Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

ΕΝΑ ΠΑΝΙ ΜΑΣ ΛΕΙΠ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΛΠΑΡΟΥΜ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ



Παρουσιάζεται το βιβλίο του Χρήστου Κολλερού «ΕΝΑ ΠΑΝΙ ΜΑΣ ΛΕΙΠ' ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΛΠΑΡΟΥΜ»

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Αγαπημένοι συμπατριώτες μου, καλησπέρα σας
Κατά πρώτον αισθάνομαι την ανάγκη να δώσω τα συγχαρητήριά μου στο δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο της Μύρινας, για τη φιλοξενία που προσφέρει σταθερά και επαναληπτικά τα τελευταία χρόνια σε τέτοιου είδους πνευματικές εκδηλώσεις. Τις έχουμε ανάγκη αυτές τις εκδηλώσεις, μέσα σε ένα κόσμο φαστφουντάδικο, με την ευτέλεια να παραμονεύει παντού.
Δεύτερον, θέλω να δηλώσω ότι αισθάνομαι υπερήφανος, που θα παρουσιάσω, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω, ένα βιβλίο με μεγάλη αξία, ενός συγγραφέα επίσης με μεγάλη αξία. Αγαπητοί συμπατριώτες, η Λήμνος, πριν όχι περισσότερο από 15 χρόνια περίπου, δεν είχε να παρουσιάσει πολλούς συγγραφείς, αν εξαιρέσει κανείς τη μεγάλη Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου και ίσως μερικούς ακόμα. Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανισθεί πολλοί και καλοί συγγραφείς, πράγμα παρήγορο, θα έλεγα χαρμόσυνο, αφού τέτοιους ανθρώπους τους χρειάζεται ο τόπος, σαν μια πρωτοπορία του πνεύματος. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να αλλάξει άμεσα καθεστώτα και πολιτικές, μπορεί όμως να κάνει τους ανθρώπους πιο σοφούς και με βαθύτερη αυτογνωσία. Προσωπικά αισθάνομαι μεγάλη χαρά κάθε φορά που εκδίδεται ένα βιβλίο από Λήμνιο συγγραφέα και ιδίως αν το θέμα του έχει σχέση με τη Λήμνο.
Ας πάμε στο βιβλίο τώρα. Το βιβλίο του Χρήστου Κολλερού «Ένα πανί μας λειπ’ για να σαλπάρουμ’» είναι πρωτότυπο, θα έλεγα ασυνήθιστο. Είναι γραμμένο στη λημνιακή γλώσσα, περικλείει δε όλη τη σοφία των παλαιών Λημνιών, μέσα από θρύλους και παραμύθια, ιστορίες και διηγήσεις, τραγούδια, νανουρίσματα και αητειές, που ο συγγραφέας είτε ήξερε είτε συνέλεξε με πολυετή έρευνα, γυρίζοντας από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι. Βλέποντας στην αρχή του βιβλίου τα ονόματα των ανθρώπων στα διάφορα χωριά οι οποίοι του είπαν τις ιστορίες τους, και διαπιστώνοντας ότι οι περισσότεροι είναι τώρα πεθαμένοι, σκέφτεται κανείς ότι ο συγγραφέας ίσα που πρόλαβε να διασώσει όλους αυτούς τους θησαυρούς.
Η αφετηρία και η πρόθεσή του είναι εμφανής από τον τίτλο ακόμα: Το σαλπάρισμα, το ταξίδι, ένα ταξίδι στους λειμώνες της μνήμης. Λες και ήταν ταγμένος να περισώσει τη μνήμη και να καταγράψει όσα κινδύνευαν να χαθούν. Και ως γνωστόν η μνήμη υπηρετεί τον δικό της αφέντη. Το αποτέλεσμα, θαυμαστό.
Το βιβλίο είναι ένας συνδυασμός λαογραφικής έρευνας και ποιοτικής λογοτεχνίας, αφού αν εξαιρεθούν μερικά σημεία, όπως π.χ. τα τραγούδια, που καταγράφονται αυτούσια, όλο το υπόλοιπο έργο περνά μέσα από τη δημιουργική γραφίδα του συγγραφέα. Είναι εμφανές ότι ο Κολλερός κρατά τον βασικό σκελετό κάθε ιστορίας, το μύθο, αλλά στη συνέχεια την γράφει εξ αρχής, με μια γλώσσα ακραιφνώς παλαιική Λημνιά. Ως εκ τούτου το ύφος σε όλο το βιβλίο είναι ομοιογενές. Οι ιδιωματισμοί παρ’ όλο ότι χρησιμοποιούνται αρκετά πυκνότερα μέσα στο κείμενο, απ’ ότι στην καθομιλουμένη από τους γηγενείς Λημνιούς, είναι τόσο ισορροπημένοι και τόσο εύστοχα τοποθετημένοι, που όχι μόνο δεν δημιουργούν την εντύπωση μιας τεχνητής γλώσσας, αλλά το αντίθετο, την εμπλουτίζουν και της προσδίδουν μια γοητεία παράξενη όσο και ελκυστική. Μπορώ να πω μετά λόγου γνώσεως ότι ο Κολλερός είναι αυτή τη στιγμή μακράν ο βαθύτερος γνώστης της λημνιακής γλώσσας, από οποιονδήποτε άλλον που γνωρίζω. Λέξεις που πολλές είχαν πεθάνει προ πολλού, σώθηκαν, θα έλεγα βρήκαν ανάσταση, μόνο μέσα στα γραπτά του. Το γλωσσικό ιδίωμα είναι το αρχαίο Κασπακινό, που αυθαίρετα θα το ονόμαζα «αορνό», δηλαδή ορεινό, ένα ορεινό βουκολικό ιδίωμα, που μοιάζει με το Σαρδιανό και το Καταλακκινό. Για όσους γνωρίζουν κάπως καλά τη Λημνιακή γλώσσα, το διάβασμα αυτού του βιβλίου λαμβάνει τη μορφή αποκάλυψης. Θα σας ομολογήσω κάτι. Θεωρώντας ότι έχω ένα σημαντικό βαθμό επάρκειας στη Λημνιακή γλώσσα, αισθάνομαι μια ανείπωτη χαρά όταν σε μια κουβέντα με ένα ηλικιωμένο, ή με τη μάνα μου, κλπ, ανακαλύπτω μια καινούργια λέξη, ή μια ιδιωματική φράση, που μου είχε ξεφύγει, που ήταν κρυμμένη και αναπαυόταν για χρόνια μέσα στο κεφάλι ενός άλλου ανθρώπου. Σκεφθείτε λοιπόν πώς ένιωσα όταν διαβάζοντας το βιβλίο του Κολλερού, όχι μία ή δύο, αλλά δεκάδες και ίσως και εκατοντάδες λέξεις και φράσεις, άγνωστες ή μισοξεχασμένες, μου είπαν την καλημέρα τους. Λέξεις άλλοτε εύθραυστες, αέρινες, όμορφες, σαν νεράιδες, σαν πεταλούδες, που μοιάζουν να έχουν επιλεγεί με τη λαβίδα των γραμματοσήμων και ελεγχθεί με το μεγεθυντικό φακό. Άλλοτε σταθερές και γερές σαν βράχος ριζιμιός. Άλλοτε να αιωρούνται πάνω σε ένα σκοινί κι από κάτω γκρεμός. Να σου κόβεται η ανάσα. Λέξεις με την απέραντη ποιητική τους. Λέξεις όμως που μιλιούνται, ή μιλιούνταν. Η ποιητική της γλώσσας ξεκινά πάντα απ’ την απτή πραγματικότητα. Οι λέξεις γίνονται οι ίδιες γεγονός μέσα στην φράση και η φράση γίνεται γεγονός και θέμα μέσα στην κάθε ιστορία. Μετά αφήνουν το μελάνι τους και φεύγουν. Τα ίχνη τους σε οδηγούν στον πυρήνα του μύθου. Ένα ταξίδι γεμάτο έκσταση. Η γλώσσα αποτελεί το υψηλότερο βήμα της ανθρώπινης έκφρασης. Εδώ μια τοπική γλώσσα απλών ανθρώπων αναδεικνύει αμύθητο πλούτο και εξαίσια ομορφιά.
