Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Δ) - Βαγγέλης Δασοπάτης

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΛΗΜΝΟΥ (Δ)

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Βαγγέλης Δασοπάτης

Είχα σκοπό, όταν βρέθηκα πριν λίγες μέρες στη Λήμνο, να επισκεφθώ ένα παλιό φίλο του συχωρεμένου του πατέρα μου, το Βαγγέλη Δασοπάτη. Γεννημένος στα 1913, μέχρι πριν λίγους μήνες ήταν ευσταλέστατος, έβγαινε στην πλατεία, ήταν δε η πηγή πληροφοριών για οποιονδήποτε ήθελε να ξέρει την ιστορία της Ατσικής, ή λεπτομέρειες για παλιά συμβάντα, κλπ. Ήταν μια κινητή τοπική εγκυκλοπαίδεια. Χτίστης και γεωργός, στο επάγγελμα, δημοκρατικός άνθρωπος, ήπιος και καλοκάγαθος, με χιούμορ. Σκεφτόμαστε στο Σύλλογο Ατσικιωτών να του κάνουμε γιορτή στα εκατό του. Το καλοκαίρι, που είχα πάει λίγες μέρες στη Λήμνο, δεν τον είδα στο καφενείο, μου είπαν δε ότι ήταν ανήμπορος. Τον είχα δει τελευταία φορά την περασμένη Άνοιξη. Τότε ασυναίσθητα χαιρετώντας τον, του φίλησα το χέρι. Συγκινήθηκε, δάκρυσε. Ρώτησα λοιπόν τώρα, πώς είναι ο κυρ Βαγγέλης. Α, μου είπαν, πέθανε πριν λίγο καιρό, δεν το έμαθες; Όχι, δεν το είχα μάθει. Καλό ταξίδι μπάρμπα Βαγγέλη. Χαιρετίσματα σε όλους τους χωριανούς εκεί πάνω.

Παρακάτω δημοσιεύω μερικές παλαιότερες διηγήσεις του, που έχουν τη σημασία ντοκουμέντου.

Η φέστα τς τετάρτς τ’ Αυγούστ το 1938

Δασοπάτης:Για τς γιορτές τς τετάρτς τ’ Αυγούστ μας πήγαν στν Αθήνα ουλ’ τ’ νεολαία τ’ Μεταξά, στο κτίριο τς Ανωτάτς Εμπορικής. Τότε ουλ’ έπρεπε να έναι στ’ νεολαία με το ζορ, αλλιώς τς έτρωγε η νύχτα. Ήνταν ένα μέρος ένα γύρω κλειστό και μας βάζαν μέσα και μας μετρούσαν και μας δίναν δεκεί και τρώγαμ τα αυτάνα, τα φαγιά, ούλα τα φαγιά ήνταν ξυν΄ζμένα, χαλαζμένα ήνταν , μεγάλ’ ζέστα, ούτε ψυγεία είχε τότε, ούτε τίποτα. Μας φέρναν και παγωτό από κειάνα τα κασάτα και μας τα βάζαν σε κατ χνούδια και μεις τα τραβούσαμ, τα ρφούσαμ. Τελευταία που λες μας πιαν’ ένα κόψμο, αμάν εγώ. Η σκολή αυτήν’ είχε ένα διάδρομο πολύ μακρύ και ήνταν ωραία φκιαζμένος, κι απ’ τη μια κι απ’ τν αλλ’ είχε αναγκαία, πώς τα λένε, αποχωρητήρια μαθέ. Πού να προλάβς αποχωρητήριο, το σκατό έτρεχε σα ντο ταχίν’ απ το γκώλο μας, μας θέρσε. Πεθάναν και τέσσερα παιδέλια τότε απ’ τ’ δυσεντερία, Μυτιλ’νιά παιδέλια. Ε, ήρτε η ώρα, κάμαμ παρέλασ’ μπροστά στο Μεταξά. Ουλ’ φορούσαμ στολές. Καμπόσεν’ είχαν στς πλάτες πουλούκια, αλέτεργια, δερπάνια. Τα χορευτικά χορέψαν στο καλλιμάρμαρο. Κάθε μέρος είχε και το χορευτικό τ’ που χόρευε σε αρμάνια. Αυτό γίν’κιε το 1938 και ήνταν 40 χ’λιάδες νεολαία τότε. Απ’ τ’ Λήμνο χορέψαν οι κιαχαγιάδες. Α, χορεύαν ωραία. Από δω ήνταν ο Θεμοστοκλής, ήνταν ο Γιαννάς, ήνταν οι Σαρδιανοί. Οι Χιώτες θμούμαι δεν είχαν χορέψ καλά. Είχαν και μια παράξεν’ φορεσά.
Κοτσιναδέλλης Νίκος: Ήνταν και ο κόσμος πολύ καθυστερημένος, άμα εξαιρέγ’ς τς μεγάλες πόλεις και τα νησά, οι αλλ’ ήνταν βόδια, βλαχουριά, οτ’ τς δίναν το χάφταν.
Δασοπάτης:Γιατί εμείς δε ντο πάθαμ το εκράμ; Δε φάγαμ; Να π’ με θέρσε το τσλιαρτό. Είχαμ παγ’ στ’ Ζωοδόχο πηγή στο καφενείο τ’ Κρυσταλλά και χορεύαμ ουλ’ τ’ νύχτα το μπαλαρτό. Εγώ ήμνα αξιωματικός με τ’ άστρα πα στον ώμο. Είχα δυο άστρα. Καμπόσεν’ είχαν και τν απαίτησ’ να τς χαιρετούνε οι φαντάρ κι οι ναύτες. Μια ταγμαραρχίνα τς νεολαίας μες στο λεφορείο λεγ’ σε ένα κανονικό λοχαγό τ’ στρατού: “Γιατί δε με χαιρετάς;” “Γιατί τι είσαι συ;” “Ταγματάρχης τς νεολαίας” Κι ο λοχαγός τς κάμεν’: “Πρώτ φορά βλέπω ταγματάρχη χωρίς αρχίδια”. Πήγαμ και καμπόσεν’ στα σπίτια, ξέρς….
Κοτσιναδέλλης: Ε, σώπα…
Δασοπάτης:Γιατί, δε σε πήγα; Ήνταν μκρος και τον ξέβγαλα. Πήγα και τον Κώστα το Βαγιάκο και το Σκιωτ. Ο Σκιωτς πήγε να καμ το μάγκα σε μια. Ξεσπά εκείν’ και τον λεγ’: “Άντε από δωνά βρε κωλόπαιδο τ’ Μεταξά”. Εγώ με το σχωρεμένο τον Κώστα τον Τραγάρα, το μπαμπά σ’ γιατρέ, τον πειράζαμ ύστερα, τον βγάλαμ το θεό τ’. Είχαμ μεγάλ’ κωμωδία. Τέλος πάντων , σάλια μπάλια, μόνε ο χορός ήνταν ωραίος. Πάντως γινήκαν και επεισόδια πολλά με χωροφύλακες, φαντάρ και ναύτες απ’ τη μια και τ’ νεολαία απ την αλλ’. Κανένα σώμα δε χώνευε τ’ νεολαία.
Κοτσιναδέλλης: Πάγω να πάρω εμφιαλωμένο νερό.
Δασοπάτης:Γιατί ψλοστόμαχος είσαι, δε σ’ αρέζ το νερό απ τον Άγιο Κωσταντίνο; (γέλια).
Κοτσιναδέλλης:Δε μ’ αρέζ, έναι καλό μόνε για τα όσπρια. Τι να μ’ αρέζ, σπασμένες σωλήνες και βνιες ή οτ’ κατουρούνε πα στ’ βρύσ’;
Δασοπάτης:Δεν εχ’ σπασμένες σωλήνες, ούτε βνιες. Πάντως καλύτερο απ’ κειόνο που μας ποτίζαν επί Μεταξά, έναι (γέλια).

Για το φιλόλογο – συγγραφέα Τάσο Καψιδέλη.

Δασοπάτης: Είμαστε μαζί στ’ μετακπαίδευσ’ πριν απ’ τον πόλεμο. Κανονικά ο Τάσος ήνταν να γιν’ δόκιμος, αλλά επειδή ήνταν ορφανός βγήκε προστάτς και τον κάμαν λοχία και ήνταν διμοιρίτς. Είχαμ ένα λοχαγό, ένα αμόρφωτο στούρνο, που δε χώνευε τς μορφωμέν’ και δε χώνευε και τον Τάσο. Ο Τάσος δεν εκτέλιε τς ασκήσεις καλά, οχ’ ότι δεν ήνταν ικανός, αλλά δεν ήνταν βρε παιδί και πολύ τς στρατιωτικής, να πούμε. Το τι καψώνια τον έκαμνε μη ντα ρωτάς. Βλάχο τον ανέβαζε, βλάχο τον κατέβαζε, ποιος τώρα, ο λοχαγός σκατόβλαχος. Ο Τάσος μια μέρα ήρτε σε δύσκολο σημείο. Πήγαμ οι χωριανοί κοντά τ’ και τον πήκαμ να μην τον διν’ σημασία. Δεκεί που κουβεντιάζαμ μας είδε ο λοχαγός και πάλε είπε κατ για βλάχο και τέτοια. Τότε τον λέγω κι εγώ: «Νάξερες με τι βλάχο εχ’ς να καν’ς, δε θα νέβγαζες τσιμδιά λαλιά». Σα να προμαζεύκιε κομμάτ ο λοχαγός, μια μέρα διάβαζε ένα χαρτί, εφημερίδα ήνταν τι ήνταν δε ξέρω. Είχαμ μαζοχτεί οι χωριανοί μαζί με τον Τάσο και κουβεντιάζαμ. Τι διαβάζ ο στούρνος βρε παιδιά, λεγ’ ο ένας. Τι να διαβάζ ο καψερός, σίγουρα θα κρατεί ανάποδα τν εφημερίδα ο μαύρος, για να δειξ ότι και καλά ξερ ανάγνωσ’. Κι άμα εχ’ κανένα καράβ η εφημερίδα θα νομίζ ότι γραφ για ναυάγια εδιέτς π’ θα το γλέπ αναποδογυρζμένο. Ε, και πατούμε που λες κατ γέλια, γύρσε ο λοχαγός μας είδε που ουλ’ τον βλέπαμ, κατάλαβε ότι γελούσαμ για κειον. «Τι λέτε βρε, μας λεγ’ και γιατί γελάτε;» «Α, τίποτα κυρ λοχαγέ, για κατ ναυάγια λέμε» τον απαντά ένας, και ξανασκάζομ στα γέλια. Ε, από τότε δεν τον ξαναενόχλησε τον Τάσο.

Για το γλύπτη - πελεκάκο Γιάννη Φωτιάδη
Βαγγέλης Δασοπάτης: Τ’ μπλατέα τ’ χωριού τν έφκιασε ο Μαστρογιάνν’ς. Το χωράφ ήνταν τ’ Ρήγα που ήνταν πεθερός τ’ Μιλτιάδη και το απαλλοτρίωσεν η κοινότητα. Κάτ ήνταν χώμα. Ο Μαστρογιάνν’ς το ανάλαβε μετά τον πόλεμο. Στν αρχή κβανούσαν πέτρες και τς ρίχναν, τον λέγω Μαστρογιάνν’ δε καν’ εδιέτς, θα κατσ' η πλατέα, να βαλ΄ς μαστόρ να το πατώσνε. Με λεγ’ καλά λες και έβαλε μαστόρ και το πατώσαν και από παν μπήκαν οι πλάκες και ανάμεσα πίσσα. Ο Μαστρογιάνν’ς είχε τούτο το προτέρμα, ενώ δηλαδή ήνταν μεγάλος τεχνίτς, άκγε τι τον ήλεγες, το εξέταζε το πράμα, δεν είχε ψευτοεγωισμό. Α και το συντριβάν’ τς πλατέας το έφκιαξε ο ίδιος, εκειός σμίλεψε το κεντρικό μέρος και το γύρω γύρω το έχτ'σα εγώ.
Στο καμπαναριό είχε μαστόρ Ρουμανιώτες καμιά δεκαπενταριά και πελεκούσαν τς πέτρες. Το έργο αυτό ήνταν μεγάλο, δλεύαν 4-5 χρόνια για να γιν’.
Ο Μαστρογιάνν’ς ήνταν πολύ καλός άθρωπος και καλός τεχνίτς αλλά δεν ήβγαζε φράγκα γιατί ήθελε τη δλεια να τ’ γκάμεν’ πολύ καλή. Αργολάβος θα πει τσαμπάγ’ς κι ο Μαστρογιάνν’ς τσαμπάγ’ς δεν ήνταν. Δεν ήνταν πονηρός άθρωπος, ήνταν αθώος και καλοκάγαθος. Πρόσεχε πολύ τς αργάτες τ’ και τς καλοπλήρωνε, κι τς πελάτες τ’ δε τς έγδερνε γι’ αυτό έπεφτε ούλο όξω στα οικονομικά. Αμ εκείν’ η γ’ναίκα τ’ η Βωτώ, αυτή έπρεπε να λέγεται αγία Βωτώ.
Ο Μαστρογιάνν’ς δούλευε κυρίως ντ πέτρα απ’ το Ρωμανού, που έναι γρανίτς. Όμως δούλευε και το μάρμαρο. Τελευταία είχε δυο μαρμαρένια μνημεία στο Λ’βαδοχώρ και με πήρε να τα στήσομ. Πα στ' κουβέντα με είπε ότι η αμοιβή τ’ ίσα ίσα που έφτανε για να πληρώσ’ τα μάρμαρα, τόσος κόπος τζάμπα. Τον λέγω γιατί δε τς το λες να σε δώκνε κατ παραπάν. Με λεγ’ η συμφωνία έναι συμφωνία, καλύτερα να μπω εγώ μες στον τάφο παρά να τς πω τέτοιο πράμα. Τέτοιος άθρωπος ήνταν.
Όταν έφκιανε το λιμάν’ τ’ Μούδρου, παραπάτσε ένας αργάτς, έπεσε ο βράχος απάνετ και τον σκότωσε. Τότε τον τραβήξαν πολύ το Μαστρογιάνν’ τον ταλαιπωρέσαν, τον πήραν το πτυχίο τ’, στεναχωρέθκιε πολύ ο άθρωπος, φτώχ’νε. Ήνταν πολύ δύσκολα χρόνια.
Γλύπτες ήνταν πολύ λιγ’ στ Λήμνο, πετράδες είχε πολλοί, που κόβαν τς πέτρες, κάμναν γωνιές κυρίως και γούρνες, αλλά γλύπτες ήνταν λιγ’. Δεν είχαν εργαλεία, μόνε καλέμια και σφήνες, και κατ πιο ψλα τα λεγόμενα βελόνια, για τα λεπτά σημεία, τς λεπτομέρειες. Στο τέλος ο Μαστρογιάνν’ς είχε φερ απ’ τν Ιταλία καλά εργαλεία. Ύστερα έπεφτε τρίψμο στα έργα μη τα ρωτάς. Μέρες τα τρίβαν με το γυαλόχαρτο. Κόπος και βάσανο. Ο Μαστρογιάνν’ς ήθελε μαθητές τα λεγόμενα τσιράκια, αλλά δεν παγαίναν, μάλλον παγαίναν αλλά δε στεργιώναν, γιατί η δλεια ήνταν βαριά. Ήθελε γερά χέρια και γαδουρνή υπομονή.
Να πούμε κι ένα αστείο. Επί γερμανοκατοχής, προς το τέλος, κάποιοι κλέψαν πατάτες απ’ τς Γερμανοί. Αυτοίν’ βγάλαν ένα συνεργείο με ένα διαρμηνέα και γύρζεν στα σπίτια και τς γυρεύαν. Ε, πήγαν και κατ στ' Μαστρογιάνν’, ήνταν η σχωρεμέν’ η Βωτώ, τς λέγ’ ο διαρμηνέας το και το. Τότε γυρίζ και η Βωτώ στς Γερμανοί και τς λεγ’ σε άπταιστα Γερμανολημνιά. «Ιχ (εγώ), άντραζεμ η Γιάνν’ς, τρίγια χρόνια αρμπάετ Μούδρο, τέτοιο πράμα μαθέ ούτε το δγήκαμ ούτε το γεματίσαμ».

Βαγγέλης Δασοπάτης δεξιά και Τάσος Ξύκης αριστερά, στην πλατεία Ατσικής πριν λίγα χρόνια.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καλο ταξιδι παππου.Θα σε θυμομαστε παντα ως εναν ανθρωπο αγωνιστη της ζωης και σ'ευχαριστουμε για την προσφορα σου τοσο στην οικογενεια σου αλλα και στον τοπο που τοσο λατρεψες και αγωνιστικες για να τον κανεις καλυτερο.
Ο αγαπημενος σου εγγονος Βαγγελης...