Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ "ΛΗΜΝΟΣ" ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΑΒΛΗ


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ "ΛΗΜΝΟΣ" ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΑΒΛΗ

Γράφει ο Σταύρος Τραγάρας


Η εφεύρεση της φωτογραφίας έγινε στα 1822 από τον Νικηφόρο Νιέπς. Ο Νιέπς ονόμαζε τη διαδικασία αποτύπωσης εικόνας στην πλάκα, όχι φωτογραφία, αλλά ηλιογραφία. Βλέποντας σήμερα τις φωτογραφίες του Παντελή Πραβλή νομίζω ότι πιο εύστοχος όρος δεν θα μπορούσε να δοθεί. Βλέποντας τις φωτογραφίες – ηλιογραφίες του Παντελή Πραβλή ακούμε τους στίχους του αρχαίου Στησίχορου:
«Κι ο ήλιος
του Υπερίονα ο γιος
μες σε χρυσό ποτήρι κατέβαινεν,
αφού τον Ωκεανό περάσει
να φτάσει
μες στα σκοτεινά της άγιας νύχτας βάθη
στη μάνα του
και στη γλυκειά του τη γυναίκα
και στα παιδιά του τ’ ακριβά».
Με το πέρασμα των χρόνων και την εξέλιξη της τεχνολογίας, το να βγάζει σήμερα κάποιος φωτογραφίες είναι παιχνιδάκι. Όμως οι φωτογραφίες που υπερβαίνουν την απλή πραγματικότητα, που έχουν κάτι να πουν και που αντιστέκονται στο χρόνο, είναι όχι απλώς λίγες, αλλά σπάνιες. Η ειρωνεία του πολιτισμού μας, του πολιτισμού της εικόνας είναι ότι υπερπροβάλλοντας την πραγματικότητα ουσιαστικά την κρύβει και την συσκοτίζει. Και χρειάζονται κάτι τέτοια πράγματα όπως είναι αυτή η δημιουργία του Πραβλή, για να ανοίξουν τα μάτια μας, να δούμε την πραγματικότητα, κι όχι μόνο αυτό, αφού δούμε την πραγματικότητα να πιάσει δουλειά το όνειρο. Όπως έλεγε κι ο Ελύτης:
«Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα».
Αυτές οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Η αποτυπωμένη μνήμη των ανθρώπων. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Η μνήμη φωτογραφίζει ασπρόμαυρα. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Η επίσκεψη του φωτός γράφει. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Θαυματουργική μίξη φωτός και σκότους. Όλα απολήγουν να είναι μύθοι του πραγματικού. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Σαν την αέναη πάλη σκότους και φωτός, θανάτου και ζωής. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Το σκοτάδι δε νικιέται με το σκοτάδι, παρά μόνο με το φως, έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες: Όταν η μνήμη παίρνει φως. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τα υπέροχα μυστικά τους.
«Δε λένε ψέματα οι παλιές φωτογραφίες
ψεύτικος είναι ο πακτωλός των χρωμάτων σήμερα
που επί χάρτου υποδύονται μοιραίες διαφορές και τονικότητες
για τους ευπίστους».
