Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Σκατήσια

Σκατήσια

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Μια βόλτα στο Μοναστηράκι και το Θησείο, Κυριακή πρωί. Δεν είχε σιγάσει ακόμα ο απόηχος των τραγικών γεγονότων που συντάραξαν την Ελλάδα, με το φόνο του νεαρού μαθητή από αστυνομικό στα Εξάρχεια και τις μεγάλες αντιδράσεις που προκλήθηκαν με τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις, τις καταστροφές. Ο κόσμος μουδιασμένος. Μια βόλτα για μια ανάσα, για ένα καφεδάκι, να αλλάξει ο νους παραστάσεις, να πάρει η καρδιά λίγο αέρα.
Κόσμος πολύχρωμος. Περιπατητές, βιοπαλαιστές, φωνασκοί διαλαλητές της πραμάτειας τους, ζευγαράκια, γέροι με τα εγγονάκια τους, ξένοι και ντόπιοι μικρέμποροι, συλλέκτες παλιών αντικειμένων, βαποράκια, καλοντυμένοι, ταλαιπωρημένοι, φρικιά, Μεξικάνοι μουζικάντηδες, Νιγηριανοί πωλητές τσαντών μαϊμούδων, ζητιάνοι, τσιγγάνοι, συνταξιούχοι, κλόουν, κάθε λογής άνθρωποι. Για εργασία, για ήπια ψυχαγωγία, για ψώνια. Ειρηνική συνύπαρξη. Οι άνθρωποι είναι ίδιοι παντού.
Μετά τη βόλτα και το καφεδάκι πήρα το τραίνο για να γυρίσω. Μπήκε ένας νεαρός… γαυγίζοντας. Έκατσε. Πότε τραγουδούσε, πότε κελαϊδούσε σαν αηδόνι, πότε σφύριζε, πότε έβηχε επιδεικτικά. Είχε στο αυτί ένα ακουστικό με καλώδιο που ενωνόταν με ένα κινητό τελευταίας τεχνολογίας. Τα ρούχα του συνηθισμένα, καθαρός. Κάθε τόσο έλεγε τραγουδιστά ένα σύνθημα: «Έλα, έλα, έλα, με την κιτρινόμαυρη φανέλα». Έκανε μιμήσεις. Φαινόταν έξυπνος και άκακος. Βαστούσε τρία πακέτα τσιγάρα. «Για να δούμε έχουμε όλα τα σύνεργα;» είπε μεγαλόφωνα. Έβγαλε από το ένα πακέτο δυο φακελάκια. «Χασισάκι, εντάξει, πρεζίτσα εντάξει». Τα ξανάβαλε μέσα. Άνοιξε το άλλο πακέτο και έβγαλε ένα μεταλλικό δοχειάκι με χερούλι, σαν δαχτυλήθρα. «Καζανάκι εντάξει, αναπτήρας εντάξει, τσιγαράκια εντάξει. Πρέπει να τα ’χεις όλα γιατί δεν ξέρεις πού θα βρεθείς».
«Ναρκομανής, αλλά όχι αποδιοργανωμένος και διπολική διαταραχή σε φάση μανίας, με μερική άρση αναστολών» σκέφτηκα, ενεργοποιώντας αυτόματα την ιατρική μου ιδιότητα. Η γυναίκα που καθόταν δίπλα του σηκώθηκε σιγά - σιγά και απομακρύνθηκε. Την ακολούθησαν δυο άλλες που καθόταν απέναντί του. «Κάναμε το κουπέ γκαρσονιέρα» είπε αυτός. «Θα πέσει πείνα, θα πέσει πείνα, θα μας σώσει η Πέγκυ Ζήνα». Ήταν τόσο αστείος, που σου ερχόταν αβίαστα γέλια. Ήταν ένα κράμα Χατζηχρήστου και Βέγγου μαζί. Ένα παιδάκι δέκα δώδεκα χρονών, που ήταν στο τραίνο με τον πατέρα του, είχε σκάσει στα γέλια. Κανείς άλλος δε γελούσε. Όχι μόνο δε γελούσαν, αλλά ούτε καν γύριζαν το κεφάλι τους να τον δουν, έβλεπαν μπροστά σαν να τους είχαν βάλει χαμούτια.
Ο φόβος του διαφορετικού, του παράξενου, του ανοίκειου, του αλλόκοτου, του παράλογου, του ακατανόητου, του ξένου. Δεν ήθελαν κανένα πάρε δώσε. Ούτε μια ματιά. Ούτε συμμετοχή έστω με ένα χαμόγελο. Αν δεν ήταν στο τραίνο θα έφευγαν τρέχοντας. Φόβος, εκ του "φέβομαι", τρέπομαι εις φυγήν. Ο φόβος μας κρατάει σε απόσταση από τον άλλον, αν αυτός δεν είναι κατανοητός, αν λείπουν οι κώδικες επικοινωνίας, αλλά και το κατάλληλο κλίμα. Κάθε άλλο έξω από τον εαυτό μας είναι κάτι ξένο. Αν το ξένο εκλαμβάνεται ως εχθρικό νιώθουμε να μας απειλεί. Το εχθρικό που θεωρείται ικανό να πραγματοποιήσει την απειλή του, προξενεί φόβο. Αν το ξένο θωρείται προσεγγίσιμο, ο εαυτός μας ανοίγεται, ικανοποιώντας την ψυχική του ανάγκη για οικειότητα - ενότητα με τον άλλον. Ο φόβος του ενός προς τον άλλο, δηλαδή ο φόβος του φόβου, μπορεί να πάρει διαστάσεις και να γίνει τρόμος.
«Κάτω Πατήσια», ανήγγειλε το μεγάφωνο του τραίνου. «Κάτω σκατήσια, ή αν προτιμάτε, σκάτω σκατήσια» είπε φωναχτά ο παράξενος ταξιδιώτης. Χτύπησε το τηλέφωνό του. «Έλα νούμερο δύο, όβερ, σου μιλά το νούμερο τρία, ναι τώρα πάω να πάρω τη μητέρα και θα τη φέρω στο σπίτι», είπε. Έκλεισε το τηλέφωνο και εξήγησε: «Νούμερο ένα ήταν ο πατέρας μου, αλλά όταν πέθανε έγινε νούμερο μηδέν, τώρα νούμερο ένα είναι η μητέρα μου, νούμερο δύο η μεγάλη μου αδερφή και νούμερο τρία εγώ. Εσείς οι άλλοι είστε τα υπόλοιπα νούμερα. Έλα, έλα, έλα, με την κιτρινόμαυρη φανέλα».
«Άνω Πατήσια» φώναξε το μεγάφωνο. Εδώ κατέβαινα. Πριν κατεβώ τον άκουσα να λέει: «Κάτω σκατήσια, άνω σκατήσια, παντού σκατήσια».

Δεν υπάρχουν σχόλια: