Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Πέρα από το νησί

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Ρούλας Σαμαϊλίδου: Πέρα από το νησί

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας
         
          Το μυθιστόρημα της Ρούλας Σαμαϊλίδου «Πέρα από το νησί», εκδόσεις «Μιχάλη Σιδέρη», πραγματεύεται τη ζωή μιας οικογένειας, που μεταναστεύει στις αρχές του εικοστού αιώνα, από ένα ελληνικό νησί, για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι το νησί είναι η Λήμνος, παρόλο που αυτό δεν κατονομάζεται. Η συγγραφέας ακολουθεί ή μάλλον παρακολουθεί τη ζωή του αρχικού ζευγαριού του Αντώνη και της Δέσποινας και των απογόνων τους, εστιάζει όμως το μεγεθυντικό φακό της σε ένα μέλος της τρίτης γενιάς, τη Στέλλα, μετατρέποντάς την σε κεντρική ηρωίδα. Η Στέλα δεν είναι απόγονος εξ αίματος της οικογένειας. Γεννημένη στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, μέσα σε μια πολυμελή κατεστραμμένη οικογένεια, ορφανή, υιοθετείται από τη Φωτεινή, κόρη του αρχικού ζευγαριού, και τον άντρα της το Γιώργο, που ήταν άτεκνοι, και γίνεται το μοσχαναθρεμένο παιδί των πλουσίων αυτών Αλεξανδρινών εκ Λήμνου. Η ζωή της και μαζί η ζωή όλου του οικογενειακού περίγυρου, μέσα στα ταραγμένα χρόνια των μεγάλων ιστορικών ανακατατάξεων, που έζησε η ανθρωπότητα, παρουσιάζει ένα πλήθος βίαιων ανατροπών οικογενειακών, οικονομικών και ψυχολογικών, που τη στροβιλίζουν σαν φτερό στον άνεμο.
            Η εξέλιξη του μύθου διαδραματίζεται όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια, αλλά και στο νησί των προγόνων, και στο Λονδίνο και τέλος στην Αθήνα, όπου τελικά κατασταλάζουν τα υπολείμματα της άλλοτε ετυχισμένης και κραταιάς οικογένειας. Σελίδες οικονομικής άνθησης, μεγάλης ζωής, υπερηφάνειας, σφοδρού έρωτα,  απόλυτης ευτυχίας για ένα θνητό, εναλλάσσονται με σελίδες οικογενειακής  καταστροφής, ήττας, αισθηματικής προδοσίας και ταπεινής συμπεριφοράς, ψυχικής ασθένειας, ταπείνωσης, και ξεπεσμού. Από την αποθέωση στην πυρά. Όπως στην αρχαία τραγωδία. Η πρωταγωνίστρια βιώνει το μαρτύριο του Σισύφου, της διαρκούς μετάπτωσης από την ψυχική ευφορία στο ψυχικό βραχνά. Για χρόνια θεωρεί ότι διέπραξε ανόσια πράξη. Για χρόνια ολόκληρα μετατρέπεται σε ένα φάντασμα του παρελθόντος, κρύβεται από την κοινωνία, προσπαθεί να ξορκίσει τον παλαιό εαυτό της και τον κόσμο που τον περιέβαλλε, τελεί τα της βιωτής της εν σιωπή, θεωρώντας ότι κάτι που δεν μιλιέται δεν υπάρχει κιόλας.  Όμως το «άφατον» δεν μπορεί να παραμείνει επ’ άπειρον. Σιγά – σιγά η ψυχή μοιράζει τον πόνο της και επανέρχεται στα ανθρώπινα. Η συγγραφέας με απίστευτη μαστοριά, συμπυκνώνει το κλάμα της Στέλλας σε καθαρτήριο κλάμα όλων των αναγνωστών. Και επιφέρει την κάθαρση σε μια τραγωδία, που φαινόταν χωρίς τέλος.
Η συγγραφέας γνώστις του λόγου και της αφήγησης, ξετυλίγει μεθοδικά, με την υπομονή και την ευχέρεια έμπειρου τεχνίτη, ένα έπος, που είναι μαζί και ιστορικό και ανθρωπολογικό χρονικό. Η κοσμοπολίτικη και πολυπολιτισμική Αλεξάνδρεια, η μεγαλοαστική ζωή των ελληνικών και ευρωπαϊκών οικογενειών της, οι ανθούσες επιχειρήσεις τους, οι βαμβακοκαλλιέργειες, οι χρηματιστηριακές τους ενασχολήσεις, τα πλούσια σπίτια, η πνευματική καλλιέργεια και η γλωσσομάθεια, οι πίνακες ζωγραφικής, τα πιάνα, τα χαλιά, τα χρυσαφικά τους, οι τουαλέτες των γυναικών, τα ακριβά πούρα και ποτά, τα κοστούμια και τα χρυσά ρολόγια με την αλυσσιδίτσα των αντρών, τα μπαστούνια τους και τα καπέλα τους, τα πανάκριβα διακοσμητικά, οι πανάκριβες λάμπες, οι οικογενειακές και κοσμικές συγκεντρώσεις, οι υπηρέτριες, οι βοηθοί, οι νταντάδες, ή απ’ την άλλη οι φτωχογειτονιές των ντόπιων, τα βρωμόνερα στους δρόμους, τα ρακένδυτα αραπάκια, η φτώχεια, η απόλυτη ανέχεια, η εξαθλίωση, περιγράφονται με τόση λεπτομέρεια και ακρίβεια που μόνο ένας άνθρωπος που είχε ζήσει για όλη του τη ζωή εκείνα τα χρόνια, θα μπορούσε ενδεχομένως να περιγράψει.
Πώς μπορεί κάποιος που δεν έζησε εκείνη την εποχή, να ψυχογραφήσει ένα Γάλλο ή ένα Ιταλό της Αλεξάνδρειας, ή πολύ περισσότερο μια μαύρη νταντά, ή ένα Αιγύπτιο μεροκαματιάρη, να εισδύσει ως τα ενδότερα υποστασιακά βάθη της ψυχής τους, να μας αποκαλύψει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του; Ή πώς μπορεί να ξέρει επακριβώς τις συνοικίες, τα κτίρια, τα ονόματα δρόμων, πού είναι το τάδε θέατρο, ή το δείνα ζαχαροπλαστείο, όπου σύχναζαν οι άνθρωποι του λεγόμενου καλού κόσμου; Πώς μπορεί κάποιος που δεν έζησε στο Λονδίνο, να το περιγράφει σαν γηγενής Λονδρέζος;  Αλλά και για την αναπαράσταση της παλιάς Λήμνου, πώς μπορεί κάποιος, που δεν είχε εμπειρίες αγροτικής ζωής, όπως η συγγραφέας, να γνωρίζει τόσες λεπτομέρειες για τις καλλιέργειες, για την ζωή των φτωχών γεωργών και κτηνοτρόφων, για τις συνήθειες μέσα στα σπίτια τους ή για το τι κουβεντιάζουν οι γυναίκες στη ρούγα, για το τι πίνουν ή με τι ασχολούνται οι άντρες στα παλιά εκείνα καφενεία, πώς μπορείς να κάνεις μια συγκεκριμένη κίνηση με το σχοινί για να γεμίσει ένας κουβάς όταν αντλείς νερό απ’ το πηγάδι, ή πώς ιππεύει ένας άντρας ένα  γαϊδουράκι καθήμενος στο σαμάρι, «γυνακεία»; Κι όμως η Σαμαϊλίδου μπόρεσε.
Το ιστορικό και κοινωνικό φόντο ανάγλυφο, παραπέμπει σε ιστορικό ντοκυμαντέρ. Η Αίγυπτος του Φαρούκ, η Αίγυπτος του Νάσερ, οι ημέρες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην Αλεξάνδρεια, η επίθεση του Ρόμελ, η Αθήνα του εμφυλίου, η προπολεμική Λήμνος, η μεταπολεμική Αθήνα.
Το σημείο όμως που κατά τη γνώμη μου το βιβλίο απογειώνεται, είναι όταν η ηρωίδα επισκέπτεται το εγκαταλελειμμένο σπίτι στο νησί για να το πουλήσει, λόγω μιας ακόμα οικονομικής καταστροφής. Η θλίψη και καταχνιά που κατακλύζουν την ύπαρξή της, το ψυχρό ξενοδοχείο, η νυχτερινή κρύφια επίσκεψή της στα πατρογονικά, οι περιγραφές της εγκατάλειψης, της ερήμωσης, τα ημιερειπωμένα κτίρια, τα σκονισμένα έπιπλα, οι φουσκωμένοι από την υγρασία τοίχοι, τα σκουριασμένα κάγκελα, τα φυτρωμένα αγριόχορτα, τα κιτρινισμένα γράμματα, οι ξεθωριασμένες παλιές φωτογραφίες με τις στιγμές της παλιάς ευτυχισμένης ζωής, η κουνιστή πολυθρόνα της μητέρας της, το ενσυνείδητο σβήσιμο του παρελθόντος με το κάψιμο όλων των φωτογραφιών, θυμίζουν κινηματογραφική ταινία του Φελίνι, του Αγγελόπουλου, ή του Μπέργκμαν. Το τραγουδάκι – μότο της Στέλλας «Κάνει κρύο κάνει τσίφι, για το δόλιο το κοτσύφι» σε παραπέμπει στο «Μελισσοκόμο» του Αγγελόπουλου, που ψιθύριζε τραγουδιστά «Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι και το πιπέρι έσπασε και μούκοψε το χέρι». Το βιβλίο είναι συναρπαστικό, ευφάνταστο, πολυεπίπεδο, με δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων και ερμηνειών,  από διάφορα οπτικά πρίσματα και σημασιολογικές γωνίες. Οι σκηνές στημένες με οξυδέρκεια, πάντα παραστατικές. Η πλοκή πλούσια, η γλώσσα ρέουσα.  Οι περιγραφές θυμίζουν τις καλύτερες στιγμές της ελληνικής μυθιστορηματογραφίας. Οι λεπτομέρειες μυριάδες και κινηματογραφικές. Η Σαμαϊλίδου ασχολείται με τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά ευλαβείται και το θεό των μικρών πραγμάτων.  Μου θυμίζει τον «Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες» του μεγάλου μυθιστοριογράφου Ρόμπερτ Μούζιλ, ο οποίος κατά τη φράση του Κούντερα, «έφερε σε πρώτο πλάνο, τα πράγματα που είναι στο δεύτερο πλάνο, αυτά δηλαδή που είναι στην υπηρεσία του λεγόμενου ουσιώδους, θεωρώντας ότι όλα είναι ουσιώδη, επειδή όλα είναι στοχασμός».
Πάνω απ’ όλα όμως, το βιβλίο της Σαμαϊλίδου είναι ένα συνεχές φροντιστήριο πάνω στο κυριότερο δίδαγμα που κάποιος μπορεί να πάρει από την περιπέτεια της ζωής, για το πώς δηλαδή τα πράγματα μπορούν να έλθουν «τα πάνω – κάτω». Αυτός ο κυκλικός χαρακτήρας των φάσεων του ανθρωπίνου βίου, από την απόλυτη ευρωστία έως την απόλυτη εκμηδένιση συμφιλιώνει τον άνθρωπο με την αβεβαιότητα και την προσωρινότητα και παράλληλα τον διδάσκει να ζει την πάσα στιγμή με περισσότερη καρτερικότητα. Η σωτηρία συχνά πιάνεται από μια μικρή ρωγμή στη συνεχιζόμενη καταστροφή. Αυτή τη μικρή ρωγμή, που μπορούν να τη δουν άτομα προικισμένα, την είδε η Σαμαϊλίδου. Και μας έδειξε με τρόπο γλαφυρό ότι η ανθρώπινη ιστορία, η οδυνηρή περιπέτεια του ανθρώπου δια μέσου των αιώνων, επαναλαμβάνεται. Μας ξαναθύμισε τη μυστική πολιτογράφηση του καθενός μας στη μία και αδιαίρετη κοινωνία του ανθρώπινου γένους, μας ξαναθύμισε ότι όλοι είμαστε συμπαίκτες στα πάσης φύσεως παίγνια της ζωής. Οι ήρωες της Σαμαϊλίδου είναι φτιαγμένοι όπως κι όλοι εμείς από πηλό, από χώμα, όπως οι πρωτόπλαστοι, κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας, όποια επίστρωση χρυσόσκονης κι αν έχουν πάνω τους, όποια προσπάθεια απόκρυψης της χωμάτινης φύσης τους και εξορκισμού της γεηρής  ύπαρξής τους, κι αν κάνουν. Διωγμένοι κι αυτοί απ’ τον παράδεισό τους, με μια βαλίτσα μόνο σαν της Στέλλας, με ελάχιστα πράγματα μέσα. Έχοντας όμως μέσα στις φτωχές αποσκευές τους, μέσα στη βαλίτσα του ταξιδιού, ένα δώρο ανεκτίμητο, το δώρο που έδωσε ο Προμηθέας σε όλους τους ανθρώπους, τις «τυφλές ελπίδες». Αυτές που δεν μας αφήνουν να δούμε το θάνατο και το τέλος και να καταρρεύσουμε, αυτές που δεν μας αφήνουν να  αποδεχτούμε καμιά μίζερη μοίρα αμαχητί, αλλά που μας παρακινούν να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε.
Τη Ρούλα Σαμαϊλίδου την ξέρω από παιδί, από το Γυμνάσιο Λήμνου, όπου είμαστε συμμαθητές. Ήταν ένα κοριτσάκι αδύνατο και τσαχπίνικο, που όλο γελούσε. Ήτανε, λέγανε οι συμμαθητές, ορφανό από πατέρα. Η παιδική εγωπάθειά μου δεν με άφησε τότε να ενδιαφερθώ και να μάθω περισσότερα. Ίσως να έπαιξε ρόλο και το ταπεραμέντο της, αφού ήταν αεικίνητη, χαρωπή, καλόκαρδη και  παιχνιδιάρα. Ποιος να φανταζόταν τότε, ότι αυτό το ορφανό κοριτσάκι θα γινόταν η βαθιά συγγραφέας του σήμερα. Διαβάζοντας τώρα το βιβλίο της αναγνώρισα στο πρόσωπο του μικρού κοριτσιού, της Στέλλας, το κοριτσάκι των μαθητικών μου χρόνων, τη Ρούλα. Το ζωηρό κοριτσάκι με τα αδύνατα ποδαράκια, τα λακκάκια στα μάγουλα, και το τσουλούφι των μαλλιών που δεν έστρωνε και όλο ξέφευγε στον αέρα.
Η Ρούλα Σαμαϊλίδου είναι μια σπουδαία συγγραφέας στα χνάρια της μεγάλης συμπατριώτισσας Μαρίας Λαμπαδαρίδου. Δημιουργεί ήδη σχολή στο μυθιστόρημα με  άλλες Λήμνιες λογοτέχνιδες όπως π.χ. την Ευαγγελία Μπουτλούκου, ή τη Βαρβάρα Βαγιάκου. Μακάρι να συνεχίσει να γράφει και να μας προσφέρει στιγμές μυσταγωγικής εμπειρίας, όπως αυτές που μας προσέφερε με το βιβλίο της «Πέρα από το νησί».



 






Δεν υπάρχουν σχόλια: