε λέγω, αλλά δεν ακούστκεν ακόμα» σημαίνει ότι ναι μεν ο γαμπρός ήταν καλός, αλλά αφού δεν είχε βγάλει τη φήμη κλέφτη ακόμα, είχαν τις επιφυλάξεις τους. Είχαν κλέψει λοιπόν λίρες, αλλά κουβέντα στην κουβέντα, το πράγμα μαθεύτηκε, τους άρπαξε και τους τρεις η αστυνομία και άρχισε ο ξυλοδαρμός. Οι άλλοι δυο μετά από κάμποσα μπερντάχια, ομολόγησαν. Αυτός τίποτα. Τον λιάνισαν, αυτός τίποτα. Του λέει ο νωματάρχης: «-Δεν είναι κρίμα κι άδικο να τρως τόσο ξύλο τζάμπα και βερεσέ; Αφού τα ξέρουμε όλα. Μαρτύρησε να τελειώνουμε». «-Όχι δεν μαρτυρώ», είπε ο Κώστας. Του λέει ο νωματάρχης: «Τότε θα σε χτυπούμε συνέχεια, μέχρι να μαρτυρήσεις». Του λέει ο Κώστας: «-Λάθος καπετάνιο, θα με χτυπάτε μέχρι να κουραστείτε ή μέχρι να με σκοτώστε, οχ’ μέχρι να μαρτυρήσω, γιατί εγώ δε θα μαρτυρήσω ποτές».




Η πλατεία της Ατσικής Λήμνου

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Α)

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Α)

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Βρέθηκα πριν λίγες μέρες στο χωριό μου την Ατσική της Λήμνου. Να δω λίγο την γηραιά μάνα μου, να αναπνεύσω τον αέρα της Λήμνου, να δω παλιούς φίλους, να καθαρίσει το μυαλό μου. Καθώς γύριζα τον κάμπο με το αυτοκίνητο, είδα ένα χωράφι με υπολείμματα μποστανιού με κάτι γλυκοκολοκύθες μέσα. Ο ιδιοκτήτης ήταν μέσα, μου είπε ότι αυτά τα κολοκύθια ήταν κακής ποιότητας και δεν μαζεύτηκαν, ετοιμαζόταν δε να οργώσει το χωράφι. Είδα στην άκρη κάτι μικρά κολοκυθάκια, αυτά που στην Αθήνα τα λένε διακοσμητικά. Δεν ήξερα ότι βάζουν και στη Λήμνο τέτοια, παλιά όταν ήμουν παιδί, δεν βάζαμε. «Αυτά έναι για στόλ’ζμα. Τα βάζω για ομορφιά» μου είπε. Τον ρώτησα αν μπορώ να αγοράσω μερικά. Γέλασε και μου είπε: «Πάρε όσα θελ’ς χάρζμα, δε ντα πλω». «Μα πώς;» του είπα. «Άλλα πράματα μόνο πλιέντεν, κι άλλα πράματα μόνε χαρίζντεν» μου είπε ο σοφός αγρότης. Πήρα μερικά και τον ευχαρίστησα, είναι αυτά που φαίνονται στην φωτογραφία.
Το βράδυ στο καφενείο πίναμε τα ουζάκια μας και βλέπαμε στην τηλεόραση ποδοσφαιρικό αγώνα. Η παρέα βοσκοί, αγρότες, ψαράδες. Αφού είπαμε διάφορα και ήπιαμε αρκετά, τους κέρασα τα πιοτά, έτσι κι αλλιώς δυο τρεις φορές το χρόνο πάω στο χωριό μου. Ψιλομεθυσμένοι καληνυχτιστήκαμε και κινήσαμε να φύγουμε. «Μπάντεξε λίγο» μου είπε ο βοσκός «Αραφάτ» (Γιώργος Καλατζής). Ήρθε σε λίγο και μου έφερε δώρο μερικά ξερά τυριά. «Τούτα δε μπορείς να τα βρεις στο μαγαζί, έναι μερακλήδκα για μερακλήδες», μου είπε.
Την άλλη μέρα στην πλατεία ήρθε ένας από ένα διπλανό χωριό και πουλούσε ψάρια, που είχε βγάλει ο ίδιος με το παραγάδι. Ήταν δυο τρεις σαργοί και ένα μεγάλο λαυράκι πάνω από τέσσερα κιλά. Ολόφρεσκα, οι πετονιές κρέμονταν κομμένες από το στόμα τους. Πλησίασα κι εγώ και παρακολουθούσα. Κάποιος αγόρασε τους σαργούς μετά από παζάρια, για το λαυράκι όμως υπήρχε απροθυμία, οικονομική στενότητα βλέπετε. «Πάρτε το με πενήντα ευρώ, επειδή έναι τέτοια εποχή, κανονικά το καλοκαίρ κάμεν’ εκατό» είπε ο ψαράς. «Αν θέλεις σαράντα», απάντησε ο υποψήφιος πελάτης. «Όχι, σαράντα δεν το δίνω», ξανάπε ο ψαράς. Δεν συμφώνησαν. Αποφάσισα να το αγοράσω εγώ. Μου το έβαλε σε μια σακούλα τεράστια και του έδωσα εξήντα ευρώ. «Πενήντα πήκαμ» μου λέει. «Εντάξει είναι» είπα. «Τότε δεν καν’ πενήντα, αλλά σαράντα, δώσε με σαράντα ευρώ». «Μα σου έδωσα εξήντα» του ξαναείπα. «Ναι αλλά εγώ τώρα το δίνω μόνε με σαράντα, αυτή έναι η τιμή τ’». Ο πελάτης που έκανε παζάρια προηγουμένως, του λέει: «Μα και γω σαράντα σου έδινα». «Εσένα δε στο δίνω τώρα ακόμα και να με δωκ’ς και εκατό και διακόσα». Το πήρα, αφού με τα χίλια ζόρια δέχτηκε πενήντα.
Ναι, υπάρχουν ακόμα τέτοιοι άνθρωποι, μη σας φαίνεται παράξενο. Μέσα στην γενική ευτέλεια, την κουτοπονηριά, τη μιζέρια, την καπατσοσύνη και την κακοποιία των μεγαλουπόλεων, ξεχωρίζουν οι οάσεις της λεβεντιάς των χωριών. Γι’ αυτό τους αγαπώ.





Λημνιά κολοκύθια "πεσωστίκια για στόλ'ζμα" (υπολείμματα για διακοσμητικά)

Σκατήσια

Σκατήσια

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Μια βόλτα στο Μοναστηράκι και το Θησείο, Κυριακή πρωί. Δεν είχε σιγάσει ακόμα ο απόηχος των τραγικών γεγονότων που συντάραξαν την Ελλάδα, με το φόνο του νεαρού μαθητή από αστυνομικό στα Εξάρχεια και τις μεγάλες αντιδράσεις που προκλήθηκαν με τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις, τις καταστροφές. Ο κόσμος μουδιασμένος. Μια βόλτα για μια ανάσα, για ένα καφεδάκι, να αλλάξει ο νους παραστάσεις, να πάρει η καρδιά λίγο αέρα.
Κόσμος πολύχρωμος. Περιπατητές, βιοπαλαιστές, φωνασκοί διαλαλητές της πραμάτειας τους, ζευγαράκια, γέροι με τα εγγονάκια τους, ξένοι και ντόπιοι μικρέμποροι, συλλέκτες παλιών αντικειμένων, βαποράκια, καλοντυμένοι, ταλαιπωρημένοι, φρικιά, Μεξικάνοι μουζικάντηδες, Νιγηριανοί πωλητές τσαντών μαϊμούδων, ζητιάνοι, τσιγγάνοι, συνταξιούχοι, κλόουν, κάθε λογής άνθρωποι. Για εργασία, για ήπια ψυχαγωγία, για ψώνια. Ειρηνική συνύπαρξη. Οι άνθρωποι είναι ίδιοι παντού.
Μετά τη βόλτα και το καφεδάκι πήρα το τραίνο για να γυρίσω. Μπήκε ένας νεαρός… γαυγίζοντας. Έκατσε. Πότε τραγουδούσε, πότε κελαϊδούσε σαν αηδόνι, πότε σφύριζε, πότε έβηχε επιδεικτικά. Είχε στο αυτί ένα ακουστικό με καλώδιο που ενωνόταν με ένα κινητό τελευταίας τεχνολογίας. Τα ρούχα του συνηθισμένα, καθαρός. Κάθε τόσο έλεγε τραγουδιστά ένα σύνθημα: «Έλα, έλα, έλα, με την κιτρινόμαυρη φανέλα». Έκανε μιμήσεις. Φαινόταν έξυπνος και άκακος. Βαστούσε τρία πακέτα τσιγάρα. «Για να δούμε έχουμε όλα τα σύνεργα;» είπε μεγαλόφωνα. Έβγαλε από το ένα πακέτο δυο φακελάκια. «Χασισάκι, εντάξει, πρεζίτσα εντάξει». Τα ξανάβαλε μέσα. Άνοιξε το άλλο πακέτο και έβγαλε ένα μεταλλικό δοχειάκι με χερούλι, σαν δαχτυλήθρα. «Καζανάκι εντάξει, αναπτήρας εντάξει, τσιγαράκια εντάξει. Πρέπει να τα ’χεις όλα γιατί δεν ξέρεις πού θα βρεθείς».
«Ναρκομανής, αλλά όχι αποδιοργανωμένος και διπολική διαταραχή σε φάση μανίας, με μερική άρση αναστολών» σκέφτηκα, ενεργοποιώντας αυτόματα την ιατρική μου ιδιότητα. Η γυναίκα που καθόταν δίπλα του σηκώθηκε σιγά - σιγά και απομακρύνθηκε. Την ακολούθησαν δυο άλλες που καθόταν απέναντί του. «Κάναμε το κουπέ γκαρσονιέρα» είπε αυτός. «Θα πέσει πείνα, θα πέσει πείνα, θα μας σώσει η Πέγκυ Ζήνα». Ήταν τόσο αστείος, που σου ερχόταν αβίαστα γέλια. Ήταν ένα κράμα Χατζηχρήστου και Βέγγου μαζί. Ένα παιδάκι δέκα δώδεκα χρονών, που ήταν στο τραίνο με τον πατέρα του, είχε σκάσει στα γέλια. Κανείς άλλος δε γελούσε. Όχι μόνο δε γελούσαν, αλλά ούτε καν γύριζαν το κεφάλι τους να τον δουν, έβλεπαν μπροστά σαν να τους είχαν βάλει χαμούτια.
Ο φόβος του διαφορετικού, του παράξενου, του ανοίκειου, του αλλόκοτου, του παράλογου, του ακατανόητου, του ξένου. Δεν ήθελαν κανένα πάρε δώσε. Ούτε μια ματιά. Ούτε συμμετοχή έστω με ένα χαμόγελο. Αν δεν ήταν στο τραίνο θα έφευγαν τρέχοντας. Φόβος, εκ του "φέβομαι", τρέπομαι εις φυγήν. Ο φόβος μας κρατάει σε απόσταση από τον άλλον, αν αυτός δεν είναι κατανοητός, αν λείπουν οι κώδικες επικοινωνίας, αλλά και το κατάλληλο κλίμα. Κάθε άλλο έξω από τον εαυτό μας είναι κάτι ξένο. Αν το ξένο εκλαμβάνεται ως εχθρικό νιώθουμε να μας απειλεί. Το εχθρικό που θεωρείται ικανό να πραγματοποιήσει την απειλή του, προξενεί φόβο. Αν το ξένο θωρείται προσεγγίσιμο, ο εαυτός μας ανοίγεται, ικανοποιώντας την ψυχική του ανάγκη για οικειότητα - ενότητα με τον άλλον. Ο φόβος του ενός προς τον άλλο, δηλαδή ο φόβος του φόβου, μπορεί να πάρει διαστάσεις και να γίνει τρόμος.
«Κάτω Πατήσια», ανήγγειλε το μεγάφωνο του τραίνου. «Κάτω σκατήσια, ή αν προτιμάτε, σκάτω σκατήσια» είπε φωναχτά ο παράξενος ταξιδιώτης. Χτύπησε το τηλέφωνό του. «Έλα νούμερο δύο, όβερ, σου μιλά το νούμερο τρία, ναι τώρα πάω να πάρω τη μητέρα και θα τη φέρω στο σπίτι», είπε. Έκλεισε το τηλέφωνο και εξήγησε: «Νούμερο ένα ήταν ο πατέρας μου, αλλά όταν πέθανε έγινε νούμερο μηδέν, τώρα νούμερο ένα είναι η μητέρα μου, νούμερο δύο η μεγάλη μου αδερφή και νούμερο τρία εγώ. Εσείς οι άλλοι είστε τα υπόλοιπα νούμερα. Έλα, έλα, έλα, με την κιτρινόμαυρη φανέλα».
«Άνω Πατήσια» φώναξε το μεγάφωνο. Εδώ κατέβαινα. Πριν κατεβώ τον άκουσα να λέει: «Κάτω σκατήσια, άνω σκατήσια, παντού σκατήσια».

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Επ’ αφορμή τριών θανάτων

Επ’ αφορμή τριών θανάτων

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας «ΛΗΜΝΟΣ» αναφερόταν το τραγικό τροχαίο ατύχημα στη Μύρινα με το θάνατο των δύο νεαρών παιδιών της 17χρονης Αλίνας Μιχαλούσα και του 23χρονου Θανάση Μοσχάκη και επίσης ο θάνατος του γιατρού Νίκου Γλυνάτση. Αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω δυο λόγια και ας μου συγχωρεθεί ο προσωπικός τόνος.
Για το τροχαίο ατύχημα πρώτα. Δεν γνώριζα την οικογένεια του κοριτσιού. Με τον πατέρα όμως του αγοριού, το Γαρόφαλλο, είμαστε συμμαθητές στο Γυμνάσιο Λήμνου, για έξι χρόνια. Ήταν ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, καλόκαρδος, με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του και επί πλέον πολύ παλληκάρι. Ένα γεγονός ήταν η αιτία να αναπτυχθεί μεταξύ μας μια φιλία και αμοιβαία εκτίμηση, η οποία δεν θα σβήσει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Είμαστε τελειόφοιτοι εν έτει 1971. Η τάξη πήρε μια κοινή απόφαση, σχετική με τη σχολική διαδικασία. (Οι λεπτομέρειες νομίζω δεν ενδιαφέρουν). Δεχθήκαμε φοβερή πίεση και απειλές από τους καθηγητές και το γυμνασιάρχη. Οι υπόλοιποι μαθητές υποχώρησαν, εκτός από το Γαρόφαλλο, τον Παναγιώτη Φουσκούδη και εμένα. Θεωρηθήκαμε πρωταίτιοι της ανταρσίας και χωρίς καν να μας καλέσουν να απολογηθούμε, αποβληθήκαμε και οι τρεις για πέντε μέρες από το σχολείο, εμένα δε, με καθαίρεσαν και από σημαιοφόρο. Το κλίμα της ανελευθερίας και της τρομοκρατίας της χούντας δυστυχώς είχε μπολιάσει πολλούς καθηγητές. Οι απειλές, οι χλευασμοί και η πίεση προς τους γονείς μας, συνεχίστηκαν για αρκετό καιρό. Και οι τρεις βρεθήκαμε σε πολύ άσχημη θέση. Αυτό το γεγονός μας συνέδεσε ψυχικά και κάθε φορά που συναντιόμαστε τυχαία στη Μύρινα τα επόμενα χρόνια, ανάβλυζαν θερμά συναισθήματα αγάπης και αλληλοσεβασμού. Αγαπητέ φίλε Γαρόφαλλε, μεγάλη η δοκιμασία σου. Κράτα όσο μπορείς. Πάντα ήσουν παλληκάρι. Δεν ξέρω αν αυτό απαλύνει κάπως τον πόνο σου, αλλά θέλω να σου πω, ότι οι καρδιές όλων των παλιών συμμαθητών σου κλαίνε μαζί με τη δική σου.
Για το Νίκο Γλυνάτση τώρα. Το γιατρό Νίκο Γλυνάτση τον πρωτογνώρισα το 1971, όταν με πήγαν σχεδόν ετοιμοθάνατο από μια φοβερή γαστρορραγία στο Νοσοκομείο της Λήμνου. Θυμάμαι το φοβερό αγώνα του να εξασφαλίσει αίμα, αφού υπηρεσία αιμοδοσίας δεν υπήρχε στη Λήμνο και η ομάδα αίματός μου ήταν πολύ σπάνια. Με δικές του ενέργειες με μετέφεραν μετά δύο ημέρες αεροπορικώς στην Αθήνα, με 12 αιματοκρίτη. Έγινα τέλος πάντων καλά, τι καλά δηλαδή, τα κερολίβανα βαστούσα, αλλά επιβίωσα. Ακολούθησαν τα γεγονότα των συνεχών επιπλήξεων και αποβολών στο σχολείο και η καθαίρεσή μου από σημαιοφόρο. Βάλτε και το άγχος του διαβάσματος για τις πανελλήνιες εξετάσεις, την κακή διατροφή, αφού ήμουν μακριά από το χωριό μου, το στομάχι μου χειροτέρεψε, πονούσα συνεχώς και έκανα εμέτους σχεδόν κάθε μέρα. Τότε βρήκα αποκούμπι στο γιατρό Γλυνάτση. Κάθε λίγο και λιγάκι ο κακομοίρης ο πατέρας μου με πήγαινε στο ιατρείο του, που ήταν κοντά στον παλιό σταθμό λεωφορείων. Ο Γλυνάτσης μου στάθηκε σαν πατέρας μου. Ήταν ο μόνος που με στήριξε στη δυσκολία μου τότε. Και με τις ιατρικές του υπηρεσίες, αλλά κυρίως με την ανθρωπιά του και τις συμβουλές του. Είχα πάρει ήδη την απόφαση να μην δώσω εξετάσεις για ιατρική, λόγω της οικονομικής μας εξαθλίωσης, αλλά ο Γλυνάτσης μου άλλαξε γνώμη, ενισχύοντάς με ψυχολογικά και ηθικά. Περιττό βέβαια να πω, ότι βλέποντας την κατάστασή μας, ποτέ δεν δέχθηκε αμοιβή από τον πατέρα μου, παρ’ όλο που τον επισκεπτόμαστε ιδιωτικά. Μετά από έξι χρόνια υπηρετούσα τη θητεία μου ως στρατιώτης στο πυροβολικό στις Αγγαρυώνες. Ένα απόγευμα, φορώντας τα αθλητικά μου, έκανα τζόκινγκ κοντά στο Λιβαδοχώρι. Σταμάτησε ένα αυτοκίνητο δίπλα μου. Ήταν ο Γλυνάτσης. «-Εσείς δεν είστε ο νεαρός με την γαστρορραγία, που ήθελε να γίνει γιατρός;», μου είπε. «-Είμαι ήδη γιατρός, χάρη σε σας», του απάντησα. Ο Γλυνάτσης δάκρυσε και μου είπε: «-Για κάτι τέτοιες στιγμές αξίζει κάποιος να είναι γιατρός». Σεβαστέ Νικόλαε Γλυνάτση, αιωνία η μνήμη σου. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.

Θα πάρετε ένα κοκτέιλ μολότωφ;

Θα πάρετε ένα κοκτέιλ μολότωφ;

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Πλησιάζει η επέτειος του Πολυτεχνείου και στη μνήμη έρχονται οι περσινές ταραχές, που συγκλόνισαν την Ελλάδα, με αφορμή το φόνο του νεαρού μαθητή Αλέξη Γρηγορόπουλου από αστυνομικό. Οι μεγάλες «ντίβες» κάθε χρονιά τέτοιες μέρες είναι οι βόμβες μολότωφ, που εκτοξεύουν διαδηλωτές εναντίον των ΜΑΤ. Γνωρίζετε όμως την ιστορία της βόμβας μολότωφ; Σας παρουσιάζω μερικά στοιχεία, τα οποία βρήκα σε διάφορα άρθρα, κυρίως ξενόγλωσσα και έκανα μια σύνθεση.
Η βόμβα μολότωφ, που κατά καιρούς έχει αποκληθεί, βόμβα των φτωχών, βόμβα πετρελαίου, βόμβα βενζίνης, βόμβα φωτιάς, κοκτέιλ μολότωφ, κλπ, αποτελείται στη σημερινή της καθημερινή εκδοχή από ένα γυάλινο μπουκάλι, συνήθως μπύρας, με βενζίνη μέσα, που το φράζουν με ύφασμα ή στουπί, το οποίο εξέχει του μπουκαλιού και χρησιμοποιείται ως φιτίλι. Βάζοντας φωτιά στο φιτίλι το εκτοξεύουν και όταν το μπουκάλι σπάσει, παίρνει φωτιά η βενζίνη.
Το όνομά της το πήρε από τον υπουργό εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Βιάτσεσλαβ Μολότωφ ως εξής: Μετά το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης Ρίμπεντροπ – Μολότωφ το 1939, οι Σοβιετικοί απαίτησαν από τους Φινλανδούς να τους παραδώσουν μερικά στρατηγικής σημασίας λιμάνια. Οι Φινλανδοί αρνήθηκαν και ο «κόκκινος στρατός» εισέβαλε στη Φινλανδία. Όταν ο Μολότωφ σε ραδιοφωνική εκπομπή, στα πλαίσια προπαγάνδας, υποστήριξε ότι οι Σοβιετικοί δεν έριχναν βόμβες στους Φινλανδούς αλλά τρόφιμα, τότε οι Φινλανδοί απάντησαν ότι εις ανταπόδοση των βομβών (που τις ονόμαζαν περιπαιχτικά «πανέρια πικνίκ του Μολότωφ»), θα πρόσφεραν στους Σοβιετικούς «κοκτέιλ Μολότωφ», εννοώντας αυτό που τώρα ονομάζουμε «βόμβες μολότωφ». Μ’ αυτές έκαιγαν τα σοβιετικά τανκς. Μάλιστα είχαν βιομηχανοποιήσει την παραγωγή τους, αφού τις κατασκεύαζαν στο εργοστάσιο του κρατικού μονοπωλίου οινοπνεύματος ALKO. Υπολογίζεται ότι οι Φινλανδοί κατασκεύασαν 450.000 κοκτέιλ μολότωφ. Στην αρχή ο όρος χρησιμοποιείτο για να περιγράψει το καυστικό μείγμα, αλλά με τον καιρό ο όρος αφορούσε στο συνδυασμό και του μπουκαλιού και του περιεχομένου του.
Το κοκτέιλ μολότωφ των Φινλανδών αποτελείτο από ένα μπουκάλι κρασιού 750 κυβ. εκατ., που περιείχε μίγμα οινοπνεύματος, πίσσας και πετρελαίου, στο δε μπουκάλι είχαν δέσει δυο μεγάλα σπίρτα θυέλης, που τα άναβαν και το πετούσαν.
Ο στόχος ήταν η μηχανή και τα παραθυράκια, από τα οποία βλέπει ο χειριστής του τανκ. Οι Σοβιετικοί τοποθέτησαν στα ευαίσθητα σημεία του άρματος πλέγμα από σύρμα, ώστε να μη σπάει το μπουκάλι χτυπώντας στο σύρμα. Η λύση των Φινλανδών ήταν να δένουν χαλαρά με ένα σχοινάκι πάνω στο μπουκάλι δυο - τρεις πέτρες, οι οποίες χτυπούσαν το μπουκάλι στην πρόσκρουση με το πλέγμα, κι αυτό έσπαγε.
Τις βόμβες μολότωφ τις χρησιμοποίησαν και οι ίδιοι οι Σοβιετικοί εναντίον των Γερμανών, όταν δέχθηκαν αργότερα την επίθεση του Χίτλερ.
Το απλό αυτό όπλο φαίνεται ότι έκανε το ντεμπούτο του κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-39) και χρησιμοποιήθηκε ευρέως και από τις δυο μεριές. Όμως και πριν τον ισπανικό εμφύλιο, πρωτόλειες μορφές του όπλου ανιχνεύονται ιστορικά κατά τη διάρκεια της κομμούνας του Παρισιού το 1871, όταν οι γυναίκες των επαναστατημένων τάξεων πυρπολούσαν σπίτια πλουσίων και δημόσια κτίρια με μπουκάλια που περιείχαν πετρέλαιο ή παραφίνη, σε μια εποχή που μόλις είχε ανακαλυφθεί το πετρέλαιο.
Από αυτά τα ξεκινήματα, το όπλο γρήγορα χρησιμοποιήθηκε από τα περισσότερα έθνη, καθώς ήταν εύκολο στην παραγωγή και στη χρήση, από δυνάμεις κανονικές, αλλά και ανορθόδοξες. Συγκεκριμένα χρησιμοποιήθηκε από τους Εβραίους κατά των ναζιστικών δυνάμεων στη μεγάλη εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας το 1943, από όλες τις πλευρές στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, από τους Ούγγρους κατά των Σοβιετικών στην εισβολή του 1956, από τους Τσέχους κατά των Σοβιετικών στην εισβολή του 1968, από τους καθολικούς του IRA της Βόρειας Ιρλανδίας εναντίον των Άγγλων, από τους Παλαιστίνιους των κατεχομένων εδαφών κατά των ισραηλινών τανκς, από τους μαύρους της Νότιας Αφρικής κατά των ρατσιστών λευκών (στρατού και αστυνομίας) την περίοδο του απαρτχάιντ, αλλά και από απανταχού αντιεξουσιαστές, διαδηλωτές, κλπ, στις συγκρούσεις τους με την αστυνομία.
Μια περιγραφή ενός Εβραίου μαχητή από τη χρήση των μολότωφ στην εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας εναντίον των ναζιστών είναι εντυπωσιακή:
«Τα μπουκάλια χτυπούν το τανκ. Ακούγεται ο ήχος της έκρηξης. Οι φλόγες ξαπλώνονται γρήγορα. Η μηχανή σταματά. Το πλήρωμα πετάγεται έξω και καίγεται ζωντανό. Τα άλλα δύο τανκς γυρίζουν πίσω και αποσύρονται. Οι Γερμανοί που είχαν καλυφθεί πίσω τους αποσύρονται με πανικό. Συνοδεύουμε την αποχώρησή τους με πυροβολισμούς και χειροβομβίδες».
Στην αντιαρματική χρήση της βόμβας μολότωφ, κυρίως στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι το πετρέλαιο μόνο του δεν ήταν πολύ αποτελεσματικό, καθώς έρρεε από το πλάι του άρματος, καθώς καιγόταν. Για να κάνουν το περιεχόμενο του μπουκαλιού να κολλήσει, το πετρέλαιο αναμειγνυόταν με κάποια ουσία, που θα το έκανε πιο παχύ, όπως μαζούτ, πίσσα, ζάχαρη, ορυκτέλαιο, άμμο, ασπράδια αυγών, απορρυπαντικό πιάτων, αίμα ζώων, κάποιες μορφές λάτεξ, κλπ. Οι Βρετανοί είχαν εξελίξει τη βόμβα μολότωφ για αντιαρματική χρήση, ώστε να μη χρειάζεται να την ανάβει κάποιος πριν την εκσφενδονίσει, αλλά αυτή να αυτοαναφλέγεται με την πρόσκρουση. Ήταν ένα γυάλινο μπουκάλι γάλακτος με πώμα, που περιείχε ένα μείγμα φωσφόρου, νερού και βενζίνης.
Σήμερα οι βόμβες μολότωφ δεν παίζουν κάποιο ρόλο σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τα σύγχρονα άρματα είναι απρόσβλητα, ενώ υπάρχουν απείρως φονικότερα και αποτελεσματικότερα μέσα. Παρέμειναν όπλο στα χέρια ενός ευρέος φάσματος ανθρώπων, όπως διαδηλωτών, αντιφρονούντων, μελών απελευθερωτικών κινημάτων, αναρχικών, αλλά και χουλιγγάνων και ανθρώπων της τυφλής βίας, ακόμα και προβοκατόρων, μην παύοντας να είναι ένα επικίνδυνο μέσον, που προκαλεί φόβο αλλά και καταστροφές.


Φωτογραφία γνήσιου Φινλανδικού «κοκτέιλ μολότωφ» του 1939