Αντώνης Φωστιέρης
Σήμερα ο Παντελής Πραβλής μας έμπασε στον ιερό ναό του. Στη μυσταγωγική αυτή μέθεξη, κατακυριευμένοι από τη ριγηλή συγκίνηση, αναρωτιόμαστε αν είμαστε ιερόσυλοι, ή μύστες σε θεία ιερουργία. Αυτές οι φωτογραφίες – εικόνες, ανθρώπων, τοπίων, καταστάσεων, όταν αργαστούν από τον ανελέητο χρόνο, γίνονται ώριμες για τη μυθολογική τους δράση και την ποιητική τους αποστολή. Γίνονται μαντεία απ’ όπου εκπέμπονται χρησμοί ακατάληπτοι και συγχρόνως πολύ καταληπτοί. Δείτε τις φωτογραφίες και μετά στήστε το αυτί σας. Τέτοιους χρησμούς θα ακούσετε. Δείτε τις φωτογραφίες και τους ήρωές τους. Δείτε τα πρόσωπα. Φτιαγμένα από πηλό είναι, όπως και τα δικά μας, όπως και των πρωτόπλαστων. Κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας. Μη σας ξεγελούν τα διαφορετικά ρούχα, οι διαφορετικές ασχολίες. Είναι γιατί εμείς προσπαθούμε να αποκρύψουμε τη χωμάτινη φύση μας, τη γεηρή καταβολή μας. Δείτε τους. Δίνουν την παράστασή τους, όμως εν αντιθέσει προς εμάς, χωρίς να το γνωρίζουν. Μη φοβάστε, δεν ενοχλούνται ούτε από το φως που πέφτει πάνω τους ούτε από την παρουσία μας. Η ελαφρά αμηχανία που αισθάνονται είναι γιατί ξαφνικά βρέθηκαν κυκλωμένοι από αυτά τα φαντάσματα του μέλλοντος, εμάς, που όμως τόσο τους μοιάζουμε. Διωγμένοι κι αυτοί απ’ τον παράδεισο, κι απ’ τον οικείο χώρο τους, δεν αποδέχονται κι αυτοί καμιά μίζερη μοίρα και έφτιαξαν ένα νέο παράδεισο, νεκροί και ζωντανοί, στις σελίδες αυτού του λευκώματος. Έχουν κι αυτοί στις αποσκευές τους, όπως κι εμείς, το δώρο που χάρισε ο παππούς μας ο Προμηθέας σε όλους τους ανθρώπους, που δεν είναι βέβαια το «αμόρωτον» το απέθαντο δηλαδή, αλλά οι τυφλές ελπίδες.
Οι ήρωες του Πραβλή άλλοτε νέοι και ωραίοι σαν αρχαίοι Έλληνες, άλλοτε σαν άλλοι Αμορραίοι είναι «υψηλοί ως κέδροι και ισχυροί ως δρυς», άλλοτε σαν αγριωποί βυζαντινοί άγιοι, άλλοτε αδροί, αλατοκαμένοι, τραχιοί και αργασμένοι κι άλλοτε πάλι χωρίς λεπτά χαρακτηριστικά, αφαιρετικοί και φαντασματικοί, ομιχλώδεις και φευγαλέες φιγούρες του ταξιδιού. Όλοι όμως άνθρωποι και ανθρώπινοι, χθόνιες υπάρξεις, που θέλουν να ταξιδέψουν στα σύννεφα. Πρόσωπα με μια εκτυφλωτική αξιοπρέπεια, φυσιογνωμίες με εκτόπισμα. Ένα πρόσωπο είναι η ίδια η ιστορία του, μέσα από τις ρυτίδες του, τις ουλές του, τη φθορά, την ικανοποίηση ή τη διάψευση των ελπίδων που αντανακλά. Διηγείται τη ζωή όπως η πέτρα διηγείται τις χιλιετίες που πέρασαν και άφησαν τα σημάδια τους πάνω της. Ψαράδες, μυλωνάδες, θεριστές, ξωμάχοι, τσαγκάρηδες, κατσίβελοι, σαγματοποιοί, καζαντζήδες, τσοπάνηδες, ταχινάδες, λυράρηδες, καρεκλάδες, νοικοκυρές, μανάδες, ότι δουλειά κι αν κάνουν, φύτρες του Ηφαίστου, Κάβειροι της φωτιάς και δουλευτές στο χώμα και στη θάλασσα, δεξίπυροι ακαείς Λημνιοί μουτζούρηδες, οι ήρωες αυτοί δεν πατούν στη γη. Βγαίνουν από μέσα της, φαίνονται να φυτρώνουν μέσα από βράχια. Ξεπροβάλλουν μέσα από τριτογενή πετρώματα, σαν ηφαίστειοι ελελίχθονες, σαν κουρσευτές εγκαταβιωμάτων, σαν ελευθερωτές απολιθωμένων αδινοθηρίων, σαν ιχνευτές του Ιαπετού. Και έχουν μια διαφορά από μας. Αυτοί δεν ανταλλάσσουν την ευγενή όψη και το παράστημα με τις πληρωμένες θέσεις στο θέατρο. Οι ήρωες αυτοί δεν είναι οι κούκλες των κομμωτηρίων και των πρωινών καφέδων, ούτε οι άντρες με τις βερμούδες, τα κρεμαστάρια, τις σαγιονάρες και τα κινητά εν είδει κολτ. Είναι ταπεινοί άγιοι και παράτολμοι ήρωες μαζί, που μας έκαναν τη χάρη να δεχτούν την επίσκεψή μας. Στων πενεστών την τάξη την αρρίζικη, στο αναγκεμένο γένος τους, ο ήλιος τους είναι ζεστός και το ψωμί τους καθαρό Δέχτηκαν την επίσκεψή μας, χάρη στη μεσολάβηση του Παντελή Πραβλή. Γιατί ο Παντελής Πραβλής τους μοιάζει και γι’ αυτό τον εμπιστεύονται.
