Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Λευτέρης Αθ. Αναστασίου

ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

Ποίηση

Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Ο ποιητής Λευτέρης Αναστασίου, μια πολυσύνθετη και δραστήρια παρουσία στα γράμματα και στους κοινωνικούς αγώνες της Θεσσαλίας, εξέδωσε τη νέα του ποιητική συλλογή «Ανοιχτή παρένθεση». Ο ποιητής του ονείρου και των οραμάτων, δεν θα μπορούσε παρά να αφήσει «ανοιχτή παρένθεση», προσδοκώντας τη συνέχεια, τη διόρθωση του Λάθους, την Ελπίδα, την Ανάσταση. Όντας ποιητής και όχι λογιστής της ζωής, δεν κατανοεί αριθμούς, παρά μόνο ιδέες. Η πυθαγόρειος παραγγελία, «κλείνει η παρένθεση» δεν γίνεται από αυτόν αποδεκτή. «Τα πάντα εγένοντο κατ’ αριθμόν» έλεγε ο Πυθαγόρας, «τα πάντα εγένοντο κατ’ αγάπην» λέγει ο Λ.Α. Και οι δυο ωστόσο είναι ιχνηλάτες και ερευνητές του Κόσμου. Και οι δυο προτάσσουν το «εκάς βέβηλοι» και οι δυο έχουν την «τετρακτύν» τους. Η μεν του μεγάλου μαθηματικού στηρίζεται σε αριθμούς, στιγμές, σχήματα, η δε του ποιητή, στην αγάπη. Ο ποιητής χάνοντας αγαπημένα πρόσωπα συμπληρώνει με αγάπη, τηκόμενος σαν το κερί, αφού «κι αν απωλεσθούν οι καιροί, μένει ανώλεθρος η Αγάπη».



Παρόλο ότι την ποιητική του έμπνευση την αντλεί από ένα απέραντο χώρο και από ένα ολόκληρο κόσμο, οι ρίζες της ποίησής του είναι ευδιάκριτες και σταθερές. Κατ’ αρχάς τα βιωματικά στοιχεία του θανάτου της γυναίκας του και η ανατροπή της προτέρας του ζωής είναι η θρυαλλίς που δίνει την έκρηξη σ’αυτή την πλούσια ποιητική ιδιοσυγκρασία. Ο θάνατος, τα πώς και τα γιατί του, οι υπαρξιακές αναζητήσεις του, είναι διάχυτα σε όλο το έργο του. Έπειτα ο αγώνας και η αγωνία του για ένα κόσμο πιο δίκαιο, η αδυναμία του ως απλού ανθρώπου να τον αλλάξει, η ευαισθησία του συνδυασμένη με τη μαχητικότητα αλλά και τη σοφία που απέκτησε με τα χρόνια, δίδουν τη δεύτερη κύρια διάσταση στη θεματική του Λ.Α. Ένα άλλο ουσιώδες στοιχείο στην ποίησή του είναι το όνειρο και το όραμα. Εδώ ο ποιητής – αγωνιστής γίνεται ποιητής – μάντης. Με τα τρία αυτά χαρακτηριστικά ως θεμέλια, ο ποιητής ξεδιπλώνει αμέτρητες πτυχές της χαρισματικής προσωπικότητάς του, δημιουργώντας όχι απλώς ένα εξόχως ωραίο ποιητικό έργο, αλλά ξανατυπώνοντας τη νέα «Χάρτα του Ανθρώπου», δείχνοντας σε ποιο ύψος πρέπει να στέκεται ο Άνθρωπος.
Τ’ αγέννητα εγγόνια μας θάρθουν με ορμή / να μετρήσουν τούτη τη γη σπιθαμή προς σπιθαμή / να φυτέψουν πάλι κυκλάμινα και ανεμώνες / και θα μας απαγγείλουν βαρύ κατηγορητήριο… για την παράδοση της ιερής φωτιάς / σε ανάλγητους απελάτες…
Από τη «Συμφωνία λέξεων και οραμάτων» ως την «Ανοιχτή παρένθεση» αναγνωρίζεται μια αλλαγή σε ένα ποιητικό κλίμα πιο ήπιο, ο λυρισμός όμως είναι πιο έντονος. Στο έργο αυτό ο Λ.Α. βάζει παρά πόδας για λίγο τα άρματά του. Ώριμος όμως χωρίς παραίτηση, φιλοσοφημένος όμως λειτουργικός, άγρια χτυπημένος όμως με άκαμπτο φρόνημα, αλλάζει ρόλο. Ο αντάρτης δίνει τη θέση του στο στοχαστή, στον κήρυκα, στον προφήτη.
Το «νενικήκαμεν» είναι ύβρις και οίηση / στις έγνοιες της ματαιότητας. / Καιρός να αποθέσουν στην ιερή Γη τη σπάθη / και να αναζητήσουν μια στάμνα για το φρέαρ / της Σαμάρειας…
Ο ποιητής ζει σε μια έκσταση, σε μια ιερή μέθη, που τη μεταδίδει και στον αναγνώστη. Η ατομική μυθολογία του είναι πλήρως διαμορφωμένη πλέον, μέσα σε ένα ονειρικό διάκοσμο, με μεγαλύτερη φραστική τόλμη, με πλούσιο λεξιλόγιο, με πλήθος επιθετικών προσδιορισμών. Οι συχνές αναφορές του στην αρχαιοελληνική και εκκλησιαστική γραμματεία γίνονται χωρίς επιδειξιομανία, με τρόπο άκρως κρυπτικό και χωρίς καμμιά εκζήτηση. Ο πλούσιος και ξένος προς τα κοινότυπα λόγος του δεν προκαλεί ξενισμό, αλλά αντίθετα ρέει σαν το κελαρυστό νερό. Χρησιμοποιεί λέξεις ξεχωριστές, βαρυσήμαντες, που ωστόσο δεν ακούονται ως πυροβολισμοί, αλλά μάλλον σαν τον ήχο καμπάνας εσπερινού σε καλοκαιριάτικο σούρουπο. Η ποίησή του, μερικές φορές, με τη βυζαντινή μουσικότητα θυμίζει εκκλησιαστικά εγκώμια και μας μεταφέρει σε κλίμα κατανυκτικής ιερουργίας. Η βαριά πνευματική και ηθική «αρματωσιά» του και η αλγεινή πραγματικότητα που βίωσε δίνουν ένα έργο μεστό και ένα αισθητικό αποτέλεσμα υψηλό. Ο Λ.Α. είναι προικισμένος με την κατά Πλάτωνα «Μανία των Μουσών», την ιερή τρέλα. Είναι όλο αναζητήσεις. Στο στίχο, στη λέξη, στην ουσία, στο βάθος, στις προεκτάσεις, στο μήνυμα. Σαν δεινός ιχνευτής αναζητεί και ανακαλύπτει.
Ευαίσθητη και ανοχύρωτη καρδιά μου / πού να σε κρύψω / από τα μάτια του Ήφαιστου που πετάνε σπίθες; / Στη μαντήλα της μάνας μου - που δεν θυμάμαι / να την έχει βγάλει ποτέ - / δε θα ψάξει κανείς.
Ο Έρωτας γίνεται Αγάπη. Όλα ερμηνεύονται με την Αγάπη. Όλα τελειοποιούνται με την Αγάπη. Όλα μετατρέπονται σε Αγάπη, αρκεί να έχει κανείς το μαγικό φίλτρο, που κατέχει ο Λ.Α. Γιατί χωρίς αμφιβολία ο Λ.Α. είναι ένας μάγος του Λόγου. Ο έρωτας, ο θάνατος, ο αγώνας, το όραμα, το όνειρο, εναλλάσσονται και αλληλοσυνδέονται στο έργο του με τρόπο θαυμαστό, που δημιουργείται από μια εντελώς προσωπική θεώρηση του κόσμου. Η θέρμη των εσωτερικών του βιωμάτων γίνεται λάβα καυτή, που κατακαίει ότι κίβδηλο και ευτελές. Το εφιαλτικό σκηνικό μετατρέπεται από τη μεγάλη δεξιοτεχνία του σε ονειρικό - ψυχεδελικό πεδίο, όπου βασιλεύει παραδείσια αρμονία και καταλλαγή.
Και γω μ’ ένα πανέρι στα χέρια / μοιράζω άρτο και ύδωρ και Μνήμες σε στίχους…/ Ξεσπάω σε παραλήρημα προσευχής ως ασκητής / με κατάμαυρο τρίβωνα / και την ελπίδα παρατημένη στο προσκυνητάρι / η Αγάπη γέννησε τον Κόσμο… Συνοδή μου…/ Κόσμε μου..
Μια πλούσια εσωτερική αναστάτωση και μια κοσμογονική έκσταση, θαρρείς πως τον έχει κυριεύσει. Η ποίησή του είναι ένας γόος λυρικός. Τον βγάζει ο ποιητής, τον εισπράττει ο αναγνώστης. Ο Λ.Α. γράφει με το αίμα της καρδιάς του. Η ποιητική του όραση οξύνεται στο έπακρο από τα περιώδυνα συμβάντα της ζωής του. Και οι στίχοι του χωρούν την οδύνη ολόκληρης της πλάσης. Βλέπει και ακούει αυτό που οι άλλοι αδυνατούν να αισθανθούν. Δεν είναι ο αμέριμνος ποιητής – θεατής. Καταδύεται τολμώντας έως τα ενδότερα υποστασιακά του βάθη, δοκιμάζοντας την αντοχή της ψυχής του. Κάνει ασκήσεις ευαισθησίας, σχοινοβατώντας ακροβάτης χωρίς ράβδο ισορροπίας. Γεύεται το φαρμάκι του κόσμου χωρίς βαρυγγόμια καμιά. Ο βιωματικός του πυρήνας περιβάλλεται από «κέλυφος» διαπερατό και διάβροχο. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός φρικαλέου κόσμου γεμάτου απανθρωπιά και βαρβαρότητα, που άλλοι δεν τον παίρνουν καν χαμπάρι, φρίττει τον ποιητή. Δεν αγγίζει απλώς τον παγκόσμιο πόνο, τον ζει. Διαλύεται από το ξεκλήρισμα της φύτρας της ζωής, των παιδιών. Ναι, είναι ένας στρατευμένος ποιητής, με τη μεριά των αδύνατων, των κατατρεγμένων και των αποδιωγμένων. Τη θέση αυτή δίπλα στους αναξιοπαθούντες δεν την παίρνει βέβαια, άδοξα και χαριστικά.
Κύριε / Έρχομαι ως νικημένος Απόστολος / να μαζέψω θρήνους, πόδια, χέρια και λυγμούς / μικρών παιδιών / σε μια λήκυθο δακρύων της αυγής
Όμως ο Λ.Α. δεν είναι ένας απλός ονειροπόλος, πεσιμιστής. Το ιερατείο των αγωνιών του ξέρει να υποδεικνύει τους εχθρούς και τους κινδύνους που ελλοχεύουν.
Τούτος ο λαός ο παράνομος και αχάριστος / ο του αργυρίου αποκρουστικός λευίτης / ακόμα γεννάει Άννα – Καϊάφα….Μπεγκίν Σαρόν / και πάντα ο εκλεκτός της Ρώμης
Είναι ένας «εξηγητής» κατά την αρχαιοελληνική έννοια. Εξηγεί τις διοσημίες και ερμηνεύει τα όνειρα και τους χρησμούς. Ο Λ.Α. είναι ένας δαδηφόρος πυρπολητής ψυχών. Ώστε οι ψυχές να δηλώνουν στους φύλακες του Άδη, το του Πρόκλου: «Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος».
Η ποίησή του συχνά διαπνέεται από βαθύτατη μελαγχολία, που συνήθως όμως καταλήγει σε αισιόδοξα μηνύματα. Η βαθύτατη ενασχόλησή του με το θάνατο δεν καταλήγει σε νοσηρότητα, αλλά εξουδετερώνεται από μια ορμητική διάθεση για ζωή και δημιουργία. Είναι ο ποιητής της Ελπίδας. «Κρατά τα κλειδιά της φυλακής του στο ίδιο του το χέρι» (Σενέκα. Ηθικές επιστολές).
Έλα με τα στοχαστικά μάτια / και το παιδικό χαμόγελο /
να προλάβω το λιόγερμα / προτού ο ήλιος βυθιστεί στη θάλασσα του Χορευτού
Άλλοτε είναι πύρινος, βάζει φωτιά και κατακαίει, «περνά τη φωτιά για να φτάσει τη λάμψη» κατά τον Ελύτη, άλλοτε πάλι είναι καρτερικός, στωικός, σιγαλός, «ροκανίζει τις ασάλευτες ρίζες του κατεστημένου» κατά τη φράση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου.
Καραγιώργη, / περιμένουμε ακόμα την αίθρια μέρα / μ’ ανοιχτά παράθυρα / στην απέραντη νοσταλγία του ΔΙΚΙΟΥ
Τον ποιητή τον χαρακτηρίζει μια καταπλήσσουσα ευγένεια και όλα τα στοιχεία στην ποίησή του, όπως η νοσταλγία, η μελαγχολία, ο πόνος, η συντριβή, η αναπόληση, η αγωνιστική διάθεση, οι αμφιβολίες του, το παράπονό του από ανθρώπους και Θεό, έχουν τη σφραγίδα της. Η φυσική και η καλλιτεχνική του ευγένεια, τον μετατρέπουν σε ένα αριστοκράτη ευπατρίδη, παρά τις λαϊκές και αριστερές ρίζες του και μαλακώνει την έκφρασή του και τον τόνο του, ακόμα και σε περιπτώσεις που θα περίμενε κανείς να είναι σκληρός και αδυσώπητος.
Φορτώθηκα τα όνειρα των φτωχών αδελφών μου / μοίρασα αντίδωρο στους δολοφόνους του Πατέρα μου / κι όταν ήλθε το δείλι άραξα σε λιμάνι απάνεμο / μ’ ένα άγιο χέρι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά
Άνθρωπος και ανθρώπινος, μερικές φορές λυγίζει, αναρωτιέται, αμφιβάλλει, αλλά πάντα σηκώνεται και με το δέος αλλά και το θάρρος ήρωος, μπαίνει στη φωτιά και με την πρόγευση του θανάτου στα χείλη προσπαθεί να ξεδιαλύνει την ανερμήνευτη αιωνιότητα, να ψαύσει τον τύπον των ήλων. Όχι σαν άπιστος Θωμάς, αλλά σαν το παιδί που κοιτάζει τον πατέρα του κατάματα.
Ο πονεμένος χρόνος δεν ξεπληρώνεται / με υποσχετικούς παραδείσους…
Μου ’μεινε μια ρακένδυτη πίστη / σε ερημικό ξωκλήσι / και η θεία μορφή σου, ως βυζαντινή Παναγιά / σε κορνίζα εικονοστασίου
Ο Λ.Α. και στην ποίηση είναι ο εαυτός του και υπακούει μόνο σε ότι του υπαγορεύει η ωκεάνεια καρδιά του. Τα ιδανικά του ζυμωμένα και σφυρηλατημένα με αγώνες και με νίκες, αλλά και με καταστροφές, αυταπάτες και οδυνηρές ψευδαισθήσεις, γίνονται πιο σταθερά, σχεδόν αταλάντευτα και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη στάση του απέναντι στη ζωή και στην τέχνη. Χωρίς υφολογικούς ακκισμούς, ο κύριος γνώμων στο έργο του είναι η πνευματική του αγωνία. Σε κατακτά από την πρώτη στιγμή, αλλά προοδευτικά σε οδηγεί σε κατανυκτικούς μυστικούς κόσμους. Η ποίησή του είναι μυσταγωγία σε ιερά άδυτα. Θαρρείς η δαψίλεια της συντριβής του τροφοδοτεί απεριόριστες ικανότητες. Θαρρείς πως τα αυστηρά πρόστιμα που κατέβαλε στο βίο του, επιστρέφονται σαν πλουσιοπάροχη ποιητική δημιουργία. Ο Λ.Α. είναι ένας ιδιόμορφος ποιητής, θα έλεγα μοναδικός. «Το καλούπι με το οποίο φτιάχτηκε, αμέσως καταστράφηκε», κατά τη φράση του Ρουσώ.
Ο Λ.Α. είναι σεμνός, αθόρυβος, ευαίσθητος και πνευματικός. Είναι λυρικός και αισθαντικός στοχαστής. Είναι μια δυνατή ποιητική φύση καταδυναστευμένη, που λυτρώνεται από τη μετουσίωση σε υψηλού επιπέδου ποίηση. Είναι ένας Διδάχος των σπουδαίων, που πλουτίζει τον ταπεινό βίο μας. Είναι ένας Απόστολος, που συντρέχει το αναγκεμένο γένος των βροτών. Είναι ένας ποιητής με διεσταλμένες τις αισθήσεις του στο άπειρο. Είναι ένας δύτης του αοράτου, που φέρνει στην επιφάνεια την κρυφή φωνή των πραγμάτων. Ο Λ.Α. ψιθυρίζει μοιρολόγια Τζουμερκιώτικα κρατώντας κερί από άγρια μέλισσα, του αρκεί ένα δείπνο με ελιές και Αγάπη, μεγαλώνει στον κόρφο του εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, ακολουθεί το ουράνιο τόξο, κουβεντιάζει για τις ανεμώνες, θρηνεί που ξεράθηκε το ασφεντάμι στο δίστρατο, που κιτρίνισε η αγράμπελη στο φράχτη, που κρύφτηκαν οι κρίνοι στα χαλάσματα, μιλά σ’ ένα στρέμμα ουρανού με πεφταστέρια, φυτεύει κυκλάμινα και ανεμώνες, απολογείται για την παράδοση της ιερής φωτιάς, κρατά στη μέσα τσέπη του μια φούχτα ελπίδες, σκάβει κατακόμβες για να φωλιάζουν οι γλάροι αμέριμνοι, καλεί τους φίλους του κάτω απ’ τα πλατάνια του Ληθαίου που σταλάζουν φεγγάρι στ’ απόβροχο, κρατά στα χέρια του αγγελικούς ύμνους, γνωρίζει καλά ότι τα όνειρα των παιδιών είναι από βροχή, μοιράζει αντίδωρο στους δολοφόνους του Πατέρα του, μετράει πρωί πρωί άδειες φωλιές χελιδονιών, παρακαλεί τους πελαργούς να ξαναγυρίσουν στη φωλιά τους, φτιάχνει στεφάνια από χαμομήλια, ήλιο και κυκλάμινα, ξαναφυτεύει αγριόκρινα και ανεμώνες, κουβεντιάζει με μοναχικούς σπουργίτες, είναι βέβαιος ότι οι κερασιές πάντα θα ανθίζουν, φυτεύει μεθυστικές ακακίες, αναρωτιέται πού να κρύψει την καρδιά του, μαζεύει στάχια και αλάτι για τους φτωχούς αδελφούς του, μαζεύει ελπίδες για τα αθώα νήπια, απευθύνεται στο Θεό γεμάτος απορία για τις αδικίες όπου γης, θέλει το Χριστό Άνθρωπο… πολύ Άνθρωπο, στη φάτνη με βοσκούς και ξεριζωμένους και ανέστιους και τον καλεί να αναστηθεί πραγματικά, αφού η Ανάσταση είναι η μόνη μας ελπίδα.
Κάποτε σε μια έκθεση ζωγραφικής του Εγγονόπουλου, παραξενεμένος ένας θεατής από τα παράξενα πρόσωπα της ζωγραφικής του, ρώτησε το διπλανό του, τι σημαίνουν κι αυτός του απάντησε ότι αυτοί που εικονίζονται είναι…. από άλλη φυλή. Νομίζω λοιπόν πως ο Λ.Α. είναι από άλλη φυλή. Μπορεί να είναι αρχαίος Έλληνας «μάντις του γένους των ιερογλώσσων», μπορεί να είναι ινδιάνος, που αδυνατεί να καταλάβει την έννοια «ιδιοκτησία», αφού όλοι είμαστε της φύσης και που καίει μόνο ξερά δέντρα για να ζεσταθεί για να μην καταστρέψει τα ζωντανά, μπορεί να είναι αρχαίος Αιγύπτιος σεπτός ταριχευτής που υμνολογεί «καρδιά μου που σε κληρονόμησα από τη μάνα μου, μη με προδώσεις», μπορεί να είναι πρωτοχριστιανός άγιος, μπορεί να είναι πρωτοπαλλήκαρο του Τσε ή σύντροφος του Καραγιώργη, μπορεί να είναι αστρονόμος που παρατηρεί τα άστρα και λατρεύει το λαμπερότερο όλων, τη Νίτσα του. Τελικά νομίζω ότι είναι όλα αυτά κι άλλα πολλά μαζί κι ακόμα – τι ευτυχία για μας – ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας. Υψίστη τιμή για μένα να παρουσιάσω το βιβλίο του. Η γενέτειρά του Θεσσαλία, δέον να του επιφυλάσσει, κατά την φράση του Ροΐδη «παρθένον την δάφνην και αμείωτον το ιερόν όνομα: ΠΟΙΗΤΗΣ».

Δεν υπάρχουν σχόλια: