Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Στάργια κι αλεύεργια

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Στάργια κι αλεύεργια




Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Μεγάλη συζήτηση γίνεται για την αύξηση στην τιμή του ψωμιού και των αλεύρων, ενώ οι αγρότες πούλησαν το στάρι σε εξευτελιστικές τιμές. Είναι λόγω των πυρκαϊών στη Ρωσία, είπε κάποιος. Μα στη Λήμνο πουλήθηκε το στάρι πολύ πριν τις φωτιές, 15 λεπτά το κιλό. Ύστερα πώς επηρεάζουν οι φωτιές στη Ρωσία, τη χώρα μας, που κατά τη ρήση του πρωθυπουργού, είναι ουσιαστικά Νότιος Δανία; Να είμαστε Ανατολικό Τουρκεστάν, μάλιστα. Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι είπε ένας άλλος. Πάντως, αν μου επιτρέπετε, υπάρχουν πολλοί τρόποι, παλαιόθεν γνωστοί σ’ εμάς τους Λημνιούς, για να αξιοποιηθούν τα στάρια και τα αλεύρια που παράγει η Λήμνος, εν καιρώ οικονομικής κρίσης, και να είναι ευχαριστημένος και ο κόσμος και η εθνική – σοσιαλιστική μας κυβέρνηση.
Πρώτα πρώτα, «να μη κάντεν σα ντ αλεύερ τ’ απλωμένο» και να μην τους πιάνει αλευροδαιμον’ζμός, αλλά να κουνήσουν λίγο τα χέρια τους. Μπορούνε αντί να αγοράζουν το ψωμί, να κάνουν διάφορες τηγανόπιτες, όπως στη Γερμανοκατοχή. Εξόν από «τγανόπτες», μπορούν να φκιάξουν κι άλλα είδη, όπως πτάρια, πτάρες, πτούδες, πίταρ, πταρούδια, ροδόπτες, τυρουπτούδια, κολοκ’θόπτες, ξεροπτάρια, τσουρέκια, βδουλέρες, μαρμαρίτες, πλακόπτες, κλικούδια, κ.α. Βέβαια πολλές πίτες δεν θέλουν μόνο αλεύρι και νερό και όπως έλεγε και η γιαγιά μου η Βωτώ «η μάνα μ’ ξερ να κάμεν’ πίτα άμα εχ’ αλεύερ και βούτερο» και «κάλλιο πίτα με λαρδί, παρά πίτα μοναχή». Όμως αν υπάρχει φαντασία μπορούν να βρεθούν λύσεις, όπως λέει και το τραγουδάκι: «Τ’ γαδαριού μας τ’ άντερο / χτύπσε πα’ στο πάτερο / α το ψήσομ α το φάμε / γερενέ σπηλ’νάντερο». Μπορεί στις γιορτές να τρώνε «τγανόπτα με το μούστο, ή με το ζάχαρ, ή με το μελ’ ή με τ’ σαλαμούρα, ή με το καβουρμαδέλ’». Με όλα πάει η «τγανόπτα» και οι διάφορες πίτες. Προσοχή όμως «το πτι παγ’ μόνε με τ’ ξερή».
Επίσης όταν είναι κρυωμένοι μπορούν να κάνουν διάφορους τσορβάδες με το αλεύρι και να μη απαντούν όπως στη στιχομυθία: «-Ζαμπούν’ θελ’ς τσορβά;» «-Οχ’ θέλω πτι». Οι πίτες από Λημνιό στάρι έχουν και αφροδισιακές ιδιότητες, όπως λέει και το τραγούδι: «Νάχαμ μια πίτα ροδοψμέν’ / κι ένα κολιό γδαρμένο / και τς δασκαλέρας μας το πτι / απ’ το λουτρό βγαρμένο». Γι’ αυτό λοιπόν: «Φάτε τώρα τ’ πταρούδα σας / πο μέσα ως τα όξω / δεν εχ’ τυρί γή κολοκύθ / μα διν’ ντερμάν’ στο μπόξω». Τα γούστα πάντως ποικίλουν: «Μ’ έφκιαξες τα πταρούδια / στο γκούπαρο ζεστά / μα γω μ’ αρέζ το πτι σ’ / π’ κάται στη μπυροστγιά». Ένας άλλος τρόπος για να αξιοποιηθεί το αλεύρι, περιγράφεται από το παρακάτω τραγουδάκι: «Το πουτί τ’ αλευρωμένο / σα ντο ψαρ το τγανηζμένο / στλίζει ο ντουνιάς κι ο κόζμος / και τς Λενάρας μας ο κώλος». Αγαπητοί αναγνώστες, «πρώτα μας αλευρώσαν κι ύστερα μας φωνάζνε μυλωνάδες». Μπορεί να «παραανάδωκε τ’ αλεύερ» και να «έπιασε το σταρ ασπορδίλια», αλλά εμείς γνωρίζουμε ότι «και το σταρ εχ’ θμο». Πταροευτυχείτε.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Φον φούφουτους

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Φον φούφουτους




Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Δημοσιεύθηκε ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Πάγκαλος καταφέρθηκε εναντίον των εκπροσώπων της τρόικας για τις υπερβολικές απαιτήσεις τους, τους αποκάλεσε μάλιστα «φον φούφουτους». Παρακαλώ επιτρέψτε μου μια μικρή ανάλυση της επίμαχης φράσης, η οποία ενέχει σεξουαλικό περιεχόμενο. Η γερμανική λέξη «φον» είναι τίτλος ευγενείας, σαν να λέμε κόμης, δούκας, κλπ. Η λέξη «φούφουτος» είναι ελληνική και δημιουργήθηκε για να κάνει ρίμα με τη λέξη ξεσκούφωτος και λημνιακά αξεσκούφωτος, εννοώντας το εν στύσει ανδρικό μόριο. Η φράση στα λημνιακά λοιπόν θα μπορούσε να μεταφραστεί ως αρχοντοτσούτσλαρος και σε πιο ελεύθερη μετάφραση τζουλοσούγλαρος. Η εκ πρώτης όψεως αδόκιμη φράση ωστόσο εξηγείται. Η τρόικα έχει σαν δουλειά της την επίβλεψη του μνημονίου, Λημνιακά «μνημόν’» ή «μνημόνι», του οποίου το πρώτο συνθετικό είναι το «μνη» και δεύτερο το «μονί».
Τώρα μάλλον είναι αργά για διαμαρτυρίες, ή όπως θα έλεγε ένας Λημνιός αφού τ’ φουφουτίσαν τ’ γριγιά έβαλε το παράτ. Εξ άλλου η τρόικα κάνει τη δουλειά της. Αλλά και η λέξη δουλειά ή δλια, στα Λημνιακά σημαίνει και τη συνουσία. Συνώνυμο η τουρκική λέξη χοζμέτ, αν και στην περίπτωσή μας καταλληλότερο θα ήταν το σουλτάν μερεμέτ. Κι όπως θα έλεγε κι η γιαγιά μου η Βωτώ αμ έλμπετ, πρώτα το χοζμέτ κι ύστερα το καμπαχέτ; Κι αφού μπλέξαμε με τα τουρκικά και τα οθωμανικά, ίσως κάποιος έπρεπε να υπενθυμίσει στον κ. αντιπρόεδρο την τουρκική παροιμία «Κι εγώ αγάς κι εσύ αγάς, αλλά ποιος βαστά το τσιμπούκ’».
Η τρόικα βέβαια είναι υποχρεωμένη να κάνει έλεγχο, τουρκιστί αγιάρ. Θα μπορούσε όμως να πει κάποιος θα καμ αγιάρ στα δύμια μ’. Διότι εν’σάφ μπλια. «Τα δύμια μ’ τα ξετόνιξα / τάκαμα σφεντογόνα / στς αρίδεζεμ τα έφταξα / και τη ξερή μ’ στο γόνα». Όμως η τρόικα δεν ήλθε μόνη της, εμείς τη φωνάξαμε, καθόσον με το ζορ δε χοζμετγιάγ’ς. Θα μπορούσαν πάντως να μας μπτίσνε το χοζμέτ ζγομλά ζγομλά κι οχ’ τόσο μπουμπουν’στά, διότι δεν είναι όλα τα πράγματα σταρ και ζάχαρς, να κολ’βόζμος. Απ’ την άλλη τα λεφτά τους μας δάνεισαν, δικαίως λένε: «Με το μπαρά μ’ κάμνω ντ γκυρά μ’». Και επίσης «Εγώ κυρά μ’ σ’ αγόρασα / κι έδωκα το μπαρά μ’ / για να σε βάζω ανάσκελα / να κάμνω τη δουλειά μ’». Ή και το πιο κυνικό «Να παρά δομ μνι». Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας έχει και συνέπειες, αφού μπήκαμε στο χορό θα χορέψουμε και θα πούμε κι ένα τραγούδι, όπως το παρακάτω: «Απ’ ουλ’ τς βρωπαϊκοί χοροί / η πιο καλή έναι η μπόλκα / γιατί γκουτρίζ ο κιουχκιουρής / απάν στου μνιου τη μπόρτα». Ναι, αλλά όλα έχουν ένα όριο. Συνέταιροι, φίλοι και κουμπαράκια, αλλά αυτοί το πάνε «Γκμπάρα μ’ εδώ, γκμπάρα μ’ εκεί, γκμπάρα μ’ για λύσε το βρακί» και «Ο γκμπαρέλιας με τη γκμπάρα, τρεις βολές την αβδομάδα». Και πάλι καλά τρεις φορές την εβδομάδα, αφού θα μπορούσαν να πουν και το: «Το ζμπεθερκάτο το χοζμέτ / που κάμνω με τ’ ζμπεθέρα / γω το ζητώ μερονυχτί / μα κειν’ μ’ αφήν’ μο τ’ μέρα». Εν πάση περιπτώσει ο κ. αντιπρόεδρος που η στομάτα τ’ έναι σα ντο φούρνο μας, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι σα σε βαλ’ από κατ, όπως θελ’ α σε …φουφουτίσ’. Όλοι ξέρουν ότι το φουλ’ φσκών’, το φασούλ’ κλιακών’. Όπως λέει και το Λημνιακό δημώδες άσμα: «Να μη με λες αστόπαθα / να μη με λες πω πω / μία βολά α στν αγκούμπσα / ούλο θα στην αγκμπώ».
Αγαπητοί αναγνώστες, φουφουτοευτυχείτε.