Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Η) - Τάσος Ξύκης

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Η)

Τάσος Ξύκης


Πέθανε πριν δέκα μέρες στην Ατσική της Λήμνου, ο Τάσος Ξύκης, αγαπητός φίλος. Γεννημένος στα 1925, αγρότης. Πανέξυπνος, γνήσιος, ανεπιτήδευτος, με χιούμορ ξεχωριστό, πλακατζής, ένας γλυκός «προβοκάτορας» της παρέας του καφενείου. Όποτε είχα την ευκαιρία να πηγαίνω στο χωριό μου, είχα την τύχη να συμμετέχω στη συντροφιά ανθρώπων όπως ο Τάσος, που δυστυχώς, ένας – ένας αποχωρεί για πάντα, κάνοντάς μας πραγματικά φτωχότερους. Στην παρέα της πλατείας, πρωταγωνιστής πάντα ήταν ο Γιώργης Ντινενής ή Νταμπάκης, φίλος και συνομήλικος του Τάσου και δικός μου φίλος, που κι αυτός μας αποχαιρέτησε πέρσι. Την τελευταία φορά που πήγα στην Ατσική, επισκέφτηκα τον Τάσο στο σπίτι του, δεν μπορούσε πια να βγει στο καφενείο. Είχε μια καλή ζωή. Είχε καλή περιποίηση από τα παιδιά του Φωτεινή και Βαγγέλη. Ώρα καλή φίλε Τάσο.
Η Ατσική, που το αρχικό όνομά της ήταν Αττική, αφού η Λήμνος ήταν κληρουχία των Αθηναίων από τον 5ο π.Χ. αιώνα, γέννησε ανθρώπους που θαρρείς βγήκαν κατευθείαν από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Αν βάλεις και τα αρχαία ελληνικά ονόματα που έχουν πολλοί κάτοικοί της, αν βάλεις και τις αρχαίες λέξεις που σώζονται, τις κατανυκτικές αλλά και ξεκαρδιστικές οινοποσίες, τα αθώα πειράγματα με την αμφίδρομη ισορροπία, τα βωμολοχικά, μεταφέρεσαι σε μια ατμόσφαιρα παλαιική, σε μια ιδιότυπη εκκλησία του δήμου με μια ξεχωριστή ποιότητα. Στην πλατεία της Ατσικής δεν μπορείς να θεωρήσεις ότι ο Αριστοφάνης είναι νεκρός, ούτε ταριχευμένος, ούτε μουσειακός, αλλά ολοζώντανος, που κάθεται μαζί σου, πίνει, λέει αστεία, πειράζει και τον πειράζουν.
Απολαύστε πιο κάτω «θεατρικούς διαλόγους» (από το υπό έκδοση βιβλίο «Γιώργης Ντινενής – Νταμπάκης, ο Ζορμπάς της Λήμνου»).

Το βοδ που ανεβαίν’ και δε κατβαίν’
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Ο παπούς τ’ Σάββα τ’ Κριγιαρή, Σάββας και κειος, αρβωνιάσκιε τ’ Χαρίκλεια ντ Καλατζήδαινα, αδερφή τ’ Καρόφαλ τ’ τσαπούδα, τ’ Κάντζο. Λεγ’ ο Σάββας το μπαμπά τ’ το Γιώρεγ’. Μπαμπά θα ν’ αρβωνιαστώ. Ποια τον λεγ’ έναι η υποψήφια; Το Χαρικλάκ’ μπαμπά. Άσκολσούν παιδέλιεμ, α γι’ αυτό ήνταν ούλες τούτες οι ρέντες τελευταία. Με τν ευκή μ’. Φερ κρασί. Ε, τα κανονίσαν, κι αφού φτάσαν στο ντιμπιντούζ να γιν’ κυρία το Χαρικλάκ’, πα στο γλεντ, ανεβαίν’ το βοδ πα στν αξάτα. Ανεβαίν’ που λέτε το βοδ πα στν αξάτα, άντε να το κατβάγ’ς τώρα.
Τάσος Ξύκης: Ναι για.
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Ναι για, έκλασε η γιαγιά. Θμων’ ο Κριγιαρής ο γέρος, λεγ’ κακό σμαδ, θα χαλάσ’ η προξενιά. Βρε αμάν βρε ζαμάν ο Σάββας, τίποτα ο γέρος, πεκατσίλωσε, λεγ’ θα χαλάσ’ η προξενιά παγ’ και τελείωσε. Τέλος πάντων το βοδ το κατβάσαν με ξύλα και μαδέρια κι ούλα καλά. Γιατί το βοδ ανεβαίν’ αλλά στο κατέβαζμα δε μπορεί.
Τάσος Ξύκης: Ετσ’ έναι. Στ’ Σαχτούρ που είχαμ κάμποσα χρόνια, ο Ηρακλής ο αδερφόζεμ ήνταν μκρος, στν εποχή, τα αμύγδαλα τα κατβάζαμ και τα σακιάζαμ με τα φλίδια και τ’ αφήναμ δυο μέρες τρεις, οπότε κάμναν υγρασία και ξεφλουδίζνταν. Τα περνούσαμ απ’ το χερ και τα ξεφλουδίζαμ. Κάθενταν που λέτε η μάνα μ’ κι αλλ’, πα στο πάτωμα και ξεφλουδίζαν αμύγδαλα. Καμιά φορά παρουσιάζεται ο Ηρακλής με μια γαδούρα, εξ εφτά σκαλοπάτια, τν ανέβασε απάν. Η γριγιά που ήξερε, λεγ’ τ’ φωτιοκαμέν’ τώρα, πώς θα τ’ γκατβάσομ; Πιάσαν ουλ’, άλλος τα ποδάργια, άλλος απ’ τ’ γκλια, βαστούσαν κόντρα, άλλος απ’ τ’ αυτιά, και άντε άντε, τέσσερα ποδάργια, τέσσερς νομάτ χρειγιάζνταν, τρομάξαν να τ’ γκατβάσνε. Πραγματικά, το ζο δε γκατβαίν’ το γκατήφορα, ενώ στον ανήφορα ανεβαίν’.
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Ναι, μοιαζ με τ’ ψωλή που και κειν’ προτιμά τον ανήφορα. Δεν εχ’ς ακούσ’ τ’ κουβέντα «γαμήσ’ κι ανήφορας»; Δε λένε μαθέ «γαμήσ’ και κατήφορας».
Σταύρος Τραγάρας: Γιατί Γιώργη γίνεται αυτό;
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Γιατί όντας έναι σκωμέν’ βλεπ προς τα παν και στον ανήφορα βολεύεται. Αντιθέτως στο γκατήφορα, αφού το μάτι τς έναι στραμένο στον ουρανό, μπορεί να μπερκλωθεί και να ξεστραμπλίξ κανά αρχίδ.
Τάσος Ξύκης: Ναι αλλά άμα έναι κατβαζμέν’, θα γλεπ πιο καλά στο γκατήφορα.
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Άμα έναι κατβαζμέν’ κ’μάται και δε μπορπατεί, τι δλεια εχ’ με τς κατήφορ; (γέλια).


Περί υγείας
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Κάμνω ένα πείραμα. Βάζω δυο μέλ’σσες μες στο καλαμοβράκι μ’ να με δαγκάσνε, μπαιν’ το κεντρίδ, κόβω στ’ μεσ’ το σκόρδο, το τρίβω από παν, βάζω και ξυδ, τίποτα, μια χαρά. Κάνταν ο Σταύρος ο γιατρός κεινά, τς το λέγω για το ξυδ, με λεγ’ και γω το ξυδ όταν μαγείρευα χταπόδ ξυδάτο, ανακάλ’ψα ότι έναι…πώς το είπες Σταύρο;
Σταύρος Τραγάρας: Αποχρεμπτικό.
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Ναι αποχρεμπτικό, δηλαδή ερεθίζ τα πλεμόνια άμα βραζ και το αναπνεύσεις και προκαλεί βήχα και βγαίν’νε ουλ’ οι λέχαρ που εχ’ κάποιος και δε μπορεί να τς βγαλ’ αλλιώς. Ξυδ και σκόρδο. Εγώ το σκόρδο το βρήκα πρώτο φάρμακο και χρόνο με το χρόνο τρώγω ώσαμε 24 με 30 κιλά σκόρδα.
Τάσος Ξύκης: Πόσα;
Γιώργης Νταμπάκ’ς: 24 με 30 κιλά.
Τάσος Ξύκης: Και γιατί δε λες μπρε Γιώργη 25 με 30, αλλά λες 24 με 30;
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Γιατί εσένα σε πείραξε το ένα κιλό, τι 24 τι 25. Εξ άλλου εγώ τα τρώγω και θέλω να λέγω 24, εσύ τα ζύγιασες και τα βρήκες 25; (γέλια).
Τάσος Ξύκης: Γιατί εσύ τα ζύγιασες και τα βρήκες 24;
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Ναι τα ζύγιασα πα στ’ αρχίδια μ’, και πρεπ να σε πω ότι τ’ αρχίδια μ’ ένα ζγαριά ακριβείας, άμα θελ’ς να καμς δίαιτα να φέρεν’ς το φαγί να το βάζω πρώτα πα στ’ αρχίδια μ’ κι ύστερα να στο δίνω να το τρως ζγιαζμένο. (γέλια ασταμάτητα).
Τάσος Ξύκης: Ου να χαθείς γαδαρούκλικα, π’ θα με πεις ότι θα βαγ’ς το φαγί μ’ πα στ’ αρχίδια σ’. Σιγά να μη το βαγ’ς και πα στο γκώλο σ’.
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Κι ο κώλοζεμ έναι ακριβείας. Μπορεί να τεμαχίσ’ ένα πόρδο σε όσα κλάζματα πορδέλια θελ’ς. Έναι κώλος μαθηματικός. Ξερ ούλες τς πράξεις τς άλγεβρας και τς τριγωνομετρίας, πολλαπλασιάζ το αέριο, το διαιρεί σε κλάζματα, και το αφαιρεί απ’ το άντερο με όλους τους τρόπους και ήχους, μόνε στ’ μπρόσθεσ’ πόμνε λίγο μεταξεταστέος. (γέλια). Τέλος πάντων, τρώγω πολλά σκόρδα.

Τα κλίκια
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Παντρεύνταν ο Βασίλ’ς ο Αβράκωτος, έπαιρνε τ’ Βαγγέλα τ’ Μανωλάκ’.
Τάσος Ξύκης: Να το πεις όμως καλά.
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Ε πέτο εσύ.
Τάσος Ξυκης: Είχαν φουρνίσ’ ψωμιά και θέλαμ να πάμε να κλέψομ ψωμί. Εμένα με είχαν για καλό παιδί. «Μμμ φρέν’μο παιδέλ’ ο Τάσος», λέγαν.
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Παιδί αγιόπαιδο, για υιοθεσία.
Τάσος Ξυκης: Μουνταίρνω παίρνω ένα ταψί. Με καθίζνε στο ρεντίδ. Μέσα είχε τρία κλίκια κολλ’μένα σναμεταξύ τς. Παίρνω τα κλίκια, πετώ το ταψί. Είχε νερά και λάσπες, πέφτω μέσα. Το Γιώργη τον πιάσαν, έφαγε ξλαρούκλες και βγήκε απ’ τ’ γκοπροθυρίδα. Έρχεται ο Αγοραστός ο αδερφός τ’ Γιώργη, με αρπάζ το ένα το κλικ’. Έρχεται ο Μπουρνέλιας ο Αγγελής με αρπάζ το άλλο και πόμνε μόνε το ένα. Ο Γιώργης πόμνε με τς ξλαρούκλες. Τώρα πε και συ τίποτα άλλο Γιώργη, οχ’ ψέματα.
Γιώργης Νταμπάκ’ς: Εγώ ψέματα; Ποτέ. Τι σαν και σένα που ήλεγες ότι είδες ένα ποτκό να χορεύ’ πα στο αυγό;

1 σχόλιο:

Niki είπε...

Έπεσα κάτω από τα γέλια!!!