Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Ασφάλαγκες και ασφαλαγκοτούφεκα

Ασφάλαγκες και ασφαλαγκοτούφεκα



Το Σαβατοκύριακο που μας πέρασε ήμουν στη Λήμνο. Σχολιάζοντας την πολιτική επικαιρότητα ένας…παλαιάς κοπής Λημνιός είπε: «Τούτεν’ έναι σα τς ασφάλαγκες. Κρυμμέν’ στν ασφαλαγκιά τς, μόνε κφών.νε και κάμνε ζημιές. Ούτε βλέπνε, ούτε ακούνε. Οι κανονικοί ασφάλαγκες τουλάστο ακούνε». Λημνιοί, με το αθάνατο πνεύμα τους. Και παιδικές μνήμες που αναδύθηκαν. Επιτρέψτε μου να τις μοιραστώ μαζί σας.
Τι είναι ο ασφάλαγκας; Ο τυφλοπόντικας, επιστημονικά ασπάλαξ ο κοινός. Το τρωκτικό που ευδοκιμεί στη Λήμνο και ζει κάτω από το χώμα. Ακολουθεί μια σχετική ασφαλαγκοπληροφόρηση για τους μη μυημένους ασφαλαγκικώς. Λέγεται με κακία και για το μισότυφλο άνθρωπο. «Άγ’ντε στο διάτανο στραβούλιακα παλιοασφάλαγκα». Επίσης για κάποιον που σκάβει ή ασχολείται με άλλες γεωργικές δουλειές ακατάπαυστα. «Για διε τον τον ασφάλαγκα το Μχαλ’ ουλ’ τ’ μέρα δε γκάτσε στο γκώλο τ’». Επίσης για κάποιον που συνουσιάζεται - γαμεί υπερβολικά, όπως ο ασφάλαγκας σκάβει συνεχώς. «Ουλ’ τ’ νύχτα τ’ ζοβγαρίζ’ τ’ Λενιά σα ντον ασφάλαγκα». Υπάρχει και η έκφραση «Ασφαλαγκούδια με τς πατάτες», ειρωνικά για φαγητό, αφού βέβαια ο ασφάλαγκας δεν τρώγεται. Ο ασφάλαγκας ανοίγει τρύπες μέσα στο χώμα όπου και ζεί. Σπανίως βγαίνει από το χώμα, ακόμα και τη νύχτα. Το χώμα από τις λαβυρινθώδεις τρύπες το βγάζει σε διάφορα σημεία δημιουργώντας ένα στρογγυλό σωρό από χώμα, την ασφαλαγκιά. Και βέβαια έτσι που σκάβει και ψάχνει για ρίζες και βολβούς κάνει τεράστια ζημιά στις καλλιέργειες.
Όταν ήμουν παιδί θυμάμαι ότι επικυρήσσονταν οι ασφάλαγκες από το υπουργείο γεωργίας και ανάλογα τον αριθμό των ποδιών των σκοτωμένων ασφαλάγκων που μάζευε κάποιος, έπαιρνε και την αμοιβή του. Το να σκοτώσει κανείς μεγάλο ασφάλαγκα δεν είναι και τόσο εύκολο γιατί ακόμα κι αν σκάψει κανείς τις τρύπες του, αυτές είναι τόσο πολυδαίδαλες, που ξεφεύγει. Μόνο όταν τον πετύχεις την ώρα που βγάζει το χώμα έξω, αφού καθαρίσεις καλά την περιοχή και κάνεις ένα πλάτωμα πάνω από την τρύπα που βέβαια πρέπει να την αποκαλύψεις προηγουμένως και τον περιμένεις υπομονετικά με μια τσάπα στο χέρι, μπορεί να τον εξοντώσεις, αφού αυτός κατά κανόνα μετά από κάμποση ώρα ξαναέρχεται βγάζοντας καινούργιο χώμα. Και επειδή βέβαια κανείς δεν τον βλέπει, αφού είναι πίσω από το χώμα που φαίνεται να βγαίνει έξω, η τσάπα πρέπει να χτυπήσει εκεί που υπολογίζει κανείς ότι βρίσκεται το σώμα του ζώου. Ως νεαρός βάρβαρος, έχω σκοτώσει πολλούς ασφάλαγκες, με αυτόν τον τρόπο, συνήθως στην εποχή που ποτίζαμε τα μπαμπάκια. Τώρα που το σκέφτομαι ανατριχιάζω με τη σκληρότητα που είχαμε ως παιδιά. Αλλος τρόπος είναι να «στήσει» κάποιος μέσα στην τρύπα το ασφαλαγκοτούφεκο, ένα ειδικό όπλο που φτιαχνόταν στα χωριά από τους κατσίβελους (σιδεράδες). Αυτό είναι ένα κανονικό πυροβόλο όπλο, εμπροσθογεμές, που στη σκανδάλη του είναι οξυγονοκολλημένη μια μεταλλική ράβδος, που πάει παράλληλα με την κάνη αλλά την ξεπερνά σε μήκος. Έτσι ο ασφάλαγκας φέρνοντας χώμα για να κλείσει το άνοιγμα όπου έχει στηθεί το όπλο σπρώχνει τη μεταλλική ράβδο και πυροδοτεί το όπλο δεχόμενος τα σκάγια κατά πρόσωπο. Αλλά αρκετά για την εξόντωση των ενηλίκων ασφαλάγκων.
Αφού λοιπόν ήταν δύσκολη λία οι μεγάλοι, κυνηγούσαν τα μικρά, τα οποία τα εύρισκαν μέσα στις φωλιές τους. Οι φωλιές είναι κάτω από κάποιους σωρούς από το χώμα που εξορύσσει ο ασφάλαγκας, αλλά έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για να αναγνωρίζονται, συνήθως είναι οι πιο μεγάλοι σωροί. Σκάβοντας λοιπόν τις φωλιές πετύχαιναν δεκάδες «ασφαλαγκούδια» και έβγαζαν κάποια χρήματα. Αυτό γινόταν το χειμώνα. Μια φορά ο αδερφός μου ο Αργύρης πέτυχε μια ολόκληρη «ασφαλαγκένια αποθήκη» με πατάτες, τις οποίες είχαν μεταφέρει οι ασφάλαγκες από ένα χωράφι που ήταν λίγο πιο μακριά. Τις κουβάλησε στο σπίτι και ήταν πάνω από μισό σακκί. Φανταστήτε τη χαρά μας όταν μας τις τηγάνιζε η καημένη η μάνα μου, εκείνα τα δύσκολα και φτωχά χρόνια της δεκαετίας του 50. Υπάρχουν και πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη Λήμνο, που…περιέχουν τον «ασφάλαγκα»:
Κφων’ σα ντον ασφάλαγκα. Συνουσιάζεται…γενναίως.
Α βγαλ’ τν ασφαλαγκοπιστόλα!!!. Δηλαδή αν βγάλει την πέα έξω…Τρόμος και φόβος.
Στην’ τ’ ασφαλαγκοτούφεκο. Ετοιμάζει την πέα του για σεξ.
Κφων’ ο ασφάλαγκας. «Γαμεί».
Ξεχοβολεύ’ ασφαλαγκιές. Ανυπόληπτη εργασία.
Έναι μόνε για τα ασφαλαγκούδια τα τσίτσαρα. Άχρηστος, τεμπέλης.
Ποτίζ’ τς ασφαλαγκιές. Μη ανταποδοτική εργασία.
Ασφαλαγκιά. Και το αιδοίο.
Ασφάλαγκας. Και το πέος.
Ψωλή ασφάλαγκας. Θροφανή και…τυφλή. Και επειδή σκάβει, ανοίγει τρύπες και «κουφώνει» όπως τον τυφλοπόντικα. Έχουμε όμως και ψωλή ασφαλαγκοτούφεκο. Μάλλον επειδή…πυροβολεί.



Λημνιός ασφάλαγκας.


Λημνιός ασφάλαγκας ...εν κινδύνω.


Αυτός ο ασφάλαγκας δεν είναι...Λημνιός. Της Λήμνου είναι γκρίζοι, όχι μαύροι.


Διήγηση Γιώργη Ντινενή – Νταμπάκη

Είχε δυο αξαγωγές


Γιώργης Νταμπάκ’ς: Ήνταν μια χήρα και ήθελε να καμ πάπλωμα. Φώναξε τον παπλωματά το μπαρμπα Γιώργη τον……… Πάνε μες στ’ γκάμαρα, απλών’ το μπαμπάκ’, πιαν’ στοίβαζε, ήρτε και κειν’ και κάτσε καρσί μεριά. Μαύρα ρούχα, άσπρα μπούτια, τον σκώνεται. Λεγ’, μπαρμπα Γιώργη να σε κάμω ένα καφέ; Λεγ’ ο μπαρμπα Γιώργης κάτσε όπως κάθεσαι. Η αποτέτοια τ’ σκωμέν’, τούρκος. Τώρα τι να καμ τ’ βαζ μες στ’ τζέπη τ’ απ’ τ’ φόδρα που ήνταν τρύπια. Αλλά καθώς ήβγαλε το χέρι τ’ απ’ τ’ τζεπ για να δλεψ’, η τσεπ και κειν’ ξεχαρβαλωμέν’ και ξετον’ζμέν’, βλεπ και ξεμπροβάλ’ ένα ασφαλαγκούδ, βγήκε η ψωλή απ’ όξω απ’ τη τζεπ. Σε λεγ’ θα τν είδε η χήρα, ε, να μη ντο παραξευτιλήσομ κιόλα, λεγ’ ας γυρίσω απ’ τν αλλ’ τ’ μπάντα, γυρίζ και τ’ βαζ στν αλλ’ τ’ τζεπ. Αλλά και οι δυο τσέπες είχαν τα ίδια χάλια, μπροβάλ’ κι από δεκεί το ασφαλαγκούδ. Η χήρα λωλάθκεν. Λεγ’ μαστρο Γιώργη, τι λογιά μαθέ, δυο αξαγωγές εχ’ς; Λεγ’ ο μαστρο Γιώργης ναι δυο, μια μκρομέγαλ’ για τς φτωχές και μια μογάλ’ για τς πλούσιες. Τον λεγ’ εκείν’, για τς χήρες; Λεγ’ για τς χήρες κάμνε και οι δυο. Και τον λεγ’ η χήρα, ε, ας μην είμαστε και πλεονέχτες αθρώπ κυρ Γιώργη και μάστορα, καλή έναι και μόνε η μεγάλ’ (γέλια).

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

to keimeno...asfalagkiaz' kai dernei.....


.z.

Σταύρος Τραγάρας είπε...

Ασφαλαγκοευχαριστίες.