Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΧΙΟΥΜΟΡΙΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΕ ΛΗΜΝΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ

Οι ταυτότητες

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Τι γιανγκίν’ ήνταν πάλε τούτο, που μας άναψε ο Σημίτς με τς ταυτότητες; Μας φουρλαμάντσε μαθέ μες το κατακαλόκαιρο. Α, το ξύν’σε πλια το γιαλί για τα καλά. Τι ντερντεμέν’ς μωρέ έναι τούτος; Ζόρ ζορενά κι αντέτ μωχαμέτ, να μας αλάξ τσ ταυτότητες. Α ούλα κι ούλα, εγώ είμαι με το Γκύριο Κύριο Χριστόδουλο. Ναι για. Δυο φορές κύριος έναι ο Χριστόδουλος και καμιά ο Σημίτς. Και έναι επίσης ο Κύριος Κύριος Χριστόδουλος και ο καλύτερος πολιτικός, γι αυτό σκάσαν ούλ’ απ’ ντ ζούλια τς.
Εμείς οι Λημνιοί και ειδικά οι Ατσκιώτες είμαστε πολύ θρησκ’ αθρώπ. Οπ’ να σταθούμε κι οπ’ να βρεθούμε ούλο το Θεό και ντ’ Μπαναγιά ανεθβάζομ. Και να το κρεμάσνε σκλαρίκ’ στ’ αυτί τς. Ανήκομ στν Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών!!! Ε ρε τι όμορφες εποχές παλιά. Ήγλεπες σ’ ούλα τα βνά γραμμένο με τς ασβεστωμένες τς πετρούδες «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Κι από παν ζωγραφζμένο ένα ωραίο στέμμα, ή ένα πλί που καίγ’νταν. Αμ πιο παλιά, στ’ γερμανοκατοχή, ακόμα πιο καλά. Ας έναι καλά οι Γερμανοί, καλοί αθρώπ, πραγματικοί χριστιανοί. Τότε πρωτογράφτκε και το θρήσκεμα στς ταυτότητες. Κι ήρτε τώρα θε μ’ σχώρα με τούτο το κοντορούπ ο Σημίτς, π’ δεν έχ’ μια σταλιά άλ’μα απάνε τ’, και που δε ντον πιάν’ το μάτι σ’ και μας έκαμε άνε κάτ. Τι χνερ τσ σκάρωσε όμως τσ καμέν’ τσ παπάδες, διαβόλ το μπανταντό. Μωρέ καλά το ήλεγε η γιαγιά μ’ η Βωτώ, είδες άθρωπο κοντό, γή η φωνή τ’ στο νουρανό, γή η ξερή τ’ στα γόνατα, με το συμπάθειο. Πόσα παρακαλετά τον έκαμε ο Κύριος Κύριος Χριστόδουλος για να σναπαντθούνε. Τίποτα κειός, ξεροχασμίζνταν. Ανέλ’σε σα ντο ζάχαρ ο Κύριος Κύριος Χριστόδουλος. Τίποτα κειός, πεταυρίζνταν. «Κυρά μ’ και πεθερά μ’ όντας με καθογήδευες εγώ μέτρησα πα στ’ γαδαριού μας ντ’ γκατακαμέν’ σαράντα αλογόμγιες», που ήλεγε κι γη θειά μ’ η Πλουμστούδα. Τέλος πάντων.
Καλά τσ είπε στ’ λαοσύναξ ο Κύριος Κύριος Χριστόδουλος, ότι κάθε παπάς ίσον κι ένας Παπαφλέσσας. Τι ένας Κύριε Κύριε Χριστόδουλε; Σα δυό Παπαφλέσσδες έναι κάθε παπάς στο χόντρος, και βάλε. Εκσυγχρονιστής σε λέγ’ ο Σημίτς. Σιγά μη μπατάρ η αχελώνα. Πιο καλός εκσυγχρονιστής απ’ το Γκύριο Κύριο Χριστόδουλο, υπάρχ’; Εκσυγχρόν’σε μαθέ ούλες τσ αγγλησές. Μωρέ τι χειροκροτήματα, τι ζήτω, τι κάμερες, τι μεγάφωνα, τι συνθήματα, τι βεγγαλικά. Λαϊκό παναγύρ να διούνε τα μάτια σ’. Φχαριστήθκε ο φτωχός ο κόσμος. Φαντάζεσαι να ρίξνε μεσα στν αγγλησά κανά δυό ψησταριές, να βάλνε και μαλλί τσ γριγιάς, να φέρνε και καμμιά κομπανία με όργανα, όπως έναι κι αν’χτάδα, τι θα γίν’ δεκεί μέσα; Ανάστα ο Κύριος!!!
Τσ πείραξε λέγ’ που είπε ο Κύριος Κύριος Χριστόδουλος, ότι όποιος πειράξ τν ορθοδοξία να ξεραθούνε τα χέρια τ’. Μωρέ κι άλλα έπρεπε να τς πει. Να βγάλνε το φαγά μες στ’ γκλιά, να τς χτυπήσ’ ο νταμλάς πα στο χαλετό, να τς δώκ’ μέσ’ ντ γκαρδιά το φνίδιο, να νταβλιάσνε τα δύμια τς, να σκουλ’κιάσ’ το κεφάλι τς, να τς στραβώσνε τα μάτια τς οι κουρούνες, να βγάλνε το μαύρο το κουκούδ, κι άλλα πολλά. Εξάλλου ο Κύριος Κύριος Χριστόδουλος έχ’ τόσεν αγάπ μέσα τ’, στο βάθος βάθος τς καρδιάς τ’, στο πολύ βάθος όμως. Πρέπ’ λέγ’ οι ταυτότητες να έναι μκρές. Μπρε !!! Άλλα κει!!! Και γω σε λέγω, όσο πιο μεγάλες τόσο πιο καλές. Άσε που πρέπ’ να γράφτνε κι άλλα πράμματα απάν και όχ’ μόνε τ’ θρησκεία. Μαθέ τι λογιά ταυτότητα θα νέναι, άμα δε γράφ’ απάν τν ομάδα μ’ τον Ολυμπιακό. Ξέρνε τι αίμα έχω χύσ’ εγώ για τον Ολυμπιακό; Ξέρνε τι σαπλίκ’ είχαμ φάγ’ ούλα τα παιδιά στο μαχαλά, απ’ κειόνο το Γιώργο τ’ Σώζο, που τον λένε τώρα κι Αραφάτ κακοχοράχ’, για να μας κάμ Παναθηναϊκοί; Τίποτα εμείς. Βράχ’. Ολυμπιακός και ξερό ψωμί. Και να πατσούκλες, να κλωτσές, να κωλοκατίνες. Πολύ ντεψίζκο παιδί κειος ο Αραφάτ. Έχω όμως ένα παράπονο απ’ τον Ολυμπιακό. Δεν υποστήρξε το Γκύριο Κύριο Χριστόδουλο. Ούτε μια σημαία τ’ Ολυμπιακού στ’ λαοσύναξ. Μόνε σημαίες τς ΑΕΚ με το δικέφαλο γλέπαμ. Άσκουλσούν στν ΑΕΚ και σ’ ούλο το γκαλό το γκόσμο που ήνταν δεκεί. Ούλ’ γη αφρόκρεμα. Ο κλέφτς, ο φονιάς, κι ο γιoς τ’ σκοτωμένου, π’ λέγ’ κι παροιμίγια,. Τι ο Μανωλάκος, τι ο Πλεύρης, τι ο Καμμένος, τι ο Παπαθεμελής, τι η κυρία Λουκά!!! Ακόμα κι ο Βεργής ήρτε κατευτείαν απ’ τ’ Μύκονο, αλλά ξέχασε και έκαμνε καμάκ’ σε κάτ’ αφράτες καλόγριγιες.. Αμ ο Ζουράρ’ς που με τόνα χέρ’ βάσταν ένα θυμιατήρ’ και με τ’ άλλο ένα σφυρί και μια κοσά, τι σε λέγ’; Επίσης ήνταν ούλα τα παιδιά απ’ το Νταού Πεντέλ’ς. Δεν ήξερα ότι το Νταού Πεντέλ’ς έναι τόσο μογάλο κι έχ’ μαθέ τόσες χ’λιάδες κόσμο μέσα. Κι ο κύριος Έβερτ ήνταν δεκεί, αλλά μάλλον έχνε ξεμπουσκάρ τα μπουλόνια τ’, αφού νόμζε ότι ήνταν στο γήπεδο και φώναζε ΑΕΚ, ΑΕΚ. Τέλος πάντων, ωραία περάσαμ’ στ’ λαοσύναξ, μας τρατάραν και σαμσάδες πγήκαμ και αγιασμό, μόνε που ήνταν λίγο χλιός γιατί είχε ζέστα, ωραία ήνταν, είχαμ μαθέ και καιρό να βγούμε παραόξω. Ο Κύριος Κύριος Χριστόδουλος να έναι καλά και θα κάμομ τ’ κόζεμ τσ περίπατ. Άντε και να τον διούμε και πρωθυπουργό.
Ο τζαναμπέτς

Δημοσιεύθηκε στη «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΤΣΙΚΗΣ» στο τεύχος 3, Αύγουστος – Οκτώβριο;, 2000.



Το χρηματιστήριο

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας



Να σας πω τ’ μαύερ τν αλήθεια, εγώ δε σκάμπαζα στάλα τι πράμα ήνταν τούτο το χρηματιστήριο. Άκουμνα που το λέγαν και νόμζα που ήνταν το μέρος που κόβαν τα μεταλλίκια, τς μονέδες να πούμε, τά φράγκα ντε. Αλλά κουβέντα σντ γκουβέντα το έμαθα. Έναι λέγ’ εκειόνο το μέρος που σε δίν’νε παράδες. Το λέγαν στο γκαφενέ, το ήλεγε η τηλεόρασ, το ήλεγε ο Καραγκούν΄ς, εκείν’ η σουπιά που αμολέρεν’ μελάν’ και δε ντο πίστευα. « -Μπρε αχμάκ’δες, που είσαστε μόνε για τα μουστοκούλ’κα, τι με τζαμπνίζτε δωνά, πού ακούστκιε μαθέ να σε τρατέρνε τζάμπα παράδες, ντιπ βόδαρ είστε μπλια; Τι καυκιές πορδούκλικ’ έναι τούτες οι κουβέντες;» τς ήλεγα. « –Βόδαρος είσαι και φαίνεσαι και καπνίγ’ς κολοκ’θιά ξερή με καβαλίνα μέσα, κι άμα δε γλέπς πέρα απ’ τ’ μύτε σ’ άν’ξε τα παρά όξω» με λέγ’ ο γκμπάροζεμ. « –Αφού μπρε βάγ’ς ένα χ’λιάρκο και παίρενς ένα κατομύργιο, καυκιές έναι;» με ξαναλέγ’. Αλλά πού εγώ, δε τς πίστευα. Τς αλεκόντ’ζα, τς αλεκόντ’ζα ώσοπ το άκσα κι απ’ τον πορδυπουργό μας το γκύριο Σημίτ κι από κειόνα το ντίμιο άθρωπο το Γιάννο το Μπαπαντωνίο. Επίτευγμα σε λέγ’ τς κυβέρεν’σης το χρηματιστήριο και τώρα με τν Ευρώπ θα τρώτε με κσα χλιάρια. Επίτευγμα κι επίτευγμα, ούλ’ μαθέ το διαμερνιένταν. Θκιοί μας έναι οι επιχειρηματίες ήλεγε ο κύριος Καραμαλής, κι άμα είμαστε εμείς απάν το χρηματιστήριο θα νήνταν ακόμα πιο σαπάν. Μόνε γ’εκείν’ οι κουκουέδες οι μπολσοβίκαρ γκρινιάζαν, ότι και καλά ούλα τούτα έναι ματσαραγκιές για να φάνε τς παράδες τ’ κόζεμ, αλλά ποιος τς ακούγ’, μαργάν’δες αθρώπ’, ούλο το γκατακλυσμό φέρνε.
Ε, μη ντα πολυλογώ κιόλας, με ντουμπάραν κι αγόρασα μαθέ κι εγώ μετοχές. Μωρέ τι θάμα θαμάτων ήνταν εκειό. Σήμερα έκαμνε ένα πεντακοσάρκο η μια, μεθαύεργιο έκαμνε δέκα χ’λιάρκα. Ανεμοτσουτσφίδα. Ούλ’ ανεπαπαρδώνταν σα ντα γύφτκα σκεπάρνια. « -Μπρε χωριανοί εδιέτς που παγαίνομ εμείς μαθέ θα ναγοράσομ πολυκατοικία» « –Μπρε τι πολυκατοικία, βαπόρ δε λες καλύτερα;» « -Ε και ποιος χάν’ μαθέ αφού κερδίζομ εμείς;» « -Μπρε μπονσούλιακα, ούλ’ κερδίζνε, γιατί εδιέτς που αυγατίζνε οι δλειες, αυγατίζ και το μαξούλ’ και το μοιράζντεν οι μέτοχ’».
Σκώνω π’ λέτε ούλ’ τς παράδες, πλω και τα πρόβατα, πλω και τα χωράφια κι αγοράζω μετοχές. Όχ’ θα κάθομαι να σταλίζω και να ξεσταλίζω, αφού μπορώ να απλώνω τν αρίδα μ’ σα ντον αγά. Κι γ’ άλλ’ το ίδιο. Ούλ’ ξεκάμαν τς δλειες τς κι αγοράσαν κομπιούτερ. Οι γι’ αργάτες μαθέ γυρεύαν εκατό χ’λιάρκα μεροκάματο και ντούκου το μπαρά. Οι δασκάλ’ παρατθήκαν και τα παιδέλια γυρίζαν μές τα σοκάκια σα ντα γαβάρκα ούλ’ τ’ μέρα και μαλώναν για τς μετοχές, όπως παλιά για τς ομάδες. « –Πιο καλός έναι ο ΔΟΛ» ήλεγε το ένα. « –Άντε μπρε κούτλαρε, ΠΑΝΑΦΟΝ και ξερό ψωμί» ήλεγε το άλλο. Μια μέρα που λέτε με πόνιε η κλια μ’ και παγαίνω στο γιατρό. « –Δε μπορώ τώρα, παρακολουθώ Σοφοκλέους» με λέγ’ ο γιατρός. « –Μπρε γιατρέ μαθέ πονεί η κλια μ’» τον λέγω.
« –Και έναι βρε η κλια σ’ πιο πολύτιμ απ’ τα ΓΚΟΥΝΤΙΣ; Άντε από δωνά». Αμ ο παπάς; Σταμάτσε που λέτε να λειτουργά, είχε βάλ’ ένα πισί απάν στν αγιατράπεζα κι έδινε εντολές στ Σοφοκλέους (πισί για όσεν’ δε νογούνε, λένε μαθέ τον κομπιούτερα). Μάθαμ μαθέ και ξεν’κιές κουβέντες, σα ντο μουαγιέ, το λιμιτάπ, το λιμιντάον, μη λογαριάγ’ς. Ας έναι καλά ο πορδυπουργός μας ο κύριος Σημίτς, καλός άθρωπος, χόρτασε μετοχές ο κόζμος.
Αλλά ένα ντέβερ αρχίσαν να πέφτνε οι μετοχές. Πέφταν πέφταν και δε σκώνταν, σα ντ ξερή ντ γέρου με το συμπάθειο, που ήλεγε κι η γιαγιά μ η Βωτώ. Γινήκαν μαθέ ανέμ και σούφεν’. Άρχισε ο κόζμος να στρουχουμδίζεται. Ούλ’ ήνταν σα ντα πεκομένα τ’ αρνιά. Ξύψαν τα μάγλα τς. Μογάλ κατφόρα. Μετοχή σε λέγ’ που έκαμνε τριγιάντα χ’λιάρκα πήγε τρακόσες δραχμές. Πούλιες παλιά ένα ταυρί οχτακόσες οκάδες κι έπαιρνες μετοχές και τώρα με τς ίδιες τς μετοχές άμα τς ξαργύρωνες ήπαιρνες ένα αυγό. Ε και καλά το ταυρί να γίν’ κριγιάρ, άντε βετούλ’, άντε να γίν’ όρεν’θα. Αλλά αυγό, που ακούστκιε, ούτε σντ γερμανοκατοχή. Πάντως εδώ έναι το κουμπί. Εγώ που κατβάζ το κεφάλιε μ’ το κατάλαβα. Πρέπ να μπαντέχ’ς. Πού ξέρς, σε λέγ’, γίντεν και θάματα. Μπορεί σε είκοσ γή σε τριγιάντα χρόνια να ξαναπάρς πίσω τς παράδες σ’. Αλλά ο κόζμος έναι πέντε βόδια δυο ζοβγάρια. Δε νογά. « –Μπρε αγαθούλιακα, τς έδωκα εγώ φραγκούδια ζεστά μαθέ σα ντον ήλιο και θα μπαντέχω τριγιάντα χρόνια για να τα πάρω πίσω;» με λέγ’ ένας. «Σκάνταλο» τσατσάρζε ένας άλλος. «Κλέφταρ, μαφιόζ, λωποδύταρ, λήσταρχ’». Ούλο τέτοιες παλιοκουβέντες άκγιες για τς αθρώπ που πασκίζνε για το λαό, με το συμπάθειο, και έναι και σοσιαληστές. Αλλά μπορείς μαθέ να περιβρείς το γκόζμο; Αλλά σιντίκ αχαριστία και γαδουριά. Μπίζελα κορμιά. Βρίζνε τς αθρώπ άδικα. Δε στμέρνε μπλια τίποτα. Δε σκέβντεν ότι τώρα έχνε το ντίτλο τ’ Ευρωπαίου, μόνε σκέβντεν που χάσαν τα φράγκα τς. Αφού βγαίν’ κοτζάμ πορδυπουργός και τς λέγ’ «Πετύχαμ το στόχο μας και πήγαμ τν οικονομία δεκεί που θέλαμ», τίποτα εκείν’. « –Μπρε κουμούσναρε π’ κάμενς τ’ σαπνάδα μες το γδι, τι σε φταίβ ο πορδυπουργός, γή κειος ο τίμιος άθρωπος ο Γιάννος; Άμα δεν ήθελες να μην έπαιζες. Άμα σε πει δηλαδής ένας να μπρουμτήσεις μες το πγαδ, εσύ θα μπρουμτήσεις;» λέγω σε ένα. «Έναι γή απατεώνες γή ανίκαν’» με ξαναλέγ’. « –Μπρε τι ανίκαν’ με λες, τούτεν’ έχνε κι απ’ το γκώλο μάτια. Άμα είσαι εσύ τζογαδόρος σε φταίβ η κυβέρνησ;» « –Μπρε τι τζογαδόρος, εγώ δεν έπιασα ποτές χαρτιά στα χέρια μ’» « –Μπρε μπας και ήνταν τζογαδόρος ο μπαμπάς σ;» τον λέγω. «Όχ’ δεν ήνταν» «Ο παπούς σ’;» τον ξαναλέγω. «Ούτε ο παπούζεμ έπαιζε, αλλά ένας προπάποζεμ έμαθα ήνταν καλός σντ μπρέφα». «Νάτο» τον λέγω. «Αυτός ο προπάπος έφταιβε. Δεν άκσες που τώρα που διαβάσαν το ντιενέγ’, σε λέγ’ για ούλα τα κοσούρια φταίβνε τα γονίδια; Αχ μαύρε τα γονίδια σ’ σε ντ γκάμαν ντ μπαλιοδλειά όχ’ ο πορδυπουργός» τον λέγω. Γι αυτό χωριανοί τσιμδιά λαλιά κι άμα τα γονίδιά σας δεν έναι τς προκοπής αλλά για το μπλόργο, να μη ντα βάζτε με το γκάθε τίμιο σοσιαληστή. Μόνε να παρακαλάτε να βρούνε οι γιατροί τν ανωμαλία μπ δέρεν’ τα γονίδιά σας, να τ’ θεραπέψνε και τότε να δγείτε παράδες στο χρηματιστήριο.

Ο τζαναμπέτς


Δημοσιεύθηκε στη «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΤΣΙΚΗΣ» στο τεύχος 5, Φεβρουάριος – Απρίλιος, 2001.




Τρομοκρατία


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας



Τo ντελευταίο καιρό μας έχνε παραζαλίσ τα δύμια, με το ζμπάθειο κιόλας, με τούτεν’ τ ντρομοκρατία. Στν αρχή, καμένος εγώ, δεν σκάμπαζα και νόμζα οτ έναι κανέ σερτκό, καμιά κολιάντζα να πούμε ή χλαπάτσα που πιάν’ τα ζα και τς αθρώπ, γιατί ήγλεπα στ ντηλεόρασ ότι γοι αθρώπ ήνταν πολύ ξετρομαρζμέν’ και φοβούνταν. Ύστερα μαθέ με το έκαμε λιανά ο γκμπάροζεμ και με λέγ’ τρομοκρατίγια δεν έναι λοιμκιά, αλλά έναι εκειό το πράμα που καμπόσεν’ αξπόλτ βάζνε μπόμπες και πύραυλ’, για δίν’νε φαερόπ με τα τφέκια σε κάτ πλούσιοι και σε κατ πολιτικοί. «-Ε και τι μας νοιαζ, ούτε πλούσιοι είμαστε ούτε πολιτικοί» τον λέγω. «-Βρε μούτσαρε, δε νογάς γκρι, τούτα τα κοπρόσκ’λα που σκοτώναν αθρώπ μας είχαν μπομπέψ σ’ ούλο το γκόσμο, γιατί οι ξέν’ νομίζαν ότ δεν έχομ σοβαρό κράτος» με λέγ’. «-Ε και τι, έχομ μαθέ και δε ντο ήξερα;» «Ε για δγιε, τώρα που τα πγιάσαν θα πει ότι έχομ. Να μη μας λένε ότι είμαστε χαμέν’ και χαντακωμέν’, μόνε για τα ροπαν’δογούλια τα καυτερά. Γλέπω και γω στ ντηλεόρασ, εκείν’ που μπαγλαρώσαν και τς βάλαν στν αράδα και τι να δγιω. Ένας ήνταν χοντρούλιακας, ούλο κλιες και άντερα, να τον σκίσεις με το νύχ’, ίσαμε 150 οκάδες. Ο άλλος ήνταν ένας κλος λ’γοδέκατος σα λ’κόπιασμα, άλλος ήνταν ένας κτσος που τράβαν τ μποδαρέλα τ, ένας άλλος ήνταν λωλός και σύντχαινε με τς ξοδκιές, άλλος ήνταν κύκλωπας γκαβός κι ήγλεπε τ’ άστρα, ένας άλλος περήφανος στ αυτιά ντιπ κφούλιακας, άλλος είχε ζάχαρο και είχε και ντ γκαρδιά τ’ που τον είχε χτυπήσ η νοτιά και ο αρχηγός που τον λέγαν Λάμπρο, ήνταν ένας ποπονιασμένος και σακλιασμένος γέρος, ντιπ κούτλαρος. Τρεις τρομοκράτες λέγ’ ήνταν αδέρφια και παπαδοπαίδια, παπά παιδιά διαβόλ αγγόνια. Ένας έφκιανε εικόνες και ένας άλλος έφκιανε τέμπλα για αγκλησές και ένας άλλος μπουζούκια και λύρες. Μπρε συ μαθέ γκμπάρε τον λέγω, μπας και κάμνε μαθέ λάθος γοι αστυνόμ; Μπας και μας λιμάρνε; Σα να με φαίνεται μαθέ ότι τούτεν’ έναι ζντγιανοκόματ και βγαίν’νε με το ντροβά, γι’ αυτό έχνε και λυρούδες και παίζνε, αφού μαθέ έναι ανάπηρ αθρώπ κι έναι μόνε για τς χαλβαδόπτες τς σαμωτές. Μπρε μπας και παγαίναν σντ Τήνο να παρακαλέσνε ντ Παναγιά για να τα δώκ’ τν υγειά τς και βρήκαν τν ευκαιρία και τς πιάσαν σα ντο ξεπάστελο σύκο για να δείξνε ότι τάχαμ πιάσαν τς τρομοκράτες; Μαθέ τούτεν’ έναι να τς ελεήγ’ς. «-Αμ απ’ τούτεν’ τς σμαδεμέν’ να τα μπαντέχ’ς ούλα» με λέγ’ ο γκμπάροζεμ. «-Ξέρς βρε τι τρομοκρατία φέρνε τούτεν’; Ο ένας για να καταλάβς, όντας τον ανακρίναν, ο Χριστόδουλος, ήπιε 17 νεσκαφέδες». «-Τι, έναι κι ο αρχιεπίσκοπος τρομοκράτς; Και ήπιε τόσεν’ καφέδες; Μωρέ γι’ αυτό έναι τόσο νευρικός» τον λέγω. «Βρε ποιος αρχιεπίσκοπος, Χριστόδουλο λένε ένα τρομοκράτ». «-Ααα» τον λέγω. «Αξ και ξερός». Τέλος πάντων με τν απορία μαθέ θα πομείνω, αλλά με τούτεν’ αφορμή γίναν πράματα και θάματα. Πρώτα πρώτα δεν αφήκαν οι σταυρωτήδες κανένα σακάτ σε χλωρό κλαρί. Μα κλόχερο, μα κτσούλιακα, μα στραβούλιακα, τς συλλαμβάναν για τρομοκράτες. Κατά δεύτερο βάζαν στο ρεντίδ ούλ’ τς θρήσκ’ και τς αγιολάτες. Μια μέρα που ο ψάλτς ο Κώστας έπνε το καφεδέλιτ στ μπλατέα τς Ατσκής, τον γκυκλώσαν οχτώ αστυφυλάκ’ με τς γκράδες και τον πήγαν στο γκισντάν’. Αμ τς παπάδες; Όπ βλέπνε παπά τον παίρνε στο καταπόδ και τον κάμνε απ’ τη σοπαντίρα να παγαίν’ κώλο κώλο. Αφού οι παπάδες οι καμέν’ δεν κοτούνε να βγούνε στο μεϊντάν’. Μια μέρα μουντάραν σε μια κηδεία και μαγκώσαν το μπαπά για τρομοκράτ και πόμνε αβλόγ’τος ο σχωρεμένος. Άλλ’ μια μέρα που ο παπάς πήγαινε να μεταλάβ ένα που έκαμνε ματιές στο Μχάλ’ και μάζευε υπογραφές για σαπάν, πέφτνε σταυρωτά οι χωροφυλάκ’ και τον λένε: «Βγάλ το μπαζούκας κατ απ’ το ράσο». «Ε, όχ’ και μπαζούκας, δε ντ νέχω μαθέ τόσο μεγάλ’» τς λέγ’ ο παπάς. «Βρε τι έχ’ς κατ απ’ το ράσο;» «Το δισκοπότηρο τέκνα μ, το δισκοπότηρο».
Τι να πει κανείς, δε βρίσκ’ς άκριγια λέγω με το νηγευτό μ, απαξανέκαθε η αστυνομία μας ήνταν μόνε για τα σμάνουρα τα δροσνά και για τα μουστοκούλ’κα τα μελωμένα. Μαθέ τούτεν’ οι παραλέκατ που πιάσαν φέρνε μόνε γέλια και ανεγέλια κι όχ’ τρόμο και φόβο. Να με ρωτήσνε εμένα ποιος έναι τρομοκράτς και να τς πω. Έχ’ς δγει πιο μογάλο τρομοκράτ απ’ το σουπερμάρκετ; Για πήγαινε ψούν’σε ότ σε χρειγιάζεται και γύρεψε ύστερα το λογαριασμό κι άμα δε σε πιάσ τρεμοκούρκουλο, να κάμω μια κωλοτούμπα τσίτσαρος πας τς κουτσνίδες. Για πάρε ένα δάνειο από μια τράπεζα και άντε να μη δώκ’ς μια δοσ και τότε θα δγεις ένα τρομοκράτ που θα σε πιάσνε τα κατουρλιά. Άντε να έχ’ς να σπουδάγ’ς δυο παιδέλια κι άμα δε σε πιάσ σύγκιργιο και δεν ανεργάς σα ντο ψαρ, εγώ να φάγω μια σκατούλα μελεμενιά, με το ζμπάθειο, που ήλεγε κι η γιαγιάμ η Βωτώ. Άντε να μην έχ’ς δλεια και τότενες θα δγεις τι τρομοκράτς έναι ο χασάπς, ο ψωμάς κι ο σπιτονοικοκύρς. Θα παίρεν’ς τα’ ανάπλαγα, θα νιαγδίγ’ς σα ντο κατί και θα παρακουντλάς. Ή άντε να μη πλερώγ’ς στν εφορία και στο δημόσιο καμιά δοσ και τότε θα δγεις άμα αρέζ το λεμοντοζούν στον πισνό σ. Κι άμα δε ντα ψτεβς τούτα σε βάζω στοίχ’μα μια κάσα λουκμούδια. Γιαλάμαδε.
Δημοσιεύθηκε στη «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΤΣΙΚΗΣ» στο τεύχος 11, Αύγουστος – Οκτώβριος 2002.



Προς πιτρόπσα Άννα Διαμαντοπούλου

Η Λημνιά συτχιά δεύτερ επίσημ γλώσσα ντ γκουβέρνου

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας



Άκσα σήμερα στα νέα μαθέ, ότι γη πιτρόπσα μας στν Ευρώπ η κυρά Άννα Διαμαντοπούλου είπε να γίν’ δεύτερ επίσημ γλώσσα τς Ελλάδας η γλώσσα τς Αγγλίας κι ούλ’ μαθέ οι Έλλην’ να μλούνε τα ξεν’κά σναμετάξυτς, σα μπου κάμεν’ κι γη κυρά Άννα με τσε θκιοι τς. Στν αρχή με φανήκαν ούλα τούτα λωλάτα, γιατί μαθέ λέγω οι πιτρόπ ανάβνε και σβήνε τα καντήλια στν αγκλησά, τι δλεια έχνε με τς γλώσσες και τι ξεφτρών’ μαθέ η πιτρόπσα σα ντ γκαταβολάδα. Αλλά με λέγ’ ο γκμπάροζεμ ότι γοι πιτρόπ στν Ευρώπ δε σβήνε μόνε τα καντήλια, αλλά έχνε κι άλλες δλειες να δγιούνε. Υστερα πέσαν απάνετς ούλ’ οι μαμούχαλ’ που δε ξέρνε από που κατουρεί η όρεν’θα και βρέχνε μαθέ το ψωμί μες ντ γκρατούνα, πέσαν που λέτε να τ φάνε ντ κοπελούδα, ότι και καλά τούτο δεν έναι πρεπό, κι ότι θα ξεχάσομ ντ μπαράδοσή μας και ντ γλώσσα μας, σα να έναι γη παράδοσ δαν’κά για να τα ξεχάσομ.
Πρώτα πρώτα αφεντικίνα Άννα και κυρά θέλω να σε πω ότι πολύ σε μπεγεντώ, γιατί είσαι μαθέ και σα φεργάδα, σκορδέλια στα μάτια μ, γιατί δωνά που τα λέμε άλλο να σε μλα ένα μπαμπατζάν’κο πράμα κι άλλο κανέ κτσοφρόκαλο. Γιατί έχ’ και κατ άλλες που έναι και σα στφόκολλες, ονόματα να μη λέμε, και γενήκαν και πολιτικές μαθέ επειδή τς έκαμε το χοσμέτ με το σμπάθειο ο σχωρεμένος ο Αντριγιάς, που ήνταν ατζγκινλής και που Θιος σχωρέστον τρύπαν το ντοίχο, ενώ τούτος ο κοντέλιας ο Σημίτς τι να τρυπήσ, άντε να τρυπήσ ντ μπέτσα απ το γιαούρτ. Εσύ μαθέ γίν’κιες πολιτικιά με τ γλώσσα σ κι όχ’ με το πράμα σ. Σ’ άκσα ατή σ να λες ότι σε ζμπάθσε η Μαργαρίτα όντας είσαστε ΕΓΕΣ και σε έκαμε και νομαρχέσα πα σντ Κοζάν’. Όχ’ μπρε χαζέ δε τς λέγω κατσίκες, ΕΓΕΣ θα πει ένωσ γ΄ναικών Ελλάδας, στούρναρε. Λέγω μαθέ ότι από τότες φαίνταν ότι είχες κλίσ σντ γλώσσα. Γιατί όπως λέγ’ κι ο Γιώρεγ’ς ο Νταμπάκ’ς γή με τ’ γλώσσα προχωρά κανείς γή με το γκώλο τ. Τέλος πάντων μη ντα πολυλογούμε κιόλα, από τότε μέχρι τώρα, γίν’κιες πολύ μαστόρσα σ ούλα τα κόλπα, κατά πως λέγ’ κι παροιμία: «Ο καλύτερος μάστορας έναι ο κώλος τς αίγας που κάμεν’ κομπολόγια τς προβατσίλες».
Ύστερα, κατά δεύτερο, που λέτε σεις οι πολιτικές, θέλω να σε πω ότι καλά τα λες να αλλάξομ ντ γλώσσα, η κουβέντα σ έχ’ ασλή, γιατί ούλο τν ίδια τν ίδια ντ βαρεθήκαμ μπλια, όπως σχαθήκαμ και καμπόσεν’ απ το σναφ σας και πρέπ ή να τ ξεκαινουργώσομ ή να βρούμε μαθέ άλλ’. Καλή έναι τς Αγγλετέρας γη γλώσσα, δε λέγω, μεις οι Λημνιοί εξάλλου τ μσομλούμε κιόλα. Για να καταλάβς αφεντικίνα και κυρά, τσούγκα λέμε εμείς ντ τσούγκα, τσούγκα κι γοι Άγγλ’, ενώ γοι Αθηναίγ’ οι χαφτ τ λένε τσίχλα σα να έναι μαθέ η τσούγκα κανέ πλι. Ομως θα σε πω μια κουβέντα και να με ζμπαθά η χάρη σ, η Λημνιά η συτχιά έναι καλύτερ απ τς Αγγλίας για δεύτερ γλώσσα, να μη σε πω και για πρωτ αφού σε δίν’ και νογάς με το πρώτο. Γι αυτό δος χαμπαρολόγ’ στς χοτζάδες τ γκουβέρνου, ότι μεις τ δίνομ τ συτχιά μας να τ μάθνε ούλ’ οι Έλλην’. Να τς πεις ότι μια και δεν έχομ και δλειες και δε μπορούμε να φέρομ τη μια άκριγια με τν άλλ’, και δωνά που είμαστε ξύνομ κλιες και κάμνομ μαχραμάδες, θα γίνομ ούλ’ οι Λημνιοί καθηγητάδες σντ γλώσσα να φεξ η μοίρα μας, γιατί μαθέ τι δλειες θα κάμομ, θα πάρομ το θσάκ’; Και έννοια πόχ’ς κι εμάς δε θα πομείν’ απάν μας, εμείς ξέρομ ότι η χαρ θέλ’ αντιχάρ κι ένα φόρτωμα στο μλαρ. Εσύ μαθέ είσαι σεγ’τάν’ γ’ναίκα, φέρτεν’ καπάκ’ πέτεν’ εδώ έχομ χαζίρκια γλώσσα, θα τρέχομ στς ξένες; Και όσεν’ ψχοβραζμέν’ θερμοζεματίζντεν και φωνάζνε σα ζυχιασμένες κάτες και δε θέλνε να δώκομ τ συτχιά τς λέγω το τραγδέλ’ που λέγ’; «Α δε σε κάμω να γενείς φράγκος με το καπέλο, να τρέχεις να παρακαλάς και γω να μη σε θέλω». Γιατί όπως σε βλέπω και με βλεπς θα παρακαλούνε αλλά το πλουδ θα νέχ’ πετάξ τότε. Στα τελευταία δε τς έχομ κι ανάγκ’, αγέρας που δε βλάφτ άστον να ξεφσά.
Υστερα εμείς οι Λημνιοί ζούμε σα τς Άγγλοι. Οι γ’ναίκες μας παράδειγμα έναι φουμαντσούδες, απ το πρωί ως το βραδ καπνίζνε σα τς αραπίνες, όπως κάμνε και στν Αγγλία. Εναι και μοντέρνες, φορούνε μίνια, παγαίνε στς καφετέργιες ως τα ξημερώματα, δε γκάντεν μαθέ μες τα σπίτια σα τς κουρούνες και να κάμνε τα τυροπτούδια τς ντεμπέλας όπως τα παλιά τα χρόνια. Και μπορεί άμα μας μλούνε στα Αγγλικά να τστώνομ τ αυτιά μας σα ντο γάδαρο, αλλά δε μπορούνε να μας περάσνε και για τσοπανέρια, γιατί άμα αρχίσομ και μεις τα Λημνιά νομίζνε ότι έναι αφγανέζκα. Να σε δώκω ένα δείγμα; «Σουρ μουρ και χλιαμ χλιουμ με τα ξεφουρνίγ’ς. Καγκιόζα γιαγιά κοτσλίτ με πέντε αυγά, ξεπλάδιανες μπλια. Διαβόλ διάβολε στρι. Μπατάλ’ ουσούλ’ ούζβαρ κρασί, βαλ μινέτ μη μπεσ κοντοστέλ’ πα στο χαλετό». Κατάλαβες τίποτα κυρά Άννα; Σιγά μη γκατάλαβες. Γι αυτό σε λέγω, έναι άλλ’ γλώσσα, άλλο το βήξμο, άλλο το κλάσμο που λέγ’ κι η παροιμιά, κάμε το λοιπό αρχή που είσαι πασλίδκια γ’ναίκα, ραχβάνα κι όχ’ ταχτάρα, και τα σκληρά τα τσάγλα που έχνε αμεσάν’χτα, που μάθαν με τα τσερβούλια και τς μποδίζνε τα σκαρπίνια, και που χέζνε με το συμπάθειο ακόμα μες τ σούδα που λέγ’ κι η γιαγιά μ η Βωτώ, μη μας πενεβαίν’νε και πολύ γιατί θα τα κάμομ σα τα τσβάλια μες τ αμπάρ. Σε στέρνω και τούτο το τηλεγράφμα για να έχ’ς και σύ να κρατάς πράμα στα χέρια σ κι όχ’ μόνε τα σπαρματσέτα σα πιτρόπσα που είσαι.
Αφεντικίνα Άννα και κυρά
Δος χαμπάρ στς πανουγότερ Ευρώπς, μεις Λημνιοί ούλα καλά τμονεμένα για γλώσσα. Τισλίμσε συ δλεια, πέτεν’ τς τσιτσαρολαίμδες και τς τζιτζλόμδες, τς μπαντέχομ καλοκαίρ για πετνό με φλομάρια, κράσο καλαμπάκ’ και τσαλαβούτμα. Τζούλωσέτεν’ κοματούδ,΄κάμτεν’ να το παρλούνε το πράμα, αλλά με το γιαβάσκο μη τζοχαπιαστούνε και μας ταγίσνε καμιά μελεμενιά. Αμα μπιτίγ’ς πάτσε σφυρματγιά, μεις αλέστα, σφεντογονιέμαστε Βρυξέλλες και τα τελειώνομ. Πέτεν’ Λημνιοί Άγγλ’ αντίκωμ, τζιγκινέδες τ κιαρατά, πιάντεν αλαμπρατσέτα με τς Ευρωπαίγ’, ζγιάζνε πιπέρ. Το διάφορο τεμσάρκο. Και ζντήρα, άμα πράμα βγάλ’ κουκούλ’, α βγάλομ το άγαλμα τς Μαρούλας α βάλομ το θκο σ.

Ο τζαναμπέτς.

Δημοσιεύθηκε στη «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΤΣΙΚΗΣ» αρ. φύλλου 8, Νοέμβριος 2001- Ιανουάριος 2002.




Τα χιουμοριστικά της επικαιρότητας

Σκατόπαιδα


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας



Μεγάλη αναταραχή προκάλεσε ο κ. Πάγκαλος με το χαρακτηρισμό «σκατόπαιδα» για τμήμα της σημερινής νεολαίας, εννοώντας «παιδιά κακομαθημένα», που ενώ τα έχουν όλα δεν σέβονται, παραπονιούνται κλπ. Ακολούθησαν συζητήσεις και αρθρογραφία «σκατολογικής» φύσεως, με υποστηρικτές αλλά και επικριτές της γνώμης του κ. Πάγκαλου. Το κύριο σημείο ήταν μάλλον η προκλητική λέξη «σκατόπαιδα» ως περιέχουσα το συνθετικό «σκατά», παρά η σημασία της ως «κακομαθημένα», η οποία περιέχουσα τη λέξη «κακά» είναι βέβαιο ότι δεν θα ενοχλούσε. Θεωρώντας ότι το θέμα είναι πολύ σοβαρό, θα επιχειρήσουμε και μεις μια ανάλυση της λέξης «σκατά», επαναλαμβάνω μόνον της λέξης και όχι αυτών καθεαυτών των περί ων ο λόγος, καθότι στερούμεθα γνώσεων μικροβιολογίας, ζητώντας προκαταβολικά συγγνώμην από τους πιο συνεσταλμένους αναγνώστες μας για το αναπόφευκτο της αθυροστομίας.
Η λέξη λοιπόν «σκατά» είναι ελληνικότατη και μάλιστα αρχαία ελληνική. Στα αρχαία η λέξη είναι «σκωρ» που θα πει «σκατό» και κλίνεται όπως το «ύδωρ», δηλαδή: Το σκωρ, του σκατός, τα σκατά. Εξ ου και η λέξη «σκωραμίς» που είναι η «πάπια», όχι όπως λέμε μια πάπια μια χήνα, αλλά η πάπια που κάνουν μέσα οι άρρωστοι τα «κακά» τους και για να ακριβολογούμε τα «σκατά» τους. Φαντάζομαι ότι οι ενασχολούμενοι εις βάθος με την γλώσσα, ακούγοντας την κοινή ποδοσφαιρική λέξη σκορ ή σκοράρισμα, κατά μια επαγγελματική διαστροφή, θα σκέφτονται τη λέξη «σκωρ». Π.χ. η φράση: «Δεν σκοράρει ο Αλεξανδρής», θα μπορούσε να εκληφθεί ως δυσκοιλιότης του κακομοίρη του Αλεξανδρή. Την ίδια ρίζα έχει και το έτερο ισοδύναμο της λέξης «σκατό», δηλαδή το «κουράδι». Από το «σκωρ» έγινε «σκωράδιον» και έπειτα «κουράδι». Βέβαια στα κρητικά «κουράδι» θα πει «κοπάδι», λέξεις και οι δυο με σχεδόν ταυτόσημο νόημα. Αν δεν το πιστεύετε αυτό, μπορείτε να ρωτήσετε ένα βοσκό. Στα Αραβικά η έννοια «σκατά» αποδίδεται με τη λέξη «χαρά», έτσι όπως το ακούτε. Ίσως να υπάρχει κάποια σχέση, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη χαρά και την ανακούφιση που αισθάνεται κάποιος παράγοντας αυτό το παραγνωρισμένο αγαθό.
Αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας τα «σκατά» είναι συνώνυμο της ζωής, αφού η παραγωγή τους σημαίνει ότι ο άνθρωπος μεταβολίζει, άρα ζει. Απουσία τους σημαίνει θάνατο. Ζωή λοιπόν ίσον «σκατά», ασχέτως αν σήμερα για τους περισσότερους τα «σκατά» έχουν μετατραπεί σε ζωή. Παρόλο όμως το «συνύπαρκτον», οι άνθρωποι θέλουν να τα εξαφανίσουν από προσώπου γης, να τα εξοβελίσουν, να τα ξορκίσουν. Με τις προόδους της τεχνολογίας και υγειινής, χρησιμοποιώντας λουτροκαμπινέδες, μπιντέδες και τζακούζια, υπονόμους και αποχετευτικά συστήματα προσπαθούν να αποκαθαρθούν από αυτά, να τα αποδιώξουν από την γεηρή, άρα και «σκατένια» φύση τους. Ωστόσο με τους βιολογικούς καθαρισμούς, αποστειρώνοντάς τα και διιλίζοντάς τα, μας τα παρουσιάζουν πάλι ολοκάθαρα, τόσο που να τα «πιεις στο ποτήρι». Παλιά τα «έκαναν» σε «αγγειά» (μέχρι το 19ο αιώνα στην Ευρώπη) και τα πετούσαν από τα παράθυρα, εξ ου και η φράση «του ήρθαν τα σκατά κατακέφαλα». Ο Ανδρέας Λασκαράτος περιγράφει με σπαρταριστό τρόπο, πώς αυτό γινόταν και στα Ιόνια νησιά. Ο Ρούσσος Βρανάς γράφει ότι στο βιβλίο του Ντομινίκ Λαπόρτ «Η ιστορία των σκατών» αναφέρεται ότι στο Παρίσι ο βασιλιάς Φραγκίσκος με διάταγμα το 1539 επιχείρησε να σταματήσει αυτή την «εναέρια» βόλτα των «σκατών», που από την παραγωγή αμέσως πετούσαν στους αιθέρες. Στο βιβλίο αυτό περιγράφεται λεπτομερώς η «πολιτική των σκατών». Βεβαίως όπως έχετε διαπιστώσει εκτός από την «πολιτική των σκατών» υπάρχουν και τα «σκατά της πολιτικής». Στη Λήμνο αλλά και σε όλη την ελληνική επαρχία η υπαίθρια αφόδευση μέχρι και πριν λίγα χρόνια εθεωρείτο απόλαυση πρώτου μεγέθους, προπάντων σε μέρος με θέα. Από κει βγήκε και η φράση: «Χέζε ψηλά κι αγνάντευε». Εκτός από την υπαίθρια εναπόθεσή τους υπήρχε και η εναλλακτική οδός της σούδας, δηλαδή του μικρού σχετικά χώρου μεταξύ δύο σπιτιών που έπαιζε το ρόλο αποχωρητηρίου. Κατάλοιπο της σούδας είναι η φράση: «Ακόμα τα σκατά τ’ μέσα στ σούδα έναι και μας κάμεν’ τον καμπόσο».
Η επίμαχη λέξη κατακλύζει τις φράσεις της λαϊκής μας σοφίας, τις παροιμίες, τις ιδιωτικές συζητήσεις αντρών και γυναικών, την καθομιλουμένη της νεολαίας, τις επιθεωρήσεις, την καρναβαλική διάλεκτο και τελευταίως πλημμυρίζει και την τηλεόραση. Έχει συνδεθεί πολλαπλώς με βρισιές, με κατάρες, με ιδιότυπες διαιτητικές προτροπές και συμβουλές, με οικονομικές διαπιστώσεις, με απαξιωτικές αξιολογήσεις και με πληθώρα άλλων καταστάσεων. Το πεπτικό αυτό παράγωγο διαβαθμίζεται, ταξινομούμενο κατά τρόπο τέλειο, με κριτήριο την ποσότητα και το μέγεθός του. Μια ταξινόμηση εις Λημνιακή διάλεκτο είναι η ακόλουθη: Σκατό, σκατούδ, σκατέλ’, σκατλέρ, σκατλαρούδ, σκατλαρδέλ’, σκατούλα, σκατλάρα, σκατλέρα, σκάτλαρος, κουράδ, κουραδέλ’, κουράδα, κουραδάρα, κούραδος, κουραδούκλαρος, κουραδοκούραδος, σκατοκούραδος, κουραδόσκατο, κλπ. Ανάλογα με την επεξεργασία θα μπορούσε να διακριθεί σε αχνιστή, μελεμενιά ή πατμέν’ (σκατούλα). Ανάλογα με την υφή, μπορούν τα «σκατά» να διακριθούν σε κανονικά, σφιχτοκούραδα, νερλά, η τσίλα. Όσο για το χρώμα υπάρχουν τα γνήσια καφεδιά, τα προυνάτα (μαύρα), τα περτσλά, τα ξάσπρα και τα κνικάτα. Πολιτικώς ομιλούντες υπάρχουν τα πράσινα, τα μπλε και τα κόκκινα «σκατά». Ένα χρώμα δε, έχει πάρει το όνομά του κατευθείαν από αυτά. Είναι το χρώμα «σκατί». Μην παραξενευθείτε αν ακούσετε τον διάλογο; «-Τι χρώματος θέλετε τα παντζούρια σας;» «Μα κλασικά, χρώματος σκατί». Και μια που μιλάμε για παντζούρια ας μην ξεχάσουμε και την «σκατολογία» του Γεωργίου Σουρή: «Σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, απ’ τα σκατά να σηκωθείς μες στα σκατά να πέσεις. Σκατά εδώ, σκατά εκεί, σκατά και παραπέρα, στις πόρτες στα παράθυρα, σκατά και στον αιθέρα». Βεβαίως και σύγχρονοι καλλιτέχνες τιμούν το πολύτιμο αυτό προϊόν, όπως ο Τζίμης Πανούσης: «Σεξ, φαϊ, σκατά και ύπνος, εργασία και χαρά….». Επίσης περίοπτη θέση έχει στη δημώδη μας ποίηση και δη σε τραγούδια του γάμου: «Σκατά σκατά στα κάγκελα, σκατά στα κεραμίδια, σκατά στης νύφης το γουνί και στου γαμπρού τ’ απίδια».
Στη Λήμνο ειδικώς τιμούμε την οσμηρή λέξη γλωσσολογικώς, αλλά φοβούμαι και ουσιαστικώς, πάντα είχαμε μια τέτοια «σκατένια» κλίση. Παρακάτω θα εξετάσουμε μερικές ιδιωματικές φράσεις της Λήμνου μας, με…περιεχόμενο. Π.χ. η φράση: «Να φας τα σκατά σ’» εκτός από την κυριολεκτική σημασία της, έχει και τη σημασία ξορκιού, ως αποδιώχνουσα τη γλωσσοφαγιά και τη βασκανία. Ένα παράδειγμα: «-Καλημέρα γ’τόν’σσα». «-Καλημέρα και σε σένα γ’τόν’σσα». «-Είδα τ’ αγγονέρια σ’ σήμερα, μεγαλώσαν, κοτζάμ παιδιά γινήκαν». «Νάσαι καλά γ’τόν’σσα φχαριστώ». Και σιγά –σιγά για να μην την ακούσει: «Τα σκατά σ’ να φας διαβόλ γκουρλομάτα και νάναι και νερλά». Μια άλλη Λημνιακή έκφραση και μάλιστα με ρίμα είναι η ακόλουθη: «Φάγ’ σκατά κι απόσκατα φάγ’ και γουρτζελόσκατα». Μια άλλη φράση που δείχνει τη μακρά κατοχή του νησιού από τους Τούρκους: «Σκατά και μποκ». Τουρκιστί για τους μη γνωρίζοντες, «μποκ» σημαίνει «σκατά». Η έκφραση: «Τον περέχ’σε με τα σκατά» σημαίνει «τον προσέβαλε» «τον μάλωσε πολύ».
Άλλες φράσεις:
* «Τρώγ’ τα σκατά του τάδε», σημαίνει ότι κάποιος είναι στην απόλυτη επιρροή κάποιου άλλου.
* «Τα σκατά τς τον τάγ’σε». Με ερωτικό περιεχόμενο, δείχνει τον εξουθενωτικό έρωτα κάποιου για μια γυναίκα που τελικά τον κάνει τον φουκαρά ότι θέλει αυτή.
* «Ανεκατών’ τα σκατά τ’». Βράζει κάποιος στο ζουμί του, στη μιζέρια του και στη δυστυχία του.
* «Και σκατά να έχω τα θέλ’». Για άρπαγα και συμφεροντολόγο.
* «Έπεσε μες στα σκατά». Συνώνυμο κακής τύχης κυρίως στο γάμο.
* «Απ’ τα σκατά στα σκατά». Από τη μια κακή τύχη στην άλλη.
* «Θα τον βγάλνε λιόκαυτα σκατά». Δεν θα περιποιηθούνε κάποιον επισκέπτη αφού δεν τον έχουν σε σειρά, σε εκτίμηση, άρα θα τον τρατάρουν αυτόν τον… περίζηλο μελίπαστο μεζέ.
* «Τα σκατά σ’ να φάγω». Ένδειξη απόλυτης υποταγής, υποβολής σεβασμάτων και παραδοχής σφάλματος. Π.χ. «Ήμαρτον αφεντικό, τα σκατά σ’ να φάγω».
* «Πήρτε τα καλά μ’ φάτε και τα σκατά μ’». Αυτό αξιώνει ο ανήμπορος που άφησε την περιουσία του σ’ αυτούς που θα τον ξεθανατίσουν. Ή παρεμφερώς: «Άλλος τα καλά τ’ κι άλλος τα σκατά τ’».
* «Όπ σκατά και το φκιαρ». Για τις παλιοπαρέες, ή αν θέλετε, τις σκατοπαρέες που κάνει κάποιος. Γενικά το φτυάρι συχνά το συνδυάζουν με τα «σκατά» αφού υπάρχει και η φράση που χρησιμοποιείται ως βρισιά που λέει: «Άντε διαβόλ σκατοφούκιαρο». Επίσης: «Έφαγε τα σκατά με το φκιαρ», που σημαίνει ότι ταλαιπωρήθηκε πολύ, πως έκανε κάποια κοπιώδη ή βρώμικη δουλειά.
* «Να φας σκατά και να πγιεις και πγαδίσο νερό». Αντί «πγαδίσο» μπορείτε να βάλετε τη λέξη «κρυγιό». Γνήσια Λημνιακή εδεσματολογική προτροπή, φαντάζομαι εφαρμοζόμενη το καλοκαιράκι.
* «Άλλα και χέζ’ σκατά ο κώλος τ’». Κατά το «άλλα και έχ’ κι ο δάσκαλος αίγα». Ακρως θυμοσοφικό και ειρωνικό.
* «Μεγάλ’ σκατούλα φάγε, μεγάλο λόγο μην πεις». Σοφό.
* «Μόνε φαγί και σκατό». Για τον τεμπέλη, τον άχρηστο.
* «Καλοκαιρνό σκατό, το χμώνα μέλ’». Για τις οικονομικές δυσκολίες του χειμώνα που όλα είναι λιγοστά εν αντιθέσει με την αφθονία του καλοκαιριού.
* «Σκατομπάρδακα». Σύνθετη λέξη από το «σκατά» και το «βάτραχος», που σημαίνει ούτως ειπείν, «τιποτένιοι λογάδες». Π.χ. «Άντε φευγάτε από δωνά δαιμόν σκατομπάρδακα».
* «Το καλό τ’ αυγό το κάμεν’ η όρεν’θα που έφαγε σκατά». Αντινομίες της φύσης, αν μπορείς κάνε κι αλλιώς.
* «Και τα σκατούδια τς τρώγ’ντεν». Γνήσια Ατσικιώτικη φράση που την είπε ο συχωρεμένος ο Δημητρός ο Τραγάρας ή ναυταλιά, για μια πολύ όμορφη τραγουδίστρια τη Χαρούλα, που ένα διάστημα τραγουδούσε στην Ατσική.
* «Τι σκατά λεγ’;». Καμιά εκτίμηση στα λεγόμενα κάποιου.
* «Σκατά γιατρός», «σκατά δικηγόρος», «σκατά μάστορας», «σκατά πολιτικός». Καμιά εκτίμηση για τις επαγγελματικές ικανότητες κάποιου.
* «Σείσε σείσε ο γάδαρος τα έκαμε σα σκατά. Φάτε τώρα κι άλλ’ φορά σε φέρνω πιο καλά». Αυτό είπε ένας αφελής (;) κιαχαγιάς στο αφεντικό του όταν του πήγε σύκα, τα οποία όμως από το ταρακούνημα του γαϊδάρου είχαν συνθλιβεί.
* «Σκατά έφαγε σκατά μολογά». Για τον κακομαθημένο στους λόγους.
* «Σκατόγερος». Το αντίστοιχο του «σκατόπαιδα». Αυτόν τον τίτλο θα μπορούσαν να τον προσφέρουν στον κ. Πάγκαλο τα σημερινά παιδιά εις ανταπόδοση του δικού του.
* «Ξεραίν’ το σκατό τ», ή «Κάμεν’ το σκατό τ παξμάδ». Η απόλυτη οικονομία.
* «Σκατόστομος». «Σκατόταφος». «Σκατοθυμιασμένος». Κατά την περίσταση.
Η λίστα αυτή μπορεί να διευρυνθεί ανάλογα με τις «σκατολογικές» γνώσεις ενός εκάστου και ανάλογα με τη φαντασία του. Δεν μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε τον θόρυβο που προκάλεσε ο κ. Πάγκαλος. Βέβαια όταν ένας ευτραφής μιλάει για «σκατά», αυτό είναι λίγο επικίνδυνο, γιατί αμέσως γίνεται ο συνειρμός με τις λέξεις «κούραδος», «σκατοθήκη», «κουραδομηχανή». Ασε που κάποιος θα μπορούσε να του πει; «Είσαι ό,τι λες», ή «Σκατά έδωσες (για την παιδεία), σκατά θα πάρεις»,ή «Σκατά στα μούτρα σου».
Αγαπητοί συμπατριώτες ευτυχείτε. Μην ντρέπεστε και μην αγανακτείτε. Οι λέξεις δεν πειράζουν, οι κακιές πράξεις πειράζουν. Ελπίζω να διασκεδάσατε, αφού αυτό το σκοπό είχε το κείμενο. Και ελπίζω να μην πείτε από μέσα σας ή απόξω σας: «Α μπα χέγ’ς», ή «φάτα». Από μέρους μου σας εύχομαι όλες τις καλές ευχές, εκτός από το: «Καλή όρεξη».

Δημοσιεύθηκε στη «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΤΣΙΚΗΣ» Αρ. Φύλλου 10, Μάιος – Ιούλιος 2002.




ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Ο κώλος μας σφνιζ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας



Μεγάλο ζήτημα ανέκυψε, από τη συμπεριφορά του υπουργού της ναυτιλίας κυρίου Κεφαλογιάννη, προς τα μέλη της συντονιστικής επιτροπής και άλλους φορείς, στη συνάντηση που είχαν για το θέμα της συγκοινωνίας της Λήμνου. Ο έπαρχος και οι δήμαρχοι της Λήμνου εξέφρασαν την αγανάκτησή τους για τον κύριο υπουργό, ο οποίος τους φέρθηκε, όπως λένε, άσχημα. Κυρίως τους ενόχλησε η φράση που είπε: «Τον κώλο σας να χτυπήσετε κάτω, το δρομολόγιο των Ψαρρών, δε βγαίνει…». Ένας δήμαρχος αποχώρησε,, υπήρξαν συνεντεύξεις, ανακοινώσεις διαμαρτυρίας, με μια λέξη, χαμός. Όλοι εστίασαν στη λέξη «κώλος», που θεωρήθηκε απρεπής, ακολούθησαν δε συζητήσεις επί του θέματος.
Θα μου επιτρέψετε να συμμετάσχω με το παρόν άρθρο στη συζήτηση αυτή, θα έλεγα στην «κωλοκουβέντα», καθότι το θέμα με αφορά ως ιατρό. Είναι γνωστές οι ιατρικές φράσεις «κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος» ή «τον πονεί ο κώλος τ’» ή «πότε ο Γιάννης δε μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί» ή «η αλεπού είδε τον κώλο τς και νόμζε ότι ήνταν γιαράς». Βεβαίως δεν είμαι γαστρεντερολόγος, αλλά το μέγα θέμα του «κώλου» νομίζω αφορά σε πολλές ειδικότητες, π.χ. οφθαλμολογία «είδε το γκώλο τς κι έχασε το λουφούσι τ’», ωτορινολαρυγγολογία «αμύρστος ή μυρζμένος κώλος», δερματολογία «τον τρώγ’ ο κώλος τ’», εσωτερική παθολογία «ούλα τα μέσα μ’ έναι κώλος», χειρουργική «θα σου κόψω τον κώλο», πλαστική χειρουργική «κάγ’κε ο κώλος μας», πυρηνική ιατρική «ο κώλος τ’ ρίχεν’ ατομικές μπόμπες», πνευμονολογία «βηχ’ ο κώλος τ’», κ.ο.κ. Το εν λόγω θέμα με αφορά και ως Λημνιό και θα επιχειρήσω μια εν συντομία ανάλυση πολιτικο-κοινωνικο-αμπελοφιλοσοφική, με την άδειά σας.
Εν πρώτοις, ίσως είναι υπερβολική η αντίδραση των αγαπητών συμπατριωτών μας αρχόντων, αλλά επ’ αυτού υπάρχουν διιστάμενες απόψεις. Θα μπορούσαν να του απαντήσουν με τον ίδιο τρόπο, εις άπταιστη Λημνιακή διάλεκτο, απ’ την ατέλειωτη Λημνιακή κωλική φαρέτρα . Ίσως η φράση «τς μάνας σ’ ο κώλαρος» να είναι πράγματι υπερβολική ακόμα και για τον κύριο υπουργό, ο οποίος διαθέτει χιούμορ, αλλά μια φράση όπως: «κλείσε το στόμα σ’ κι αν’ξε το γκώλο σ’» ή «μλα κι ο κώλοζ ιμ’», ή «σε γράφομ σντ γκωλαριά μας» πιθανώς να ταίριαζαν στην περίσταση. Ο κύριος υπουργός είναι γνωστό βέβαια ότι έχει μια ελευθεριότητα στο λόγο, δε μασά τις κουβέντες του, κοινώς «δε μλα μες στο γκώλο τ’» και ίσως είναι παρεξηγημένος, αλλά δεν μπορεί «να μλα το στόμα τ’ όπως κλαν’ ο κώλος τ’», άσε που όποιος «μλα σαν πουντιαζμένος κώλος», «τα γυρεύ’ ο κώλος τ’» και «μπορεί να βαλ’ το γκώλο τ’ πα ’στα βούρλα». Ένας υπουργός δεν μπορεί τα ζητήματα να τα πιάνει «άλλα απ’ το γκώλο κι άλλα απ’ το κεφάλ’», και να γελά και να ειρωνεύεται αυτούς, με τους οποίους συζητά. «Τι, ο κώλος τς φαίνταν;». Αυτό δείχνει ότι «δε φλαγ’ το γκώλο τ’». Άσε που «άμα ο κώλος τ’ πδα πολλά παλούκια θα χωθεί και κανένα μέσα». Βέβαια θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «κώλο π’ δε ντον πήδξες μκρο, μη ντον φοβερίγ’ς μεγάλο» και ίσως γι’ αυτό «δε δρων’ ο κώλος» του κυρίου υπουργού.
Προκαλεί έκπληξη πάντως το ότι πολλοί από τους διαμαρτυρόμενους παράγοντες ανήκουν στον ίδιο πολιτικό χώρο με τον κύριο υπουργό, ήταν δηλαδή «κώλος και βρακί» και «κλάναν με ένα κώλο», αλλά τώρα «μπερδέψαν τς κώλοι τς» ή «κωλοκοπανίσαν τς κώλοι τς» και φαίνεται ότι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του, αλλά «άμα πστέβεσαι το γκώλο σ’ χεγ’ς το σώβρακο σ’». Πάντως δεν είναι και το πιο σωστό, δικούς ανθρώπους «να τς περνάς απ’ τ’ σκλιου το γκώλο», γιατί κι αυτοί μπορούν στο τέλος να κοιτάξουν κι αλλού και να σου πουν «μόνε εσύ νομίγ’ς ότι εχ’ς άσπρο κώλο;». Να κάμουν δηλαδή τον υπουργό να «δγει τ’ κώλου τ’ την τρύπα» κι αυτοί να κάθονται και να σιγοτραγουδούν δήθεν αδιάφορα το γνωστό λαϊκό άσμα «ούλο τον κόσμο γύρισα, πήγα και στ’ Αγιονόρος, δεν είδανε τα μάτια μου, την τρύπα ποχ’ ο κώλος». Και τότε να δεις τον κύριο υπουργό «να κάμεν’ ο κώλος τ’ έτσενάς», να «κάμεν’ κωλοτούμπες», να «κωλοσέρνεται», να πηγαίνει «κώλο – κώλο» σαν «κωλοκομμένος», να παρακαλεί, να βλέπει κακά όνειρα και εκείνοι να του απαντούν: «Είδες Λημνιό στο νύπνο σ’; Κώλο γυρεύ’» και έλα στ’ Λήμνο «άμα σε βαστά ο κώλος σ’». Γιατί μπορεί βέβαια «όποιος κάθεται στο γκώλο (κάπλα) τ’ γαδαριού να έναι βασιλές», αλλά οι Λημνιοί «τον έχνε λύσ’ το καπλοδέτ’» ή όπως τον λένε στην Κρήτη «τον κωλιέρη». Γιατί ναι μεν οι Λημνιοί «τρέξαν με το σκατό στο γκώλο» να τον συναντήσουν, αλλά μη ξεγιελιέστε, «έχνε και στο γκώλο μάτια» κι «ας μην έχ’ ο κώλος τς δεύτερο βρακί να φορέσ’» και «δε τσαπτσαρίζνε κωλαριές». Ε, καμιά φορά φωνάζουν και επευφημούν «μέχρι να βγει ο κώλος τς σαν ορνός», όμως συχνά λένε και «ορίστε κατουρήστε, τον κώλο μας μυρίστε» κι όπως είναι γνωστό σε όλους, «ο κώλος διατάζ’ και βασιλιά». Σου λέει, είπαμε, υπουργός είσαι, να πεις μια κουβέντα παραπάνω, αλλά όχι «είπαν το λωλό να χεσ’ και κειος ξεκωλιάσκιε». Τι είμαστε, «κωλοκουρίδια», «κωλόσουρες», ή «κωλοκούβαρα», η «ούλα τα ναι τα ναι και τς αλεπούς ο κώλος», για να μας φέρεσαι έτσι; Μπορεί να είσαι υπουργός και να επιστατείς από εφοπλιστές μέχρι ναύτες, αλλά και μεις ξέρουμε σαν νησιώτες «ότι ναυτ’ς δε γίνεσαι άμα δε φαγ’ κατράν’ ο κώλος σ’». Και μη μας κάνεις και πολύ το μάστορα γιατί θα σου πούμε ότι «ο καλύτερος μάστορας έναι ο κώλος τς κατσίκας που κάμεν’ κομπολόγια». Σου λέει, αυτό μοιάζει με εκείνο το: «πήγαμ να πουμ τον πόνο μας κι μας έπιασαν το γκώλο μας». Πού είναι η ταπεινότητα; Μονο «μαγκιά, κλανιά και κώλο φιλιστρίν’».
Βέβαια υπάρχουν και οι υποστηριχτές του κυρίου υπουργού. Όλα τα σοβαρά νησιά, λένε, μερίμνησαν και αγόρασαν καράβι για τις ανάγκες τους. Μόνο οι Λημνιοί και μερικοί ακόμα άχρηστοι, το έχουν ρίξει στη «ζήτα». «Ζήτα κώλο το Γενάρ και καράβ τον Αλωνάρ». Ζητούνε το ένα, ζητούνε το άλλο, τελειωμό δεν έχουν. «Τς δώκαμ από μπροστά, θέλνε κι απ’ το γκώλο». Και έχουν «στόμα πιο μεγάλο απ’ το γκώλο τς». Όλοι αγωνιστές και συνδικαλιστές, θεμ’ σχώρα με. «Βγήκαν οι κώλ’ στο μεγ’ντάν’ και μπαταλιάσαν τα πουτιά». Και με την κυβέρνηση και κατά της κυβέρνησης. «Εμ κωλομπαράς, εμ μπνες». Που να τα βρει και ο υπουργός τα καράβια να τους τα βάλει; "Απ' το γκώλο τ' να τα βγαλ';". Όταν είναι να συνεισφέρουν για ένα κοινό σκοπό είναι «ότ’ φάμε ότ’ πιούμε κι ότ’ αρπάξ’ ο κώλος μας» και «τζουρτ μπουρτ το κωλέρι τς, φύγαν». Όλοι «κλάν’νε με ξένο κώλο». «Μια πθαμή απ’ το γκώλο μ’ κι ας μπει σ’ οποιανού θέλ’». Άμα τους πεις αλήθειες σε πιάνουν εχθρό. Σιγά μη σας βάλουν καράβια. Σας είπαν δυο «κωλοφέξουλα» και τα δέσατε κόμπο. «Τα καράβια θέλνε παράδες, δε θέλνε κώλο». Και «με τ’ γκουτσνίδα δε σκουπίζεται κώλος». Ε κακομοίρηδες, «άμα δε βρέξεις κώλο δεν τρως πεταλίδα» κι «άμα δε δρωσ’ ο κώλος σ’ δε θερίγ’ς χωράφ’». «Σας πλήσαν τς κωλοφωτιές για φανάρια» και τσιμπήσατε.
Ε καημένοι Λημνιοί. Μια από τα ίδια, χρόνια και χρόνια. «Ο κώλος όσο και να τον πλύν’ς πάλε κώλος βρωμεί». Στις εκλογές πάλι «θα τς φλήσομ το γκώλο» και οι από δω και οι από κει, τρομάρα μας. Αλλά «απ’ τς μυλωνούς το γκώλο τι μπαντέχ’ς, καλλιγραφία;».
Αγαπητοί αναγνώστες ευτυχείτε. Σας ζητώ συγγνώμη αν προσέβαλα την αιδημοσύνη σας. Αν γελάσατε, προσέξτε «μη ξεθμάν’ ο κώλος σας». Αν δε γελάσατε «γαργαλίξτε κοματούδ το γκώλο σας». Μόνο μη μου πείτε «α στ’ διαβόλ το γκώλο».

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΛΗΜΝΟΣ»





ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Παπαρολογίες και παπάρια


Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας



Μεγάλος σάλος και πολλές συζητήσεις προκλήθηκαν από τη φράση του υπουργού κ. Σουφλιά: «Όσα λέγονται περί παρωδίας διαλόγου για το χωροταξικό είναι παπαρολογίες». Η λέξη «παπαρολογία» προέρχεται από τη λέξη «παπάρι». «Παπάρι» στα νεοελληνικά σημαίνει «όρχις», κοινώς «αρχίδι» και πιο σπάνια σημαίνει και «πέος». «Παπαρολογία» λοιπόν είναι λόγος χωρίς σοβαρότητα, λόγια του αέρα, ή συζήτηση που αφορά στους όρχεις. Στη Λημνιακή διάλεκτο, μια από τις πιο πλούσιες διαλέκτους στην Ελλάδα, η λέξη «παπάρι» και τα παράγωγά της έχουν πολλές εννοιολογικές αποχρώσεις και σημασίες, είναι δε πηγή πολλών ιδιωματικών εκφράσεων. Θα μου επιτρέψετε μια παπαρολογική αναφορά - ανάλυση αμέσως παρακάτω. • Δε θα κρεμαστούμε στα παπάρια τ’. Δηλαδή, δεν τον έχουμε ανάγκη. • Έναι γεμάτα τα παπάρια τ’. Είναι νέος, γερός και σεξουαλικά δραστήριος.
• Στα παπάρια μ’ τα δυο, που’ναι σα γκαμπαναριό. Δε με νοιάζει καθόλου.
• Βάλαμ αντραγάτ στα παπάρια μας. Μας προέκυψε ακατάλληλος επιστάτης.
• Πέρασε η ξερή τα παπάρια. Ξεπέρασε κάποιος τα όρια. Παρόμοιο το: «Έπεσε η… ξερή τ’ και πλάκωσε τα παπάρια τ’».
• Θα πάρνε τα παπάρια μ’. Δηλαδή, δεν έχουν να ωφεληθούν σε τίποτα. Παρόμοιο το: «Θα παρ’ παπαρομάντλα». • Ξυν’ τα παπάρια τ’. Τεμπελιάζει. • Θα με ξουρίγ’ς τα παπάρια μ’. Αγέρωχη απάντηση, σε απειλή. Με παρόμοια σημασία και οι εκφράσεις: «Θα με καμ’ς αγέρα τα παπάρια μ’» και «θα με κλαγ’ς τα παπάρια μ’».• Το παπάρ το μεστμενό και μακουρλό, γή τα πλαγιανά αποκατνά και στρογγ’λαρίδια; Το πέος, ή τους όρχεις;
• Τούτεν’ χρειγιάζεται χοντρό παπάρ. Αυτή θέλει δυνατό σεξ.
• Έναι χοντρό παπάρ. Είναι μεγάλος παλιάνθρωπος.
• Αργάτ’ς με παπάρια. Πολύ καλός εργάτης. Μπορείτε να βάλετε οποιοδήποτε επάγγελμα ή ιδιότητα.
• Παπάρια αργάτ’ς. Πολύ κακός εργάτης.
• Παπαροντιντίλος. Αχρηστείας.
• Γράφντεν τα παπάρια τ’. Ξεχωρίζουν οι όρχεις του από το στενό παντελόνι που φορά.
• Γι’ αυτό με τρώγαν τα παπάρια μ’; Απάντηση σε κάτι που θεωρούμε ασήμαντο. Παρόμοιο το: «Γι’ αυτό μ’ έπιασε ξύζα στα παπάρια μ’;».
• Τι διάβολο, τρίγια παπάρια εχ’; Για πολύ δραστήριους σεξουαλικά.
• Δε δρών’νε τα παπάρια τ’. Δε φοβάται τίποτα.
• Εχ’ μπρουτζένια παπάρια. Είναι πολύ δυνατός, πολύ παλληκάρι. Παρόμοιο το: «Άντρας με πέντε οκάδες παπάρια».
• Κριγιαρίσα παπάρια ή γαδουρίσα, ή ταυρίσα. Πολύ μεγάλα.
• Βγήκε από φτωχά παπάρια. Προέρχεται από φτωχή οικογένεια.
• Τότε ήνταν μες στα παπάρια τ’ μπαμπά τ’. Ήταν αγέννητος.
• Φτωχά παπάρια, αλλά μεγάλα. Είναι φτωχός, αλλά ικανός και γενναίος.
• Κρεμάστκιε η παπαροσακούλα τ’. Γέρασε. Παρόμοιες εκφράσεις: « Σακλιάσαν τα παπάρια τ’», «σταφδιάσαν τα παπάρια τ’», « κρεμάσαν οι παπάρες τ’».
• Είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τα παπάρια μ’ κρέμεσαι. Απάντηση σε κάποιον που χρησιμοποιεί υβριστικό χαρακτηρισμό.
• Κρέμασμα απ’ τα παπάρια και να φ’σα και αγέρας. Προτεινόμενη σκληρή τιμωρία.
• Ο κιαχαγιάς κι ο κρίγιαρος τς ίδιες παπάρες έχνε. Για πολύ…προικισμένους κιαχαγιάδες, ή για πολύ χαζούς.
• Οι παπάρες μας μας κουνιέντεν δεξά κι αριστερά και μεις νομίζομ’ που έναι τροβάδες με φλουριά. Για μεγάλες παρανοήσεις.
• Τράβα τον απ’ τα παπάρια και δε θα το ξανακάμ. Χιουμοριστική πρόταση για τιμωρία.
• Τα παπάρια σ’ τράβα. Χιουμοριστική απάντηση σε κάποιον που φωνάζει: «Σάββα».
• Έπιασε τον παπά απ’ τα παπάρια. Έκανε μια ενέργεια αναποτελεσματική.
• Να ένας παπάς, πιασ’ τα παπάρια σ’. Γνωστή δοξασία για την αντιγκαντεμική επίδραση της παπαροαδραξίας.
• Πρηστήκαν τα παπάρια τ’. Από την ανικανοποίητη σεξουαλική διέγερση, αλλά και για τον κατά φαντασίαν ασθενή.
• Ένα καντάρ παπάρια. Για πολύ… παπαράτους, ή για προϊόν άνευ αξίας.
• Όποιος διεβάζ’ με τα παπάρια, γαμεί με τα μάτια. Για πρεσβύωπες, που κρατούν την εφημερίδα, το βιβλίο , κλπ, χαμηλά, σχεδόν ακουμπισμένο στα …παπάρια τους, για να βλέπουν να διαβάσουν.
• Χρειγιάζεται παπαροσακκούλα. Για πολύ παπαράτους.
• Τα παπάρια μ’ τα κόβω και τα τρώγω, στο χασάπ’ μινέτ δε βάζω. Είναι γνωστό παλαιόθεν το πνεύμα οικονομίας των Λημνιών, κοινώς τσιγκουνιά, ή ατζγκανιά.
• Άμα ξένα παπάρια αγκμπήσνε το αποκατνό τς εγ’ναίκας, έξωσ’ εύκολα δε γίνεται. Άσχημες διαπιστώσεις
Παπαρίου πραγματείας συνέχεια με Λημνιακές παπάρειες νότες.
• Τα παπάρια τ’ έναι μαλαματένια. Έχει πέραση στις γυναίκες.
• Τα παπάρια τ’ τα ’χ’ καλομαθμένα. Είναι τεμπέλης.
• Παραροχορέφτιργια. Ο καβάλος του παντελονιού.
• Γαδαροπαπαρομάγλαρος. Αυτός που έχει φουσκωτά μάγουλα, σαν τα …παπάρια του γαϊδάρου.
• Παπαρόμαγκας. Ο ψευτόμαγκας.
• Παπαρέλος. Αυτός που κάνει τον άντρα, ενώ είναι μισή μερίδα.
• Παπαροκάυελ’ς, ή παπαροκαβίλος. Αυτός που έχει στο νου του μόνιμα το …κεχρί.
• Παπαροφάς. Αυτός που του αρέσουν τα αμελέτητα.
• Πάπαρος. Μεγάλο παπάρι. Παρόμοιο, το «παπαρούκλικας».
• Πάπαρδος. Μεγαλόσωμος παπάς.
• Παπαρίζω. Συνουσιάζομαι. Επίσης και «χαϊδολογώ» σεξουαλικά ή μη.
• Παπάρα. Ψωμί μέσα σε γάλα που έχει μουλιάσει καλά, ή ψωμί μέσα σε ζουμί από φαγητό. Επίσης μεγάλο παπάρι.
• Παπαροκεφτέδες. Φανταστικό φαγητό.
• Παπαριά. Ηλίθια κουβέντα.
• Παπαρδέλα. Χαζοκουβέντα.
• Παπαρομύτ’ς. Αυτός που έχει ορχεοειδή μύτη, κάπως σαν τον Σπίθα.
• Παπάρια λιαστά. Υπάρχουν και βραστά και ψητά και κρομδιαστά, παπάρια καβουρμάς, κλπ.
• Παπάρια αγερζμένα. Τα βγάζει στο μεϊντάνι και γι’ αυτό αερίζονται. Ο ιδιοκτήτης τους λέγεται και «δειχνοπάπαρος».
• Παπάρια τζαμπανάρες. Κρεμαστά και.. γλυκά.
• Κ’δωνοπάπαρος. Σαν κυδώνια. Άραγε και αρωματικά;
• Πετνοπάπαρος. Μικρός στο μάτι, μεγάλος στο κρεβάτι.
• Βοντενοπάπαρος. Με παπάρια ομοιάζοντα προς Λημνιακή βόντενα (πεπόνι). Παρόμοιο το «ποπονοπάπαρος».
• Παπάρια με ατζμπίδια. Έτοιμα για…κόψιμο.
• Παπάρια κρεμαστάρια. Μην γελαστείτε και κρεμάσετε τίποτα πάνω.
• Μονοπάπαρος. Τον καμένο.
• Τριγιοπάπαρος. Ο έχων τρία, μακριγιά πο μας.
• Παπάρια σκοπαγ’δέλες. Τσιριασμένα, αλλά μελωμένα.
• Γουρτζελοπάπαρος, γαδαροπάπαρος, κλπ. Φαντασία νάχεις.
• Παπαρόμαντρα. Κατά το τροχαλόμαντρα κλπ.
• Παπάρ τ’ γάτο. Βρισιά.
• Ξυν’ τα παπάρια τ’ στο γόνατο. Είναι κρεμαστά.
• Το παπάρ που θα με φραν’ απ’ το καλαμοβράκ’ φαίνεται. Παρακινδυνευμένη διαπίστωση.
• Κρομύδια στα παπάρια τ’. Για μεθυσμένους, αφού παλιά αυτό εθεωρείτο καλό φάρμακο.
• Παπάρ αγγούρ’. Το μεγάλο παπάρι. «Έχ’ ποπόνια, έχ’ ατζούρια, εχ’ παπάρια σαν αγγούρια». Παρόμοια: Παπάρ σπηλ’νάντερο, παπάρ σα βγαλμένο χέρ’, σα μγκρόχελο, σα μπαλαμίδα, σα μεσαίο ποδάρ’, σαν απόμκρο τυρβόλ’ στο χόντρος, σα βουργάρκο θυμιατό, σα ντ αλετρόχειρ, σα γδόχερο, σα μαρκούτσ’, σαν αυλακωτήρ, κλπ.• Μεγάλ’ μυτ’, μεγάλο παπάρ. Μάλλον είναι μύθος.
• Πέτρα δεκεί π’ χωρεί και παπάρ δεκεί π’ δε χωρεί. Το έλεγε ο παππούς μου ο Σταύρος Μπουρμάς που ήταν πετράς αλλά και γαμιάς (παντρεύτηκε τρεις γυναίκες). Κάτι παραπάνω θα ήξερε ως ειδικός.
• Κρεμνά κάδο πα’ στο παπάρετ’. Γεμάτο με νερό ή άδειο;
• Μαλλί χιον’ παπάρ κανόν’. Αυτά τα λένε οι …παπαρόγεροι.
• Φοβέρζε ντ γ’ναίκα τ’ κι έκοψε το παπάρετ’. Για τρελές τιμωρίες.
• Αν ήνταν το παπάρ διολί θα νείχαν ούλ’ κομπανία. Και μάλιστα … παπαροκομπανία.
• Παπάρ ολόρτο, Τούρκος αβάφτ’στος. Και βαφτισμένος να είναι, πάλι Τούρκος είναι.
• Παπούδιανε το παπάρετ’. Έγινε μουσκίδι.
• Παπαρόβιγλα. Το… μπαλκόνι.
• Ψωμί τυρί δεν είχαμ, χοντρό παπάρ γυρεύαμ. Πάντα.
• Έναι γλυκοπάπαρος. Όπως λέμε γλυκοαίματος.
• Έναι φαρμακοπάπαρος. Όποια …παπαρώνει, πεθαίνει. Για χήρους.
• Τ’ παπαριού το κάπαλο, πήγε ως τον άφαλο. Έκανε βόλτα.
• Πετραδέλια με πετάς, παπαρούδια με ζητάς. Το φλερτ και ο στόχος του.
• Κάμεν’ το παπάρετ’ ζναρ. Έχει και περίσσευμα.
• Είδες άθρωπο κοντό, γή φωνή στον ουρανό, γή παπάρ στα γόνατα. Χαρείτε κοντορούπια.
Τελείωσα, γιατί μου φαίνεται σας έπρηξα τα…παπάρια. Αγαπητοί συμπατριώτες, οι πρόγονοί μας, απ’ των οποίων τα… παπάρια βγήκαμε, είχαν πνεύμα και χιούμορ. Και δεν φοβόταν τίποτα, πόσο μάλλον τις λέξεις. Εννοείται ότι και εμείς δεν τις φοβόμαστε και τις αγαπάμε. Ευτυχείτε εν παπαρεία νιρβάνα.

1 σχόλιο:

alex είπε...

Περιπλανώμενος στις ψηφιακές στράτες έχεις καμμιά φορά και καλά συναπαντήματα. Έτσι σε βρήκα στο face book και δευτέρωσε η έκπληξη που μου είχε επιφυλάξει κάποτε ο Σκαρίμπαςστα 90 του: "Αχ πόσο άθεος είμαι θεέ μου" είχε δηλώσει σε κάποιο δημοσιογράφο.
Διαβάζοντας στα δικά σου (αλλά και του Γεωργαντή) ηθολαογραφικά διηγήματα-ευθυμογραφήματα και ως εντρυφών και γω ως ερασιτέχνης γραφιάς στο είδος, ξαναδιαπίστωσα ότι η άγονη και πετρώδης ή είτε βρίσκεται "παρά θιν΄λημνίου αλός" είτε στα κράκουρα της νότιας Πίνδουκρύβει την ίδια λαϊκή ψυχή

Από Καρπενήσι
Ο κασίγνητος (αδελφός παρά Σοφοκλή) της πολύπληθούς -υποθέτω- ομάδας των Α.Χ.Α. (θρήσκευμα δηλωθέν στο Face book)
Αλέκος Χουλιαράς