Ο Παντελής Πραβλής είναι ένας ποιητής που νομίζει πως είναι φωτογράφος. Είναι ένας θαλασσοπόρος που νομίζει πως ρίζωσε στη γη. «Όμως το να ζεις παίρνει χρόνο, οι ρίζες σχηματίζονται αργά, κι έτσι η στιγμή μπορεί να είναι ο καρπός μιας μακράς εμπειρίας ή μιας έκπληξης», όπως έλεγε ο μεγάλος φωτογράφος Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν. Η αποφασιστική στιγμή συλλαμβάνεται από το φακό του ακαριαία. Είναι η στιγμή που στο στόχαστρό του μπαίνουν μαζί το μυαλό το βλέμμα και η καρδιά. Η έκφραση και η αρμονία ενός αναρχικού πνεύματος, σε ασπρόμαυρο. Ο Παντελής Πραβλής έχει την κατά Πλάτωνα «μανία των Μουσών», την ιερή τρέλα. Δεν είναι ένας φωτογράφος του στούντιο, αλλά ένας ταξιδευτής, ένας εθελοντής περιπλανώμενος ερευνητής, ένας σκονισμένος περάτης, ένας μοναχικός οδοιπόρος, ένας γυρολόγος Απόστολος, ένας ιχνευτής του αοράτου. Είναι ένας γεννημένος καλλιτέχνης. Με ήθος ανεπίληπτο και με κουλτούρα πραγματική. Ανήκει στην ομάδα των ανυπότακτων και ελεύθερων ανθρώπων. Σ’ αυτούς που επιφορτίζονται μετά χαράς την προσωπική και ιδεολογική ευθύνη του πνευματικού ανθρώπου. Ιχνηλατεί μεθοδικά το παρελθόν προσπαθώντας μέσα από τον ξανακερδισμένο χρόνο να επαναπροσδιορίσει ιδανικά, να βρει το χαμένο μας έρμα, τη χαμένη ταυτότητά μας. Με τις φωτογραφίες του κάνει κομμάτια την «ασύνειδη λήθη», στην οποία συνήθως περιπίπτομε. Με τον αξεπέραστο ποιητικό του τρόπο και με υψηλή οπτική νοημοσύνη του φωτογράφου καλλιτέχνη. Και με μια υπομονή παροιμιώδη. Μπορεί για μέρες να ψάχνει για κοχύλια σε μια αμμουδιά για να τα φωτογραφήσει, να προσπαθεί να διακρίνει με το στερεοσκόπιο μικροσκοπικές μορφές ζωής, που δεν συλλαμβάνονται ούτε με λαβίδες, μπορεί για ώρες να είναι στημένος για να φωτογραφήσει ένα πουλί, ή να οδοιπορεί χιλιόμετρα για να βρει κάποιο σπάνιο λουλούδι. Ο Παντελής Πραβλής κάνει μαγικά με τα σύνεργα της φωταγωγικής του μαγγανείας. Γιατί ο καλλιτέχνης είναι μάγος και δεξιοτέχνης. Δεν φταίμε εμείς που εμπιστευόμαστε τα μάγια του και μένουμε εκστασιασμένοι και έκθαμβοι θεατές της μεγάλης τέχνης του. Είναι ένας αλχημιστής του φωτός, μόνο που αυτός βρήκε τη λύση αφού από τις εικόνες του ρέει καθαρό χρυσάφι. Είναι ένας πρωθιερέας στο ναό της θεάς Τέχνης και αποσπά μυστικά από τη ζωή μεταπλάθοντάς τα με τα μαγικά του σε ελιξήριο της αιώνιας τέρψης. Είναι ένας λαμπαδηφόρος, ένας φρυκτωρός, που μας ανάβει υπνόμαχες πυρές και μας ξυπνάει από τη χειμερία νάρκη μας.
Όμως ο Παντελής Πραβής είναι πρωταρχικά, πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά ΛΗΜΝΙΟΣ. Λημνιός γνήσιος, πραγματικός, αυθεντικός, παλαιός. Είναι η μνήμη της Λήμνου. Γι’ αυτό ξέρει καλύτερα ποια είναι η Λήμνος. Και αυτήν προβάλλει. Η Λήμνος: Φως, φωτιά, πέτρες, θάλασσα, ταπεινοί λόφοι, σιωπή, καλοσυνάτοι άνθρωποι. Μέσα από το έργο του καλλιτέχνη αναδύεται το σταθερό χωμάτινο στοιχείο της Λήμνου, η ταξιδιάρικη φύση του Οδυσσέα, το πύρινο της Ηφαιστειακής προγονικής ρίζας. Τη μια βλέπεις τον μισόγυμνο ιδρωμένο μουτζούρη να χτυπά ένα πυρωμένο σίδερο στο αμόνι του Μόσυχλου δίπλα στον Ήφαιστο, την άλλη το θαλασσινό ταξιδευτή με την πίκρα της νοσταλγίας στα μάτια, άλλοτε το χτυπημένο βουτηχτή να ξεδιπλώνει τις χιλιόπικρες αναμνήσεις του, κι άλλοτε τον ταπεινό γεωργό να πίνει το ουζάκι του στα ήσυχα καφενεδάκια της Λήμνου. Και ενώ οι φωτογραφίες του αποτελούν τεκμήρια ιστορικής μνήμης, ταυτόχρονα ανακαλύπτει και αποκαλύπτει με την τέχνη του την «κρυφή φωνή των μικρών πραγμάτων», γιατί την ακούει. Συνομιλεί με μια σπασμένη πέτρα, με ένα αρχαίο μάρμαρο, με ένα κοχύλι, με ένα αρχαίο πνεύμα. Έχει την ικανότητα να βρίσκει το αληθινό κάτω από τους ψιθύρους της αντίληψης. Προσεγγίζει με σεβασμό τους ταπεινούς ανθρώπους και τις άγιες ασχολίες τους. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ίδιους τους ανθρώπους παρά με τις ιδεολογίες τους. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο η ιστορία, αν και είναι γνώστης της, παρά μόνο σαν αφορμή για να ψηλαφήσει τη μυθολογία των απλών ανθρώπων. Αναδεικνύει τον προσωπικό του «τρόπο», που είναι ο τρόπος της Λήμνου και των Λημνιών. Σαν φάρο φωτεινό που καταυγάζει λιτότητα και ανθρωπιά. Πρότυπο προτύπων. Μακριά από την δήθεν «ανακάλυψη» της Λήμνου τελευταίως από τις τουριστικές, νεοβαρβαρικές, βλακώδεις, νεοπλουτίστικες ορδές των παμφάγων «μοντέρνων» νεοανθρώπων. Η συναισθηματική εμπλοκή του καλλιτέχνη με τον τόπο που τον γέννησε, η συγκινησιακή του φόρτιση και ο απόηχός τους στον ψυχισμό του περνά αβίαστα στον θεατή, ο οποίος γίνεται συμμέτοχος εκών άκων σε ένα κλίμα ονειρικό, ιερουργικό και ενορμητικό, από ένα ιερέα ταπεινό, που θυσιάζει στα ιερά των Καβείρων, αλλά πάει και λειτουργιές στον Άγιο Σώζο. Ανακυκλώνει εποχές και μορφές και ο ίδιος στέκεται στωικός παρατηρητής, ήσυχος, με επίγνωση ότι υπάρχει διεύθυνση των πάντων, παρατηρώντας τις ανθρωπολογικές συνέπειες και προεκτάσεις, αφήνοντας τα πρόσωπα και τα τοπία, τις μορφές και τα ερείπια να μιλήσουν την σαγηνευτική και εκστασιακή ακατάληπτη για τους πολλούς γλώσσα τους. Ιχνηλατεί το παρελθόν αργά και μεθοδικά. Ξεφλουδίζει σαν αρχαιολόγος τα μυστικά στρώματα της αρχαίας ζωής, για να την επανασυνδέσει όταν θέλει με την αμεσότητα των οικείων προσώπων, των οικείων πραγμάτων. Η ακεραιότητα ενός καλλιτέχνη σχετίζεται με την επαφή του με τις αιώνιες εκείνες δυνάμεις που δίνουν στους ολιγόζωους ανθρώπους το αίσθημα της αθανασίας, έλεγε ο Τσαρούχης. Αυτό το αίσθημα της αθανασίας προβάλει με τρόπο μεγαλειώδη από το έργο του Παντελή Πραβλή.
Και το αποτέλεσμα, μπροστά μας ολοζώντανη η Λήμνος. Αυτά που βλέπουμε μας οδηγούν συνειρμικά και σε ότι δεν βλέπουμε. Τα ιερά της Δήμητρας, των βράχων μας ο τόπος, τα περάσματα των πετριτών, οι άγονες γραμμές των Πελασγών, οι νύχιοι οφθαλμοί των τσοπανόσκυλων. Οι γκρεμισμένοι ανεμόμυλοι, τα χειμωνιάτικα κύματα του Αγιαρμόλα, ο Σεπτέμβρης των περιβολιών μας, οι αέρηδες των μαλλιών των κοριτσιών, τα χτισμένα πιθάρια με το καλαμπάκι, οι πέτρινοι φρουροί καπνοδούκοι και οι ψωμόφουρνοι που καπνίζουν. Οι αυλακιές των μπαμπακιών, οι βόντενες και τα κυδώνια του χιονιά, οι κληματσίδες τ’ Αηγιαννιού, τα κοπάδια των βερτσωνιών στις καλαμιές, η οσμή των καφεδιών αλόγων, τα κατσικάκια κάτω απ’ τα κοφίνια, οι λευκοί περιστεριώνες που βομβούν και τα άθολα νερά στα πετρόκτιστα πηγάδια. Ο ασβέστης των ντουβαριών, τα τηλεγραφόξυλα που βουΐζουν, τα χελιδόνια των συρμάτων που νοστούν, τα σμήνη των γαγιλών που σκιάζουν τα μποστάνια, οι ξύλινες πορτάρες των πέργιορων, το δάκρυ της χαροκαμένης και τα κλειστά παράθυρα της μοναξιάς. Τα σαθήρια με τις αμυγδαλιές, το βρασμένο στάρι με τα ρόδια, οι μαύρες φορεσιές των γυναικών, οι ξεραμένοι πλοκαμοί των χταποδιών, οι αγριόχηνες μες στα παγωμένα σπαρτά, οι πελεκητές γρανιτένιες γούρνες, τα κίτρινα φύλλα της συκιάς με τα ερωτήματα πάνω τους γραμμένα.
Και μια ψυχική ευφορία σε κυριεύει. Που είσαι άνθρωπος, που είσαι Λημνιός, που αξιώθηκες να πατήσεις ένα τέτοιο ευλογημένο τόπο. Που σου αποκαλύπτεται σταδιακά, που σε δέχεται με γλυκύτητα, με ευγένεια, με οικειότητα, που σε κάνει τελικά δικό του, προσφέροντάς σου μια ανυπέρβλητη αίσθηση μέθεξης στο συμπαντικό και στο ανείπωτο. Η Λήμνος των θεών. Η Λήμνος των ανθρώπων. Η Λήμνος των ακτών. Η Λήμνος των χωριών. Η Λήμνος του φωτός. Η Λήμνος των αιώνων. Η Λήμνος του σήμερα. Η Λήμνος της σαγήνης. Η Λήμνος του Παντελή Πραβλή. Η δική μας Λήμνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: