Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Καλοκαιρινή μπόρα

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Ο αυγουστιάτικος Αθηναϊκός καύσωνας ήταν ανυπόφορος. Από το απόγευμα .όμως ο καιρός έγινε μουντός, συννέφιασε και έπιασε αέρας, που όλο και δυνάμωνε. Τα σύννεφα έτρεχαν σαν τρελά και το πήγαινε για βροχή. Κοντά στη δύση του ήλιου, ο αέρας είχε μανιάσει και άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες. Αστραπές και κεραυνοί σαν πύρινα φίδια και δυνατές βροντές δημιουργούσαν μια αλλόκοσμη εικόνα. Οι λιγοστοί διαβάτες έτρεχαν να αποφύγουν τη βροχή. Μερικοί γύριζαν με τα αυτοκίνητά τους απ’ τη θάλασσα και με ξεφωνητά για την απότομη αλλαγή του καιρού, έμπαιναν γρήγορα στα σπίτια τους. Τα δέντρα απέναντι απ’ το σπίτι μου πήγαιναν να ξεριζωθούν. Τα σπουργίτια και οι δεκαοχτούρες, που ερχόταν να «κοιτάξουν» με φωνούλες και τσιρίγματα προσπαθούσαν να βρουν κατάλληλη θέση πεταρίζοντας γύρω γύρω. Έκατσα στο μπαλκόνι και παρακολουθούσα. Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος πλημμύρισε τον αιθέρα.
Μνήμες της παιδικής ηλικίας με κατέκλυσαν. Η αποστειρωμένος αστικός τρόπος ζωής μας αποδεικνύεται τόσο ανοχύρωτος μπροστά σ’ αυτές τις θύμησες μιας μαγικής παιδικής αγροτικής ζωής. Θυμάμαι την αγωνία της οικογένειάς μου σε ανάλογα μπουρίνια. Τρέχαμε όλοι μαζί να σκεπάσουμε την απλωμένη σταφίδα με τα υπέροχα «γκλέζκα» σταφύλια. Ή να μαζέψουμε τα ζώα μας και να τα «σφαλίσουμε» στην σιγουριά του σταύλου. Ή να τσουβαλιάσουμε το άχυρο από τον «κοβνό» της πατόζας, ή τα πιο μετέπειτα χρόνια να μαζέψουμε τις αχυρένιες «μπάλες». Στα μπουρίνια του φθινόπωρου, τότε που άνοιγε το μπαμπάκι, πάντα υπήρχε η ανησυχία μην βραχεί πριν το μαζέψουμε. Ο πατέρας μου αφού βεβαιωνόταν ότι όλα ήταν τακτοποιημένα, καθόταν και έπινε ένα ουζάκι παρακολουθώντας έξω τη βροχή. Εγώ με το μικρό μου το αδερφάκι μέσα στην ασφάλεια και τη θαλπωρή της εστίας μοιραζόμαστε την ευτυχία της οικογένειας. Καμιά φορά όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Η καταστροφή της σοδειάς έφερνε στεναχώρια και μεγάλο άγχος για το αύριο. Τώρα ζούμε αλλιώς. Και δεν υπάρχει ούτε πατέρας, ούτε αδερφός.
Καθόμουν στο μπαλκόνι και η βροχή με ράντιζε. «-Από νωρίς φαινόταν ότι θα βρέξει» είπε η γυναίκα μου. «-Ναι ήταν δρογγεμένος» είπα. «Κοίτα αστραπές και βροντές». «-Βροντομάν’» απάντησα. «-Κι αέρας φοβερός» «-Ναι, ανεμοσουρστής» είπα. «-Οι δρόμοι τρέχουν». «-Σέρεμ» απάντησα. «-Έκοψε λίγο ή μου φαίνεται;» «-Θα βδιασ’ και θα πάμε για σαλιάκ’» της είπα. «-Μα τι γλώσσα μιλάς;» μου είπε. «Αρχαία Ελληνικά της απάντησα. «-Εμένα μου φαίνονται μάλλον Λημνιακά». «-Το ίδιο είναι. Τα Λημνιακά είναι αρχαία ελληνικά, αλλά ζωντανά, ομιλούμενα, όχι της κονσέρβας» είπα. Με κοίταξε με απορία και δε μίλησε. «Μου ετοιμάζεις ένα ουζάκι σε παρακαλώ;» της είπα. «-Εσύ δεν πίνεις ποτέ, τι σε έπιασε;». Ήρθε το ουζάκι, Λημνιό, γνήσιο από λακαριό, όχι χημικές εργοστασιακές αηδίες. Και για μεζές, τυρί Λημνιό σαλαμούρα, το λεγόμενο τώρα καλαθάκι, ντομάτα, αγγουράκι και παξιμάδι κριθαρένιο από του Ποριάζη. Έχυσα λίγο ούζο, σπονδή στους απόντες κι αυτό ενώθηκε με τη βροχή, που ερχόταν από τον ουρανό. Κοίταξα προς τα σύννεφα και χαιρέτησα με το ποτήρι. «-Στην υγειά σου πατέρα, στην υγειά σου αδερφέ». Βγήκε ο γείτονας στο μπαλκόνι. «Έλα να πιούμε ένα ούζο» του λέω. «-Έχεις καλό μεζέ;» μου είπε αστειευόμενος. «-Τον καλύτερο». «-Γιορτάζεις τίποτα;» «-Τη γιορτή της μάνας μου και της παραμάνας μου». «- Και πώς τη λένε;» «-Λήμνο».

Δεν υπάρχουν σχόλια: