Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Κρουαζιέρα με τον Αλκαίο

Κρουαζιέρα με τον Αλκαίο

Το Φλεβάρ που λέτε, ήνταν να πάγω μαθέ στν Αθήνα π’ μας είχε καλέσ’ ο Κύριος Κύριος Χριστόδουλος, για να προετοιμάσομ τ’ λαοσύναξ. Με λέγ’ μια κοπελούδα, με τ’ αγερόπλανο έχ’ εισιτήριο μόνε το 2004, κάτσε να πας μια και καλή να δγεις και τν Ολυμπιάδα. -Μπρε κορτσούδεμ βιάζομαι. -Ε τότε να πας με το βαπόρ τον Αλκαίο, έχ’ εισιτήριο τον Αύγουστο. –Ε τι έναι 6 μήνες για να βρεις εισιτήριο μαθέ σε κρουαζερόπλοιο, τίποτα δεν έναι. Έκαμα όμως ένα όμορφο ταξίδ και θα το λέγω όπ’ να σταθώ κι όπ’ να βρεθώ, ότι εμείς οι Λημνιοί έχομ ντ μπιο καλή συγκοινωνία σ’ ούλο το γκόσμο.
Καντβήκαμ που λέτε στο Κάστρο για να πάρομ το βαπόρ. Δεκεί μας λέγ’ ένας ότι το βαπόρ έχ’ καθυστέρησ’ έντεκα ώρες. Για να μη στέκομάστε σα ντα μλάρια, κάτσαμ σ’ ένα γκαφενέ που το λέγαν μαθέ καφετέργια. Μάσαλά όμορφο μέρος. Οτ’ ήθελες το ήγλεπες. Τουρίστεργιες με τα βζα απόξω, άλλες που φορούσαν κάτ παντελονούδια, ίσα ίσα π’ κρύβαν το πράμα τς με το συμπάθειο, κάτ κουνιαλήδες που ούλ’ τν ώρα μλούσαν σε κεια τα ρμάδια τα κινητά, και, και… Σα ντα παλιά τα χρόνια που γίνταν μαθέ η αποκριγιά και βγαίναν οι μπαντέτς και λέγαμ μανά μούμος. Τέλος πάντων έκαμνα σεργιάν’ και μ’ άρεζε, αλλά άκουμνα οι γιάλλ’ ούλο και γκρινιάζαν ότι έχομ μαθέ κακή συγκοινωνία. –Καλά μπρε γκμπάρε, λέγω σε ένα, δε χύθκε κι ο ζάχαρς στο νερό. Τι γυρεύς τζάνουμ αχάριστ αθρώπ. Γαδάρ παρλείς πορδές μαζώνς που ήλεγε κι η γιαγιά μ’ η Βωτώ.
Εγώ είχα φάγ’ και πολλά σύκα και μ’ ήρτε σουρντί μπουρντί, το κόβω που λέτε στα ποδάρια γιαλό γιαλό απ’ τς θαλασσόβραχ’ βρήκα μια απανωμιά, ανακουφίστκα με το συμπάθειο, πλύθκα και με τ’ θάλασσα, ταμάμ. Στο γυρζμό λαχτάρξα πεταλίδες και μάζωξα μια βρασά. Καμιά βολά ήρτε και το βαπόρ κι αρχίσαν να μπαίν’νε μέσα οι κούρσες. Άλλος ζέμπαινε από δωνά, άλλος από κεινά, φωνάζαν οι λ’μενκοί, βρίζαν οι οδηγοί, μτζώνταν αναμεταξύ τς, πόλεμος σωστός, και πολύ μ’ άρεζε το θέαμα, αφού μαθέ ούλο μες το γκαφενέ τς Βιργίνας τ’ Τσμουρή ή τ’ Μανώλ’ ντ Μπεκρή ή τ’ αλλνού ντ Βγαγγέλ’ ντ Γούναρ τίποτα δε γλέπομ απ’ τον όξω κόσμο. Ε, σα μπήκαμ μες το βαπόρ, ούλ’ τρέχαν να προλάβνε καρέγκλες να κάτσνε, γιατί ήνταν λέγ’ πιο λίγες απ’ τς επιβάτες. Εδιέτς που τρέχαν τσαλαπατήσαν ένα παπά και ένας γέρος έφαγε μια σκουντούφλα που ίσα ίσα ανέπνιε και ούλ’ γινήκαν σα ξεγκλιασμένες σαρδέλες. Μια γριγιά είχε ξαπλώσ σ’ ένα καναπέ κι είχε τα χέρια τς σε δυο καρέγκλες, ένα σε κάθε μια και φώναζε «αχ η καρδιά μ’, αχ η καρδιά μ’». Τρέξαν καμπόσεν’ ντ βρέχαν με τα νερά, αλλά ένα ντέβερ σκώνεται ξαφνικά η γριγιά μ’ ένα χασκόγελο και λέγ’ «εντάξ παιδιά, κόλπο ήνταν μέχρι να έρτνε οι θκοι μ’, μαθέ είμαστε πέντε νομάτ και τς κράτουμνα τς θέσεις». Ε τέτοιο πράμα δε με ξανακαπετάρσε. Τέλος πάντων.