Ο Κολλερός είναι μια πρωτεϊκή φυσιογνωμία της Λήμνου. Κάτι σαν γκουρού. Είχε φυλαγμένα στο υποσυνείδητό του για δεκαετίες, λέξεις, κουβέντες, ιστορίες, σαν τα άμφια του ιερέα μιας θρησκείας, που μοιάζει παράταιρη σήμερα. Από παιδάκι ακόμα συσσώρευε μέσα του όλη αυτή την πνευματική λάβα. Αυτό το ξεχασμένο μάγμα των επιθυμιών του, που ήταν έτοιμο για ηφαιστειακή έκρηξη, κάποτε εξερράγη. Μια ευφυΐα σε έκρηξη.
Βαθύς γνώστης της λημνιακής γλώσσας, ζωής και κουλτούρας, όχι «εκ μαθήσεως» αλλά «εκ βιώσεως». Μάστορας της αφηγηματικής τέχνης, αφού παιδιόθεν θήτευσε στη «σχολή» της γιαγιάς του Αριστέας. Ένας σοφός Ατσικιώτης, πεθαμένος τώρα, έλεγε: «Η μόρφωσ’ κι η αγωγή δε ξεκ’νά ούτε απ’ το γκαφενέ, ούτε απ’ το σκλι, τ’ Ναρλιώτ αλλά απ’ το σελτέ τς γιαγιά σ’ και τς μάνας σ’». Και είχε δίκιο. Ο Κολλερός δεν «καμώνεται» το συγγραφέα των μεγάλων θεμάτων, δεν του αρέσουν οι υψηλοί τόνοι κι αυτό του δίνει πλήρη ελευθερία, ώστε να είναι ο εαυτός του χωρίς κανένα επίχρισμα μεγαλοσχημοσύνης, αλλά με τη σφραγίδα της μεγαλοσύνης. Ο Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε: «Κάθε μέρα δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να ζήσω σύμφωνα με τη γαλάζια πορσελάνη μου». Ο Κολλερός δεν έχει καμιά γαλάζια πορσελάνη και δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις από τους ήρωές του, αφού είναι ο ίδιος ένας από αυτούς. Αλλά χωρίς ίσως να το ξέρει, εκεί έγκειται και το θέλγητρό του και η δύναμή του και μ’ αυτή την εξάρτυση μας κατακτά.
Το βιβλίο είναι ογκώδες, αποτέλεσμα τεράστιου μόχθου. Και ακολουθεί και δεύτερος τόμος. Είναι πολύ καλαίσθητο, έργο - καλλιτέχνημα των εκδόσεων Στεφανίδη, φτιαγμένο με το μεράκι του χειροποίητου. Φέρει την πατίνα του χρόνου μιας και αναφέρεται σε εποχές παλιές, δημιουργώντας ένα αίσθημα αναπόλησης.
Ένα παλιό απάλιωτο. Που δείχνει ότι μόνο το μοντέρνο παλιώνει.
Αυτό το είδος των βιβλίων είναι σπάνιο. Αν ψάξετε θα βρείτε ελάχιστα σε όλη την Ελλάδα. Γιατί εκτός της κοπιώδους προσωπικής εργασίας για τη συλλογή του υλικού, απαιτείται και μια εις βάθος γνώση της παλαιάς γλώσσας και βέβαια το ταλέντο το λογοτεχνικό, το οποίο δυστυχώς δεν αγοράζεται στο σουπερμάρκετ. Απαιτούνται με άλλα λόγια πολλαπλές ικανότητες και δεξιότητες, που ο Κολλερός τις έχει στο μέγιστο βαθμό. Παρ’ όλη τη σπανιότητα, το είδος αυτό της γραφής το έχουν υπηρετήσει μεγάλοι μαστόροι, που μπορεί κάποιος να τους ανακαλύψει σε τοπικό επίπεδο. Η γραφή του Κολλερού προσομοιάζει στη γραφή του σχεδόν άγνωστου στο ευρύ κοινό, αλλά εκλεκτού και δαιμόνιου Λέσβιου λογοτέχνη, Στρατή Αναστασέλλη, ενός από τους πιο ιλαρούς γραφιάδες, στα πεζογραφήματα του τελευταίου στην Αγιασώτικη διάλεκτο.
Οι χαρακτήρες του σφύζουν από ζωντάνια. Φαίνεται ότι εκτός του να κουβαλά συνεχώς αναμμένο το μαγικό λυχνάρι της έμπνευσης, διαθέτει και αντένες υπερευαίσθητες, που συλλαμβάνουν και το πιο ανεπαίσθητο θρόισμα, λεκτικό, χιουμοριστικό, κινησιολογικό, ψυχικό. Διαθέτει ένα οξυδερκέστατο βλέμμα για την πιο εύγλωττη λεπτομέρεια. Οι περιγραφές του είναι καθηλωτικές. Ακούστε ένα απόσπασμα από τη διήγηση που επιγράφεται «το γουρτζέλ’».
Άμα γίνταν του σκωτ κι δεν είχαν να πάνε σ’ αλλνού γουρτζέλ’, όπως θμούμι κατά το 1948 στου θκο μας, πομέναν δικεί και κάνταν. Τότε βάζαν μπρος να πίννε και να τρώνε σαλαμούρα, ρουπανίδες, ξερό τυρί, ροδοκοκκιν’ζμένου τγαν’το με τ’ αυγά, σκωτ, λάχανου σαλάτου κι κρομύδ για τν όροξ. Κι καλά, αρχινούσαν, του τραγδούσαν κι τ’ αφεξώναν. Μαύρου αμόλευτου κρασί καλαμπάκ’ απ’ τα μαυραμπέλια, λίρες κι δυναμίτ είχαν τότε μες σ’ ούλα τα κατώγια τ’ Κάσπακα. Γοι μαστραπάδες παίρναν και δίναν. Δε μπρόφταινε γη Λασκαρίν’ να τς γεμίζ. Πιάναν σκώναν το ποτήρ σαπάν κι απ’ ουλ’ άκγις που λέγαν: «Βίβα του πρώτου» κι «εις υγείαν» κι μ’ ένα κλακ παγ’ άδειαζιν του ποτήρ μια κι όξου κι άσπιρζιν ου πάτους. Σα ντου τραβούσαν φραίνταν, σα νάκγες π’ κάμναν μάναααα. Πεκ’ γυρίζουντας ντ μπαλάμ απ’ τ’ ξανάστρουφ, σφουγγίζαν τς μστάκις…..
Αμ περνώντας γη ώρα τόσου πυρολαντίζαν, ανάβαν τα αίματα κι τότε γίνταν του μάλε βρας, άκγις ζβραχνιάρκις φουνές, τραγούδια κρασουπουτ’ζμένα, ανεκατεμένα μι χουρατά κι καθείς τώρα είχι τ’ χαβαδάρα τ’. Γη κουμπανία δεν άργιεν να γιν’ πυρουμέν’ ως ήνταν σα τς λαφιάτις κατακόκκιν’, άρπαν άλλους κανέ ταβαδέλ’, άλλους χλιάργια, άλλους τα χέργια τ’ τσαπτσάρζι μι του τέμπου, ώστουπ να έρτνι ου Βασίλ’ς κι ου Αθανάγ’ς με τς λύρις τς. Δε θέλαν δα κι πουλύ, ντουζντίζαν, βάζαν μπρος του χουρό, κι άκγις τότε π’ τρίζαν κι ταράζαν γοι ξλένις πάτουσες…σένταν κι ου Λευτέρς ου μπαμπάζεμ ήληγι: «Θα θμουνιαστεί να μας πλακώσ’ φουρούμ του παλιόσπτου, να πάθουμ τα γραμμένα τς Λούκαινας».

Ο συγγραφέας όμως δεν είναι ένας απλός καταγραφέας λαογραφικών στοιχείων, ούτε απλώς ένας ιχνηλάτης του κεκρυμμένου και λησμονημένου, αλλά με όποια κριτήρια κι αν εξεταστεί και όποια ζύγια κι αν ζυγιστεί παίρνει επάξια τη θέση του στο λογοτεχνικό στερέωμα. Μπήκα στον πειρασμό να παραθέσω λίγες γραμμές από κείμενο του Παπαδιαμάντη, της δικής μας Λαμπαδαρίδου και του Κολλερού. Τρία εντελώς διαφορετικά είδη γραφής, οι δύο πρώτοι ιερά τέρατα. Παρακαλώ, δεν θέλω να συγκρίνω, και να μην θεωρηθεί αυτό ιεροσυλία. Θέλω να δείξω τι ομορφιά έχουν τα κείμενα όταν οι συγγραφείς έχουν προσωπικότητα.
Αλ. Παπαδιαμάντης: «Η φόνισσα»
Ήτο βράχος εισέχων αποτόμως προς τα έσω σχηματίζων μικρόν ζύγωμα κάτωθεν του οποίου έχασκεν η άβυσσος, η θάλασσα. Άνω του ζυγώματος τούτου υπήρχεν πάτημα, ημισείας παλάμης το πλάτος, όλον δε το πέραμα ήτο τριών ή τεσσάρων βημάτων. Όπως το διέλθει τις έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον βλέπων προς την θάλασσαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τα αριστερά. Η ζωή της εκρέματο από μίαν τρίχα. Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχε άλλη αίρεσις ή προσφυγή.
Μαρία Λαμπαδαρίδου: «Πήραν την πόλη πήραν την…»
Άστραψαν οι σταυροί στους τρούλους των εκκλησιών και ασήμισαν τα νερά στη θάλασσα του Μαρμαρά και στον πληγωμένο Κεράτιο, ασήμισε ο Βόσπορος και φίλησε τις τελευταίες μαρμαρυγές, να τις πάρει μαζί του στο ταξίδι του θρύλου, ασήμισαν, ασήμισαν τα βουβαμένα σπίτια και από τα ανοιχτά παράθυρα οι άνθρωποι έντρομοι και μαγεμένοι εκοίταζαν την πανσέληνο, που ανηφόριζε ολόλαμπρη την καμπύλη της κοσμικής αδιαφορίας.
Χρήστου Κολλερού: «Το τάμα»
Μια στερόγα, ένα γερό βασταμένου ζο τ’ Κλεομέν’, κατέβκιε μες στου ντράφου, δω μέσα στο Κακό Μελίσσ’, απ’ τ’ μεριά τ’ Μορασίτ. Ου τράφους ένι κουφτός σάματι κι δράκους κατέβασι το γιαταγάν’ κι έρξεν ντ κουψά τς γης μες στο γιαλό κι πόμνε να γερανίζ ου αγκρέμνας διακόσα με διακοσαπινήντα μέτρα αψήλους. Τόσου κακοδγιέβατους ένι ο τόπος, π’ τα χρόνια τς φτώχιας τότε π’ κυν’γούσαν τς κουράκ’ για τα πουδάρια, δω ήρνταν κι φουλεύαν κι βρίσκαν τν ησυχίγια τς.
Λόγος ευφυής, εκρηκτικός, απολαυστικός, έντιμος, γνήσιος λημνιακός. Χιούμορ υπόγειο αλλά καταλυτικό και κατακλυσμιαίο, που διαποτίζει όλο το έργο. Ατμόσφαιρα εξώκοσμη, αλλά και τόσο οικεία. Ένα έργο ρυθμικό, υποβλητικό, συναρπαστικό. Ένα έργο, που έγινε από αγάπη και με αγάπη, γι’ αυτό είναι τόσο πειστικό και τόσο καθαρό. Μια ψυχαγωγική, μυσταγωγική και άκρως θεραπευτική επιστροφή στο παρελθόν.
Άλλοτε με το κωμικό στοιχείο να ελλοχεύει παντού ή να είναι διάχυτο, άλλοτε το δραματικό και το τραγικό στοιχείο να επικρατεί. Ακριβώς όπως γίνεται και στην πραγματική ζωή. Ξεφεύγει λόγω του λογοτεχνικού ενστίκτου του και της γεροδεμένης λημνιακής του ρίζας και από την παγίδα του γυαλιστερού φολκλόρ και από την παγίδα της ωραιοποιημένης, στρογγυλεμένης, κομμένης και ραμμένης στου καθενός τα ιδιοτελή μέτρα, λεγόμενης «παράδοσης». Δεν αναπαράγει μόνο, αλλά δημιουργεί πολιτισμό. Και για να φτιάξεις πολιτισμό χρειάζεται γερό ένστικτο, κατά τη ρήση του Τσαρούχη.
Οι ήρωες ολοζώντανοι κι ας είναι παλαιικοί, λόγω της αναπαραστατικής δύναμης του συγγραφέα, εισάγουν τον αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα θεατρική, όπου η αδημονία για την επόμενη σκηνή είναι έντονη και όπου το ρεαλιστικό και το φασματικό συνενώνονται πολλές φορές σε μια ευτυχή συνύπαρξη. Μερικοί είναι σαν να βγήκαν κατευθείαν από τους μύθος του Αισώπου (Το λελέκ’ κι τα παιδιά τ’, Ο ασφάλαγκας), άλλοι είναι σαν ήρωες ταινιών του Μπουνιουέλ (Τα πουρτούδια), άλλοι σαν να βγήκαν από ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου αυτές με τον Χατζηχρήστο και τον Βέγγο ( Ου γάδαρους κι ο αστυνόμος, Ου μάρτυρας).
Ο συγγραφέας αποκαλύπτει το θεωρούμενο μη καταγεγραμμένο, το άγνωστο, αυτό που έλεγες δεν θα ξεκλειδωθεί ποτέ. Διώχνει τα πέπλα που σκέπαζαν μια κρυμμένη, μια ναρκωμένη από τα μάγια κακιάς μάγισσας, ξεχασμένη χώρα. Λέει τα ξόρκια του με λέξεις άγνωστες ή λησμονημένες. Και οι λέξεις αυτενεργούν, ζωντανεύουν. Πιάνονται στο χορό με κεχαγιάδες και τσοπάνηδες, με ξωμάχους και μπαξεβάνηδες, με παλικάρια και δροσερές κοπέλες, με αγάδες, καδήδες και παπάδες, με καφενετζήδες και γριές μάγισσες ξεμετρήστρες. Πλησιάζουν και όλα τα ζωντανά της γης και αρχίζουν κι αυτά το χορό. Κουρούνες και πέρδικες, ασφάλαγκες και βαθρακοί, λελέκια και γαϊδουράκια. Και οι οργανοπαίχτες παίζουν τις λύρες τους και τα κλαρίνα. Και όλοι πίνουν ρακιά και κρασιά Λημνιά. Σε ένα αλλόκοσμο και μεθυστικό πανηγύρι. Σε ένα παραμυθένιο κόσμο. Εκεί, που όλοι χωρούνε. Εκεί που δεν μπορείς να πεις, παραφράζοντας τον Καβάφη: «Πού οι Λήμνιοι και πού τα Λημνιακά;» Να λοιπόν οι Λήμνιοι και να τα Λημνιακά. Τα πραγματικά, όχι αυτά τα ψεύτικα, που βλέπουν οι τουρίστες. Εκεί, στην πλατεία της ξεχασμένης χώρας. Κοντά στη θέση του τελευταίου προορισμού, τα «πουρτούδια».
Το βιβλίο «Ένα πανί μας λειπ για να σαλπάρουμ» αποτελεί ένα έργο με πλούσιο λαογραφικό, ανθρωπολογικό και ιστορικό υλικό, έχει στέρεες λογοτεχνικές βάσεις και φιλοσοφικές διαστάσεις και αναδίδει το μυστήριο ενός παραμυθιού.
Έχει αρετές που το ανεβάζουν πολύ πάνω από το επίπεδο της τρέχουσας πεζογραφίας.
Ο Χρήστος Κολλερός αποφάσισε και να μας καταπλήξει και να μας συγκινήσει, και τα πέτυχε και τα δυο. Ο Χρήστος Κολλερός δεν θα ήταν ένας «εκπληκτικός Λημνιός συγγραφέας», εάν δεν ήταν ξεχωριστά ένας «εκπληκτικός Λημνιός» και «ένας εκπληκτικός συγγραφέας».

Δεν υπάρχουν σχόλια: