Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Να σας συστήσω τον κ…. προβατά

Να σας συστήσω τον κ…. προβατά

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας




Το Δεκέμβριο βρέθηκα στη Λήμνο για αρκετές μέρες. Βαδίζοντας στο λιμάνι της Μύρινας το σούρουπο, άκουσα τα κελαϊδίσματα ολόκληρου κοπαδιού πουλιών, που προσπαθούσαν να βρουν θέση για να κοιτάξουν, δηλαδή να περάσουν τη νύχτα τους, στα φυλλώματα ενός φοίνικα, που υπάρχει ακριβώς δίπλα στο κτίριο του Δημαρχείου. Ξέρετε ότι τα πουλιά κοιτάζουν σε ορισμένα μόνο δέντρα. Μπορεί να υπάρχουν πολλά δέντρα, ακόμα και όμοια, αυτά όμως θα προτιμήσουν μόνο ένα ή δύο, πάντοτε τα συγκεκριμένα. Πλησιάζοντας το φοίνικα, απολάμβανα το θέαμα, καθώς πετάριζαν και τσιτσίριζαν. Έβλεπα τις κοιλίτσες τους που κάπως λεύκαζαν και νόμιζα ότι είναι σπουργίτια. Παρατηρώντας όμως καλύτερα μέσα στο απόβραδο είδα ότι όλα είχαν μια μεγάλη μαύρη στάμπα στο λαιμό τους, όπως τα αρσενικά σπουργίτια, άρα δεν μπορεί να ήταν όλα αρσενικά σπουργίτια. Προφανώς ήταν κάποια άλλα πουλιά. Παρατηρώντας ακόμα πιο προσεκτικά, είδα μέσα στο σκοτάδι ότι ήταν λίγο μακρύτερα από τα σπουργίτια, αλλά και το τιτίβισμά τους ήταν κάπως διαφορετικό. Υπέθεσα ότι ήταν κάποια αποδημητικά πουλιά, άγνωστα σε μένα. Την άλλη μέρα, βρισκόμουν στην ίδια θέση αλλά λίγο πιο νωρίς. Πάλι η ακουστική πανδαισία από χιλιάδες πουλιά, που ξεχείλιζαν το φοίνικα, ενώ στα γύρω δέντρα, νέκρα. Παρατηρώντας καλύτερα, μπερδεύτηκα τελείως. Επρόκειτο για πουλιά πολύ γνωστά σε μένα, αυτά που στη Λήμνο τα λέμε προβατάδες, που όμως μέχρι τώρα τα ήξερα να πηγαίνουν ένα - ένα ή το πολύ δυο – δυο, στην ενδοχώρα της Λήμνου, και συνήθως να τριγυρίζουν τα κοπάδια, εξ ου και το όνομά τους. Δεν τα θεωρούσα αποδημητικά, αφού τα έβλεπα στη Λήμνο όλο το χρόνο. Την τρίτη μέρα ακόμα πιο νωρίς κάθησα σε ένα παγκάκι δίπλα στο φοίνικα και περίμενα. Σουρουπώνοντας, νάτα πάλι κατά χιλιάδες. Κατέβαιναν και κάτω, στην τσιμεντένια προκυμαία και τσιμπολογούσαν, κάνοντας την χαρακτηριστική κίνηση της ουράς του προβατά. Ναι, ήταν χιλιάδες προβατάδες, που βολτάριζαν στο λιμάνι. Πήγε να μου φύγει το κεφάλι. Ρώτησα ένα ντόπιο, για το φαινόμενο. Μου είπε ότι είναι αποδημητικά, θα κάτσουν ακόμα λίγες μέρες και μετά θα φύγουν, και ότι είναι η τρίτη χρονιά που έρχονται. Τον ρώτησα για το όνομά τους, ότι στη Λήμνο τα λέμε προβατάδες, αλλά αυτός ήταν της …πόλης δεν ήξερε από ονοματολογίες, ούτε φάνηκε να τον απασχολούν ιδιαίτερα. Τέλος πάντων, όταν ήρθα στην Αθήνα, μπήκα στο διαδίκτυο και έψαχνα τις εικόνες στα sites των πουλιών, μπας και αναγνωρίσω τον γνωστό μου προβατά. Ήθελα να μάθω πώς τον ονομάτιζαν…επισήμως, αφού όταν έβαζα τη λέξη προβατάς στις εικόνες, μου έβγαζε πάντα κάποιους κυρίους που είχαν αυτό το επώνυμο. Ξαφνικά νάσου ο προβατάς, καμαρωτός και παιχνιδιάρης. Και το όνομα αυτού, λευκοσουσουράδα ή Motacilla alba. Γιατί λέει υπάρχουν και οι άλλες, που δεν είναι λευκωπές, όπως η σταχτοσουσουράδα, η κιτρινοσουσουράδα, κλπ. Έμαθα λοιπόν, ότι υπάρχουν και οι ενδημικοί προβατάδες, που ζουν όλο το χρόνο στο ίδιο μέρος, που τους βλέπουμε μόνους ή σε ολιγομελείς ομάδες, αλλά ότι κάθε αρχή χειμώνα έρχονται και αποδημητικοί και ξαποσταίνουν για λίγες μέρες πριν φύγουν για πιο νότια.
Παραθέτω παρακάτω μερικά στοιχεία, που σταχυολόγησα και ακόμα πιο κάτω ένα άρθρο που είχα γράψει σε ανύποπτο χρόνο, όταν δεν γνώριζα τις πολλαπλές προσωπικότητες του φίλου μου και συγγενούς ως προς το όνομα…κυρίου προβατά.

Σουσουράδες, η πρώτη ένδειξη του χειμώνα
Προτού ακόμα φύγουν τα τελευταία χελιδόνια και πριν έρθουν τα μεγάλα κρύα, οι σουσουράδες εμφανίζονται μέσα στις πόλεις και δίνουν νέα ζωή στις πλατείες και τους δρόμους. Οι σουσουράδες φωλιάζουν και περνούν το καλοκαίρι στις όχθες των ποταμών και των λιμνών. Το χειμώνα αλλάζουν συνήθειες και τις βρίσκουμε και μακριά από το νερό. Τον χειμώνα ο ντόπιος πληθυσμός του είδους ενισχύεται με επισκέπτες από βορειότερες χώρες που διασκορπίζονται ακόμη και στους δρόμους και τις πλατείες των χωριών. Aναπαράγεται σε ποικιλία βιοτόπων, συνήθως κοντά στο νερό, από τα ορεινά ρέματα εως τις βραχώδεις ακτές ακόμη και σε απομονωμένες νησίδες. Μερικές φορές και σε ταράτσες κτιρίων, σε λιμάνια, αεροδρόμια κα. Η φωλιά είναι σε τοίχους, κάτω από κεραμίδια ή πέτρες, σε όχθες, πίσω από κισσούς κτλ. Το χειμώνα είναι συνηθισμένη στις πόλεις, σε λιμάνια κ.α. Αναζητά ακάλυπτες επιφάνειες για να βλέπει εύκολα τα έντομα που κάθονται και να τα πιάνει τρέχοντας γρήγορα, συνεπώς είναι κοινή σε πλατείες, στέγες, δρόμους, αυλές σχολείων κτλ. Οι σουσουράδες είναι, μαζί με τους κορυδαλλούς, τα πιο χαρακτηριστικά εδαφόβια πουλιά. Στα δέντρα καταφεύγουν μόνο για να κουρνιάσουν το βράδυ. Πολλές φορές, όταν πλησιάζουν άνθρωποι, προτιμούν να τρέχουν μακριά παρά να πετούν. Αν ωστόσο χρειαστεί, πετούν εύκολα με ένα χαρακτηριστικό, κυματιστό πέταγμα.





Motacilla alba ή Λημνιαστί, "προβατάς"

Το άρθρο «Ο προβατάς» (2008)

Βρέθηκα πριν μερικούς μήνες στην Αλεξανδρούπολη. Φθινόπωρο προς χειμώνα. Το ξενοδοχείο που κατέλυσα ήταν κοντά στη θάλασσα και ήταν από αυτά που προορίζονται μάλλον για καλοκαιρινές διακοπές. Το δωμάτιο «έβλεπε» σε μια πισίνα άδεια. Τα κιόσκια, τα μπαράκια, κλπ. περίμεναν έρημα τους…καλοκαιρινούς τουρίστες. Κάθε πρωί ένας υπάλληλος σκούπιζε τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Χτισμένο στην εξοχή, συνόρευε με χωράφια, που είχαν μέσα αραιά, ελιές, τζιτζιφιές, αμυγδαλιές, βάτους, καλαμιώνες. Αν εξαιρούσες τις ελιές, το τοπίο ήταν ίδιο με της Λήμνου. Κάθε μέρα έβλεπα ένα πουλάκι, αυτό που στη Λήμνο το λέμε προβατά – δε γνωρίζω την επιστημονική ονομασία του – να έρχεται δίπλα στην πισίνα, να βολτάρει και να τσιμπολογά με τις ώρες. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί το πουλί αυτό συνήθως συνοδεύει τα κοπάδια των προβάτων, εξ ου και το όνομά του. Το χαρακτηριστικό του είναι ότι κουνά συνεχώς πάνω – κάτω την ουρά του, υπάρχει δε και σχετική φράση λημνιακή, που αναφέρεται στις «ζωηρές» γυναίκες, η οποία είναι: «Κνει τν ουρίδα τς σα ντο προβατά». Την τρίτη μέρα της εκεί διαμονής μου έπιασε φοβερή καταιγίδα, με κρύο, βροχή και αέρα στα επίπεδα θύελλας. Νύχτωσε. Βγαίνοντας στο προστατευμένο μπαλκόνι παρακολουθούσα το φαντασμαγορικό θέαμα της κοσμοχαλασιάς, όταν είδα τον προβατά να έχει κουρνιάσει πάνω στο γλόμπο της βεράντας. Μπήκα μέσα και τον άφησα στην ησυχία του.
Σκέφτηκα ότι οι πρόγονοι του μοναχικού προβατά κάπου εκεί θα είχαν τα κατατόπια τους. Στη θέση του πολυτελούς ξενοδοχείου θα υπήρχε κάποια μάντρα με πρόβατα κι αυτοί θα κούρνιαζαν στα κεραμίδια της. Στη θέση τη δική μου θα ήταν κάποιος βοσκός, όπως βοσκοί ήταν πράγματι και οι πρόγονοί μου, όπως μαρτυρά και το επώνυμό μου. Σκέφτηκα ότι εμείς οι άνθρωποι αλλάζουμε τη φύση με ρυθμούς φρενιτιώδεις. Εξαφανίζουμε παλιές δομές και βιότοπους. Αλλάζουμε κλιματικές συνθήκες, μολύνουμε πόσιμο νερό, καθαρό αέρα και τροφή. Εξαφανίζουμε παραδοσιακά επαγγέλματα και ασχολίες. Τροποποιούμε συμπεριφορές. Θέτουμε σε κίνδυνο πανίδα και χλωρίδα εκατομμυρίων ετών. Όμως υπάρχει και κάτι παρήγορο. Η φύση ανθίσταται. «Η φύση δε γνωρίζει εξαφάνιση αλλά μόνο μεταμόρφωση» έλεγε ο αρχαίος Αναξαγόρας. Αν κάτι δεν καταλαβαίνουμε στη φύση αυτό οφείλεται στη δική μας αδυναμία. Ο Πικάσο, ο μεγάλος Ισπανός ζωγράφος έλεγε ότι: «Η φύση δεν παραβαίνει ποτέ τους δικούς της κανόνες». Κανείς δεν μπόρεσε να απαλείψει από τη φυλετική μνήμη του προβατά την ανάμνηση του προγονικού του βιότοπου. Ο προβατάς του ξενοδοχείου είναι σύμβολο αντίστασης της φύσης. Μας λέει: «Εδώ είναι τόπος δικός μου. Εκάς βέβηλοι».

4 σχόλια:

Δημήτρης Γεωργαντής είπε...

«Είδες εκείνο το πουλί που κάθησε
στο μέτωπο της αγελάδας ;
Γι’ αυτό επιμένω. »
(Γ.Ρίτσος –Πολύ αργά μέσα στη νύχτα…»
Σταύρο, πως τα κατάφερες , ένα τόσο μικρό πετούμενο να μας φέρει τέτοια μεγάλη αναταραχή…
Σ’ευχαριστούμε.
Παρακάτω ο Λουδοβίκος μας αφηγείται τη μισότρελλη του χωριού , που μετά τη καταστροφή των Ανωγείων απ’ τους Χιτλερικούς, σκαλίζοντας στα ερείπια της εκκλησιάς, βρήκε την εικόνα της Παναγιάς, την σκούπισε απ’ τα χώματα, την έστησε σ’ένα αγκωνάρι και άρχισε να τη μαλώνει…
«Βρε Παναγιά ανωγειανή , πού’σουν αυτή την ώρα… »

(ήρθαν τ’σ Αιγύπτου τα πουλιά για να παραθερίσουν
Στ’Ανώγεια δεν εβρήκανε τοίχους ,φωλιά να χτίσουν…»
Θυμάμαι ,πως όταν πρωτάκουσα πολλά χρόνια πρίν αυτό το τραγούδι, η μεγάλη φόρτιση ήρθε απ’ την απελπισία των πουλιών που μάταια προσπαθούσαν να βρούν το χαμένο ρυθμό της φύσης…

http://www.youtube.com/watch?v=pfC5h1pSvS4


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΝΤΗΣ

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό άρθρο! Προσωπικά το κελάηδισμα που έχω συνδέσει άρρηκτα με τη Λήμνο (και τα καλοκαίρια) είναι του λεγόμενου "(α)λεμονάτη"

Ανώνυμος είπε...

τρομερος ο συγγραψας αλλα και εμπνευστης του blog, Σταυρος.
Ασ γραφει εδω να μας φωτιζει με τις λαογραφικες αλλα και σκωπτικες ιστοριες..ναναι καλα μπραβο

ενας συναδελφος..Λουμιωτης

Σταύρος Τραγάρας είπε...

Φίλε Δημήτρη με συγκίνησες.
Φίλε ανώνυμε σε ευχαριστώ. Πολύ λίγοι αλεμονάτες υπάρχουν πια στη Λήμνο. Μετά από χρόνια είδα έναν στο Βάρος το Δεκέμβριο και τον φωτογράφησα κιόλας. Οι αλεμονάτες είναι ολόκληρη ιστορία. Η επόμενη ανάρτηση αναφέρεται σ' αυτούς.
Δυο στροφές από ένα ποίημα:

Οι αλεμονάτες στη Λήμνο
ειν’ όλο βαργωμισμένοι
και αγέλαστοι
φαίνεται αυτό με μια ματιά.

Όταν ζυγιάζονται στον αέρα
ξεμετρούν του καθενός τη μοίρα
αναποδογυρίζοντας
τα φλυτζάνια των τηλεγραφόξυλων.