Εγώ δε βρήκα καρέγκλα κι έστρωσα μια μπατανία καταγής μέσ’ το μπόντλα και ξαπλάρσα. Αλλά οι γιάλλ’ που δε γκόβ το ξερό τς θέλαν σών’ και καλά να κάτσνε σε καρέγκλες. Και να καυγάς, να φτυσίματα, να ζμπνιαξίματα. Παίρναν μαθέ τς τσάντες που ήνταν πα στα καθίσματα και τς πετούσαν καταγή. Κι γιάλλ’ που είχαν τς τσάντες θμώναν και είχαμ ούλ’ τν ώρα ανεγούλες και τζουμχούρια. Το τι σκώτ έφαγα δε λέγεται με τούτα τα καρακαλ’νόβοδα. Όντας ήρτε η ώρα για το φαγί πάθαν πάλε παροξμό. Τς δώκαν λέγ’ ένα ντόσο παλιόφαγο που βρώμνιε σα ψόφιος ποτκός και το πληρώσαν σε λέγ’ για μάλαμα. Καλά να πάθνε οι αχμάκ’δες για να μάθνε να παίρνε φαγί μαζί τς. Αφού πάλε έσπασα κάμποσεν’ πλάκα, άν’ξα ντ βούργια κι ήβγαλα μια ζμωτή βδούλα μποτούν’κια, ένα μελίπαστο τυρί που έσταζε μαθέ ο βούτυρος από μέσα, τς πεταλίδες, και καθάρσα και κάτ’ παστοί κολιοί νά με το συμπάθειο, που στίλ’σε ο κόσμος. Αρχίσαν να έρχεντεν σα γκοντά από γύρω γύρω αφού είχαν χνάξ απ’ ντ μπείνα και γλιαρεύαν, αλλά αντρέμπνταν. «Άντε βρε κοπιάστε, κάμτε και καμιά ζημιά», τς λέγω. Ε, κάτσαμ και ντ νταντανιάσαμ. Είχα και μια κουτρούμπα με ρακί, βρέξαμ κομματούδ το γκάρεγκλά μας, καλά περάσαμ. Ήρτε μαθέ κι ένας καραβίσος με τα άσπρα και μας μάλωνε. «Τι το περάσατε εδώ, μάντρα» μας ήλεγε. «Άσε μπρε τ’ μάντρα κατά μέρος μη σε παραβγάλω με κανένα κοντοστέλ’» τον λέγω. «Άμα σε πάρω μαθέ στ’ μάντρα κανε δυο μέρες θα μάθς να ξεχωρίγς δυο γαδαριώ άχυρα που τώρα δε νογάς. Μόνε κάτσε να φας και συ κομμάτ κολιό». Ας έναι δα.
Μπράβο για το όμορφο ταξίδ, μπράβο και ματαπάλε μπράβο. Ούλα μελετμένα. Μάξος μαθέ καθυστέρσε το βαπόρ, για να διούνε διαβόλ οι αλ’πανάβατ οι νταλντζμέν’ λίγο κόσμο, να δώκνε μαθέ και κανένα μεταλλίκ’ σντ γκαφετέργια, γιατί τι θα γίν’νε μαθέ οι καφετζήδες, κλέφτες; Ύστερα όντας μουντέρναν με τς κούρσες απ’ ούλες τς μπάντες μές το βαπόρ, που να ξέραν ότι τς κάμναν ντ γκαλύτερ εκπαίδευσ’ στο οδήγ’μα. Αμ η γριγιά που έκαμνε ντ γκαρδιακιά; Δούλεψε μαθέ σα τζακμάκ’ το ζντερογούδε τς, που είχε αρχίσ και ξεκούτιενε. Αφού το ήλεγε κι ένας γιατρός. «Κάθε γέρος και γριγιά πρέπ να κάμεν’ ένα ταξίδ το χρόνο με τον Αλκαίο, γιατί αυτό έναι κατά στο ξεμώραμα». Αμ οι λίγες οι καρέγκλες; Ούλα με σχέδιο. Σε λέγ’ οι καινούργιοι οι Λημνιοί γινήκαν βουτυρόπαιδα και τσοκολατόπαιδα. Για κάτσε να τς σκληραγωγήσομ κομματούδ. Να ξαπλώσνε και λίγο στο πάτωμα να ισώσ’ η κατίνα τς. Κι όσο για το φαγί, ούλο πατατούδες και πριζόλες, για κάτσε να έρτνε στ’ μόστρα και λίγο τα Λημνιά τα προϊόντα. Άμα δα. Μόνε σταναχωρέθκα που δεν ήφερα μαζί μ’ και λίγο καβουρμά, αφού είχε μαθέ λίγο χερόλομο ακόμα μες το κουρπούδ.
Τέλος πάντων μη ντα πολυλογούμε κιόλας, οι Λημνιοί έχνε ντ γκαλύτερ συγκοινωνία. Μόλις έμαθα κι ένα χαμπάρ καινούργιο και κατούρσα τα βρακιά μ’ απ’ τ’ χαρά μ’. Το ταξίδ λέγ’ με τον Αλκαίο μπήκε στν εκπαίδευσ’ των ΛΟΚ. Όποιος κάμεν’ μαθέ ένα ταξίδ, θα παίρεν’ το δίπλωμα τ’ λοκατζή. Ε, έναι μαθέ να μη χαίρεται κανείς για το πώς τροσέχνε τς Λημνιοί;

Δεν υπάρχουν σχόλια: