Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Γύρω – γύρω να γυρίζ και μέσα να μη μπαιν’

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ (αποκριγιάτκο)



Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Στην αρχή τη λέξη την έλεγαν σπανίως και χαμηλώνοντας τη φωνή. Ότι υπήρχε, και καλά, ένα μακρινό ενδεχόμενο, αν η κυβέρνηση δεν ελάμβανε τα πρώτα μέτρα που έλαβε. Ποια λέξη; Μα την «πτώχευση». Ούτε και η...αναγεννημένη μπεμπεκοδεξιά την ξεστόμιζε, αφού θα συνδεόταν συνειρμικά με το κοντινό…ένδοξο παρελθόν. Μετά πήραν κι άλλα μέτρα και άρχισαν να την προφέρουν συχνότερα και τολμηρότερα. Οι τωρινοί σωτήρες ότι την απέτρεψαν, οι αυριανοί ότι θα την αποτρέψουν. Τώρα την κουβεντιάζουν τη φοβούνται και την ψιλοπεριμένουν όλοι. Το φέρνουν από δω, το φέρνουν από κει, το γυροφέρνουν, το κλωθογυρίζουν, όλο εκεί καταλήγουν. Και ότι ο Μάρτιος είναι κρίσιμος μήνας, και να δούμε τι βαθμό θα μας βάλει η τρόικα, και ότι η λύση είναι δήθεν η επάνοδος στη δραχμή, και ότι τη πτώχευση είναι πιθανή αν δεν … Αυτό μου θυμίζει μια παλιά Λημνιά αστεία ιστορία, που μου την είπε ο Χρήστος Κολλερός από τον Κάσπακα. Απολαύστε την. Και καλή αποκριά.

Το είχαν ζησ’ κι αλλ’ βολά στ’ μάντρα, και καταλάβαν ότε μόνε με το γκρα μπορούσαν να βαστάξνε μακριγιά το αγριγιόσκ’λο που είχε λ’μπισ’ και είχε γεν’ κεντί μπελάς και κάθε τόσο τς άρπαν κι ένα ζο κι του ξέγκλιαζε, σα τς είχε βρει μαθέ αργασά, αλλά το μπαμπόνηρο φλάγ’νταν σα νένιωνε να μυρίζ μπαρούτ. Είχε σκοτώσ’ κι τα τσοπανόσκ’λα που φλάγαν τα πρόβατα. Κακό ματ τς είχε δγει κι σα ντο δγιάτανο τς είχε καταρμάξ. Το σκέβνταν εδιέτς, το σκέβνταν κι αλλιώς κι σα ντούχαν απ’ ακστά τς και δεν είχαν άλλο κολάγ’, παγ’ ο κυρς κι δοποιά το μπαπά να τς διεβάσ’. Πήρε ο παπάς τ’ βασκοφλάδα κι τα ζγολερκά τ’ κι τράβξεν για τ’ μάντρα. Ε, αφού τς άγιασε, τς φώτ’σε και τς διέβασε αθρώπ κι ζα, κάτσε στ’ μπεζούλα, αλλά κιάλιαρε που ο κιαχαγιάς είχε όμορφ δυχατέρα κι δε ξεκόλλαν ούτε τα μάτια τ’, ούτε το νου τ’ από πάνε τς. Τράβαν ο καμένος τ’ μύξα τ’ κι τ’ γκαψορέγ’νταν και για τούτο βρήκε να τς πει ότε και καλά για να δέσνε οι ευκές, πρεπ να τς διεβάσ’ ακόμα δυο τρεις βολές, κι όποτε βρισκ’ καιρό θα ξακρίζ να τς φωτίζ κι να τς ξεφωτίζ, κι ότι αύριγιο κιόλας θα ξαναήρχενταν τώρα που ήνταν ζεστό το πράμα για να πιασ’ το ταλίμ. Τν επαύριγιο όμως είχαν δλια στα χωράφια κι η κιαχαγιάδενα είπε στον άντρα τς να αφήκνε τ’ δυχατέρα να σναπαντήσ’ το μπαπά όντας κειος θα κβανιένταν για να μη χασομερούνε ουλ’ κι γιατί δε ξέραν κιόλα τι ώρα θα γίνταν τα κέφια τ’ παπά να τς ερτ για τον αγιαζμό. Σα φύγαν, τσουπ, να κι ο παπάς κι ήρτε. Οι γονοί μ’ φύγαν στο χωράφ κι μ’ αφήκαν να σε μπαντέχω, τον λεγ’ η κοπελούδα. Α, δε μπειράζ λεγ’ ο παπάς, εχτέ πήκαμ τα μσα γράμματα κι σήμερα θα πεσώσομ το διέβαζμα. Ντούζτ.σε έψελνε, φώτ’ζε, πεκ’ τ’ λεγ’ σύρε μέσα και γδύθκε και σκεπάσκε με τα στρωσίδια. Πήγε κειν’ γδύθκε κι έπεσε στο στρώμα κι σε κομάτ να κι ο κυρ παπάς βγαζ τα ράσα γίνεται λαγός κι ξάπλωσε δίπλα. Η κοπελούδα τον ρώτ’σεν, γιατί παπά πρεπ να είμαστε μαθέ γδυμνοί, κι ο παπάς τν είπε ότι κι καλά εδιετς φέγεν’ το αγριγιόσκ’λου κι γη οργή τ’ καλύτερα. Ο παπάς αρχίν’σε ύστερα να τ’ χαδεύ’ και να τ’ θωπεύ’ γύρου τρόγ’ρα τ’ αφαλού κι να λεγ’, ολόνα, «γύρω γύρω να γυρίζ κι μέσα να μη μπαιν’», κι καλά ου σκύλους στ’ μάντρα, κι σα ντόκαμε κάμποσες βολές, κατέβκε κι πιο σακάτ σα ντα σκέλια, κι τώρα με τον εργαλείαρο τ’ να τον τρουγυρίζ γυρσταρωτά πα στ’ μπερτκιά τς κι ούλο να παναλαβαίν’ τον ίδιο το λόγου, «γύρω γύρω να γυρίζ κι μέσα να μη μπαιν’», κι άντε ξανά μανά «να γυρίζ κι μέσα να μη μπαιν’». Γη κοπέλα, άθρωπος μαθέ ήνταν δεν ήνταν κι από πέτρα, τ’ γκαλάρεσεν κιόλα, αρχίν’σεν να βαρανασαίν’, να ταράζεται κι να πυροκοκκ’νίζ’, όσουπ γη καμέν’ καμιά βολά μπασλάντ’σεν κι τον λεγ’, «εμ ας μπει μέσα, καμένε παπά, κι ας τα φαγ’ τα ρμάδια, στο τέλος τέλος».

2 σχόλια:

Αλέξανδρος Χουλιαράς είπε...

Διάβασα για το νησιώτη λύκο, που έτρωγε τα πρόβατα, και σου στέλνω τον καρπενησιώτη λύκο, που έκανε την ίδια δουλειά, όπως τον κατέγραψα στο βιβλίο μου "Ευτράπελες ιστορίες".
Ο γεωργοκτηνοτρόφος και γενικά ο λαϊκός άνθρωπος, δεν ήταν σεξομανής και λάγνος. Οι σχέσεις του με τις άλλες γυναίκες του χωριού, είχανε κοινωνικές και όχι ερωτικές διαστάσεις. Οι χήρες ήταν ίσως η μόνη κατηγορία γυναικών, που φαντασίωνε τους άντρες. Όμως λίγοι απολάμβαναν τους αφρούρητους ερωτικούς τους καρπούς, με πρώτους και καλύτερους τους δεσποτάδες, τους κατ’ εξοχήν αρμόδιους για την προστασία των χηρών και ορφανών.
Ήτανε νέα κι όμορφη η χήρα, η Μαγδάλω. Όμως είχε ένα πρόβλημα. Ένας λύκος έμπαινε συνέχεια στο μαντρί της και της έτρωγε τα πρόβατα. Μετήλθε όλα τα μέσα και στο τέλος πήγε στο δεσπότη. Τον πήρε με τ’ άλογό της και τον πήγε στη στάνη να ξορκίσει το κακό. Έστρωσε στη σκιά του γεροπλάτανου μια βελέντζα και καθίσανε. Ο δεσπότης άπλωσε το άγιο χέρι του στους χυμώδης γλουτούς της χήρας κι άρχισε τους αφορισμούς και τους εξορκισμούς.
–Γύρω-γύρω νάρχεται και μέσα να μην μπαίνει. Τόπε μια, τόπε δυο, τόπε τρεις, ώσπου η χήρα δεν άντεξε και είπε:
–Άστον δέσποτα, ας μπει και καμιά φορά. Πλάσμα του Θεού είναι κι αυτό.
Ο λύκος του δεσπότη μπήκε κι έκανε θαύματα!

Σταύρος Τραγάρας είπε...

Γεια σου Αλέξανδρε μεγάλε.