Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Ο άλλος δρόμος ή το γκούτι, το κούτι και το νομπέτι

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας

Στη σειρά των άρθρων «πολιτικά σεμινάρια», ο Λημνιός πολιτικός αναλυτής κυρ Μενελής Λεμπέσαρος  αναλύει σήμερα το θέμα του «άλλου δρόμου» στην πολιτική και οικονομική κατεύθυνση της χώρας μας. Στις ερωτήσεις ο δημοσιογράφος κυρ Γιώργαρος Πουρπουργιανός.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Καλ’μέρα κυρ Μενέλου. Πού κουτσλουβουλάς κι σκτρας;

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Δεκεί που με κιρνούνε κι καμιά γαζουζούδα, οχ’ σαν εδώ που έχνε καβούρ στ’ μπουζνάρα. Άντε ρώτα τι θα ρουτήγ’ς.

ΠΟΥΡΠΟΡΓΙΑΝΟΣ: Του ρώτμα έναι αν πουρπατούμε σε καλό δρόμου, σα μπου λεγ’ ου κυρ Αντών’ς ου αναπτυξιακός, γή σε λάθους δρόμου, σα μπου λεγ’ ου κουμαντάντες Αλέξης.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Για του δρόμου να ρουτήγ’ς τα πουδάρια σ’. Τι σε λένε εσένα τα πουδάρια σ’;

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Με λένε ότε τα φάγαν οι δρομ. Εσένα τι σε λένε τα θκα σ’;

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Ότι έχνε παρ του δρόμου για βουρνά, για του νεκρουταφείου.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Τότες καλά λεγ’ ου Τσιπρέλους ότι δε πάμε καλά.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Ναι για, τουν κουμαντάντε ήθιλα να με του πει. Εγώ δε ντου ήγλεπα. Σα ντου Τραντάφλου με του μαγνητόφωνου. Ήνταν ένας Τραντάφλος σν Ατσκή κι έφγεν για Αυστράλια. Σαν ήρτε ύστερα απού καμιά δεκαριά χρόνια, ήφερε κι ένα μαγνητόφωνου που του τράβαν μαζί τ’, οπ κι α πήγαινε. Μια μέρα πήγε στου γκαφενέ τ’ Κυριάκου Γιαννά, ενούς πρόσφυγγα που ήνταν σα γίγαντας κι είχε ουλ’ τν ώρα μια  τζιγάρα στου στόμα τ’, για να πιει καφέ. Αγκούμπσε του μαγνητόφωνου σε μια καρέγκλα κι παράγγειλε καφέ. Ου Κυριάκος, που τον λέγαν κι Άρφα, γιατί του άλφα του ήλεγε άρφα, τον πήγε του γκαφέ. Ου Τραντάφλους άναψε μια τσιγαριά, έβαλε του ένα πουδάρ πα στου άλλου, πάτ’σε του κουμπί στου μαγνητόφωνου για ν’ ακούγ’ μουζική κι αφού τράβξεν μια ρφξα καφέ, είπε βιγλίζουντας στου ταβάν’ σα βιουμήχανους: «-Νο μπεντ», που στα Αγγλικά θα πει «όχι κακός». Ου Κυριάκους που άναβε δίχους προσάναμα κι είχε ήδη δγιαβουλ’στεί με του που είδε τουν Τραντάφλο, νόμσε ότι είπε «νομπέτ», που στα τούρκ’κα θα πει σειρά, αράδα, δηλαδή καφές τς σειράς, όχι καλός. «-Το δικό μου καφέ ρε, λες νομπέτι; Ο καφές μου δεν είναι νομπέτι, είναι άρφα – άρφα» τον είπε με τ’ μικρασιάτκη λαλιά τ’. «-Όχ’ οχ’ Κυριάκο, καλός έναι, γκουντ καφές, γκουντ» είπε τρουμουκρατμένος ου Τραντάφλος, που φουβούνταν του γίγαντα. Ου Κυριάκος αντί να καλμάρ φούντουσε μπλιο πουλύ: «Την Παναχαϊκή σου μωρέ, μίλα σαν άντρας, γκούτι είναι ο καφές ή νομπέτι;». Ου Γαρόφαλλους ου Μστάκας που κάθενταν πιο πέρα, αστειεύτκε κι είπε: «-Κάτσε να ρουτήσ’ το κουτί (εννουώντας του μαγνητόφωνου) κι θα σε πει». Ου Τραντάφλους ξαναείπε: «Καλός έναι ου καφές Κυριάκο, γκουντ πήκαμ, γκουντ». Κι ο Κυριάκους που νόμσεν ότι ου Τραντάφλους είχε κάποια κυρφή ιπικοινουνία με του μαγνητόφωνου, είπεν: «Και ανήμενες βρε χαμένε το κούτι (κουτί) να σε πει αν ο καφές είναι γκούτι ή νομπέτι;».

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Κι μας αράδιασες ουλ’ τούτεν’ τν ιστουρία για να πεις

ότι ου δρόμους που πήραν έναι αν’φουρκός; Τότες ου άλλους δρόμους έναι ου κατφουρκός.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Τώρα θα σε πω για τουν κατφουρκό δρόμο μια αλλ’ μια ιστουρία που κουλλά ραστ. Σαν ήμνε κουρμούδ, έρεμ φτώχεια κι αναπαραδιά, κάτσαμ του βραδ να φάμε. Είχαμ σε ένα πιάτο σαρδέλες παστές κι βτούσαμ του ψουμί στου λ’γουστό λαδέλ’ κι ξυδ που είχε μέσα του πιάτου. Γω ήμνε τζιτζλόμς κι δε μ’ αρέζαν οι σαρδέλες κι έκαμα μουγάλου τσουν’, χόλιασα κι δεν έτρουγα κι καλά. Πήγα κι ξάπλουσα κι ήθιλα μπλιο ύστιρα να σκουθώ να φάγου. Ου μπαμπάζιμ είπε να μη με κρατήσνε καμιά σαρδέλα κι να πετάξνε κι τα σαρδελουκέφαλα. Σα σκώθκα να φάγου δε βρήκα τίπουτας. Από τότες δε ξανάκαμα κουβέντα κι κάθουμνε πρώτος στου τραπέζ. Άσε που απού τότε μ’ αρέζνε κι οι σαρδέλες. Του ζήτμα κυρ Γιώργαρε δε νέναι να λες ότι δε σ’ αρέζ του φαγί. Ου καθένας μπουρεί να του πει. Του ζήτμα έναι α μπουρείς να φερς καλύτερου.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Ιγώ ξέρου οτ’ πρεπ να αντισταθούμε. Να πούμε κι κανένα οχ’, να ρίξουμ κι καμιά μούτζα.

ΛΕΜΠΕΣΑΡΟΣ: Τώρα που είπες για μούτζα, α σε πω πάλε μια ιστουρία. Ήνταν ένας γιουρούκ’ς ου Αθανής, κι ζουβγάρζεν κα στα Λ’βαδέλια, μεταξύ Ζβέρδια κι Ατσκή. Είχε ζεψ δυο γαδάρ, του χουράφ βαρκό, ούλου λασπουριά κι ύλαμου, κόλλαν του πουλούκ’, αγανάχτ’σεν ου Αθανής. Γυρίζ σα ντουν ουρανό κι μούτζωνε του θεό. «Να ρε, κι κατέβα άμα είσαι άντρας να παλέψουμ», μπρουκάλιε κι καλά του θεό. Σαν ου θεός δε ντουν έδουκε σημασία, ξάπλουσε καταγή κι τουν μούτζωνε κι με τα τέσσερα, χέρια κι πουδάρια κι σκούντρηνε τς βρισές. «Δεν είσαι άντρας ρε, οχ’ άμα είσαι δείξε με του αργαλείου σ’». Εκείν’ τν ώρα, ου ένας γάδαρους ξασκέλουσε κι ρίχεν’ μια κατουρίλα, που η μση πήγεν πα στα μούτρα τ’ Αθανή. Ου Αθανής τάχασε μπρος ώρας, αλλά ξαναπήρε θάρρους κι γυρίζ πάλε κατά τουν ουρανό, όπους ήνταν ουλάπλουτους. «Νουμίγ’ς π’ θα σε φουβθώ; Χεζμένου σ’ έχου». Κειν’ τν ώρα ου γάδαρους, αφού ανακουφίσκεν απ’ του ψλο τ’, τουν ήρτε να καμ κι του χουντρό τ’, κι γοι καβαλ’νάρες ζιστές κι αχιν’στές ραντίσαν τα μστάκια τ’ Αθανή. Φουρλαμαντ’ζμένους κι φσκουκνικαρζμένους ου Αθανής γίν’κεν Τούρκους αδιέβαστους, σκώνεται απάν κι κούνιε τα  χέρια τ’ κι έβριζε τρις χειρότερα. Εδιέτς που αλ’μανάρζε τα χέρια τ’, φουβθήκαν οι γαδάρ κι του νταμπανώσαν σα κατ, με τα πουλούκια κι ούλα τα ζγουλερκά. Ξεφέγεν’ του πουλούκ’, τουν διν’ μια πα στου πουδάρ, πάρτουν πάλε κατ τουν Αθανή. Τουν παγαίν.νε στου γιατρό του Μανταδάκ’, χεζμένου, κατουρμένου κι χτυπμένου. Τι έπαθες, τουν ρουτά ου Μανταδάκ’ς. Να, λεγ’ ου Αθανής, μάλουνα με του θεό, κι κειος έβαλε του γάδαρου να με καμ ούλα τούτα τα ρεζιλίκια. Ε, ου γιατρός τουν πέρασε για λουλό κι τουν λεγ’; «Βρε παιδάκι μου, με το θεό τα έβαλες και συ; Δε βρήκες κάποιον στο μπόι σου;». Νουμίζου ότι το θέμα του ιξαντλήσαμ κυρ Γιώργαρεμ. Με τν άδεια σ’ τώρα θα πιω τ’ γαζουζούδα μ’ γιατί γάρσα κι μπλάνταξα.

ΠΟΥΡΠΟΥΡΓΙΑΝΟΣ: Καλά μπουρείς να δρογ’στείς, αφού μας δρόγ’σες κι μας.

***Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε. Και μη σας πιάνει πανικός. Θα έρθει και το δικό μας το νομπέτ, κι θα πάμε στο γάιδαρο καβάλα.   

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: