Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Ο πολλαπλασιαστής και τα κλάσματα

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Σήμερα στα «πολιτικά σεμινάρια» ο Λήμνιος πολιτικός αναλυτής κυρ Μενελής Λεμπέσαρος θα αναλύσει του θέμα του πολλαπλασιαστή, που χρησιμοποίησε του ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) για την οικονομία μας. Στις ερωτήσεις ο συνεργάτης μας δημοσιογράφος κυρ Γιώργαρος Πουρπουργιανός.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Μπρε καλώς το γκυρ Μενέλο. Σήμερα λέγω να μλήξουμ για τουν πουλλαπλασιαστή στν οικουνουμία. Εχ’ς αντίρρησ’;

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Κι αντίρρησ’ έχου κι δε θέλου κιόλα.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Κι γιατί περικαλώ;

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Γιατί δε ξέρου τι πράμα έναι.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Να σε ξηγήσου. Ου πουλλαπλασιαστής έναι ένα νούμερο. Με τούτου πουλλαπλασιάζνε κατ άλλα νούμερα κι βγάζνε τ’ σούμα…

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Βγάζνε ρακί σούμα απ’ τα νούμερα; Τι άλλου θα νακούσουμ. Κι γω που νόμζα ότι η σούμα βγαιν’ απ’ τα τζάμπουρα απ’ τα πατμένα σταφύλια.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Μην προυτρέχ’ς σα ντουν παπατρέχα. Δε λέγου γι’ αυτήν’ τ’ σούμα. Για αριθμητική σε μλω. Του αποτέλεζμα εννουώ. Κι βασ’ σε αυτόνου του απουτέλεζμα είπε του Δουνουτού, τόσο θα κόψουμ τς μιστοί, τόσου θα κόψουμ του ένα, τόσου θα κόψουμ του άλλου. Ακριβείας πράματα, οχ’ οπ κατσ’ του μαχαίρ. Ε, του λοιπό, ου κουμαντάντες Αλέξης ανεκάλ’ψεν ότι του νούμερο τούτου έναι λάθους κι γι’ αυτό φτουχήναμ, άμα βάζαν τουν σουστό πουλλαπλασιαστή θα είμαστε τώρα πλούσοι.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Κι γιατί τουν λες κουμαντάντε;

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Εδιέτς λέγαν τουν σχουρεμένου τουν Τσάβες τς Βινιζουέλας, που ήνταν μουγάλου μλιανό, γι’ αυτό κι θα τουν μπαλσαμώσνε, κι απού δω κι πέρα εδιέτς θα λέμε κι τουν Αλέξ.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Κι πού ξερ ου Αλέξης αριθμητική;

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Ου καθένας ξερ. Εσύ δε ξερς; Δεν έκαμες στου σκουλειό αριθμητική κι άλγιβρα; Δε σε μάθαν στου σκουλειό τα κλάζματα;

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Τα κλάζματα με τα έμαθε ου κώλουζιμ, οχ’ του σκουλειό. Κι ο κώλουζιμ έναι ακριβείας αργαλείου. Μπορεί να τεμαχίσ’ ένα πόρδου σε όσα κλάζματα πουρδέλια θελ’ς. Έναι κώλους μαθηματικός. Ξερ ούλες τς πράξεις τς άλγιβρας και τς τριγουνουμετρίας. Πουλλαπλασιάζ του αέριου, του διαιρεί σε κλάζματα, και του αφαιρεί απ’ του άντερο με ουλ’ τς τροπ κι ουλ’ τς θόρυβ κι τς βρουντές. Μόνε στ’ μπρόστεσ’ πόμνε λίγου μεταξεταστέους.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Έ, να, κάπους εδιέτς στου λέγου κι γω. Άλλου να ξανεμστείς με μια κι να ρίξεις ένα πόρδαρου π’ θα τρίξνε τα τζάμια, κι άλλου να τουν αμουλαίρεν’ς σε μκρέλες δόσες. Ετσ’ έναι κι γη οικουνουμία σε λεγ’ ου κουμαντάντες, θα προυλάβαινε να σνερτ, ενώ τώρα θα πουμείν’ σέκους.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Εκειό π’ κατάλαβα γω, απ’ ούλες τούτες τς κλαμάρες που με τζαμπνίγ’ς, έναι ότι η οικουμία έναι κλαζμέν’ για κλαζμέν’, η διαφουρά έναι μόνε α θα πιει τουν πόρδου με τη μια ή σε καταπγίδες. Κι τούτεν’ οι μούτσαρ που κυβιρνούνε κι ου κυρ Αντών’ς ου αναπτυξιακός μας μπουμπνίξαν ένα πτακουτώ γαδαρουπόρδαρου μια κι όξου, ινώ ου κουμαντάντες θα μας τς ρίχεν’ πουσφνιστοί κι πουφσκουτοί.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Μέσες άκριγιες, του τσακμάκ’σες του ζήτμα. Αλλιώς η οικουνουμία πεφτ ξιρή κι άντε να τ’ σκωγ’ς.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Σα ντου γιατρό τουν Κουνιδιάρ. Πήγαινε παλιά ου γιατρός με τ’ φουράδα τ’ σε ένα άρρουστο, στου Πουρτιανού. Δίπλα στου δρόμου πότ’ζεν του μπαμπάκ’ ένας μουγάλους κλανιάρς. Σαν ήρτε ραστ ου γιατρός, τραβά ου άλλους ένα πόρδου κανουνιά. Ξπάζεται του άλουγου, πάρτουν κατ τουν Κουνιδιάρ. Τρουμάξαν να του σκώσνε. Σα στάθκεν ου Κονιδιάρς, γυρίζ βλεπ τουν κλανιάρ και τουν λεγ’: «Τι να σε πω βρε παιδάκι μου, τίποτα δεν ήθελα στον κόσμο αυτόν, μόνε την κράση σου να είχα».

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Α μπράβου. Του έπιασες του νόημα. Ένα νούμερου μπορεί να μας πήγαινε αλλού, δηλαδής απ’ τούτου του σημείου, στου άλλου.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Να μας μετάδενε, σα ντα ζα.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Μη βλαστμάς. Δε θα λες ζα του λαό. Να γιν’ς σιβαστκός κι θρήσκους όπους τουν κουμαντάντε, κι τουν σχουρεμένου κι τουν ασχώρετου.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Καλά, μη μπαθς κι τίπουτα. Δε σε πατήσαμ κι τς αγγουρές. Εδώ αλλ’ μεταδέν.νε τς αγιοί κι συ φουρλαμάντ’σες  γιατί είπα π’ θα μας μεταδέσνε σα ζα;  Ήταν παλιά στου Μούδρου ένας Χαρελάμπς Τσαρλιούς. Γύρζε με μια φουφού και κουλλούσε οτ’ πράμα είχε ξικολλήσ’, μπρίκια, κατσαρόλες,  χαρανιά, τσεζβέδες, όπους θα μας φκιαξ καλή ώρα ούλα τα πράματα ου κουμαντάντες. Είχε κι μια γαδαρουφουνάρα  κι έκαμνε κι του ντελάλ’. Η γ’ναίκα τ’ ήνταν στν εκκλησά πιτρόπσσα. Ου Χαρελάμπς  έκαμνε γιαρντίμ στη γ’ναίκα τ’ και πήγαινε κάθα απόγεμα κι άναβε τα καντήλια στν αγκηλ’σά. Τον ρωτούσαν σα ντουν γλέπαν, «Χαρελάμπ πού πας;», και κειος ήλεγε «Ήρτε τ’ απόγεμα, πάγω να μεταδέσω τς αγιοί».  Γύρζεν όντας έβγαινε για κόλλ’μα και φώναζεν: «Λάτε τώρα ν’κοκυρές, που τν έχω πυρωμέν’. Άμα το πράμα σας ξιχαρβάλουσε γω το ζγκουλλώ. Οτ’ τρύπιο έχ’τε του βουλώνω. Ούλες τς τρύπες σας θα στλώσου. Τρύπα κι αυγό, αυγό κι τρύπα». Νουμίζου ότι του ζήτμα του ιξαντλήσαμ. Φέρε τ’ γαζουζούδα μ’ τώρα.

***Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε. Με την αλλάγή του πολλαπλασιαστή είναι σίγουρο ότι θα μας μεταδέσουν. Αν όχι σ’ αυτόν τον κόσμο, σίγουρα στον άλλον.   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: